Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 13 Νοέ 2022
Ο Φώτης Κόντογλου και ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός
Κλίκ για μεγέθυνση

 








Φώτης Κόντογλου (1896-1965). «Νικόλαος Χρυσοχόου», 1924, ελαιογραφία, Εστία Νέας Σμύρνης



13.11.2022, 10:22
 
 
Το πορτρέτο του Ν. Χρυσοχόου διά χειρός Κόντογλου γίνεται ένα βουβό μνημόσυνο για έναν κόσμο που χάνεται και μαζί του χάνονται και οι αξίες που τον χαρακτήρισαν.

Πατρίδα, όταν με βεβαιότητα μιλάς και λες
«Εδώ έζησα, εδώ και θα πεθάνω»
Σαν να ’ξερες Οτι ο θάνατος και
η πληγή Μόνο σ’ αυτή τη γη - και η ζωή
Οπου αυτά πατρίς, αυτά η πατρίς

Θανάσης Χατζόπουλος







Σ’ έναν σκοτεινό, ουδέτερο, λιτό χώρο, με μόνο στοιχείο αναφοράς μια εικόνα του Χριστού στο φόντο, η υποβλητική μορφή του Νικολάου Χρυσοχόου δεσπόζει μέσα στο σκοτάδι λουσμένη με ένα έντονο, σχεδόν μεταφυσικό φως.

Το αδρό πλάσιμο της ζωγραφικής φόρμας και το σκληρό παιχνίδι της σκιάς και του φωτός πάνω στη σκαμμένη ύλη του προσώπου τονίζουν και αναδεικνύουν εμφαντικά έναν ανθρώπινο ψυχισμό, μεστό από υπαρξιακά ερωτήματα για τα ανθρώπινα, μια τραυματισμένη συνείδηση, μια αναστοχαστική εσωστρέφεια.

Η μορφή που απεικονίζεται εδώ διά χειρός Φώτη Κόντογλου είναι το πορτρέτο του Νικολάου Χρυσοχόου, συντοπίτη του Κόντογλου από τις Κυδωνίες της Μικρασίας, ζωγραφισμένο το 1924, μόλις δύο χρόνια μετά τη μικρασιατική τραγωδία.

Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο μικρής κλίμακας, αλλά μεγάλου καλλιτεχνικού και πνευματικού εύρους.

Η ιστορία του προσώπου είναι η ιστορία των πληγών, η ιστορία των ξεριζωμών, η ιστορία των διωγμών, η ιστορία των γκρεμισμένων προσδοκιών, των χαμένων ψευδαισθήσεων, των εγκληματικών λαθών, των μεγαλοϊδεατικών ονείρων, του μεγάλου ξεκληρισμού του 1922 του Ελληνισμού από τη Μικρασία.

Το σκεπτόμενο βλέμμα του Χρυσοχόου κοιτά με ήπια αυστηρότητα τον θεατή, αλλά στρέφεται και προς τον έσω εαυτό, βλέμμα κλεισμένο στον εαυτό του αλλά και μέσα στον κόσμο, βλέμμα αποφασισμένο και συγχωρητικό που αποτυπώνει τον εσωτερικό καημό και μια τραυματισμένη αλλά περήφανη αξιοπρέπεια.

Στη μορφή και τη ματιά του Χρυσοχόου αποκαλύπτεται με όλο το μεγαλείο μιας μοναδικής εικαστικής απεικόνισης η τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, η πικρή βάσανος της Ιστορίας. Μιας Ιστορίας που γράφεται για τους διωγμένους ασθενείς και οδοιπόρους με τον σπαραγμό και την οδύνη της προσφυγιάς, τη δύναμη και την καρτερία της επιβίωσης, την αγωνία για ένα δυστοπικό μέλλον, τη δύσκολη ένταξη σ’ έναν «άλλο» ελληνικό κόσμο, τη νοσταλγία ενός χαμένου πολιτισμού, τη μελαγχολική ελπίδα μιας νέας ζωής.

Το βλέμμα αυτό είναι από μόνο του μια ολόκληρη βιογραφία. Η βιογραφία ενός ανθρώπου, μιας γενιάς, ενός τόπου, μιας εποχής, μιας μνήμης των ανθρώπων που πασχίζουν να μην ξεχάσουν, που ζητούν να μιλήσουν γι’ αυτά που δεν λέγονται.

Το πορτρέτο του Ν.Χ., από τα πιο συναρπαστικά πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης, έχει με την πνευματική του ενάργεια μια σημαντική θέση στην εικαστική έκφραση του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη και όχι μόνο.

Ο δραματικός ρόλος του φωτός, η ατμόσφαιρα μιας παρηγορητικής εσωτερικευμένης θρησκευτικότητας, η απλή γεωμετρημένη συνθετική οικονομία του πίνακα, η σκοτεινή, βαριά χρωματική κλίμακα και η αυστηρή βυζαντινίζουσα τάξη στην οργάνωση της πλαστικής αφήγησης μας κάνουν να κατανοήσουμε και να αισθανθούμε βαθιά τις υπαρξιακές, ψυχικές αφετηρίες που γέννησαν αυτό το έργο.

Είναι ο ανθρώπινος πόνος, η νηφάλια μεροληψία υπέρ του βασανισμένου ανθρώπου που γεννά τέτοιου μεγάλου κύρους εικαστικές μαρτυρίες.

Τις γεννά η αγέλαστη, σκληρή ανάγκη να αποδοθεί μέσα από τη μεμονωμένη μορφή η καθολική εικόνα ενός σύγχρονου αλλά και πανάρχαιου δράματος.

Το πορτρέτο του Ν.Χ. διά χειρός Κόντογλου γίνεται ένα βουβό μνημόσυνο για έναν κόσμο που χάνεται και μαζί του χάνονται και οι αξίες που τον χαρακτήρισαν. Ενα πορτρέτο που συνοψίζει πλαστικά μια ολόκληρη πατριδογνωσία των τραυματισμένων αισθημάτων.

Το αδύναμο, ανήμπορο χέρι που ακουμπά στο μπράτσο της καρέκλας και το στοχαστικό, ασκητικό πρόσωπο είναι οι μόνες φωτεινές κηλίδες πάνω σ’ ένα σκοτεινό σώμα μέσα στον κλειστό, αδιέξοδο χώρο αυτού του έργου.

Το χέρι και ο νους, η χειρωναξία και η σκέψη, η πράξη και η μνήμη αποκτούν άθελά τους τον συμβολισμό μιας ελπίδας στα σκοτάδια, αυτά τα ανθρώπινα στοιχεία που μπορούν να κάνουν δυνατή μια υπέρβαση, μια χαραμάδα από φως μέσα στο διηνεκές της ζοφερής ανθρώπινης Ιστορίας.

Η φωτισμένη εικόνα του Χριστού στο πάνω μέρος του πίνακα δηλώνει ενδεικτικά τη βαθιά πίστη στη θεϊκή παρουσία, συμπληρώνοντας έτσι το ανθρώπινο με το θεϊκό στοιχείο του έργου ως ενιαία, αδιαίρετη φιλοσοφική θεώρηση μιας ζωής ταγμένης στην πίστη.

Ο βυζαντινός κόσμος έχει αφήσει έντονα ίχνη της δογματικής αγιογραφίας πάνω στο σκληρά χαραγμένο πρόσωπο. Ομως η ποτισμένη από αγιοσύνη μορφή του Χρυσοχόου διαφυλά τη γήινη, αδρή, στέρεη, ανθρώπινη υπόστασή της και ενώ παραπέμπει στις εξαϋλωμένες μορφές της βυζαντινής εικονογραφίας -που ο Κόντογλου με πίστη και πάθος υπηρέτησε-, αναδεικνύεται ως έκφραση μιας ενοποιητικής αρχής μεταξύ θεϊκού και γήινου σπαραγμού, μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Ο δυτικός ορθός λόγος -που ο Κόντογλου πολύ καλά γνώριζε- και η πειθαρχία στην παράδοση με τη βαθιά προσήλωση στο θείο συναντώνται εδώ, συνθέτοντας εικαστικά τους «θεμελιώδεις μύθους του γένους».

Παράδοση και νεωτερικότητα, ελληνικότητα και κοσμοπολιτισμός. Το αυστηρό, ασκητικό πρόσωπο του Χρυσοχόου, που κουβαλάει τις χαρακιές των λαϊκών, γήινων αισθημάτων, είναι η απεικόνιση και ο φορέας της ανανεωτικής δύναμης της ζωής και της τέχνης να συνταιριάξει μοναδικά τη δυτική εκκοσμίκευση με την ορθόδοξη υπερβατικότητα.

Η αντίδραση και ο σκεπτικισμός του Κόντογλου απέναντι στις νέες καλλιτεχνικές τάσεις της Αφαίρεσης και του Εξπρεσιονισμού στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, αλλά και η κριτική απόσταση από τα ξένα πολιτιστικά πρότυπα, τον οδηγούν σε μια δημιουργική καλλιτεχνική αναθεώρηση, μια αναδίπλωση στον εαυτό, σε μια εμβάθυνση στις νεοελληνικές πηγές, αλλά και σε μια συμφιλίωση με το πνεύμα του Διαφωτισμού της Δύσης.

Το πάσχον ανθρώπινο σώμα βρίσκεται πια στο κέντρο της σεβαστικής αντίληψης για την ανθρώπινη παρουσία στον κόσμο, ο άνθρωπος γίνεται η υλική υπόσταση του θείου και ο καλλιτέχνης υπερβαίνει το δόγμα, και το υπερβατικό αποκτά τη γήινη διάστασή του.

Αυτή η μετάβαση από τον ιδεαλισμό της βυζαντινής παράδοσης στον γήινο ρεαλισμό του Διαφωτισμού, αλλά και η λεπτή ισορροπία ανάμεσά τους, καθορίζει και την ξεχωριστή θέση του Κόντογλου στον μοντερνισμό της εποχής του.

Η «νέα πραγματικότητα» που κυριαρχεί τον Μεσοπόλεμο στην Ευρώπη ως καλλιτεχνικό κίνημα έχει δώσει δείγματα μιας νέας μορφοπλαστικής γλώσσας με ηθελημένη ασυμμετρία, εκφραστική παραμόρφωση, θεατρικότητα και νοσηρά πάθη, προτάσσοντας την «αλήθεια» μπροστά στην ομορφιά και τις ιδέες, τον κυνισμό μπροστά στην επιείκεια.

Ζωγράφοι όπως ο Γκρος, ο Μπίρκλε, ο Βόιγκτ, ο Μπέκμαν, ο Κρίστιαν Σαντ, ο Ντιξ είναι -χωρίς να τους γνωρίζει- οι φυσικοί Ευρωπαίοι συνομιλητές του Κόντογλου. Με ακραίες εικόνες μιας ανελέητης τέχνης, καταγγέλλουν με υπαρξιακή αγωνία και σαρκαστική διάθεση τα πρόσωπα και τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας σε κρίση, αποξένωση και παρακμή.

Ο Κόντογλου σε αντιδιαστολή αντιστέκεται με το έργο του στον σκοτεινό αποδομητικό ρεαλισμό των δυτικών προτύπων μιας γενικευμένης ευρωπαϊκής νοσηρότητας. Αναζητώντας τη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα, απέναντι στη διάψευση του Ανθρωπισμού, προτάσσει την ευσέβεια της πίστης του στη μεγάλη βυζαντινή ζωγραφική και τις πνευματικές της ρίζες, αλλά και την πίστη του σ’ έναν ρεαλισμό με βαθιά ανθρώπινο πρόσωπο, σημαδεμένο από τη βαρβαρότητα των καιρών. Οπως το ανθρώπινο πρόσωπο του Χρυσοχόου, που ποτισμένο από τη συνείδηση του αιώνα του, ως άλλο φαγιούμ, για μια ζωή μέσα στη ζωή και όχι μετά θάνατον, αποτελεί μια μεγάλη πνευματική-καλλιτεχνική υποθήκη.

Και ταυτόχρονα μας παραπέμπει 325 χρόνια πίσω, κατευθείαν στη σπουδαία κληρονομιά του Θεοτοκόπουλου. Τα πορτρέτα των ιερωμένων Ντε Γκουεβάρα και Χουάν ντε Ταβέρα, ζωγραφισμένα γύρω στα 1600, μαρτυρούν τη μεγάλη πνευματική συνάφεια του Κόντογλου με τον Γκρέκο και τις επιρροές του -σε βαθμό συνθετικής αντιγραφής- από τον μεγάλο Κρητικό.

Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η μοίρα και των δύο έπειτα από τόσα χρόνια μοιάζει κοινή. Και οι δυο απόκληροι, χάραξαν στην αναζήτηση της δικής τους αλήθειας μια μεγάλη πορεία αυτογνωσίας, ξεκινώντας από ένα Βυζάντιο που τους έδωσε τη γνώση και τους ηθικούς κανόνες να συνεχίσουν, παλεύοντας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση.

Ο Κρητικός και ο Μικρασιάτης, «ξένοι» και οι δυο στις νέες τους πατρίδες, κουβάλησαν ο καθένας τη δική του πολύτιμη πνευματική οικοσκευή, το βάρος ενός μεγάλου πνευματικού-καλλιτεχνικού πολιτισμού, που χωρίς να του στερήσουν το βαθύτερο πνεύμα του -ανασαίνοντας τα σκιρτήματα και τα πάθη του καιρού τους- έπλασαν με την τέχνη τους από το άυλο σώμα της βυζαντινής αγιογραφικής παράδοσης την εικόνα του ανθρώπου μιας νέας εποχής, εικόνα βγαλμένη από το σώμα και αίμα ενός γήινου, πάσχοντος ανθρωπισμού.

Και οι δυο αρνήθηκαν την εποχή τους, επειδή -όσο λίγοι- ανήκαν σ’ αυτήν. Γιατί τη διεκδίκησαν και τη σημάδεψαν με τους δικούς τους όρους, με τη δική τους ιστορία, με βαθύ σεβασμό στις αξίες και τα πιστεύω τους.

*Ομότιμος καθηγητής Ζωγραφικής ΑΣΚΤ


📌 Το έργο του Φ. Κόντογλου «Πορτρέτο του Ν. Χρυσοχόου» εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς, στο πλαίσιο της έκθεσης «Μικρά Ασία - Λάμψη, Καταστροφή, Ξεριζωμός, Δημιουργία». Διάρκεια έκθεσης έως 12/2/2023

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου