Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (26 Φεβρουαρίου 1906 – 3 Σεπτεμβρίου 1994) ήταν σημαντικός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της “AICA” (Association Internationale des Critiques d’Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης).
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλε να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και, το 1921, στον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί “Στρατηγοπούλου”. Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι.
Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindépendants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας “Τέχνη 1930” στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό “Πολιτεία” άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindépendants.
Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό “Σήμερα”, το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d’ Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέττι, Βασίλι Καντίνσκι κ. ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του.
Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα: Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό “Το Τρίτο Μάτι”. Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου “Όπως Αγαπάτε” του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο “Κοτοπούλη”) και του έργου “Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ” του Μολιέρου (“Νέα Δραματική Σχολή” Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λώρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα. Για τη σχέση αυτή θα εκδώσει, το 1991, το βιβλίο “Ν. Χ. Γκίκας – Χένρυ Μίλλερ. Χρονικό φιλίας”.
Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι το 1958.
Κατά τις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 πραγματοποιεί πολυάριθμες εκθέσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βελιγράδι, τη Στοκχόλμη, την Οττάβα, το Σινσινάτι, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Σαιντ-Ετιέν και, φυσικά, την Αθήνα. Εικονογραφεί βιβλία και σχεδιάζει κοστούμια για πολλές παραστάσεις. Το 1970 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το “Αριστείο Καλών Τεχνών” και το 1972 τον εκλέγει τακτικό της μέλος στην έδρα των Εικαστικών Τεχνών. Το 1979 παρουσιάζεται στην British Academy of Film and TV International TV Festival ταινία του Βασίλη Μάρου, με θέμα τη ζωή του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Στην Αθήνα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ελληνικοί Προβληματισμοί (1982), Ανίχνευση της Ελληνικότητας (1984) και Γέννηση της Νέας Τέχνης (1987). Το 1982 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής “Royal Academy of Arts” και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό. Τελευταία έκθεσή του το 1994 (μικρογλυπτική και κόσμημα).
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ)
Απεβίωσε στην Αθήνα, στην οικία του της οδού Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994.
Εκτός από τη ζωγραφική, όπου είχε μεγάλη και πολύ σημαντική παραγωγή, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς, αλλά σημαντική ήταν, επίσης, η επίδραση των Μπρακ και Πικάσσο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη, αφού δημοσίευσε αρκετά κείμενα για Έλληνες ποιητές, για εικαστικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους.
Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε πολλά μουσεία του εξωτερικού. (Musée d’art moderne, Παρίσι Tate Gallery Λονδίνο, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη). Το 1986 ο Γκίκας επιλέγει 46 έργα του και τα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. To Oπωροπολείο ο Απόλλων, του 1939, ένα από τα 46 έργα της δωρεάς του στην Εθνική Πινακοθήκη, παρουσιάζει το χώρο του Οπωροπολείου με αισθητική και σχεδιαστική κομψότητα, ρεαλισμό και αφαίρεση, παιχνίδι με τις κλίμακες, μοναδική κινητικότητα τα οποία το τοποθετούν στο κίνημα του αναλυτικού κυβισμού. Η ρυθμική αρχιτεκτονική οργάνωση της σύνθεσης, η ταυτόχρονη παράθεση διαφορετικών επιπέδων, η έντονα χρωματική διαφοροποίηση, η μεθοδικότητα στην παρουσίαση γεωμετρικών σχημάτων, αποτυπώνει και καταγράφει τη δημιουργική προσφορά του για την μεταμόρφωση της ακαδημαϊκής ελληνικής τέχνης σε μοντέρνα. Ο Α. Προκοπίου κριτικός εκείνης της εποχής, σχολιάζοντας στο έργο του Γκίκα τη σχέση του μοντερνισμού και ελληνικής τέχνης γράφει: “Κρατώντας από τον κυβιστικό ορθολογισμό την αρχιτεκτονική και ρυθμική οργάνωση της σύνθεσης, το παιχνίδι της ισορροπίας των σχημάτων και χρωματικών αξιών, το στυλιζάρισμα των μορφών και τη μουσική των τοπικών χρωμάτων, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας φτάνει από το δρόμο της ζωντανής και λαϊκής Ελλάδας στην παράδοση της αρχαϊκής ελληνικής τέχνης.” Το 1991, δωρίζει ολόκληρη την προσωπική του συλλογή, μαζί με το σπίτι της οδού Κριεζώτου, στο Μουσείο Μπενάκη. Η οικία του μετατράπηκε σε μουσείο πριν το θάνατό του, διασκευασμένη από τον ίδιο και με τα δωμάτια να παραμένουν όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιούσε.
Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του.