Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 18 Φεβ 2021
Βάλιας (Βαλεντίνος) Σεμερτζίδης
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 
Ο Βάλιας (Βαλεντίνος) Σεμερτζίδης (Κρασνοντάρ, 18 Φεβρουαρίου 1911 – Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1983) ήταν Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης. Στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας (1935-1940) ασχολείται κυρίως με τα τοπία, στα οποία είναι ευδιάκριτες οι επιρροές που άσκησε πάνω του ο δάσκαλός του Κωστής Παρθένης, καθώς και με τις προσωπογραφίες, οι οποίες επίσης κινούνται σε ένα καθαρά ιδεαλιστικό πλαίσιο και συχνά φανερώνουν την ψυχογραφική του δεξιότητα.
 
Την περίοδο της Κατοχής ο Σεμερτζίδης εκφράζει μέσα από το έργο του τις πολιτικές του θέσεις και την άποψή του για τον αποφασιστικό ρόλο της τέχνης σε κρίσιμες κοινωνικοϊστορικές συγκυρίες. Τα γεγονότα του πολέμου και η ενεργή συμμετοχή του στην Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ, επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη της ζωγραφικής του σε θεματικό αλλά και σε υφολογικό επίπεδο. Τα χρόνια αυτά ο Σεμερτζίδης συγκεντρώνει το υλικό που θα αποτελέσει τη βάση για πολλά μετέπειτα έργα του μεγάλων διαστάσεων -τότε σχεδιάζει τους αντάρτες αλλά και απλούς ανθρώπους που συναντά στο βουνό. Την δεκαετία του ’40 ο Σεμερτζίδης απομακρύνεται σταδιακά από τις διδαχές του Παρθένη και καλλιεργεί πια έναν αδρό ρεαλισμό με χρωματικές αντιπαραθέσεις και εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα στις μνημειακού χαρακτήρα πολυπρόσωπες συνθέσεις του.
 
Στα χρόνια του Εμφυλίου μένει στην Αθήνα και συνεχίζει να δουλεύει πάνω στα λεγόμενα «σχέδια του βουνού» ενώ παράλληλα ξεκινά να ασχολείται με τα θέματα που θα καθορίσουν την μεταπολεμική του εργογραφία (σκηνές της ζωής των εργατών, των αγροτών και των ψαράδων). Τόσο στις σκηνές του καθημερινού μόχθου των απλών ανθρώπων όσο και στα τοπία του κυριαρχεί η ίδια γνώριμη ρεαλιστική ατμόσφαιρα με κάποια νέα πλέον χαρακτηριστικά που αφορούν τη χρήση του χρώματος, την απεικόνιση των μορφών και την αξιοποίηση του χώρου.
 
Με τα ταξίδια και τη παραμονή του στη Σκύρο και ειδικότερα στη Ρόδο, θα έρθει σε επαφή με τη νησιωτική ζωή και το ροδιακό τοπίο, το οποίο θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για εκείνον μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη Ρόδο θα διακοσμήσει με τοιχογραφίες την αίθουσα συνεδρίων του Επιμελητηρίου καθώς και άλλα δημόσιου χαρακτήρα κτίρια, αλλά και ιδιωτικές κατοικίες. Συνεχίζει επίσης να ασχολείται με την προσωπογραφία.
 
 
 
Ο Βάλιας (Βαλεντίνος) Σεμερτζίδης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1911 στη πόλη Αικατερινοντάρ, μετέπειτα Κρασνοντάρ, της περιφέρειας του Καυκάσου στη Νότια Ρωσία, πολύ κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Ο πατέρας του, Λάζαρος είχε ελληνική καταγωγή και διατηρούσε θεατρικές επιχειρήσεις σε μία μικρή πόλη κοντά στην Οδησσό, όπου μεγάλωσε ο Βάλιας. Η μητέρα του Αγαθή καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια Ρώσων κτηματιών.
 
Η επανάσταση του 1917, ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε και οι αλλαγές στις συνθήκες που προέκυψαν μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1922, έχουν ως αποτέλεσμα η οικογένεια να πρέπει να μετακομίσει αναγκαστικά πρώτα για λίγο στο Νοβοροσίσκ και τελικά να καταφύγει στην Αθήνα.
 
Το 1922 η οικογένεια Σεμερτζίδη εγκαθίστανται στη Δραπετσώνα μετά την υποχρεωτική, για όλους τους πρόσφυγες, μηνιαία καραντίνα στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Εκεί πεθαίνει ο μικρότερός του αδελφός. Ο πατέρας του όντας ιδιαίτερα ικανός στην οργάνωση επιχειρήσεων οδηγείται στην ίδρυση σχολής χορού, η οποία θα λειτουργήσει με επιτυχία εξασφαλίζοντας στην οικογένεια ένα σταθερό εισόδημα. Στη σχολή χορού του πατέρα του θα παραδίδει μαθήματα και ίδιος ο Βάλιας.
 
Το 1927 η οικογένεια Σεμερτζίδη μετακομίζει στην Παλιά Κοκκινιά μέχρι την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, οπότε ανεβαίνει στην Αθήνα.
 
Το 1928 εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκείνη την εποχή δίδασκαν στη Σχολή μεταξύ άλλων ο Ουμβέρτος Αργυρός, ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος και ο Παύλος Μαθιόπουλος. Ο Βάλιας φοιτά στο Εργαστήριο του Κωστή Παρθένη το 1932, όπου θα τον βρούμε και το 1935 -36. Η επιρροή του Παρθένη είναι εμφανής στα έργα της σπουδαστικής περιόδου του Σεμερτζίδη, κυρίως στις προσωπογραφίες και στα τοπία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής του Παρθένη στο πρώιμο έργο του Σεμερτζίδη είναι η Σπουδή Γυμνού (Π.4691) την οποία φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης εκείνη την εποχή. Το έργο αυτό συνήθως αντιπαραβάλλεται με μία Σπουδή Γυμνού (Π.4172) του Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ήταν και αυτός μαθητής του Παρθένη. Τα δύο έργα είναι φιλοτεχνημένα την ίδια χρονιά και έχουν κοινό θέμα. Ωστόσο, παρά τις όποιες υφολογικές διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν στον τρόπο που προσεγγίζουν το ίδιο θέμα δύο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους ζωγράφοι, ταυτόχρονα διαπιστώνουμε ότι και οι δύο βασίζονται στο δάσκαλό τους ως προς τη διαμόρφωση της σύνθεσης, των όγκων και του χρώματος. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν τη δύναμη της διδασκαλίας του Παρθένη και την ακτινοβολία της στο έργο των μαθητών του.
 
Μέχρι το 1937 ασχολείται με βιοποριστικά επαγγέλματα. Για μεγάλο διά­στημα συνεχίζει να διδάσκει χορό στη Σχολή χορού που διατηρεί ο πατέρας του. Αργότερα καταπιάνε­ται με φωτογραφικές μεγεθύνσεις, σπανιότερα με διαφημίσεις, κινηματογραφικές αφίσες και εικονογραφήσεις περιοδικών κ.ά. Ένα από αυτά είναι τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά, όπου εικονογραφεί διηγήματα και ζωγραφίζει εξώφυλλα, όπως και ο Σπύρος Βασιλείου, ο Φώτης Κόντογλου, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Αντώνης Πρωτοπάτσης, κ.α.
 
Στο μεταξύ έχει κιόλας εμφανισθεί σαν ζωγράφος το 1927 σε μια ομαδική έκθεση ερασιτεχνών στην Καλλιθέα.
 
Παντρεύεται το 1935 τη Στέλλα Αλευροπούλου, με την οποία το 1942 αποκτά έναν γιο (ο γάμος τους θα διαρκέσει μέχρι το 1955).
 
Το 1936 ξεκινά να εκθέτει συστηματικά το έργο ως μέλος, πλέον, της Ένωσης Ελεύθεροι Καλλιτέχναι, μίας ομάδας αριστερών, κατά κύριο λόγο, καλλιτεχνών που τεχνοτροπικά προωθούσαν τις ρεαλιστικές τάσεις. Πρόεδρος της ένωσης ήταν ο ζωγράφος Μίκης Ματσάκης και μέλη, μεταξύ άλλων, οι Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, Δημήτρης Γιολδάσης, Δημήτριος Δάβης, Κώστας Πλακωτάρης και άλλοι. Η Ένωση Ελεύθεροι Καλλιτέχναι πραγματοποίησε τέσσερεις συνολικά εκθέσεις, το 1935, 1936, 1937 και 1940.
 
Το 1937 συμμετέχει στην έκθεση των Ελεύθερων Καλλιτεχνών στον «Παρνασσό», και εισπράττει την πρώτη του ενθαρρυντική κριτική για το έργο του Στη Χώρα των Κυκλώπων (1937), από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Επίσης, το 1937 γίνεται δεκτός στο Salon d’ Automne στο Παρίσι με το έργο Βρά­χος στο Αιγάλεω (Π.2129), που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Το έργο αυτό γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και τρία σημαντικά γαλλικά περιοδικά τέχνης της εποχής προβάλλουν τον Σεμερτζίδη με ενθουσιασμό. Ο κριτικός της Revue des Arts επαινεί το έργο λόγω του συνδυασμού «τεχνικής σταθερότητας και ιδεαλισμού» που το χαρακτηρίζει. Οι κριτικές στη La Revue Moderne το θεωρούν δείγμα μίας προσωπικότητας που εκφράζεται «με δύναμη και πρωτοτυπία». Τέλος, ο A. Pascal – Lévis στο περιοδικό Les artistes d’ aujourd ‘hui γράφει ότι το έργο υλοποιήθηκε «με πραγματική τεχνική μαεστρία».
 
Στο διάστημα 1938 – 40 αναπτύσσει έντονη εκθεσιακή δραστηριότητα και παίρνει μέρος σε διάφορες εικαστικές εκδηλώσεις, όπως στην Α΄ Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεση του 1938 στο Ζάππειο Μέγαρο (με έργα όπως το Όργωμα, Π.2130) και στην Β’ του 1939. Αργότερα, στην Γ’ Πανελλήνιο του 1940 εκθέτει τη μία από τις δύο προσωπογραφίες του Κωστή Μπαστιά. Επίσης, συμμετέχει την ίδια περίοδο και στις εκθέσεις της ομάδας Πειραιωτών Καλλιτεχνών στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (1937, 1938).
 
Στη διάρκεια του πολέμου υπηρετεί στο Αντιαεροπορικό Πυροβολικό του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής οργανώνεται, όπως προαναφέρθηκε, στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Από την παραμονή του στο βουνό συνέλεξε πολύτιμο υλικό, σχέδια και φωτογγραφίες, που αξιοποίησε αργότερα, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, σε συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων. Περίπου έως το 1944 αντλεί ακριβώς τα θέματά του από την Κατοχή, την πείνα και τους αγώνες του λαού της Αθήνας.
 
Ο Σεμερτζίδης ολοκληρώνει την τοιχογραφία «Διαδήλωση» στη μεγάλη αίθουσα του Γυμνασίου στις Κορυσχάδες, ενόψει της Συνόδου στις Κορυσχάδες
 
Το 1942 γεννιέται ο γιος του Μάριος. Στις αρχές του 1944 μεταβαίνει στη Βίνιανη Ευρυτανίας και αργότερα στα Άγραφα εμφορούμενος από την επιθυμία να ζήσει από κοντά το αντάρτικο. Εκείνη την περίοδο, ο Σεμερτζίδης θα φιλοτεχνήσει τρία έργα, τα οποία πλέον δεν σώζονται, στις αίθουσες του Δημοτικού Σχολείου, στις Κορυσχάδες, όπου συνήλθε το Εθνικό Συμβούλιο από τις 14 έως τις 27 Μαΐου 1944: μία μεγάλη διαδήλωση του λαού της Αθήνας, το σύμβολο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης και τον φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Τις δύο βδομάδες που διαρκεί το Εθνικό Συμβούλιο ο Σεμερτζίδης θα σχεδιάσει τα σκαριφήματα των περισσοτέρων ομιλητών στο βήμα αλλά και σχέδια από την αίθουσα. Πολλά από αυτά αρκετές φορές είχαν δημιουργηθεί με σκοπό να διανεμηθούν. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ρόλου και της αποστολής του ο Σεμερτζίδης χρονολογεί τα περισσότερα από αυτά, σημειώνοντας την ημερομηνία και αναγράφοντας τα ονόματα των αναπαριστάμενων. Ως εκ τούτου, τα σχέδια αυτά αποτελούν μία από τις σημαντικότερες ιστορικές μαρτυρίες της αντίστασης. Σχετικά με τις προσωπικές του εμπειρίες στο Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες ο ίδιος θα περιγράψει σε συνομιλίες του με τον Χρήστο Αλεξίου:
 
«Όταν ξεκίνησα για το βουνό – μια και τα λέμε εδώ τώρα- υπήρχε ένας ρομαντισμός μέσα μου: ο Αντάρτης, ο μαχητής στα βουνά που κυνηγάει τον εχθρό, ξέρω ‘γω, αντιστέκεται στον εχθρό κλπ., και είχα στόχο ακριβώς αυτόν. Ανέβαινα με τον σκοπό να ζωγραφίσω τον μαχητή, τον μαχόμενο αντάρτη. Αλλά όταν ανέβηκα απάνω -που ανέβαινα για πρώτη φορά στα μεγάλα βουνά- και είδα τους κατοίκους των βουνών αυτών, που ήταν Βλαχαραίοι εκεί πέρα, είδα ότι οι κατακτήσεις οι πολιτικές από τον ίδιο το λαό ήταν πολύ σοβαρότερες, στο βάθος σοβαρότερες από τον ένοπλα μαχόμενο. Δηλαδή οι κατακτήσεις, το Λαϊκό Δικαστήριο, η Συνεδρίαση, ήτανε πράγματα που με συνεπήραν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένας αντάρτης που ήταν μπροστά μου.»
 
Από τις Κορυσχάδες, πηγαίνει μαζί με τον φωτογράφο Σπύρο Μελετζή στα Άγραφα, στα χωριά της Αργιθέας και από εκεί στον Φουρνά Ευρυτανίας και συλλέγει το πολύτιμο υλικό του για τα μεταγενέστερα έργα του.
 
Μέ­χρι το τέλος του Πολέμου μελετάει, ζωγραφίζοντας, τη σκληρή ζωή των ανθρώπων του Βουνού και τον αγώνα των ανταρτών. Το υλικό αυτό θα αξιοποιηθεί αργότερα από το ζωγράφο. Συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων θα γεμίσουν το εργαστήρι του. Την ίδια εποχή, αμέσως, δηλαδή, μετά τον πόλεμο, αρχίζει να χαράζει σε ξύλο και λινόλεουμ. Φτι­άχνει χαρακτικές μονοτυπίες και τελικά δημιουργεί δική του τεχνική, οξειδώνοντας τσίγκο και χαλκό. Με την μέθοδο αυτή χαράζει οξυγραφίες με χαρακτηριστικό στοιχείο τα λευκά περιγράμματα και την απόδοση του κυρίως θέματος σε μαύρο. Τα θέματα που αναπτύσσει και στην χαρακτική είναι ίδια με αυτά στην ζωγραφική του. Επίσης, η αντίθεση λευκού-μαύρου που προκύπτει από την ιδιαίτερη τεχνική του προσδίδει στις μορφές δραματικό χαρακτήρα και περιγραφική καθαρότητα (Εξέγερση, 1976, χαρακτικό σε τσίγκο, Συλλογή Ιονικής Τράπεζας).
 
Το 1946 συμμετέχει σε δύο εκθέσεις στο Λονδίνο, με 12 έργα κυρίως από την περίοδο του βουνού στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, με τον τίτλο Exhibition of Greek Art 3000 B.C. – A. D. 1945 (Φεβρουάριος-Μάρτιος) και στο Ελληνικό Σπίτι (1-15 Μαρτίου). Συμμετέχουν επίσης οι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Φώτης Κόντογλου, Διαμαντής Διαμαντόπουλος και Γιώργος Bακαλό. Το 1947 παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Καΐρου, όπως και στις εκθέσεις ελληνικής Τέχνης, που γίνονται στη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία.
 
Το 1947-1949, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου παραμένει στην Αθήνα δουλεύοντας ως επί το πλείστον πάνω στα σχέδια και στα θέματα του βουνού. Εκείνη ακριβώς την εποχή αρχίζουν και τον απασχολούν τα θέματα στα οποία θα στρέψει το ενδιαφέρον του στη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία: ψαράδες, αγρότες, τοπία.
 
Από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο του 1950 εκθέτει στο Ζάππειο με την ομάδα Στάθμη, η οποία είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του προηγούμενου χρόνου από αριστερούς καλλιτέχνες με αντιστασιακή δράση, μεταξύ των οποίων ο Τάσσος, η Βάσω Κατράκη και ο Γιώργος Σικελιώτης. Πρωταρχικός στόχος της ομάδας είναι η συστράτευση όλο και περισσότερων αριστερών καλλιτεχνών. Η Στάθμη, προωθούσε μία τέχνη με ρεαλιστικό χαρακτήρα, κοινωνικό προβληματισμό, αλλά και κάποια στοιχεία «ελληνικότητας». Ο Σεμερτζίδης εκθέτει συνολικά 15 έργα, ελαιογραφίες, λαδοτέμπερες, τέμπερες και μονοτυπίες, όλα από την περίοδο του βουνού.
 
Το 1952 ξεκινάει τα ταξίδια του στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τρία χρόνια αργότερα χωρίζει με την πρώτη του σύζυγο και το 1956 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του Καλλιρρόη Ρημάκη. Την ίδια περίοδο ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Σκύρο και έρχεται σε επαφή με τη νησιωτική ζωή, η απεικόνιση της οποίας θα αποκτήσει σημαντική θέση στο θεματολόγιο που επιλέγει για τις μετέπειτα δημιουργίες του. Το νησί θα αποτελέσει για τον Σεμερτζίδη σταθερή πηγή έμπνευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν το 1961 θα εικονογραφήσει το ημερολόγιο του Εθνικού Λαχείου με 12 χαρακτικά, τοπία από την ελληνική ύπαιθρο και τη Σκύρο.
 
Από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο του του 1957 οργανώνει την πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην αίθουσα του «Παρνασσού» με 70 έργα του μεταξύ των οποίων ο Βράχος στο Αιγάλεω (1937), ο Ομιλητής (1945), η Συνεδρίαση χωρικών (1946), τοπία από τα Άγραφα, την Αττική και τη Σκύρο, και αποσπά θερμές κριτικές στον καθημερινό Τύπο της εποχής. Τον ίδιο χρόνο συμμετέχει στην Πανελλήνιο με ένα μεγάλο πορτραίτο γυναίκας από τα Άγραφα. Επίσης συμμετέχει στην ομαδική έκθεση Εργασία και Τέχνη στο Musee d’Art et d’Histoire της Γενεύης.
 
Πραγματοποιεί το 1962 ατομική έκθεση στο Birmingham της Αγγλίας. Την ίδια χρονιά εικονογραφεί ημερολόγια για τις εταιρείες «ΒΙΑΜΑΞ» και «Μύλοι Αγίου Γεωργίου».
 
Το 1962 κυκλοφορεί λεύκωμα για τη Σκύρο με 8 χαρακτικά και στις αρχές του 1967 λεύκωμα για τη Ρόδο κι αυτό με 8 χαρακτικά.
 
Από το 1963 έως το 1982 έζησε στη Ρόδο όπου μεταξύ άλλων έκανε τοιχογραφίες για τα ξενοδοχεία Σπάρταλης, Ποσειδών και Αμαρυλλίς.
 
Το 1963 παίρνει μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, στην έκθεση χαρακτικής στη Λειψία και για τέταρτη φορά στην Πανελλήνιο. Συμμετέχει, επίσης στην ομαδική έκθεση 42 Ελλήνων καλλιτεχνών στην Μόσχα, με τον τίτλο Σύγχρονη Τέχνη στην Ελλάδα. Δέχεται εγκωμιαστικές κριτικές στον σοβιετικό Τύπο για τη δημιουργική έκφραση και το κοινωνικό περιεχόμενο των έργων του. Στην ίδια έκθεση έργα τους έστειλαν, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Γεωργιάδης, η Αγλαΐα Παπά, ο Μίκης Ματσάκης, ο Κώστας Ηλιάδης, ο Γιώργος Γουναρόπουλος, η Βάσω Κατράκη και ο Γιώργης Βαρλάμος.
 
Το 1963 ξεκινούν οι σχέσεις του με το νησί της Ρόδου, το οποίο επισκέπτεται τότε για πρώτη φορά. Το νησί ασκεί αμέσως μεγάλη γοητεία στον ζωγράφο. Η περίοδος της Ρόδου θα διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής, η οποία χαρακτηρίζεται από την έρευνα, τους πειραματισμούς και την τελειοποίηση μίας νέας τεχνικής, της εγχάρακτης ζωγραφικής, όπως την ονόμασε ο ίδιος. Στη Ρόδο δημιούργησε επίσης πολλές τοιχογραφίες μεγάλων διαστάσεων σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και στο συνεδριακό κέντρο Ροδίνι. Μία από τις σημαντικότερές του δουλειές στη Ρόδο υπήρξε το 1970 η διακόσμηση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου με τα πορτραίτα των προέδρων του και 13 υπερμεγέθης τοιχογραφίες που σχετίζονται γενικά με τα Δωδεκάνησα.
 
Την επόμενη χρονιά, το 1966, λαμβάνει πρόσκληση από την Ένωση Καλλιτεχνών της Σοβιετικής Ένωσης να εκθέσει έργα του στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ. Η έκθεση ήταν προγραμματισμένη για την περίοδο Απριλίου – Μαΐου του 1967. Ο Σεμερτζίδης στέλνει περίπου 70 έργα του, μεταξύ των οποίων τα περισσότερα είναι τοπία από τη Ρόδο. Η έκθεση πραγματοποιείται τελικά χωρίς την παρουσία του καλλιτέχνη, που εμποδίζεται από τη δικτατορία να ταξιδέψει στη Ρωσία. Την ίδια χρονιά συμμετέχει και στη Πανελλήνιο. Το 1967-1970 η έκθεση του Λένινγκραντ θα περιοδεύσει σε 25 πόλεις τις Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των οποίων το Κίεβο, η Οδυσσός, η Τιφλίδα και το Νοβοσιμπίρσκ. Τα έργα επιστρέφουν στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι Εκθέσεις αυτές προβάλλονται πολύ από τα μέσα ενημέρωσης και τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα έργα του παρουσιάζονται την ίδια περίοδο και στην έκθεση Ευρωπαϊκή Τέχνη στη Νέα Υόρκη.
 
Το 1973 πραγματοποιεί ατομική έκθεση στην Casa della Cultura στο Λιβόρνο, με 58 έργα της περιόδου 1966-1972 (π.χ τοπία από τη Ρόδο). Λίγους μήνες αργότερα εκθέτει και πάλι στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Φεράρα, στο Palazzo dei Diamandi, μία σειρά από έργα της περιόδου της Ρόδου. Το 1975 ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της Ένωσης Καλλιτεχνών της ΕΣΣΔ.
 
Δύο χρόνια αργότερα, το 1977, εγκαινιάζεται στις 7 Μαρτίου η αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Αυτή αποτελεί την πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα, μετά από την έκθεση του «Παρνασσού» το1957. Η έκθεση περιλαμβάνει 122 έργα από όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 25 Απριλίου. Την ίδια χρονιά πραγματοποιεί άλλες τρεις ατομικές εκθέσεις στο Κέντρο Τέχνης και Λόγου «Πανσέληνος» στη Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο και τον Οκτώβριο και μία στις «Νέες Μορφές», τον Δεκέμβριο.
 
Τα έτη 1978-1979 είναι μία δύσκολη περίοδος για τον καλλιτέχνη λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε μετά από εγκεφαλική συμφόρηση που του προκάλεσε παράλυση της δεξιάς πλευράς του. Την τελευταία αυτή περίοδο (1978-1983), καταφέρνει να ζωγραφίσει με το αριστερό χέρι μικρές κατά κανόνα συνθέσεις, σ’ ένα κάπως πιο εξπρεσιονιστικό πνεύμα, όπως φαίνεται από τη χρήση της φόρμας και του χρώματος.
 
Τον Αύγουστο του 1980 εκθέτει στο Μέγαρο Τέχνης της ΕΣΣΔ στη Μόσχα, μαζί με τον χαράκτη Τάσσο. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί έκθεση χαρακτικής καθώς, επίσης, και τον επόμενο χρόνο μία ατομική έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο Ελευσίνας. Από το 1980 κυκλοφόρησε και το λεύκωμα Δωδεκάνησα, άνθρωποι και τοπία στη ζωγραφική του Βάλια Σεμερτζίδη, από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Δωδεκανήσου, με αναπαραγωγές 22 έργων του.
 
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
 
Πεθαίνει την 1η Φεβρουαρίου το 1983 στην Αθήνα.
 
Έργα τού Σεμερτζίδη βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές και κρατικές συλλογές και ιδρύματα, όπως: Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών, Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου (Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου), Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης. Υπου­ργείο Παιδείας, Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών και Πειραιώς, Αγροτική Τράπεζα, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Ελλάδος, ξένες Συλλογές. Πινακοθήκη Λιβόρνο, Πινακοθήκη Φερράρας. Στη Ρωσία έργα του αγοράσθηκαν για το «Ερμιτάζ» -Λένινγκραντ, Μουσείο Πούσκιν Μόσχας, Πινακοθήκη της Τασκένδης και για άλλα Μουσεία της Ρωσίας. Έργα του υπάρχουν ακόμα στην Κίνα, Αγγλία, Αμερική, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ελβετία και αλλού. Μεγάλος αριθμός έργων βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Πινακοθήκη

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου