Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 28 Ιουλ 2021
Γιούντιτ Γιανς Λέιστερ: ζωγράφισε σκηνές της καθημερινότητας, πορτρέτα και νεκρές φύσεις
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 

Η Γιούντιτ Γιανς Λέιστερ (Judith Leyster28 Ιουλίου 1609 – 10 Φεβρουαρίου 1660) ήταν Ολλανδή ζωγράφος. Η Λέιστερ ζωγράφισε σκηνές της καθημερινότητας, πορτρέτα και νεκρές φύσεις. Μέχρι το 1893 ολόκληρο το έργο της αποδιδόταν στον Φρανς Χαλς, οπότε ο Κορνέλις Χόφστεντε ντε Χρόο πρώτος της απέδωσε επτά πίνακες, έξι από τους οποίους είναι “υπογεγραμμένοι” με το χαρακτηριστικό μονόγραμμα “JL*”. Η Λέιστερ γεννήθηκε στο Χάαρλεμ, όγδοο παιδί του Γιαν Βίλλεμς Λέιστερ, τοπικού ζυθοποιού και κατασκευαστή ρούχων. Ενώ οι λεπτομέρειες σχετικά με την εκπαίδευσή της είναι ασαφείς, ήταν ήδη αρκετά γνωστή το 1628 ώστε να αναφέρεται στο βιβλίο του Σάμουελ Αμπζινγκ (Samuel Ampzing) που έφερε τον τίτλο Beschrijvinge ende lof der stadt Haerlem.

 

 
Το χαρούμενο ζευγάρι, 1630, (Μουσείο του Λούβρου)
 
Υπάρχουν κάποιες εικασίες ότι η Λέιστερ ακολούθησε σταδιοδρομία στη ζωγραφική ως συνέπεια της χρεωκοπίας του πατέρα της και της ανάγκης να αποκτήσει προσόδους η οικογένεια. Πιθανόν να σπούδασε ζωγραφική με τον Φρανς Πίτερ ντε Χρέμπερ (Frans Pietersz de Grebber), ο οποίος διατηρούσε εργαστήριο που έχαιρε εκτίμησης στο Χάαρλεμ κατά τη δεκαετία του 1620. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η οικογένεια μετακόμισε στην περιοχή της Ουτρέχτης και εκεί πιθανόν να ήρθε σε επαφή με τους θαυμαστές του Καραβάτζιο.
 
Το πρώτο της “υπογεγραμμένο” έργο χρονολογείται από το 1629, τέσσερα χρόνια πριν εισέλθει στη Συντεχνία των καλλιτεχνών. Μέχρι το 1633 είχε γίνει μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά στο Χάαρλεμ, η δεύτερη γυναίκα που γινόταν δεκτή στη Συντεχνία αυτή. Πρώτη υπήρξε η Σάρα φαν Μπάαλμπερχεν (Sara van Baalbergen), το 1631, η οποία, όπως και η Λέιστερ, δεν ήταν μέλος κάποιας καλλιτεχνικής οικογένειας και επίσης παντρεύτηκε ζωγράφο, τον Μπάρεντ φαν Έισεν (Barent van Eysen). Την εποχή εκείνη υπήρχαν και άλλες γυναίκες που δραστηριοποιούνταν ως ζωγράφοι στο Χάαρλεμ, αλλά καθώς απασχολούνταν στα οικογενειακά εργαστήρια, δεν χρειάζονταν τις επαγγελματικές διακριβώσεις για να μπορούν να υπογράφουν τα έργα τους ή να δημιουργήσουν το δικό τους εργαστήριο.
 
Η “αυτοπροσωπογραφία” της (περίπου του 1633, σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης της Ουάσιγκτον) της προτάθηκε ως έργο για την παρουσίασή της στη Συντεχνία. Αυτή η αυτοπροσωπογραφία ιστορικά κάνει μια μεταστροφή από την ακαμψία των παλαιότερων γυναικείων πορτρέτων για χάρη μιας πιο χαλαρής και δυναμικής πόζας. Πράγματι, σε αυτήν εμφανίζεται σε πολύ χαλαρή στάση σε σύγκριση με οποιοδήποτε ολλανδικής κατασκευής πορτρέτο και συγκρίνεται, κατά κύριο λόγο, με μερικά πορτρέτα του Χαλς. Εν τούτοις, μοιάζει απίθανο στην πραγματικότητα να φορούσε τόσο “επίσημα” ενδύματα ενώ εργαζόταν με ελαιοχρώματα, ιδιαίτερα αυτό το πολύ φαρδύ δαντελλένιο περιλαίμιο.
 
Δύο χρόνια μετά την είσοδό της στη Συντεχνία, η Λέιστερ είχε αναλάβει τρεις άρρενες μαθητές. Τα αρχεία καταδεικνύουν ότι η Λέιστερ δίωξε δικαστικά τον Χαλς επειδή αυτός δέχτηκε στο εργαστήριό του μαθητή που αποχώρησε από το δικό της σε διάστημα μικρότερο των τριών ημερών από την εισαγωγή του. Η μητέρα του μαθητευόμενου πλήρωσε στην Λέιστερ τέσσερα γκίλντερς ως αποζημίωση για τυχόν ζημίες, τα μισά απ’ όσα είχε ζητήσει η Λέιστερ και, αντί να “επιστρέψει” τον μαθητευόμενο ο Χαλς διευθέτησε το ζήτημα καταβάλλοντας τρία γκίλντερς πρόστιμο. Και η ίδια η Λέιστερ τιμωρήθηκε με πρόστιμο γιατί δεν είχε καταγράψει τον μαθητευόμενο στη Συντεχνία.
 
Το 1636 η Λέιστερ παντρεύτηκε τον Γιαν Μίινσε Μόλεναερ (Jan Miense Molenaer), έναν πιο δημιουργικό ζωγράφο στα ίδια θέματα. Με στόχο το καλύτερο εισόδημα μετακόμισαν στο Άμστερνταμ, όπου αυτός διέθετε πελάτες. Διέμειναν εκεί επί έντεκα χρόνια πριν επιστρέψουν στην περιοχή του Χάαρλεμ και συγκεκριμένα στο Χέεμστεντε (Heemstede), όπου μοιράστηκαν ένα εργαστήριο εγκατεστημένο σε ένα μικρό σπίτι στον χώρο που σήμερα καταλαμβάνει το πάρκο Χρούνεντααλ (Groenendaal). Η Λέιστερ και ο Μόλεναερ απέκτησαν πέντε παιδιά, από τα οποία μόνον δύο επέζησαν ως ενήλικες.
 
Τα περισσότερα χρονολογημένα έργα της Λέιστερ είναι της περιόδου 162 – 1635, που συμπίπτει με την περίοδο πριν παντρευτεί και αποκτήσει παιδιά. Υπάρχουν λίγα γνωστά της έργα μετά το 1635: Δύο εικονογραφήσεις σε βιβλίο για τουλίπες του 1643, ένα πορτρέτο του 1652 και μια νεκρή φύση του 1654, η οποία ανακαλύφθηκε πρόσφατα σε ιδιωτική συλλογή. Είναι πιθανόν να εργαζόταν σε συνεργασία με τον σύζυγό της. Απεβίωσε το 1660, σε ηλικία 50 ετών.

 

 

Η Σερενάτα, 1629 

Λέιστερ και Φρανς Χαλς

Αν και ήταν πολύ γνωστή όσο ζούσε και οι σύγχρονοί της την εκτιμούσαν, η Λέιστερ και το έργο της ξεχάστηκαν σχεδόν τελείως μετά τον θάνατό της. Η εκ νέου “ανακάλυψή” της έγινε το 1893: Ένας έμπορος έργων τέχνης αγόρασε ένα πίνακα ως έργο του Φρανς Χαλς, για να ανακαλύψει ότι στην πραγματικότητα ήταν έργο της Γιούντιτ Λέιστερ. Ο πίνακας έφερε την υπογραφή – μονόγραμμα της Λέιστερ, αλλά δεν ήταν δυνατό τότε να αναγνωριστεί. Το 1893 ο Κορνέλις Χόφστεντε ντε Χρόοτ το αναγνώρισε και έγραψε το πρώτο του άρθρο σχετικά με αυτήν. Οι ιστορικοί τέχνης από τότε συχνά την απαξίωναν ως μιμήτρια του Χαλς, αν και η συμπεριφορά τους άρχισε να αλλάζει κατά τα τελευταία χρόνια.

Εκτός από τη νομική διαμάχη που αναφέρθηκε πιο πάνω, η φύση της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ Λέιστερ και Χαλς παραμένει εν πολλοίς ασαφής: Μπορεί να διετέλεσε μαθήτριά του ή απλά μπορεί να ήταν ένας φιλικά διακείμενος συνάδελφος. Πιθανόν ήταν μάρτυρας στη βάπτιση της θυγατέρας του Χαλς, Μαρίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1630 καθώς καταγράφεται στο ανάλογο έγγραφο κάποια “Judith Jansder” (Γιούντιθ θυγατέρα του Γιαν), αλλά υπήρχαν και άλλες γυναίκες με το ίδιο όνομα στο Χάαρλεμ. Μερικοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι ο Χαλς ή ο αδελφός του Ντίρικ Χαλς ίσως ήταν δάσκαλός της, καθώς υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στο έργο τους.

Έργο

Υπέγραφε τα έργα της με μονόγραμμα που έφερε τα αρχικά JL με προσκολλημένο σε αυτά ένα άστρο. Αυτό αποτελούσε λογοπαίγνιο, καθώς “Lei star” σημαίνει “ηγετικό άστρο” στα ολλανδικά, και έτσι αποκαλούσαν τον Πολικό Αστέρα οι Ολλανδοί ναυτικοί της εποχής. “Leistar” ήταν, επίσης, το εμπορικό όνομα της ζυθοποιίας του πατέρα της στο Χάαρλεμ. Με το πλήρες της όνομα υπέγραφε μόνον σποραδικά.

Ειδικευόταν στη δημιουργία πορτρέτων, στα οποία συνήθως περιλάμβανε μία ως τρεις μορφές, που αποπνέουν ευθυμία και απεικονίζονται σε μονόχρωμο περιθώριο. Πολλά πορτρέτα περιλαμβάνουν παιδικές μορφές, ενώ άλλα άνδρες που πίνουν. Η Λέιστερ υπήρξε πρωτοπόρος στις “οικιακές” απεικονίσεις: Δημιούργησε ήσυχες σκηνές με γυναίκες στο σπίτι, συχνά με ένα κερί ή μια λάμπα, συχνά όπως θα τις έβλεπε μια γυναίκα.  Η “Πρόταση” (σήμερα στο Mauritshuis) είναι μια ασυνήθιστη παραλλαγή αυτής της καθημερινής σκηνής και παρουσιάζει ένα κορίτσι να του προσφέρεται μη ευπρόσδεκτη προκαταβολή, αντί της συνηθισμένης απεικόνισης μιας πρόθυμης πόρνης. Εν τούτοις, αυτή η ερμηνεία δεν γίνεται πάντα δεκτή. Πολλά από τα άλλα έργα της, ιδιαίτερα όσα σχετίζονται με μουσική, θυμίζουν έργα συγχρόνων του, όπως του συζύγου της, των αδελφών Χαλς, του Γιαν Στέιν και των οπαδών του Καραβάτζιο στην Ουτρέχτη Χέντρικ Τερμπρούγκεν και Χέρριτ φαν Χόντχορστ: Οι πίνακές τους, κυρίως σκηνές της καθημερινότητας σε ταβέρνες ή άλλους χώρους διασκέδασης, ταίριαζαν με το γούστο της ολλανδικής μεσαίας τάξης. Ζωγράφισε λίγα καθαυτό πορτρέτα και το μόνο της ιστορικό έργο είναι “Ο Δαβίδ με την κεφαλή του Γολιάθ”, που δεν απέχει πολύ από το τυπικό της ύφος με μια μόνο μορφή κοντά στο προσκήνιο του κύριου χώρου.
 
Μουσεία στα οποία υπάρχουν έργα της περιλαμβάνουν το Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ, το Mauritshuis στη Χάγη, the Μουσείο Φρανς Χαλς στο Χάαρλεμ, το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, την Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου και την Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης Ουάσιγκτον.

Φωτοθήκη

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου