Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 07 Αύγ 2022
Ενα χαλαρό καλοκαιρινό ανάγνωσμα του Ν. Τσιφόρου (Πέθανε σαν σήμερα το 1970)
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 

Του Γ.Γ

Ενας απ’ τους ποιο αγαπημένους μου συγγραφείς (ήταν επίσης δημοσιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης) είναι ο Νίκος Τσιφόρος που πέθανε σαν σήμερα το 1970.

Εχω διαβάσει όλα τα δημιουργήματα του. Είναι απολαυστικότατος ο τρόπος γραφής του, -πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν με μόνο τον Βασίλη Ραφαηλίδη να το κατορθώνει σε ένα βαθμό και ειδικά στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830 -1974»- ενώ επίσης είναι και εντυπωσιακός ο πλούτος των ιστορικών του γνώσεων που τις προσφέρει στον αναγνώστη του, με έναν μοναδικό τρόπο. 
(Προβληματική η πολιτική συμπεριφορά του Ν. Τσιφόρου αλλά αυτό το προσπερνώ).

Δεν έχω σκοπό να αναφερθώ στην βιογραφία και στο έργο του. Αλλωστε αυτά μπορεί να τα συναντήσει κανείς πολύ εύκολα στο διαδίκτυο. 
Επέλεξα να σκανάρω και να παραθέσω τρία κεφάλαια από το βιβλίο του «Η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών».

Η αρχική μου σκέψη ήταν να επιλέξω κείμενα από το εξ’ ίσου ενδιαφέρον βιβλίο του «Τα παιδιά της πιάτσας». Κατέληξα όμως στην «Ιστορία των ΗΠΑ», γιατί εκτός από χαλαρό καλοκαιρινό ανάγνωσμα προσφέρει στον αναγνώστη του πλήθος ιστορικών στοιχείων, με έναν μοναδικό τρόπο που μόνο ίσως ο Νίκος Τσιφόρος μπορούσε να το καταφέρει.

Υ.Γ (Μου βγήκε η ψυχή μέχρι να φτιάξω σε μονοτονικό τα πολυτονικά κεφάλαια του βιβλίου).

Καλώς ήρθατε λευκοί (Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου: “Η Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών)

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΛΕΥΚΟΙ

image002Η Αμερική δεν είχε Ιδέα τί γίνεται απέναντι.
‘Ωραία χώρα, πλούσια, ήσυχη, με τα ερυθροδερμάκια της να τρώγονται μεταξύ τους, με τα βουνά της χιονισμένα, τις πεδιάδες της πράσινες, τα δάση της πλούσια, τα ποτάμια της ασημένια, δεκάρα δεν έδινε περί Ευρώπης, πολιτισμού και ανωτερότητας.

Από την άλλη μεριά, οι Ευρωπαίοι, «πολιτισμένοι άνθρωποι», όλο και ζητάγανε παραπάνω. «Να πάρουμε, να ‘χουμε, να φάμε, να κατακτήσουμε, να μην αφήσουμε τίποτα». Απ’ την εποχή των Ρωμαίων όλο και θέλανε…
Έτσι κι έπεσε η μεσαιωνική εποχή με μια χριστιανικότητα βαριά και αυστηρή, ησυχάσανε κάμποσο οι άνθρωποι. Οι άρχοντες δεν είχανε καιρό να διαβάσουνε, έπρεπε ή να πολεμάνε για να κρατάνε σκλάβους τους άλλους ή να διασκεδάζουνε. Ο λαός απαγορευόταν να μάθει παραπάνω απ’ όσα του έδινε ή θρησκεία να μάθει. Γιατί άμα αρχίσεις κι ανοίγεις τα μάτια σου, αρχίζεις και ρωτάς «γιατί και γιατί;» σαν τα παιδιά και τότε δεν τρως πια άχυρο, θες καλύτερη τροφή. Λοιπόν, έτσι και σήκωνε κανείς κεφάλι να ρωτήσει ή να διατυπώσει μια γνώμη, τον παίρνανε και τον ψήνανε στη φωτιά.

— Είσαι αιρετικός.

— Όχι ρε παιδιά, αλλά μου φαίνεται ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο κι όχι ο ήλιος γύρω από τη γη.

— Τί λες βρε κάθαρμα; Κι ο Ιησούς του Ναυή;

— Τί έκαν’ αυτός;

— Δεν είπε να σταθεί ο ήλιος και στάθηκε;

— Μήπως;…

— Το αμφισβητείς που το γράφουνε τα ιερά Βιβλία; Κόφτε τον.

Μπριτζόλα ο φουκαράς που είπε τη γνώμη του και καμαρώνανε οι «δυνατοί», που τον τιμωρήσανε και κάψανε έναν εχθρό του Κυρίου. Κι όλα πηγαίνανε με τα νερά τους μέχρι την εποχή που άρχισαν στην Ευρώπη και κάνανε εκστρατείες.

Πήγανε, λοιπόν, στην Ισπανία που την κατείχαν οι Άραβες, λαός πολιτισμένος και προοδευμένος σε όλα, γράμματα, επιστήμες, τέχνες, πήγανε στις Σταυροφορίες στην Παλαιστίνη, είδανε καινούρια πράματα, είδανε πλούτο και μπερκέτια και αρχίσανε να ξυπνάνε.

— Τί γίνεται ρε; Εμείς γιατί κοιμόμαστε;

Από την άλλη μεριά η Τζένοβα, η Βενετιά κι η Πίζα, χώρες ναυτικές, αμολάγανε τα καράβια τους όλο και πιο μακριά και φέρνανε προϊόντα από την Ανατολή. Υφάσματα, πετράδια, αρώματα, βαφές, κομψοτεχνήματα… Τα εμπορευόντουσαν με Άραβες εμπόρους που τα φέρνανε από πιο μακριά, από την Ανατολή.

Το κυριότερο όμως απ’ όλα ήτανε τα μπαχαρικά. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία να διατηρήσουνε τις τροφές και τα μπαχαρικά κόβανε τη μυρωδιά τού κρέατος και των άλλων που βρωμίζανε. Άρχισε όλος ο κόσμος να ζητάει μπαχαρικά, λοιπόν. Τούτα τα ρημάδια όμως, πιπέρι, κανέλα, μοσχοκάρυδο, ερχόντουσαν από μακριά, από τα νησιά Μαλαμπάρ, από τις Μολούκες, από τις Ινδίες μέσα. Τα παίρνανε οι έμποροι από την παραγωγή, τα κουβαλάγανε στο Σουλτάνο της Αίγυπτου, τα πούλαγε αυτός στους Βένετους ή τους Γενοβέζους, τα ξαναπουλάγανε αυτοί παρακάτω, μέχρι να φτάσουνε στον καταναλωτή, η τιμή τους ανέβαινε πενήντα φορές επάνω.

Οι Ευρωπαίοι το πήρανε σοβαρά.

— Αν τα είχαμε πρώτο χέρι όλα τούτα, θάτανε φθηνότερα…

Κι αρχίσανε να ζητάνε δρόμους για να πάνε στην Ανατολή να κάνουνε φτηνή δουλειά.

Από Γεωγραφία, οι Ευρωπαίοι ήτανε κουμπούρες. Ξέρανε βέβαια, ότι υπάρχει η Κίνα που τη λέγανε Κατάυ’ κι η Ιαπωνία που τη λέγανε Τζιπανγκού και οι Ινδίες, αλλά πώς να πάνε;… Μέχρι που ξαναζωντάνεψε η θεωρία τού Πτολεμαίου, ότι η γη είναι στρογγυλή.

— Τότε, είπε ένας, αφού είναι στρογγυλή είναι ανάγκη να πάμε από την Ανατολή που μας κλείνουνε το δρόμο οι Άραβες;

— Και πού να πάμε;

— Να πάμε από τη Δύση. Στρογγυλή είναι, στο ίδιο μέρος θα βγούμε.

Άρχισαν τα ταξίδια.
Δειλοί, φοβισμένοι από τα παραμύθια, ότι όλο τέρατα θα βρούνε στο δρόμο τους, αμαθείς, προχωρούσανε σιγά -σιγά. Πρώτοι οι Πορτογάλοι πήγανε στις Αζόρες, μετά οι Σκανδιναβοί φτάσανε στην Ισλανδία και μετά στις Αντίλλες κι όλο προχωρούσανε κι όλο καλυτερεύανε τα καράβια τους κι όλο βρίσκανε νέα μέρη.

Να μη λέμε πολλά, βήμα στο βήμα και καλυτέρευση στην καλυτέρευση, από δω οι Πορτογάλοι με έναν πρίγκιπα, Ερρίκο τον λέγανε, που υποστήριζε τις εξερευνήσεις, από κει οι Ισπανοί, φτάνουμε στο Χριστόφορο Κολόμβο.
Ό Κολόμβος ήτανε από τη Γένοβα της Ιταλίας. Ο πατέρας του ήτανε, άλλοι λένε υφαντουργός, άλλοι μάγειρας στο λιμάνι. Από παιδί ταξίδεψε ναύτης και στο τέλος βρέθηκε μεγάλος πια στην Πορτογαλία. Μελέτησε, φαντασία είχε και τέλος, έκανε πρόταση στο βασιλιά της Πορτογαλίας να φύγει με καράβια βασιλικά και να πάει ν’ ανακαλύψει δυτικό δρόμο για τις Ινδίες.

Οι Πορτογάλοι δεν του δώσανε σημασία και ο Κολόμβος πήγε στην Ισπανία.
Παιδεύτηκε πολύ να καταφέρει το βασιλιά Φερδινάνδο και τη βασίλισσα Ισαβέλλα να του χρηματοδοτήσουνε την επιχείρηση. Ζήταγε να τον κάνουνε ναύαρχο, αντιβασιλιά σ’ όσες χώρες θ’ ανακάλυπτε και το ένα δέκατο από τους θησαυρούς που θα κατακτούσε.

Με τα πολλά τον πήρανε στα σοβαρά και του δώσανε τρία καραβάκια να πάει στο καλό. Το ένα ήτανε εκατό τόνοι όλο – όλο και το λέγανε «Σάντα Μαρία» (Παναγία δηλαδή), το άλλο «Πίντα» (ζωγραφισμένη θα πει), εξήντα τόνοι και το τρίτο «Νίνια», σαράντα τόνοι.

Έφυγε από το Πάλος ο Κολόμβος, τον Αύγουστο τού 1492, με 88 άντρες όλους όλους πλήρωμα. Ταξίδεψε αρκετά και τέλος τον Οκτώβριο έφτασε σ’ ένα νησί που το είπε Σάν Σαλβαντόρ ( Άγιο Σωτήρα).

Ό άνθρωπος δεν ήξερε ότι είχε πάει στην Αμερική. Μήτε που ήξερε τίποτα γι’ Αμερική. Νόμιζε πως βρισκόταν στις Ινδίες. Οι ντόπιοι τον δεχτήκανε καλά. “Έμεινε κάμποσο μαζί τους και μετά τράβηξε πάρα μέσα, δυτικά, και βγήκε σ’ άλλα νησιά, την Κούβα και την Αϊτή που της έδωσε το όνομα Εσπανιόλα.

Σίγουρος ήταν ότι βρισκόταν στην Ιαπωνία. Αλλά μήτε μπαχαρικά βρήκε, μήτε χρυσάφι. Τέλος πάντων πήρε ό,τι βρήκε, φυτά, παπαγάλους, διάφορα αντικείμενα και ξαναγύρισε στην Ισπανία.
Τον δέχτηκαν πια με δόξες και τιμές. Χαρές, ελπίδες, πράματα.

Και ξανάφυγε, βρήκε άλλα μέρη (Πόρτο Ρίκο, Τζαμάικα, Νότια Αμερική) αλλά τον διαβάλανε όσοι μένανε κοντά στους βασιλιάδες γιατί φοβηθήκανε τη δύναμή του και από την άλλη μεριά, στα μέρη που πήγαινε οι Ισπανοί δεν τον θέλανε για αντιβασιλέα (έκανε πολλά κι αυτός και τ’ αδέλφια του) και στο τέλος τον δέσανε και τον στείλανε σιδεροδεμένο στην ’Ισπανία.

Οι βασιλιάδες δεν τον τιμωρήσανε, αλλά κάνανε κάτι χειρότερο. Τον εγκαταλείψαν. Βλέπεις οι δυνατοί άμα δεν σε χρειάζονται σε ξεχνάνε αμέσως. Ο φουκαράς ο ναύαρχος πέθανε απένταρος και ξεχασμένος στο Βαλαντολίδ το 1506.

Η Αμερική όμως είχε ανακαλυφθεί. Κι ακόμα όλοι νομίζανε ότι πρόκειται για την Ινδία.
Όλοι οι τυχοδιώκτες κι όλα τα καθάρματα ξεκινήσανε αμέσως για το νέο τόπο να κάνουν πλούτη και τύχη. Γέμισε ό τόπος βρωμιάρηδες και παλιοτόμαρα.

Για να μη μαλώσουνε η Ισπανία με την Πορτογαλία στη μοιρασιά των νέων τόπων, ο Πάπας — ήτανε τότε ο Βοργίας — τους τα μοίρασε. “Όσα βρισκόντουσαν δυτικά από το Πράσινο Ακρωτήρι τάπαιρνε η Πορτογαλία, όσα επάνω από το Πράσινο Ακρωτήρι η Ισπανία. Τότε ο Πάπας τα κανόνιζε όλα.

Μαζί με τους τυχοδιώκτες πήγανε κι ένα σωρό παπάδες για να κάνουνε Χριστιανούς τους άγριους της Αμερικής. Μα όλη η φασαρία ήταν πώς να τους γδύσουν από τα πλούτη τους και να τους κάνουν Χριστιανούς ζητιάνους από την άλλη. Το τί λεπίδι έπεσε, τί όργια γίνανε και τί κλεψιά βασίλεψε για να «εκχριστιανιστούν» οι άπιστοι αυτοί, δε γράφεται, είναι τρομερό πράμα. ’Αλλά ο σκοπός πέτυχε.

Τώρα γιατί την είπανε Αμερική τη νέα ήπειρο; Γιατί βρέθηκε ένας από τη Φλωρεντία Άμέριγκο Βεσπούτσι, ο οποίος λέγανε πως πήγε κει πέρα κι έγραψε ένα γράμμα με τίτλο «Νέος Κόσμος» κι έλεγε ότι είναι νέα ήπειρος. Το γράμμα αυτό έγινε γνωστό κι επειδή ο Αμέριγκος ανακάλυψε τη νέα ήπειρο, τη βαφτίσανε προς τιμή του Αμερική. Κι ο Κολόμβος που τη βρήκε σάπιζε στο αχάριστο χώμα.

Η λέρα που έπεσε στην Αμερική άρχισε να την ξεζουμιάζει μέχρι μεδούλι. Ενας, ο Βάσκο Νουνέζ ντε Μπαλμπόα, έφτασε στον πορθμό του Ταριέν, στον Παναμά και είδε τον Ειρηνικό και έτσι βεβαιώθηκε ότι δεν βρίσκονται στην Ινδία αλλά σε νέο μέρος. Εκεί ακούσανε για πρώτη φορά για τους Ίνκας — που έχουμε πει — και για τα πλούτη τους. “Ένας άλλος, θηρίο ανήμερο, ο Κορτέζ, βγήκε στο Μεξικό κι έπεσε πάνω στους ’Αζτέκους με τη μεγάλη αυτοκρατορία.

