Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 13 Δεκ 2021
Γεώργιος Ιακωβίδης(1853-1932): Υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους
Κλίκ για μεγέθυνση






 

\

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (11 Ιανουαρίου 1853 – Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1932) ήταν ζωγράφος κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε στα Χίδηρα της Λέσβου.

Σε ηλικία 13 ετών πήγε στην Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868, ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.


Αυτοπροσωπογραφία-Ιακωβίδη

Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο.

Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max). Το 1883, αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη.

Το 1878, δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.

Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.

Το 1900, ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της έφορος. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Nικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους.

Georgios Iakobidis.JPG

Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914, ο Ιακωβίδης τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών» και το 1918, την θέση του στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών.

Το 1930, αποχωρεί από την διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον -μετά την αναδιοργάνωσή της- Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του.

Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.

Το έργο του

 

Γ. Ιακωβίδης, Παιδική Συναυλία (1894). Λάδι σε μουσαμά, 176 εκ. x 250 εκ. Εθνική Πινακοθήκη

Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός.

Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Iακωβίδης δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.

Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς την δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους.

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καυγάς», ο «κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά.

  • Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας.

Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.

Πηγές – Παραπομπές

    1. Εθνική Πινακοθήκη – 100 Χρόνια. Τέσσερις Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. ΕΠΜΑΣ, Αθήνα 1999, σελ. 661.
  1. Γιαννουδάκη, Αντωνία (2009). Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006, Διδακτορική Διατριβή.. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ. 79.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  1. Μικέλα Καραγιάννη, «Γεώργιος Ιακωβίδης: ο ζωγράφος της παιδικής αθωότητας», Νέα Εποχή, τεύχος 2 (243) (1997), σελ. 33–46.
  2. Ο. Μεντζαφού-Πολύζου, Ιακωβίδης, 393 σελ. Εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1999. ISBN 960-500-332-5.
  3. Ιακωβίδης – Αναδρομική (κατάλογος εκθέσεως), 328 σελ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα 2005. ISBN 960-7791-22-3.
  4. Αντωνία Γιαννουδάκη, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. Η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006 (διδακτορική διατριβή), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2009 (http://ikee.lib.auth.gr/record/115849) (8/5/2015)

Αφιέρωμα

Αφιέρωμα – Κολλέγιο Αθηνών (Αρχείο) hellenica.de

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

ΕΡΓΑ

https://paletaart.wordpress.com

***************************************************************

Ψηφιακό Μουσείο Γεώργιος Ιακωβίδης

Το πρώτο ψηφιακό μουσείο τέχνης στην Ελλάδα σ’ ένα ορεινό χωριό της Λέσβου, τα ΧύδηραΤο Ψηφιακό Μουσείο «Γεώργιος Ιακωβίδης», στα Χύδηρα της Λέσβου, γενέτειρα του ζωγράφου, είναι το πρώτο εξ ολοκλήρου Ψηφιακό Μουσείο Τέχνης στην Ελλάδα. Διαμορφωμένο σύμφωνα με ειδική μουσειολογική μελέτη βασισμένη στις νέες τεχνολογίες, αναδεικνύει πιστά τη ζωή και το έργο του καταξιωμένου Έλληνα ζωγράφου μέσα από μια ποικιλία ηλεκτρονικών συστημάτων ψηφιακής προβολής και διάδρασης. Τα έργα που παρουσιάζονται στο μουσείο είναι όλα ψηφιακές αναπαραγωγές. Μέσα από θεματικές ενότητες και με τη χρήση διάφορων  τεχνασμάτων, όπως ο μεγεθυντικός φακός, η απομόνωση στοιχείων του πίνακα κατά την ανάλυσή του, η σύγκριση με άλλα έργα είτε του ίδιου του Ιακωβίδη είτε των δασκάλων του, καθώς και με τον συνδυασμό αφήγησης και γραφικών το Ψηφιακό Μουσείο «ζωντανεύει» τα έργα κάνοντάς τα πιο οικεία στον επισκέπτη.

Η δημιουργία του Ψηφιακού Μουσείου «Γεώργιος Ιακωβίδης», αποτελεί πρωτοβουλία του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Ιδρύματος “Ν.Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ”. Στόχος του είναι να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης της Τεχνολογίας με την Τέχνη προσφέροντας στον επισκέπτη κάθε ηλικίας μιαν εικαστική εμπειρία με σκοπό την απόλαυση και τη γνώση.

***********************************************************************

Γεώργιος Ιακωβίδης, ο αστός ηθογράφος

Του Δημητρη Ρηγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13.11.2005

O 20ός αιώνας, ο αιώνας του μοντερνισμού και της νεωτερικότητας, δεν επιφύλαξε πάντα την καλύτερη υποδοχή στους μεγάλους δασκάλους του ύστερου 19ου. Στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει σε κάθε περιφέρεια, η γενική τάση που κυριαρχεί στα μεγάλα διεθνή κέντρα, μεταφέρεται συχνά χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι γηγενείς αποδεικνύονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Ετσι, ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) θεωρήθηκε «ξεπερασμένος» πολύ γρήγορα· οι ίδιοι οι μαθητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρά τον σεβασμό και την αγάπη για τον δάσκαλο, δεν έκρυβαν τη συγκατάβασή τους· αγαπητός ο δάσκαλος, αλλά «παλιός». Ομως, αυτό ήταν το πνεύμα της εποχής και όχι μόνο στην Ελλάδα. Κι έμελλε να μας συντροφεύσει πολλές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη ζήτηση έργων του Ιακωβίδη στις «ελληνικές» δημοπρασίες ξένων οίκων έχει επαναφέρει συνολικότερα το θέμα επανεκτίμησης της ζωγραφικής του παρακαταθήκης. Ετσι, ίσως, εξηγείται το γεγονός ότι έπρεπε να φθάσουμε στο 2005 για να δούμε στην Εθνική Πινακοθήκη (της οποίας, μάλιστα, υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής από το 1900 έως το 1918) την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του· έκθεση που θα εγκαινιάσει αύριο το βράδυ ο ίδιος ο πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού Κώστας Καραμανλής. Είναι λοιπόν σαφές πως η ίδια έκθεση (σε επιμέλεια της Ολγας Μεντζαφού-Πολίτη, που το 1990 μας είχε δώσει την πληρέστατη μονογραφία του ζωγράφου από τις εκδόσεις «Αδάμ») προσφέρει την ευκαιρία για ένα νέο, πιο ψύχραιμο, κοίταγμα προς τα πίσω. Κι αυτή η νέα ματιά επιβεβαιώνει, εκτός από την πανθολομολογούμενη ζωγραφική δεινότητα, και την ιστορική διάσταση της ζωγραφικής του Ιακωβίδη ως ενός από τους πρώτους (και καλύτερους) εικονογράφους της μικροσκοπικής, εκείνα τα χρόνια, και άγουρης αστικής μας τάξης.

  • Καχυποψία για τον συντηρητικό ακαδημαϊκό

«Ακαδημαϊκός»· αυτή ήταν η βασική μομφή για τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Δηλαδή; Δεν μπόρεσε, τουλάχιστον, στον δεύτερο δημιουργικό κύκλο της ζωής του, μετά το 1900 και την επιστροφή του στην Αθήνα, να αφουγκραστεί τα μηνύματα της εποχής. Εδώ ξεχνάμε κάτι σημαντικό: ο Ιακωβίδης αφήνει το Μόναχο για να αναλάβει τα καθήκοντα του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Αργότερα αρχίζει να διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η καλλιτεχνική του παραγωγή μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ενώ η θεματογραφία του περιορίζεται σε προσωπογραφίες επιφανών αστών της πρωτεύουσας και νεκρές φύσεις.

Μοιραία η ζωγραφική του συντονίζεται με τις απαιτήσεις των συντηρητικών πελατών του. H τάση απαξίωσης του έργου του είχε και πολιτική βάση. Ως καθαρά αστικός ζωγράφος και επίσημος πορτρετίστας της βασιλικής αυλής (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Νικολάου), ήταν φυσικό να γεννήσει αντιπάθειες στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο. Αρκεί να αντιπαραθέσει κανείς το περιβάλλον του Ιακωβίδη (το συντηρητικό κατεστημένο της Αθήνας) με τους προοδευτικούς κύκλους της Σχολής Καλών Τεχνών και κατανοεί την αμοιβαία καχυποψία. Αμοιβαία; Λάθος. O συντηρητικός Ιακωβίδης, αν και γνώριζε τη γνώμη των νεοτέρων, δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεοτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.

  • Κριτική για όλα

Είναι χαρακτηριστική η στάση του όταν στην αθηναϊκή καλλιτεχνική σκηνή προκλήθηκε, το 1917, σχίσμα ανάμεσα στους «ακαδημαϊκούς» και στη νέα γενιά, με πρωτοβουλία του Νικόλαου Λύτρα. Στην πρώτη έκθεση των «αποστατών» προσκλήθηκε (και πήγε) ενώ στη δεύτερη εξέθεσε κιόλας. Κι ακόμα: ως μέλος της επιτροπής για την απονομή του Εθνικού Αριστείου Γραμμάτων και Τεχνών δέχεται πυρά για τη βράβευση, το 1918, του Κωνσταντίνου Παρθένη. Χαρακτηριστικά ο κριτικός του περιοδικού «Πινακοθήκη» έγραφε ότι «διά της απονομής του Αριστείου εις τον Παρθένην επισημοποιήθη η ύπαρξη μιας Σχολής, ην διακρίνει η στρέβλωσις του ωραίου».

Δέχθηκε, επίσης, κριτική για την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα των έργων με πρωταγωνιστές τα παιδιά· ακόμα κι όταν σ’ αυτά απεικόνιζε νεαρούς βιοπαλαιστές στον δρόμο. Ομως κι εδώ χρειάζεται να κοιτάξουμε με τα μάτια της δικής του εποχής· όχι με τα δικά μας. O Ιακωβίδης, ιδιαίτερα την περίοδο του Μονάχου, υπήρξε ένας ιδιαίτερα εμπορικός ζωγράφος. Οι παραγγελίες ήταν αδιάκοπες, γι’ αυτό βλέπουμε τα ίδια θέματα να επανέρχονται αυτούσια ή αποσπασματικά σε μεταγενέστερους πίνακες. Οι παραγγελίες γίνονταν από εύπορους μεγαλοαστούς της βαυαρικής πρωτεύουσας, οι οποίοι επιθυμούσαν να βάζουν στα σαλόνια τους ευχάριστες απεικονίσεις της δικής τους ζωής – ο ρεαλισμός ήταν το τελευταίο που τους απασχολούσε.

Αλλά είναι άδικο να μην αναγνωρίζουμε κάποια αρετή στον Ιακωβίδη πέρα από την απαράμιλλη τεχνική του. Τα πρόσωπα, οι εκφράσεις τους, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις, όλα καταγράφονται με μεγάλη δεξιοτεχνία, κυρίως στα παιδοκεντρικά του έργα. Είναι ένας συγκρατημένος ρεαλισμός που δεν ξεφεύγει από την ηθογραφία και δεν εκτρέπεται ποτέ προς τη ρεαλιστική αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

  • Καινοτόμος εντός ορίων

Επιστρέφοντας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έχει ενδιαφέρον να φανταστούμε επίσης τη διαδρομή ανθρώπων όπως ο Ιακωβίδης. Γεννημένος στα Χύδηρα της Λέσβου, μεγαλωμένος στη Σμύρνη και στη Μαγνησία, ο Γιώργος Ιακωβίδης είχε ελάχιστη επαφή με τη ζωγραφική ως έφηβος· κι αν όχι ελάχιστη, αμελητέα σε σχέση με την αντίστοιχη σχέση των Ευρωπαίων συμφοιτητών του στην Ακαδημία του Μονάχου. Κι όμως. Φθάνοντας στη Βαυαρία, το 1878, ήταν ένας έτοιμος ζωγράφος που εξελίχθηκε ταχύτατα σ’ έναν από τους πιο δημοφιλείς ζωγράφους του Μονάχου της εποχής.

Από τα καθαρά ηθογραφικά θέματα της μαθητείας του δίπλα στον Νικόλαο Λύτρα, προχώρησε αρχικά σε απεικονίσεις μυθολογικών θεμάτων στην παράδοση της σχολής του Piloty, για να καταλήξει στη χαρακτηριστική ζωγραφική του με σκηνές από την παιδική και οικογενειακή ζωή. Εδώ ο Ιακωβίδης έκανε ένα βήμα παραπάνω από την παραδοσιακή ηθογραφική ζωγραφική, συμμετέχοντας στις ανησυχίες της εποχής ως προς τη μελέτη του φυσικού φωτός· η έντονη αντίθεση σκιερών και φωτεινών με τονισμό των περιγραμμάτων στα σημεία που πέφτει το φως, τον καθιστουν τον βασικό εισηγητή του γερμανικού ιμπρεσιονισμού στην Ελλάδα.

  • Τρυφερός παππούς και πατέρας

«Το πρωί ξυπνούσε πριν απ’ όλους και ύστερα από ένα πολύ λιτό πρωινό (καφέ ή ρόφημα, ένα κουλουράκι), έφευγε, πάντα πρώτος, για το γραφείο του. Τα μεσημέρια πολλές φορές τραβούσε για του Ζαχαράτου ή για την Αθηναϊκή Λέσχη, όχι μόνο γιατί έβρισκε άξιους αντιπάλους στο μπιλιάρδο -στο οποίο ο ίδιος, χάρη στο σταθερό του χέρι και μάτι, διέπρεπε- αλλά και γιατί η Λέσχη είχε τότε κι έναν εκλεκτό μάγειρο· κι ο Ιακωβίδης ήταν από… ανατολίτικη παράδοση θαυμαστής της καλής κουζίνας και της καλής ζαχαροπλαστικής!

Σαν γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά του, τον κέρδιζαν ολότελα τα εγγονάκια του. Ιδίως στην αρχή, με την πρωτότοκη κόρη μας την Αγλα, που είχε πάρει το όνομα της γυναίκας του, έδειχνε μια ιδιαίτερη προσήλωση. Νομίζω, μάλιστα, πως αυτήν την κράτησε ακόμα και όταν γεννήθηκε κι ο συνονόματος εγγονός, που τόσο ο ζωγράφος όσο και ο γιος του τον περίμεναν με κρυφή ανησυχία για τη συνέχεια της οικογένειας, που αλλιώς θα σταματούσε σ’ αυτούς.

Ομως αν και η αγάπη του για τα εγγονάκια του ξεχείλιζε και τον έκανε τον γλυκύτερο και τον τρυφερότερο παππού, πρέπει να πω ότι και με τον γιο του, τον ηθοποιό Μίχη Ιακωβίδη, είχε έναν ιδιαίτερο στενό ψυχικό σύνδεσμο. Ηταν ο μεγάλος θαυμαστής του – παρόλο που αρχικά τον είχε στείλει στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης για σπουδές μηχανικού. Δεν άφηνε πρεμιέρα που να μην πάει να τον χειροκροτήσει. Κι αν την επομένη οι κριτικές έγραφαν σε τόνο επαινετικό για το παίξιμό του, τότε το πρόσωπο του πατέρα ακτινοβολούσε».

Απόσπασμα από το βιβλίο της ποιήτριας και νύφης του ζωγράφου Λιλής Ιακωβίδη «Γεώργιος Ιακωβίδης – Από τη ζωή και από την τέχνη του», εκδόσεις Διογένης, 1984.

  • Σε θεματικές ενότητες

Παρουσιάζονται περίπου 200 έργα που καλύπτουν όλο το φάσμα της δημιουργίας του Γιώργου Ιακωβίδη, από τα πρώτα σπουδαστικά του έργα γύρω στο 1875 έως το τέλος της ζωής του, το 1932. H ίδια η καλλιτεχνική του δημιουργία προσδιόρισε και τη διάρθρωση της έκθεσης σε θεματικές ενότητες, οι οποίες κατά το πλείστον ακολουθούν και τη χρονολογική εξέλιξη. Αρχίζοντας από τα έργα της μαθητείας στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων, αμέσως μετά την είσοδο και το πωλητήριο της Εθνικής Πινακοθήκης, φθάνουμε αμέσως στις μυθολογικές σκηνές των πρώτων χρόνων των σπουδών του στο Μόναχο, για να καταλήξουμε στη χαρακτηριστική ηθογραφική ζωγραφική του με θέματα από την ευχάριστη και ειδυλλιακή ζωή της οικογένειας όπου κυριαρχεί το παιδί. Κατεβαίνοντας τις σκάλες περνάμε στην αθηναϊκή περίοδο, όπου εκτίθενται προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις, θέματα που απασχολούσαν πάντα τον Ιακωβίδη αλλά κυριάρχησαν στη ζωγραφική του μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1900. Παράλληλα, εκτίθενται τοπία τα οποία δημιουργούσε στο περιθώριο της ηθογραφίας, κυρίως στο Μόναχο, αλλά και κάποιες απόπειρες με θέματα συμβολιστικά, απόρροια της συζήτησης περί ελληνικότητας που απασχόλησε (όχι για τελευταία φορά) τους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους περί το 1910, όταν ανέτελλε το πολιτικό άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στις προθέσεις της επιμελήτριας ήταν να καταδειχθούν οι γερμανικές επιρροές του Ιακωβίδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο, αλλά και το «ρεύμα» που δημιούργησε στη Βαυαρία μετά τη μεγάλη απήχηση που γνώρισαν εκεί τα έργα του με πρωταγωνιστές τα παιδιά. Ετσι η έκθεση συμπληρώνεται με έργα Γερμανών καλλιτεχνών, τα οποία προέρχονται κυρίως από τη Neue Pinakothek του Μονάχου αλλά και τη συλλογή της Πινακοθήκης Κουβουτσάκη στην Αθήνα. Επίσης ο αναδρομικός χαρακτήρας της έκθεσης δικαιολογεί την παρουσίαση σχεδίων, εικονογραφήσεων, γλυπτών, μεταλλίων, νομισμάτων, αλλά και προσωπικών αντικειμένων του ζωγράφου.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου