Ο Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο (Michelangelo Merisi da Caravaggio, 29 Σεπτεμβρίου 1571 – 18 Ιουλίου 1610), γνωστός περισσότερο απλά ως Καραβάτζο, ήταν Ιταλός ζωγράφος, το έργο του οποίου ανήκει χρονικά στα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 17ου αιώνα. Αν και οι πρώιμοι πίνακές του περιλάμβαναν κυρίως προσωπογραφίες, σταδιακά εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους θρησκευτικών σκηνών.

Νεανικά χρόνια
Αγόρι με καλάθι φρούτων, περ. 1593-1594, 70×67 εκ., Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη
Ο Μικελάντζελο Μερίζι γεννήθηκε το 1571, χρονολογία που επιβεβαιώνεται από μία πρόσφατη ανακάλυψη ενός συμβολαίου με το οποίο ανέλαβε μαθητευόμενος του ζωγράφου Σιμόνε Πετερτσάνο. Πιθανή ημερομηνία γέννησής του θεωρείται η 29η Σεπτεμβρίου, ημέρα γιορτής του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ο πατέρας του, Φέρμο Μερίζι, με καταγωγή από το χωριό Καραβάτζο, ήταν διακοσμητής-αρχιτέκτονας και εργαζόταν στην υπηρεσία του Φραγκίσκου Α΄ Σφόρτσα, μαρκησίου του Καραβάτζο. Σύμφωνα με έγγραφα της εποχής, συμπεραίνεται πως η οικογένεια Μερίζι ήταν εγκατεστημένη στο Μιλάνο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1570, τουλάχιστον μέχρι το θάνατο του Φέρμο Μερίζι από πανούκλα στις 20 Οκτωβρίου 1577. Εξαιτίας της απώλειας τόσο του πατέρα του όσο και του θείου του, η μητέρα του μεγάλωσε τα πέντε συνολικά παιδιά της οικογένειας υπό συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Μετά το θάνατο του Φραγκίσκου Σφόρτσα, την προστασία του νεαρού Καραβάτζο ανέλαβε η οικογένεια των Κολόννα, συνδεόμενη δι’ επιγαμίας με αυτήν των Σφόρτσα.
Ρώμη
Άρρωστος Βάκχος, περ. 1593-1594, Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη.
Η εγκατάσταση του Καραβάτζο στη Ρώμη τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1588-92, όταν είχε ήδη αποκτήσει σημαντική εμπειρία στο εργαστήριο του Πετερτσάνο, ωστόσο δεν υπάρχουν σύγχρονες πηγές για τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στην καλλιτεχνική πρωτεύουσα της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Μαντσίνι, μετέβη στη Ρώμη σε ηλικία είκοσι ετών (1591), ενώ ασαφές είναι επίσης αν ταξίδεψε εκεί από το Μιλάνο ή αν, όπως αναφέρει ο Μπελόρι, μεσολάβησε η επίσκεψή του στη Βενετία. Η παλαιότερη εκτενής αναφορά στον άσημο τότε Καραβάτζο φαίνεται πως είναι ένα αρχειακό έγγραφο σχετικά με τις προκαταρκτικές ανακρίσεις που πραγματοποίησε στις 11 και 12 Ιουλίου του 1597 ο συμβολαιογράφος του δικαστηρίου της Ρώμης, Tommaso de Richis, σχετικά με μία υπόθεση εγκλήματος που ωστόσο δεν οδηγήθηκε σε δίκη, ενώ ο ίδιος δεν είχε ανάμιξη σε παραβατική συμπεριφορά αλλά εμφανίστηκε ως μάρτυρας. Οι πίνακες του Καραβάτζο δεν ανταποκρίνονταν στην κυρίαρχη τάση εκείνης της περιόδου που ήταν ο μανιερισμός και θεωρείται μάλλον απίθανο να έβρισκαν αγοραστές. Επίδραση στην πορεία του Καραβάτζο είχε αρχικά ένας πλούσιος ιεράρχης, ο Pandulfo Pucci, ο οποίος του πρόσφερε στέγη και τροφή με αντάλλαγμα αντιγραφές διαφόρων θρησκευτικών πινάκων που αναλάμβανε ο Καραβάτζο, έργα που ωστόσο δεν έχουν διασωθεί. Σύντομα, ο Καραβάτζο εγκατέλειψε την οικία του Pucci και λίγο αργότερα προσβλήθηκε από βαριά ασθένεια, κοινή για εκείνη την εποχή, που τον ανάγκασε να περάσει περίπου έξι μήνες στο νοσοκομείο των απόρων Santa Maria della Consolazione. Εκεί, χάρη στις προσπάθειες του ηγούμενου του νοσοκομείου, ο οποίος ήταν γνωστός της οικογένειας των Pucci, αντιμετωπίστηκε με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα και τελικά η ζωή του σώθηκε. Το διάστημα που βρισκόταν στο νοσοκομείο, εμπνεύστηκε και ένα από τα πιο γνωστά έργα του, τον Άρρωστο Βάκχο, που θεωρείται πως πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία. Νωρίτερα, ο Καραβάτζο πιθανότατα εργάστηκε στο εργαστήριο του Λορέντζο Σιτσιλιάνο, μέτριου καλλιτέχνη της εποχής που ειδικευόταν στην κατασκευή προτομών. Βέβαιη θεωρείται η παραμονή του Καραβάτζο στην οικία του μανιεριστή ζωγράφου Τζουζέπε Τσέζαρι, του επονομαζόμενου Καβαλιέρ ντ’ Αρπίνο, για διάστημα περίπου οκτώ μηνών, αν και οι σχετικές αναφορές σε πρωτογενείς πηγές δεν είναι πάντα σύμφωνες. Κατά τον Μπελόρι, ο Καραβάτζο εργάστηκε αποκλειστικά ως ζωγράφος λουλουδιών και φρούτων, φιλοτεχνώντας ορισμένες εξαιρετικές συνθέσεις. Με δεδομένο πως η προσωπική συλλογή του Αρπίνο δεν περιέχει έργα αυτού του είδους, εικάζεται πως είτε δεν διασώθηκαν είτε πουλήθηκαν από τον Αρπίνο χωρίς την υπογραφή του δημιουργού τους. Τρεις συνθέσεις που φέρουν σχετικά στοιχεία νεκρής φύσης, ο Άρρωστος Βάκχος (περ. 1593/94, πινακοθήκη Μποργκέζε), το Αγόρι με καλάθι φρούτων (περ. 1593/94) και το γνωστό μόνο μέσα από αντίγραφα Αγόρι που ξεφλουδίζει φρούτο (περ. 1593/94, ιδιωτική συλλογή), θεωρείται πως φιλοτεχνήθηκαν την ίδια περίοδο.
Η Έκσταση του Αγίου Φραγκίσκου, 92.5×127.8 εκ., περ. 1595, Hartford Connecticut, Wadsworth Atheneum
Δουλεύοντας στο πλευρό του Αρπίνο, ο Καραβάτζο ήρθε σε επαφή με αρκετούς πλούσιους φιλότεχνους στην πόλη της Ρώμης, καθώς επίσης και με εμπόρους τέχνης. Αυτή η περίοδος θα πρέπει να αποτέλεσε και την πρώτη κατά την οποία ο Καραβάτζο κατάφερε να πουλήσει πίνακές του. Περίπου το 1594, εγκατέλειψε τον Αρπίνο αποφασισμένος να ακολουθήσει μία αυτόνομη πορεία ως ζωγράφος. Ευνοήθηκε από τη γνωριμία του με τον μονσινιόρ Φαντίνο Πετρινιάνι, ο οποίος του παραχώρησε στέγη και πιθανώς προώθησε έργα του βοηθώντας στην πώλησή τους σε εκκλησιαστικούς κύκλους. Αναφέρεται ότι αυτή την περίοδο φιλοτέχνησε πλήθος έργων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι πίνακες Ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο (1596/97, Ρώμη, πινακοθήκη Ντόρια Παμφίλι), Η χειρομάντισσα (1596/97. Παρίσι, Λούβρο) και η Μετανοούσα Μαγδαληνή (1596/97, Ρώμη, πινακοθήκη Ντόρια Παμφίλι). Το συνεσταλμένο και περίτεχνο ύφος που καλλιέργησε σε αυτά αντλούν από την τεχνοτροπία της βόρειας Ιταλίας ενώ ορισμένα στοιχεία της σύνθεσης στην Ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο παραπέμπουν στη βενετική παράδοση.
Παρά τις γνωριμίες του με τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ρώμης, επέλεξε να συναναστρέφεται με άλλους άπορους ζωγράφους και να ακολουθεί έναν σκανδαλώδη – για τα πρότυπα της εποχής – τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα να έχει και συχνά προβλήματα με την αστυνομία του Βατικανού. Σε αναζήτηση χρημάτων για την επιβίωσή του, στράφηκε σε έναν Γάλλο έμπορο τέχνης με το όνομα Maestro Valentino, ο οποίος τον συμβούλεψε να ζωγραφίσει θρησκευτικούς πίνακες καθώς είχαν μεγάλη ζήτηση. Ωστόσο, ο Καραβάτζο φαίνεται πως αγνόησε τις συμβουλές του Valentino, καθώς ανάμεσα στα έργα του εκείνης της περιόδου συγκαταλέγονται κυρίως πίνακες με καθημερινά θέματα, από τους οποίους αποκόμισε λίγα χρήματα. Αργότερα, ο Καραβάτζο φαίνεται πως τελικά πείστηκε να πραγματοποιήσει το πρώτο του θρησκευτικό έργο, το οποίο όμως δεν βασιζόταν σε κάποιο δημοφιλές θέμα όπως η Σταύρωση, αλλά έφερε τον τίτλο Η Έκσταση του Αγίου Φραγκίσκου (1595). Το τελικό αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με άλλους πίνακες της ίδιας περιόδου όπως Οι Χαρτοκλέφτες ή Η Χειρομάντισσα, του εξασφάλισε την εκτίμηση αρκετών φιλότεχνων και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πρώτα ώριμα έργα του που σηματοδότησε τις απαρχές του μπαρόκ και προανήγγειλε τις μεταγενέστερες σημαντικές θρησκευτικές συνθέσεις του.
Διάσημος ζωγράφος
Η έμπνευση του Αγίου Ματθαίου, Cappella Contarelli, San Luigi dei Francesi, Ρώμη
Η Κλήση του Αγίου Ματθαίου, 322×340 εκ., περ. 1599-1600, Cappella Contarelli, San Luigi dei Francesi, Ρώμη
Το επόμενο διάστημα, ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Μαρία ντελ Μόντε, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του Καραβάτζο, τού πρόσφερε τροφή και στέγη την οποία εκείνος αποδέχτηκε. Ο ντελ Μόντε βρισκόταν στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών κύκλων της Ρώμης και ο Καραβάτζο κατόρθωσε να πραγματοποιήσει διασυνδέσεις με ισχυρούς πάτρονες αλλά και διακεκριμένους ποιητές που με τη σειρά τους προέβαλαν το έργο του. Παρέμεινε στην οικία του τουλάχιστον μέχρι τις 19 Νοεμβρίου του 1600, ενώ στην κατοχή του ντελ Μόντε βρέθηκαν αργότερα δέκα πίνακες του Καραβάτζο. Το ανεπτυγμένο ενδιαφέρον του προστάτη του για τη μουσική και την αλχημεία φαίνεται πως σχετίζονται με τουλάχιστον τρεις παραγγελίες, για τα έργα Οι μουσικοί (ή Συναυλία, 1595-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), Αγόρι με λαούτο (1596-7, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, δάνειο από τη συλλογή Wildenstein) καθώς και την εικονογράφηση της οροφής του αλχημικού εργαστηρίου του ντελ Μόντε με τις μορφές του Δία, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα. Υπό την προστασία του ντελ Μόντε, ο Καραβάτζο εξελίχθηκε σημαντικά, προσφέροντας – κυρίως θρησκευτικούς – πίνακες μεγάλης αξίας. Ζωγράφισε θέματα που σπάνια είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ενώ κάτω από την πίεση των καρδινάλιων, να αποτυπώσει γνωστά βιβλικά θέματα, τα απέδωσε με ένα τρόπο που απείχε από τα καθιερωμένα πρότυπα της εποχής, θυμίζοντας συχνά σκηνές της καθημερινότητας. Ένα παράδειγμα που αποτυπώνει τον αντισυμβατικό χαρακτήρα της τέχνης του Καραβάτζο αποτελεί ο πίνακας Η ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο (1596-1597), όπου παριστάνεται η Παναγία με μαλλιά σε έντονο κόκκινο χρώμα και σε αντιδιαστολή με τα ξανθά μαλλιά του Χριστού. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Καραβάτζο ήταν ένας αναγνωρισμένος για το ταλέντο του ζωγράφος. Το 1599 ανέλαβε επίσης μία σημαντική παραγγελία για την διακόσμηση του παρεκκλησίου Κονταρέλλι της εκκλησίας του Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων (San Luigi dei Francesi) στην Ρώμη, έργο για το οποίο ήταν υποψήφιοι αρκετοί ακόμη καθιερωμένοι ζωγράφοι. Αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος ο λόγος που ο Καραβάτζο ανέλαβε τελικά την παραγγελία, θεωρείται πιθανό πως καταλυτικό ρόλο είχε η επιρροή του ντελ Μόντε. Για τις ανάγκες του έργου, παρέδωσε δύο σημαντικούς πίνακες, το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου και την Κλήση του Αγίου Ματθαίου, τους οποίους φιλοτέχνησε πάνω σε μουσαμάδες μεγάλων διαστάσεων, πρακτική ασυνήθιστη για έργα εκκλησιών.
Η ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο, περ. 1596-1597, 135.5×136.5 εκ., Πινακοθήκη Ντόρια Παμφίλι, Ρώμη
Το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου, 323×343 εκ., 1599-1600, Cappella Contarelli, San Luigi dei Francesi, Ρώμη
Η φήμη που απέκτησε μέσα από αυτά τα έργα, είχε ως αποτέλεσμα να αναλάβει μία ακόμη σημαντική παραγγελία για ένα παρεκκλήσι στην εκκλησία Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Το συμβόλαιο της συγκεκριμένης συμφωνίας, ανακαλύφθηκε το 1920 και αναφέρεται συνολικά σε δύο έργα που θα παρέδιδε ο Καραβάτζο. Τα θέματα της παραγγελίας ήταν η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου και η Μεταστροφή του Παύλου. Οι πρώτες εκδοχές των έργων απορρίφθηκαν, πιθανόν διότι θεωρήθηκαν προκλητικές, αλλά τελικά ο Καραβάτζο παρέδωσε με καθυστέρηση τα έργα, σε μία μορφή που έγινε αποδεκτή.
Η περίοδος 1602 – 1606 αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και δημιουργική για τον Καραβάτζο. Παράλληλα, συνοδεύτηκε και από προβλήματα με τη δικαιοσύνη. Εξαιτίας μιας δημόσιας αρνητικής κριτικής του κατά του ζωγράφου Τζοβάννι Μπαλιόνε, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος κυρίως χάρη στην επέμβαση ορισμένων καρδινάλιων και του μαρκησίου Τζουστινιάνι. Το 1604, ένας συμβολαιογράφος με το όνομα Μαριάνο Πασκαλόνε, εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αστυνομία δηλώνοντας πως ο Καραβάτζο είχε αποπειραθεί να τον σκοτώσει. Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε τότε τη Ρώμη και αναζήτησε καταφύγιο στη Γένοβα, στο πλευρό του πρίγκιπα Μάρτσο Κολόννα. Επέστρεψε στη Ρώμη όταν, για άγνωστους λόγους, ο Πασκαλόνε απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του. Παρά την κακή φήμη που είχε αναπτύξει, η προστασία του από τον πρίγκιπα Κολόννα του έδωσε την ευκαιρία να λάβει αρκετές παραγγελίες, μεταξύ αυτών και μία για την εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Του ανατέθηκε να ζωγραφίσει μία Παναγία, έργο που θα αποτελούσε μία πολύ σημαντική ευκαιρία για την καταξίωση κάθε ζωγράφου. Παρόλα αυτά, ο Καραβάτζο επέλεξε να ολοκληρώσει το έργο υιοθετώντας μία πλήρως αντισυμβατική προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως ιερόσυλη και ασεβής. Στον πίνακα που παρέδωσε, με τον τίτλο Η Παναγία με το φίδι (1605-1606), αποτύπωσε την Παναγία ως μία κοινή θνητή, την Αγία Άννα σαν μια άσχημη γερασμένη γυναίκα και τον Χριστό εντελώς γυμνό παρότι δεν ήταν σε βρεφική ηλικία. Το έργο φυσικά απορρίφθηκε, στερώντας από τον Καραβάτζο την ευκαιρία να λάβει επίσημη αναγνώριση ως ζωγράφος.
Εξορία και θάνατος
Ο αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, 321×520 εκ., 1608, Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννη, Βαλέτα, Μάλτα
Στις 29 Μαϊου του 1606, κατά τη διάρκεια λογομαχίας, o Καραβάτζο σκότωσε με μαχαίρι ένα νεαρό ονόματι Ρανούτσιο Τομασσόνι. Τα αίτια ενδεχομένως να ήταν οικονομικά ή/και ερωτικά ή πολιτικά. Ο ίδιος τραυματίστηκε αλλά κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι φίλοι του που ήταν παρόντες στο επεισόδιο φυλακίστηκαν. Για την πράξη του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και εξορία, γεγονός που έδινε το δικαίωμα σε κάθε μέλος της αστυνομίας του Βατικανού να τον εκτελέσει επιτόπου. Ο Καραβάτζο εγκατέλειψε μεταμφιεσμένος τη Ρώμη αφού αναζήτησε μάταια καταφύγιο στους πρώην προστάτες του. Πρώτο σταθμό της περιπλάνησής του αποτέλεσε η Νάπολι, όπου παρέμεινε αρχικά για περίπου οκτώ μήνες. Η φήμη του Καραβάτζο ήταν ήδη πολύ μεγάλη και σε αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε αρκετές παραγγελίες έργων με κυριότερα την Παναγία του Ροζαρίου, τις Επτά πράξεις ελεημοσύνης και τη Μαστίγωση του Χριστού, όλα τους αριστουργήματα.
Παρά την μεγάλη του επιτυχία και φήμη, εγκατέλειψε την πόλη και έφυγε για την Μάλτα. Η πιο πιθανή αιτία της μετακίνησής του θεωρείται η πρόθεσή του να γίνει Ιππότης του Τάγματος της Μάλτας, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να διεκδικήσει μια απονομή χάριτος από τον Πάπα και να επιστρέψει στο μέλλον στη Ρώμη. Εκεί έζησε για περίπου πέντε μήνες, διάστημα στο οποίο ολοκλήρωσε το έργο Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο του για τον καθεδρικό ναό της Βαλέτας. Άλλοι αξιοσημείωτοι πίνακες της ίδιας περιόδου είναι ο τεραστίων διαστάσεων Αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (ο μοναδικός πίνακας που φέρει την υπογραφή του Καραβάτζο), η προσωπογραφία του Μεγάλου Μάγιστρου Alof de Wignacourt, καθώς και ο Ερωτιδέας που κοιμάται, έργο που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το ασκητικό πνεύμα των Ιπποτών. Ο Καραβάτζο τελικά εκδιώχθηκε από το τάγμα, χαρακτηριζόμενος ως “διεφθαρμένος και ρυπαρός” (putridum et foetidum) και κατέφυγε στη Σικελία, αρχικά στις Συρακούσες και αργότερα στη Μεσίνα.
Το 1609 επέστρεψε στη Νάπολι όπου έγινε εναντίον του απόπειρα δολοφονίας, οι λόγοι της οποίας παραμένουν άγνωστοι. Το καλοκαίρι του 1610 αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη και έφτασε με πλεούμενο στο κοντινό στη Ρώμη λιμάνι Πόρτο Έρκολε που βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή, ενώ πιθανότατα σταμάτησε να ζωγραφίζει. Εκεί φέρεται να συνελήφθη και να εξαγόρασε την απελευθέρωσή του, τα ίχνη του όμως χάνονται σε αυτό το σημείο. Στις 28 Ιουλίου, δημοσιεύτηκε η είδηση του θανάτου του διάσημου ζωγράφου, ενώ τρεις ημέρες αργότερα μία νέα δημοσίευση αναφερόταν σε θάνατό του από σοβαρή ασθένεια. Ως επίσημη ημερομηνία θανάτου του θεωρείται η 18η Ιουλίου, ωστόσο παραμένει υπό διερεύνηση τόσο ο ακριβής χρόνος όσο και η αιτία του θανάτου του.
Το έργο του
Η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου, 230×175 εκ., 1601, Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, Ρώμη
Παναγία με το φίδι, 1605-1606, 292×211 εκ., Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη
Το έργο του Καραβάτζο συχνά αντιμετωπίστηκε αρνητικά στην εποχή του, κυρίως λόγω του σκανδαλώδους τρόπου με τον οποίο αποτύπωνε τα θέματά του, ωστόσο ακόμη και οι επικριτές του αναγνώριζαν το ταλέντο του. Η ζωγραφική του θεωρείται πως διαμόρφωσε καταλυτικά τη μπαρόκ σχολή, επιδιώκοντας να ανατρέψει τον μανιερισμό των παλαιότερων ζωγράφων. Διαμόρφωσε ένα ρεαλιστικό ύφος στη ζωγραφική, με έντονα στοιχεία δραματοποίησης και θεατρικότητας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του αποτελούσε η χρήση των φωτοσκιάσεων και των φωτεινών αντιθέσεων (κιαροσκούρο). Αν και η τεχνική αυτή είχε αναπτυχθεί πριν από τον Καραβάτζο, εκείνος την υιοθέτησε με απόλυτο τρόπο και θεωρείται πως αποτέλεσε τον ιδανικό εκφραστή της. Το δεδομένο στυλ έμεινε γνωστό στην ιστορία της τέχνης ως τενεμπρισμός, δηλαδή ελεύθερα τεχνική η οποία χρησιμοποιεί το σκοτάδι σαν ουσιαστικό στοιχείο ενός έργου.
Ζωγράφιζε με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς προπαρασκευαστικά σχέδια και χρησιμοποιώντας μοντέλα εκ του φυσικού, τα οποία απεικόνιζε απ’ ευθείας στον καμβά. Λεπτομερείς έρευνες πάνω σε πίνακές του, φανερώνουν πως απουσίαζαν ίχνη σχεδίου, ενώ χρησιμοποιούνταν μόνο κάποιες αδρές χαράξεις, κυρίως για τον καθορισμό της σύνθεσης και της θέσης των μοντέλων. Θεωρείται πως η χρήση ζωντανών μοντέλων αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο για το ρεαλισμό που αναζητούσε να αποδώσει.
Μετά το θάνατό του, η φήμη του εξασθένισε γρήγορα και το όνομά του ουσιαστικά εξαφανίστηκε από καταλόγους. Ο πρώτος του βιογράφος ήταν ο ζωγράφος Τζοβάννι Μπαλιόνε, ο οποίος δεν έτρεφε συμπάθεια προς το έργο του. Πολλοί από τους πίνακές του αποδόθηκαν σε άλλους ζωγράφους, ενώ παράλληλα έργα που δεν του ανήκαν αποδόθηκαν σε αυτόν. Μετά από μια μακροχρόνια λήθη, το έργο του Καραβάτζο άρχισε να επανεκτιμάται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Wolfgang Kallab, μελετώντας κάποιους πίνακες, αναγνώρισε σε αυτούς πολλά κοινά στοιχεία και τελικά μετά από ενδελεχή έρευνα τους απέδωσε στον Μικελάντζελο Μερίζι. Εκείνη την εποχή, ελάχιστα ήταν γνωστά για τον Καραβάτζο, ενώ μόλις ένα έργο έφερε την υπογραφή του. Ωστόσο, με έναυσμα την έρευνα του Kallab και την μεσολάβηση και άλλων ειδικών, σύντομα ξεκίνησε να αποκαλύπτεται το κυρίως σώμα του έργου του Καραβάτζο. Στην ανάδειξη του έργου του σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η ανακάλυψη σχετικών εγγράφων στις πόλεις όπου έζησε και δημιούργησε ο Καραβάτζο.
Επιλογή έργων
Για πληρέστερη παρουσίαση, πέραν των εικονιζομένων εντός κειμένου, βλ. λήμμα : Κατάλογος έργων του Καραβάτζο
-
Η μάντισσα, 1594-1595, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου
-
Βάκχος, 1597, Φλωρεντία, Ουφίτσι
-
Μέδουσα, 1597, Φλωρεντία, Ουφίτσι
-
Η θυσία του Αβραάμ, 1598, Φλωρεντία, Ουφίτσι
-
Ιουδήθ και Ολοφέρνης 1599, Ρώμη, Gallerie Nazionali di Arte Antica
-
Η μεταστροφή του Αγίου Παύλου, 1601, Ρώμη, Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο
-
Δείπνον εις Εμμαούς, 1602, ΛονδίνοΕθνική Πινακοθήκη
-
Αποκαθήλωση, μεταξύ 1602 και 1604, Ρώμη, Βατικανή Πινακοθήκη
-
Amor vincit omnia (Ο Έρως νικά τα πάντα) , 1603, Βερολίνο,
-
Ίδε ο άνθρωπος, 1605, Γένοβα, Musei di Strada Nuova
-
Madonna del Rosario, 1607, Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
-
Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ, 1610, Ρώμη. Γκαλερία Μποργκέζε
ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org