Η ιστορία του Κορτέζ μοιάζει με παραμύθι απίστευτο. Είχε μαζί του πεντακόσιους πενήντα άντρες και δεκαέξι άλογα. Και μ’ αυτή τη φούχτα των ανθρώπων κατάφερε να κατακτήσει την αυτοκρατορία του Μεξικού, με εκατομμύρια ανθρώπους.

Να πούμε λίγα λόγια γιατί αξίζουν. Αυτοκράτορας του Μεξικού ήταν τότε ένας που τον λέγανε Μοντεζούμα, πολύ δυνατός άνθρωπος με πολύ στρατό. Αλλά οι Μεξικανοί δεν ήταν ενωμένος λαός. Ήτανε πολλοί λαοί κατακτημένοι πού δε χωνεύανε τούς κατακτητές τους. Δεν ξέρανε τις σιδερένιες πανοπλίες και τα όπλα των Ισπανών, δεν ξέρανε τίποτα. Κι επειδή είχανε κι ένα μύθο ότι ο Θεός Πουλί θα γύριζε μια μέρα, περάσανε τα καράβια των Ισπανών με τα πανιά για τα φτερά του Θεού – Πουλί.

Πήγανε να αντισταθούν μερικοί στην ακτή, φάγανε μια σφαλιάρα από τα όπλα των Ισπανών, υποταχτήκανε οι πρώτοι. Ο Κορτέζ βρήκε μια ωραία κοπέλα κόρη ενός αρχηγού, που έγινε ερωμένη του, βοηθός του και διερμηνέας του. Τη βάφτισε Μαρία.

Άρχισε, λοιπόν, να προχωρεί μέσα, με μάχες ή με φιλίες μέχρι πού έφτασε στην πρωτεύουσα. Όταν είδε πλούτο, χρυσάφια, διαμάντια, παλάτια ασημένια τρελάθηκε.

Από την άλλη μεριά, o Μοντεζούμα δεν ήξερε τί να κάνει. Να τον χτυπήσει; Να μην τον χτυπήσει; Κι αν ήτανε θεός; Τον δέχτηκε, λοιπόν, καλά και τον φιλοξένησε στο παλάτι του. O Κορτέζ για να ‘ναι σίγουρος, έπιασε τον αυτοκράτορα, τον κράτησε αιχμάλωτο και ταμπουρώθηκε σε κύρια σημεία με τούς ανθρώπους του.

Οι Αζτέκοι τρελαθήκανε. Στην αρχή δε χτυπήσανε, μην πάθει τίποτα ό βασιλιάς τους. Αλλά οι Ισπανοί αρχίσανε να φέρονται πολύ άσχημα. Τους κλέβανε, τους σφάζανε, δεν επιτρέπανε ανθρωποθυσίες, βιάζανε τα κορίτσια, κάνανε τα αίσχιστα. Και κάποτε έγινε μια σύρραξη, σκοτώθηκε ένας Ισπανός και οι Αζτέκοι καταλάβανε ότι δεν είναι θεοί, αλλά άνθρωποι θνητοί. Τότε, τους βάλανε χέρι. Σκοτώθηκε ο Μοντεζούμα κι ο Κορτέζ έφυγε με την ψυχή στα δόντια.

Γλύτωσε, έφτιαξε καινούριο στρατό, 900 λευκούς και κάπου δέκα χιλιάδες ντόπιους, εχθρούς των Αζτέκων και ξαναγύρισε. Νίκησε, ξαναπήρε την πρωτεύουσα, την Τενοχτίτλαν και διέλυσε την αυτοκρατορία του Μεξικού που έγινε ισπανική κτήση με όλα τα πλούτη της.

Για την αλήθεια, θα πούμε ότι κι ο Κορτέζ πέθανε φτωχός και περιφρονημένος σ’ ένα παλιοχώρι της Ισπανίας…
Αλλος που μιμήθηκε τον Κορτέζ, ήτανε ένας αγράμματος στρατιώτης, αλλά μεγάλο παλληκάρι, ο Φραγκίσκος Πιζζάρο. Αυτός κατάφερε να φάει την αυτοκρατορία των Ίνκας στο Περού.

Ο Πιζζάρο ήτανε στρατιώτης του Μπαλμπόα κι είχε ακούσει για τα πλούτη των Ίνκας τότε που πήγανε στον Παναμά. Σηκώθηκε, λοιπόν, και πήγε στο βασιλιά της Ισπανίας, τότε ήτανε βασιλιάς ο Κάρολος ο πέμπτος.
Ο βασιλιάς του ‘δωσε 180 άντρες και 30 άλογα όλα -όλα. Πώς να κατακτήσεις μια αυτοκρατορία με 180 ανθρώπους; Βρέθηκε όμως κι ένας άλλος τυχοδιώκτης, ο Φερνάντο ντέ Σόττο, που ‘χε κι αυτός καμιά κατοστή άντρες και πενήντα άλογα.

Ενωθήκανε τώρα οι δύο, περάσανε πάνω από τα βουνά, τις Άνδεις και πέσανε στο Περού.

Αυτοκράτορας των Ίνκας ήτανε ένας που τον λέγανε Άταχσυάλπα. Επειδή όμως, ό Άταχουάλπα ήτανε νόθος γιός τού πατέρα του και νόμιμος αυτοκράτορας ήτανε ο σωστός γιός, ο Χουασκάρ, ο Άταχουάλπα είχε φυλακίσει τον ετεροθαλή αδελφό του κι οι Ίνκας ήτανε διαιρεμένοι με αυτό το κίνημα.

Ο Πιζζάρο ζήτησε να συναντηθεί με τόν Αταχουάλπα. Πήγε ο αυτοκράτορας μ’ όλα του τα μεγαλεία, άλλα του την είχανε στήσει και σκοτώσανε τους ανθρώπους του και τον πιάσανε αιχμάλωτο. Του πήρανε ένα δωμάτιο χρυσάφι για να τον αφήσουν ελεύθερο, αλλά μόλις πιάσανε το χρυσό, τον στραγγαλίσανε και καταφέρανε έτσι, με πολλές μάχες και περιπέτειες, να φάνε όλη την αυτοκρατορία.

Με λίγα λόγια, τίποτα δεν γίνεται με το τίμιο… Έτσι, φάγανε όλη την Αμερική οι Ισπανοί, τη γδύσανε και πολεμούσανε να κάνουν και τους φουκαράδες τους ντόπιους Χριστιανούς. Βέβαια, χρειάζονται ειδικά βιβλία για να γραφούνε ολ’ αυτά, δεν είναι της παρούσης ιστορίας. Πάντως, από την άλλη μεριά, φέρανε όλα τα ευρωπαϊκά φυτά και ζώα στην Αμερική, κι η χώρα δεν έδωσε μόνο χρυσάφι, αλλά και πολλά, πάρα πολλά προϊόντα, που αξίζουνε περισσότερο. Και την είχανε επαρχία, την κυβερνούσανε όπως τους άρεσε και φάγανε τα καλά μέρη μέχρι Νέο Μεξικό και Καλιφόρνια…

Οι Ισπανοί βασιλιάδες πήξανε στον πλούτο. Και σαν πλούσιοι που ήτανε, δεν είχανε πια ανάγκη το λαό τους. Τον κάνανε ό,τι θέλανε… Μέχρι…

Μέχρι πού μπήκε στη μέση η Αγγλία.

Τον καιρό που ανακαλύφθηκε η Αμερική, η Αγγλία ήτανε τίποτα. Ένα νησί χωρίς δύναμη, χωρίς στόλο, χωρίς στρατό. Τρωγόντουσαν κει πέρα για θρησκευτικά ζητήματα, τρωγόντουσαν με τους γειτόνους και λέγανε το ψωμί, ψωμάκι…

Ένας βασιλιάς της, ο Ερρίκος ο έβδομος, σάμπως είχε μυαλό και κατάλαβε ότι πλούτος είναι η θάλασσα. Άρχισε, λοιπόν, να φτιάνει πλοία, να ξανοίγεται στο πέλαγος και βρέθηκε κι ένας δικός του που τον λέγανε Κάμποτ.

Λέει, λοιπόν, ο Κάμποτ:

— Μεγαλειότατε, οι άλλοι ξανοίγονται και βρίσκουνε νέα μέρη. Να μην πάω κι εγώ μήπως και βρω τίποτα;

Κείνη την εποχή, οι βασιλιάδες νιώθανε ευθύνη για τον τόπο τους κι είχανε ενδιαφέρον για το γενικό καλό. Το σκέφτηκε ο Ερρίκος και το βρήκε σωστό.

— Άντε να πας.

— Μερσί…

— Μπα, παρακαλώ.

Πάει ο Κάμποτ, προχώρησε, έφτασε στη Νέα Γή και στο Λαμπραντόρ, αλλά χρυσάφι και πλούτη, τίποτα. Όταν γύρισε, πάει στο βασιλιά.

— Βρήκες;

— Μικρά πράματα.

— Τί;

— Μουρούνες.

— Ψάρια;

— Γιές.

Κι έτσι άρχισε το κυνήγι της μουρούνας στη Νέα Γη.

Με τη μουρούνα, όμως, δεν έβγαινε άκρη. Ενα καλό βγήκε. Οτι ξανοιχτήκανε οι Άγγλοι στη θάλασσα, τη μάθανε και γίνανε καλοί ναυτικοί και τολμηροί. Κι επειδή η μουρούνα πλούτιζε τους έμπορους, φτιάνανε καινούρια πλοία, πιο δυνατά, πιο μοντέρνα και πιο τολμηρά. Πλουτίζανε οι Ισπανοί κι οι Πορτογάλοι με τα χρυσάφια του Νέου Κόσμου και οι Αγγλοι τρώγανε τα νύχια τους.

— Τί γίνεται;

— Γιατί εμείς όχι;

Είπε ένας:

— Μα αυτούς τους τα μοίρασε ο Πάπας.

Γέλασε άλλος:

— Και;

— Ο Πάπας παιδί μου.

— Και ποιος αδειάζει να τον… βράσει τον Πάπα;

— Δηλαδή;

— Τί είναι ρε αυτός; Γενικός κουμανταδόρος;

Τον καιρό του Ερρίκου του όγδοου, τα χαλάσανε οι Αγγλοι με τον Πάπα και το πήραν απόφαση.

— Θα φάμε κι ελόγου μας.

Έλα όμως που οι Ισπανοί κρατάγανε τους τόπους καλά και ήτανε δυνατοί και πλούσιοι… Πώς να τους βγάλεις και να τους φας εκείνα που είχανε; Γινότανε;

Έτσι, άρχισε ο κλεφτοπόλεμος στη θάλασσα και η περίφημη πειρατεία ή καλύτερα κούρσος, γιατί πειρατής είναι κείνος που κλέβει για λογαριασμό του και κουρσάρος εκείνος που κλέβει, αλλά με την ευλογία του κράτους του…

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ



Από giorgis , Κυριακή 7 Αυγούστου 2022 | 12:00 μ.μ.
πηγη: http://tsak-giorgis.blogspot.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου