Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 05 Ιούν 2021
Γκέοργκ Λούκατς: συνέδεσε την έννοια του κλασικού με τη μαρξιστική σκέψη
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 

Ο Γκέοργκ Λούκατς (György Lukács, 13 Απριλίου 1885 – 5 Ιουνίου 1971) ήταν Ούγγρος φιλόσοφος, Κριτικός λογοτεχνίας και ιστορικός της λογοτεχνίας. Υπήρξε ένας από τους θεωρητικούς του Μαρξισμού των Δυτικών κοινωνιών. Καταδίκασε ως λαθεμένο το Σοσιαλιστικό σύστημα διακυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα τη Σταλινική περίοδο και τον ίδιο τον Σταλινισμό. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Βιβλία στα ελληνικά

  • (1971) Σολτζενίτσιν Χάϊνε Πρωτοποριακοί. Αισθητικά δοκίμια
  • (1982) Τακτική και ηθική
  • (1986) Η ψυχή και οι μορφές
  • (1987) Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία
  • (1990) Η σκέψη του Λένιν. Η επικαιρότητα της επανάστασης
  • (1996) Δυο μελέτες για τον μαρξισμό
  • (2001) Ιστορία και ταξική συνείδηση
  • (2004) Η θεωρία του μυθιστορήματος
  • (2006) Η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου
  • (2008) Η τραγωδία της μοντέρνας τέχνης
  • (2014) Σε αναζήτηση του αστού. Μια μελέτη για τον Τόμας Μαν
  • (2015) Ψευδής και αληθινή οντολογία του Χέγκελ

*********************************

  • Πηγή: Περιοδικό «Εποχές», τεύχος 39, Ιούλιος 1966, σελ. 39-45
  • Δημοσιεύθηκε: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 1, σελ. 285-296
  • Μετάφραση: Φ.Χ.

Ο Γκέοργκ Λούκατς, όπως αφηγείται ο Έρνστ Μπλοχ, κατοικούσε στη Χαϊδελβέργη, σε δυο δωμάτια. Όταν ήθελε να πάει από το γραφείο του στο διπλανό δωμάτιο ήταν υποχρεωμένος να κάνει το γύρο ενός αρκετά μεγάλου τραπεζιού. Ακόμη και αφότου πέρασαν δυο χρόνια επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ η ίδια τελετουργία: ο Λούκατς σηκωνόταν από το γραφείο του, έκανε το γύρο του τραπεζιού, έστριβε το διακόπτη της κρεβατοκάμαρας και γύριζε πίσω, έσβηνε το φως του γραφείου και μπορούσε τώρα χωρίς κίνδυνο να επαναλάβει το γύρο του ενοχλητικού τραπεζιού. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παρατήρησε κάποτε ειρωνικά ότι απορεί πώς ένας άνθρωπος που καταλαμβάνει τόσο λίγο χώρο μπορεί εν τέλει να υπάρχει.

Ένας κύριος με κομψό παράστημα άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Μου έκανε εντύπωση η αλλόκοτη αντίθεση ανάμεσα στα ζωηρά του μάτια, στις λεπτές έντονες γραμμές του προσώπου του και το πολύ αδύναμο κορμί που, από πρώτη όψη, έμοιαζε ξύλινο μα που, ωστόσο, αμέσως μετά ζωήρεψε, με κινήσεις κοσμικής άνεσης όταν είπα: «Έρχομαι να σας φέρω εγκάρδιους χαιρετισμούς από τον Ερνστ Μπλοχ, μαζί με τη σύσταση να κλείσετε επιτέλους ειρήνη με το Προυστ».

Ο Λούκατς ούτε στιγμή δεν ξαφνιάστηκε. «Α, έρχεστε από την Τίμπινγκεν, περάστε μέσα, παρακαλώ. Ξέρετε, ποτέ δεν ήμουν αντίθετος με τον Προυστ. Αλλά οι διαφορές ανάμεσα σε μένα και τον Έρνστ Μπλοχ είναι πολύ ουσιαστικότερες!» Δεν πρόλαβα καν να βολιδοσκοπήσω το έδαφος, ούτε να συστηθώ λεπτομερέστερα, ούτε να παρατηρήσω πιο καλά το γραφείο του, ούτε να ρωτήσω μήπως ήρθα σε ακατάλληλη ώρα. Ο Λούκατς κάθισε αμέσως στο γραφείο του που πίσω του ορθωνόταν μια εντοιχισμένη βιβλιοθήκη με σκούρους ογκώδεις τόμους που έδειχναν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί πολύ, μα πάντοτε με προσοχή. Πάνω στο γραφείο του ήταν οι μεγάλες δυτικογερμανικές εφημερίδες, ανοιγμένα βιβλία και μερικά χειρόγραφα. Πλάι στην πολυθρόνα υπήρχε ένα κυλιόμενο τραπεζάκι τσαγιού, με μια γυάλινη τσαγιέρα και ένα φλιτζάνι από πάνω, που ο Λούκατς το γέμιζε κάθε τόσο προσεχτικά. Σκούρα δρύινα έπιπλα, πάνω σε τάπητες, φαινομενικά άσκοπα και με αδιόρατη τάξη βαλμένα, ακτινοβολούσαν μεγαλοαστική αυτάρκεια και απομόνωση. Ήταν σαλόνι του τέλους του περασμένου και των αρχών τούτου του αιώνα, με θέα προς το Δούναβη και το κάστρο της Βούδας.

Ο Λούκατς μίλησε απλώς σαν να συνεχιζόταν μια κουβέντα που είχε αρχίσει από καιρό. Μιλούσε με οικειότητα, ικανή να αφαιρέσει την ψυχρότητα που προκαλεί η έλλειψη προσωπικών τόνων, όχι όμως και τη συναίσθηση πως ο συνομιλητής του δεν είναι αναντικατάστατος.

Ο Λούκατς ανήγαγε αρχικά τις διαφορές του με το Μπλοχ σε γενικά ζητήματα του συγγραφικού έργου. Μίλησε για τη μωρία εκείνων των βιογραφικών αντιλήψεων του συρμού που επιδιώκουν να δείξουν πως το συνολικό έργο ενός συγγραφέα διέπεται από έναν ενιαίο ειρμό: «Βέβαια, υπάρχει στο συνολικό έργο κάποια συνοχή μέσω της προσωπικότητας και της ιδιοσυγκρασίας, και σήμερα ακόμη η Ιστορία και Ταξική Συνείδηση και η Ιδιοτυπία του Αισθητικού Φαινομένου βγαίνουν με το ίδιο όνομα. Αλλά το δυο αυτά έργα αντικειμενικά δεν έχουν πια καμιά σχέση το ένα με το άλλο».

Του παρατήρησα πως εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς λέγοντας «ενιαίο ειρμό». Επίσης είπα πως η «προσωπικότητα» και η «ιδιοσυγκρασία» δεν είναι μόνο τυπικά κριτήρια ενός έργου.

«Η προσωπικότητα και η ιδιοσυγκρασία καθορίζουν ασφαλώς την πορεία της γνώσης και την επιλογή εκείνου το οποίο πρόκειται να γίνει αντικείμενο γνώσης, αλλά δεν καθορίζουν την αντικειμενικότητα του περιεχομένου της γνώσης».

«Μα μπορεί κανείς εν γένει να αφαιρέσει το υποκειμενικό στοιχείο από την αντικειμενικότητα του περιεχομένου της γνώσης; Όταν έχετε τη γνώμη ότι η προγενέστερη “ιδεαλιστική σας αντίληψη” αναγκαστικά θα κατέληγε σε υποκειμενισμό, είναι και αυτή σας η γνώση συστατικό στοιχείο της σημερινής σας σκέψης».

«Συστατικό στοιχείο ναι, στο βαθμό που μπορούμε να ονομάσουμε συστατικό στοιχείο της ίδιας της σκέψης την αποτίναξη μιας πλάνης. Η επίγνωση ότι η σκέψη μας βρίσκεται σε πλάνη παρακινεί να διορθώσουμε τις παραστάσεις που έχουμε για το αντικείμενο, το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αντικατοπτριστεί σωστά στη συνείδησή μας, ποτέ όμως δεν υπάρχει λόγος να διορθώσουμε τις παραστάσεις του ορθά αντικατοπτριζόμενου αντικειμένου. Είναι σφάλμα να νομίζετε πως στο σύνολο του έργου μου ενυπάρχουν δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, μεταξύ των οποίων μπορούμε ελεύθερα να διαλέξουμε. Μια ενότητα, όπως αυτή που ανακαλύπτουν οι βιογράφοι, αναγκαστικά θα παραμείνει μια κατά φαντασία ενότητα. Στο μέτρο δηλαδή που αποδίδει κανείς το πραγματικό ρήγμα μόνο στην υποκειμενική σκέψη και του αρνείται συνεπώς την αντικειμενική πραγματικότητα. Το ρήγμα στο έργο μου ανταποκρίνεται σε ένα αναγκαίο συμπέρασμα που το προκάλεσαν τα ίδια τα πράγματα».

«Σ’ αυτό το σημείο στηρίζεται πιθανώς η έμμεση μομφή σας κατά του Μπλοχ; Γιατί υποθέτω πως θα παραδεχόσαστε ότι υπάρχει ένας ενιαίος ρυθμός στο έργο του».

«Αυτό το τελευταίο είναι σωστό, αλλά δεν το καταλογίζω εις βάρος του Μπλοχ. Απλώς έχω εντελώς διαφορετική γνώμη όσον αφορά τη δυνατότητα να αντιστρέψουμε την πρόταση :Κανένα υποκείμενο χωρίς αντικείμενο. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση για την υφή της απάντησης στο ερώτημα τι είναι η πραγματικότητα. Όμως, σας παρακαλώ, μην νομίσετε ότι θέλω να σας προσηλυτίσω στη δική μου άποψη».

Απόρησα με αυτή την επιφυλακτικότητα, αφού ο Λούκατς έχει την πεποίθηση ότι κατέχει την «αντικειμενικότερη» έννοια της πραγματικότητας. «Δεν θέλω να προσηλυτισθώ, ίσως όμως να πειθόμουν αν αντιλαμβανόμουν τι εννοείτε λέγοντας αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή», απάντησα, όχι χωρίς κάποια δόση οίησης.

Σύμφωνα με τον Λούκατς ο δρόμος της γνώσης, ή καλύτερα η υπερνίκηση και προσεταιρισμός της ξένης προς τον άνθρωπο, μα ωστόσο αντικειμενικής, πραγματικότητας, περνά από τη διαφοροποίηση της γνώσης κατά τη διάρκεια της εργασίας (ο Λούκατς αντιλαμβάνεται την έννοια «εργασία» και τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου στενότερα και λιγότερο δυναμικά απ’ ότι ο Μαρξ ή ακόμη και ο Μπλοχ). Η διαδικασία διαφοροποίησης συντελείται με την εργασία, ιδίως με την επιστημονική διερεύνηση. Αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ανάλυσης είναι στην πρώτη φάση η άρνηση της αποξένωσης μεταξύ ανθρώπου και της πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Η αποξένωση η ίδια αίρεται μόνο με την πράξη, δηλαδή με διαμεσολαβητική χρήση αυτού που προέκυψε από την ανάλυση στην καθημερινή βιοπάλη. Παράδειγμα: η διαδρομή από την ανθρώπινη ανάγκη για «παράταση της ημέρας» στην ανακάλυψη του ηλεκτρικού φωτός και από κει στην ευρύτατη χρησιμοποίηση αυτής της ανακάλυψης για πρακτικούς σκοπούς. Η τέχνη αντικατοπτρίζει αυτές τις διαδικασίες και τις διατηρεί ως «μνήμη της ανθρωπότητας».

Ο Λούκατς συνέλαβε αμέσως την ερώτηση για την «αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή» με τη σημασία που της απέδιδα κι εγώ, δηλαδή γνωσιοθεωρητικά, η αντίρρησή του όμως ήρθε από αναπάντεχη κατεύθυνση: «Δεν πρέπει να συγχέετε την αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή με το καντιανό πράγμα καθεαυτό».

Υπέθεσα αναγκαστικά πως απαντά σε μια αντίρρηση που συχνά του αντιτάσσουν. «Αυτό δεν το είχα σκεφθεί, είπα. Χαρακτηρίζετε την αντιστροφή της πρότασης κανένα υποκείμενο χωρίς αντικείμενο ιδεαλιστική. Αλήθεια, όμως, δεν είμαι σε θέση να καταλάβω, πώς μπορεί να υπάρχει αντικείμενο όταν δεν υπάρχει κάτι προς το οποίο να αναφέρεται το αντικείμενο».

Ο Λούκατς έδειξε προς το παράθυρο. «Συγνώμη που φέρνω ένα τόσο απλό παράδειγμα. Θέλετε να περάσετε την προκυμαία του Βελιγραδίου. Από τα δεξιά και από τ’ αριστερά έρχονται αυτοκίνητα, και σεις παρακολουθείτε την πορεία τους. Μπορείτε να αμφιβάλλετε αν όλα αυτά συμβαίνουν όντως στην πραγματικότητα. Θα μπορούσαν να είναι απλώς μια φαντασίωση…»

«Μα υπάρχει διαφορά. Άλλο καθαρή υποκειμενική παράσταση ενός ατόμου και άλλο να αντιπαραθέτω ένα πραγματικό αντικείμενο σε ένα πραγματικό υποκείμενο».

«Αφήστε με πρώτα να συνεχίσω το παράδειγμά μου. Θέλετε λοιπόν πραγματικά να διασχίσετε το δρόμο. Η παράσταση που έχετε, σχετίζεται τώρα με κάτι αντικειμενικό, με κάτι που ποτέ δεν βρέθηκε κάτω από την επιρροή της υποκειμενικότητάς σας. Μόλις τώρα ·και μ’ αυτό καταρρέει ταυτόχρονα και η αντίρρησή σας· μόλις τώρα η παράσταση που θα μπορούσε να ήταν μόνο πλάσμα της φαντασίας σας, γίνεται παράσταση ενός πραγματικού αντικειμένου. Γιατί αν τώρα δεν λογαριάσετε τον αντικειμενικό, ενεργό εξωτερικό κόσμο, που είναι τελείως ανεξάρτητος από τη συνείδησή σας, είναι δυνατό πολύ εύκολα να βρεθείτε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Η πραγματικότητα αδιαφορεί για τις παραστάσεις που έχετε σχηματίσει γι’ αυτήν. Οι παραστάσεις αυτές τότε μόνο έχουν κυκλοφοριακή αξία, όταν αντανακλούν όσο το δυνατόν ακριβέστερα την αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή». Και ο Λούκατς διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται εδώ για καμιά φωτογραφική μηχανιστική αντανάκλαση, αλλά για μια αντανάκλαση διαλεκτικής υφής.

Δεν πρέπει να συγχέουμε τη «διαλεκτική αντανάκλαση», όπως την εννοεί ο Λούκατς με τη θεωρία του απεικάσματος (π.χ., τη θεωρία του Λένιν). Η πραγματικότητα δεν επαναλαμβάνεται απλά ως απείκασμα στον εγκέφαλο για να φτάσουμε σε μια «σωστή» της παράσταση. Η διαλεκτικά αντικατοπτρισμένη πραγματικότητα διαμορφώνεται μάλλον κατά τη φάση της «αντιπαράθεσης» με την αντικειμενική πραγματικότητα. «Διαλεκτικά» εδώ σημαίνει, γενικά και αρνητικά, ότι αυτή η «αντιπαράθεση» δεν διεξάγεται χωρίς συγκρούσεις.

Με κατέλαβε σκεπτικιστική διάθεση, γιατί η περιγραφή μου φάνηκε πάρα πολύ εξεζητημένη, γιατί ο άκρατος σχολαστικός λογισμός εμφανίζεται πάντοτε θολώνοντας τα συγκεκριμένα φαινόμενα. Ταυτόχρονα είχα υποψίες μήπως επρόκειτο για σόφισμα, απ’ αυτά που εύκολα οικοδομούνται με βάση τη διττή σημασία της έννοιας «παράσταση ενός πραγματικού αντικειμένου».

Ο Λούκατς φάνηκε να πρόσεξε τον δισταγμό μου και είπε ευγενικά: «Ξέρετε ακριβώς στο ζήτημα της θεωρίας του αντικατοπτρισμού χωρίζουν εμένα και τον Ερνστ Μπλοχ οι πιο μεγάλες διαφορές. Μην φανταστείτε, λοιπόν, πως ήθελα να σας πείσω για την ορθότητα αυτής της θεωρίας».

Ήξερα γι’ αυτές τις διαφορές, που ωστόσο δεν περιορίζονται μόνο στη γνωσιοθεωρία. Συμπληρωματικά μόνο μια πρόταση από τη Σύγχρονη Κληρονομιά (σελ. 270) του Ερνστ Μπλοχ: «Ο Λούκατς προϋποθέτει παντού μια σφαιρικά αρτιωμένη και κλειστή πραγματικότητα με εσωτερικό συνεκτικό δεσμό, και μάλιστα μια πραγματικότητα απ’ όπου έχει βέβαια εξοβελιστεί ο ιδεαλιστικός υποκειμενισμός, χωρίς όμως να λείπει η έννοια της δίχως χάσματα ολότητας που τόσο καλά ευδοκίμησε στα ιδεαλιστικά συστήματα και στα συστήματα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας».

Ξαναγύρισα άλλη μια φορά στο ερώτημα αν μπορούμε να μιλάμε για «αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή» Κανένας ιδεαλιστής δεν αμφισβήτησε ποτέ την ύπαρξη ενός εξωτερικού κόσμου ανεξάρτητου από την υποκειμενική συνείδηση, αμφισβητήθηκε μόνο η δυνατότητα «αν μπορούμε να εκφράζουμε γνώμες σχετικά με το καθεαυτό» που να μην εξαρτώνται από τη διαμεσολάβηση της συνείδησης. Ένας ισχυρισμός του είδους «η πραγματικότητα είναι αυτή καθεαυτή αντικειμενική» μεταθέτει το αντικείμενό της σε κάποιο υπερπέραν. «Είναι αυτονόητο ότι στο αντικειμενικό περιεχόμενο της γνώσης διασώζεται μεταμορφωμένη η διαμεσολαβητική παρεμβολή της ατομικής συνείδησης. Όπως ακριβώς διασώζεται μεταμορφωμένη στο αντικειμενικό αποτέλεσμα της έρευνας η ερευνητική επενέργεια του υποκειμένου. Δεν πρέπει όμως να σκέπτεσθε την πραγματικότητα με το κλασικό οντολογικό νόημα ως ουσία. Δεν αντιμετωπίζουμε μια έτοιμη, αλλά μια εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα», απάντησε ο Λούκατς και μετά άρχισε την πολεμική εναντίον των «μεταφυσικών κατασκευών», υπερασπίζοντας ένα διαλεκτικό ματεριαλισμό που περιλαμβάνει και τη Φύση.

«Υπάρχει συνεπώς παρόλα αυτά, ένα πράγμα καθεαυτό, έστω και κοινωνικά διαπλασμένο, που διαφέρει από το καντιανό an sich κατά το ότι δεν μπορεί να προβάλει οριστική αντίσταση στο υποκείμενο όταν το υποκείμενο γιγνώσκει και εργάζεται;» ρώτησα, αν και είχα ήδη καταλάβει…

«Όχι, η αντικειμενική πραγματικότητα βρίσκεται μόνιμα σε θεωρητικο-πρακτική διεργασία διαφοροποίησης με διάμεσο τα διάφορα υποκείμενα. Το καθεαυτό σ’ αυτή την περίπτωση εκφράζει απλώς ότι η πραγματικότητα δεν είναι πλάσμα ή προϊόν υποκειμενικής παράστασης, χωρίς ωστόσο να δηλώνει ότι η πραγματικότητα στηρίζεται σε μεταφυσικό υπέδαφος. Η υποκειμενική συνείδηση βρίσκεται απέναντι σε μια πραγματικότητα, που όσο και να είναι κοινωνικά διαπλασμένη, ωστόσο καθεαυτή είναι για τη συνείδηση πραγματικότητα αντικειμενική».

Ακριβώς αυτή η έννοια της πραγματικότητας που είναι προσανατολισμένη προς τον αυστηρό επιστημονικό λογισμό με ενοχλούσε. Ο Λούκατς συνέχισε: «Κατά τη διαδικασία της εργασίας, όπου εκδηλώνεται ομοδύναμη επίδραση μεταξύ θεωρίας και πράξης, ο εξωτερικός κόσμος αναλύεται. Αναλύεται ό,τι ως τώρα ο εξωτερικός κόσμος μας πρόσφερε ακατέργαστα και αλλοτριωμένα, ακόμη και όσες παραστάσεις αόριστα και τυχαία μπορούσε να σχηματίσει ο καθένας γι’ αυτόν».

«Πώς όμως θα οδηγηθώ από την επιστημονική ανάλυση σε μια αντικειμενική παράσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας καθεαυτήν;»

«Τα πορίσματα των ιδιαίτερων επιστημών έχουν αξία σχετικής αλήθειας ως μερική γνώση ενός κλάσματος της πραγματικότητας αποσπασμένου από το όλο και αξία σχετικής αναλήθειας αν τα θεωρήσουμε ως τη γνώση του όλου. Η σχετική αναλήθεια, δηλαδή ο υποκειμενικός παράγοντας, υποχωρεί όταν η ανθρώπινη γνώση έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του αυθεντικού, τουκαθεαυτόν περιεχομένου της γνώσης. Ταυτόχρονα όμως με την πρακτική εφαρμογή η αφαίρεση και η σχετικότητα των αναλυτικών προτάσεων της Επιστήμης συναρθρώνονται μέσα στο πλαίσιο της πραγματικότητας, που νοείται πλέον ως ολότητα».

«Adaequatio rerum et intellectus!»

Ο Λούκατς συγκατένευσε.

Μου ήταν από τα πριν γνωστό ότι ο Λούκατς «παραιτείται» από κάθε φιλοδοξία πρωτοτυπίας, αρκούμενος στη διαβεβαίωση ότι συνεχίζει τη μεγάλη φιλοσοφική παράδοση της Δύσης. Η ερώτησή μου αν μπορεί λοιπόν εν γένει να υπάρχει οντολογία της διαλεκτικής σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου, έφερε τη συζήτηση σε μια πιο γενική περιοχή. Ο Λούκατς πολλές φορές αναφέρθηκε στην «Αντικειμενική οντολογία’ του Νικολάι Χάρτμαν. Δεν μπορεί κανείς, έλεγε, να ξεκινά, όπως ο Χάιντεγκερ, από τον άνθρωπο ως οντικο-οντολογικό αντικείμενο στηρίζοντας σ’ αυτό το σημείο όλη την οντολογία, χωρίς να καταλήξει σε ένα μη-ιστορικό υποκειμενισμό, που έχει ανάγκη για την κατοχύρωση της καθολικής του εγκυρότητας από την εγγύηση μιας εξωλογικής μεταφυσικής.

Η τάση του Χάρτμαν αντίθετα είναι σωστή γιατί έχει για αφετηρία την άμεση σύλληψη της πραγματικότητας από την αίσθηση και τη βούληση του ανθρώπου στη διάρκεια της καθημερινής βιοπάλης και φτάνει να θεωρεί τα μορφώματα της ιστορίας ως πραγματικότητα πνευματική. Είναι φανερό πως πρέπει να ξεκινάμε από το εμπειρικό και όχι από το νοηματικό βάρος των εννοιών.

Σχεδόν σαν να φοβόταν να αναφέρει χωρία του Χάρτμαν (παρά τον ανυπόκριτο θαυμασμό του γι’ αυτόν), ο Λούκατς προσπαθούσε με κάθε αναφορά του να αποδεικνύει τη θέση του Χάρτμαν ως «ιδεαλιστική». Και ύστερα κατέφευγε στο «ναι μεν το έχει δει σωστά, έστω και αν το συνέχισε λάθος». Προφανώς ο Λούκατς δεν έβαλε μόνο εναντίον του Χάιντεγκερ, αλλά και εναντίον μιας οντολογίας που θέλει τον κόσμο ασυντέλεστο (Μπλοχ), υπερασπίζοντας μια οντολογία που θέλει τον κόσμο εξελισσόμενο, αλλά μόνο σύμφωνα με μορφές και ρυθμούς που έχουν ήδη εμφανισθεί στην ιστορία.

«Μα μπορεί ποτέ μια οντολογία», αποκρίθηκα, «όσο ιστορικά κι αν εμφανίζεται, να περιλαμβάνει μέσα της ιστορικό νόημα; Η οντολογία δεν μπορεί να παρουσιάζεται απέναντι στο μέλλον με άλλη απαίτηση παρά μόνο με την απαίτηση να είναι προέκταση του παρόντος».

«Η διαδικασία της εργασίας ·και αλλιώς δεν θα είχαμε ποτέ κατορθώσει να εισάγουμε ιστορικό νόημα στις έννοιες· έχει ως τώρα συντελεστεί με τρόπους εξωτερίκευσης που εκφράζουν τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, σύμφωνα με ορισμένες πραγματοποιήσεις. Και από δω συνάγονται οντολογικά συμπεράσματα».

«Ποιος εγγυάται όμως ότι αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι απλώς εκφάνσεις μιας σκέψης τυπικά λογικής;»

«Η πραγματική φορά της πραγματικότητας».

«Με συγχωρείτε αλλά ακόμα δεν κατάλαβα τι θέλετε να εκφράσετε με αυτό. Οι παραστάσεις που έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με πραγματικά αντικείμενα αντικατοπτρίζουν βέβαια πάντοτε καταστάσεις αποκρυσταλλωμένες. Παραστάσεις όμως που δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα αντικείμενά τους χωρίς να ψευτίσουν, πώς μπορεί να γίνουν η επαναστατική συνείδηση μιας επαναστατικά διαπλαστικής πράξης;»

«Η αντίρρησή σας δεν είναι εντελώς ορθή. Πρώτα-πρώτα πρέπει φυσικά να προηγηθεί πριν από την οντολογία μια ριζική ανάλυση των συνθηκών που επικρατούν. Τίποτε δεν εμποδίζει όμως την επαναστατική συνείδηση να αρνηθεί τις κακές συνθήκες και να γίνει επαναστατικά διαπλαστική πράξη. Οι επαναστάτες δεν είναι όμως συχνό φαινόμενο στην ιστορία. Η οντολογία ασφαλώς φανερώνει μόνο νομοτυπίες (Gesetzlichkeiten) της πραγματικότητας και νομοτέλειες (Gesetzmӓssigkeiten) της εμπειρίας που έχουμε από την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το μέλλον, παρά μόνο με αφηρημένες κατασκευές. Το ποιον του μέλλοντος το επεξεργάζεται η θεωρία και η πράξη, ενώ η οντολογία παραμένει αντανάκλαση της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας όμως που δεν έχει πάψει να διέπεται από νόμους. Από την άποψη αυτή περιέχει ένα μη πραγματοποιημένο ακόμη τρόπο κατάκτησης του μέλλοντος ως πραγματική φορά».

«Μιλήσατε για οντολογία της πραγματικότητας. Τότε δεν πρέπει να εξισωθεί με την ιδεολογία, διατρέχοντας τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε μια απολογητική δικαίωση των υφιστάμενων συνθηκών;»

«Είπα ήδη πως πριν από την οντολογία πρέπει να προηγείται ανάλυση των υφιστάμενων συνθηκών. Σε μια αληθινή ανάλυση υπάρχει όμως πάντα, αν θέλετε, κάτι επαναστατικό, δηλαδή η στηλίτευση της αλλοτρίωσης».

Επρόκειτο λοιπόν και εδώ, σε τελευταία ανάλυση, για τις διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα το σχετικό με την υφή της πραγματικότητας. Ταυτόχρονα μου έκανε εντύπωση πώς συμβιβάζονταν η συντηρητική στάση του Λούκατς στα θεωρητικά ζητήματα με την ίδια του τη ζωή. Την αντίφαση αυτή φαίνεται να τη συγκεκριμενοποιεί ένα βιογραφικό σημείωμα: Ο Λούκατς, γεννημένος το 1885, μεγάλωσε στους κύκλους της γερμανόφωνης μεγαλοαστικής τάξης της Βουδαπέστης, που ζούσε απομονωμένη. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη κοντά στον Έμιλ Λασκ και τον Μαξ Βέμπερ, απ’ όπου και η γνωριμία του με τον Ερνστ Μπλοχ, και πράγμα για σήμερα αντιφατικό η επαφή του με τον κύκλο του Στέφαν Γκεόργκε. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε τη διατριβή επί υφηγεσία που σχεδίαζε με θέμα Αισθητική και Ηθική στο Έργο του Ντοστογιέφσκι. Ο Λούκατς έγινε πιο ριζοσπαστικός. Στην Αυστρία ζούσε «υπό επιτήρηση», ενώ η Ουγγαρία ζητούσε την έκδοσή του για δήθεν δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων. Το 1918 μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας και έγινε υπουργός της Παιδείας. Το 1918 βγήκε το βιβλίο του Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, για το οποίο το Κόμμα του απέδωσε μομφή εξαιτίας της υποτιθέμενης ιδεαλιστικής του αντίληψης. Ο Λούκατς τότε έκανε μια αυτοκριτική, που σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού, και ταυτόχρονα επιτέλεσε φιλοσοφικά εκείνο που ονομάζει «συνεπές ρήγμα» στο συνολικό του έργο. Ακολουθεί η φυγή στη Σοβιετική Ένωση. Το 1944 τον κάλεσαν στην έδρα της Αισθητικής στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Το 1954 βγήκε η Καταστροφή του Λογικού. Το 1956 τον έθεσαν σε διαθεσιμότητα εξαιτίας της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Νάγκι και τον κατέταξαν στους ρεβιζιονιστές. Σήμερα έχει πάλι το δικαίωμα να δίνει διαλέξεις. Τμήματα του έργου του εκδίδονται από γερμανόγλωσσους εκδοτικούς οίκους της Βουδαπέστης.

Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Λούκατς για δογματισμό και να τον βλέπει σαν «επαρχιακό γραμματοδιδάσκαλο» (Αντόρνο), δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει ότι υπέκυψε στο επίσημο κομμουνιστικό δόγμα. Μάλλον, μου φαίνεται πως η στροφή του προς τον δογματισμό έχει σχέση με το γεγονός ότι έζησε τις ως ένα σημείο έντονα φεουδαλικές συνθήκες της Ουγγαρίας, νιώθοντας εντονότατη αποστροφή προς το περιβάλλον του και όταν πια εκόπασε η δυναμικότητα της αντίθεσης αυτής άραξε στην ορθοδοξία. Η ορθοδοξία του πάλι απόκτησε με τον καιρό χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στον συντηρητισμό του κοινωνικού στρώματος από το οποίο προέρχεται ο ίδιος ο Λούκατς. Από τα γεγονότα αυτά μπορεί κανείς ίσως να εξηγήσει μερικά και την προτίμηση του Λούκατς για τον «κλασικισμό». Η φθίνουσα δυναμικότητα του μίσους του εναντίον της φεουδαρχίας και της μεγαλοαστικής τάξης μπορεί να συνετέλεσε ώστε να μεγάλωσε για τον Λούκατς η σημασία μιας διάθεσης ανταπόκρισης στον συντηρητισμό του, δηλαδή η αγάπη του για την αριστοκρατικότητα, που ήταν στοιχείο της τέχνης της εποχής εκείνης.

Από το βιογραφικό τούτο σημείωμα έχουμε ήδη την εικόνα ενός ανένδοτα ενεργητικού ανθρώπου, ενός ανδρός που, παρά την ιδιοσυγκρασία του και την καταγωγή του, έχει υποτάξει τον εαυτό του στον καταναγκασμό της πράξης, ενώ σε έσχατη ανάλυση έχει παραμείνει συντηρητικός.

Έφερα πάλι αντίρρηση στην άποψη του Λούκατς: «Δεν μπορεί κάθε αληθινή ανάλυση να παραμορφωθεί σε δικαίωση της αλλοτρίωσης, και μάλιστα σε δικαιολόγηση της συνειδητής καταπίεσης, αν της λείπει επαναστατική παρόρμηση; Για παράδειγμα, η στηλίτευση του αντισημιτισμού στη σύγχρονη κοινωνία απόκτησε σε μεγάλη κλίμακα το χαρακτήρα μιας κατάφασης που μετριάζει σημαντικά ή συχνά ουδετεροποιεί τη σημασία του φαινομένου ώστε να φτάνουμε από άλλο δρόμο στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στη δικαίωση. Φοβάμαι μήπως η πίστη στην επαναστατικότητα των αληθινών αναλύσεων οδηγεί σε μια ντετερμινιστική, ή ακόμη χειρότερα, σε μια μοιρολατρική αντίληψη της ιστορίας».

Ο διάλογος σιγά σιγά είχε ζωηρέψει. Διαισθανόμουν ότι τώρα ο Λούκατς δεν επέστρεφε σε κάτι που το είχε συζητήσει και στοχαστεί χίλιες φορές, αλλά πως ο ίδιος είχε φτάσει σε πιο επίδικες περιοχές της σκέψης του.

«Επιτρέψτε μου να μιλήσω λίγο πιο διεξοδικά και συγχωρέστε μου που θα φέρω πάλι ένα πολύ απλό παράδειγμα», άρχισε ο Λούκατς. «Μιλάτε για ντετερμινιστική αντίληψη της ιστορίας. Αυτό είναι ένα από τα κύρια επιχειρήματα εναντίον κάθε ρεαλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σε τελευταία ανάλυση δεν πρόκειται για εναλλακτική επιλογή (alternative) μεταξύ ντετερμινισμού και της πίστης στην επιλεγόμενη υπαρξιακή ελευθερία. Και τα δυο είναι αφαιρέσεις. Στην Ηθική μου αναπτύσσω μια θεωρία των επιλογών. Ουσιαστικά δεν πρόκειται να αποφασίσουμε μεταξύ ντετερμινισμού και υπαρξιακής ελευθερίας. Σημασία έχουν οι αντικειμενικές αποφάσεις, οι δεμένες με την υλική ζωή, στο πλαίσιο της πραγματικότητας. Στην καθημερινή βιοπάλη βρισκόμαστε διαρκώς μπροστά σε πραγματικές επιλογές και διλήμματα…»

«Τι εννοείτε όταν λέτε πραγματικές επιλογές και διλήμματα;»

«Κοιτάξτε, μια επιλογή ανάμεσα σε δυνατότητες παραμένει παιχνίδι χωρίς αντίκρισμα, όταν η πραγματικότητα δεν προσφέρει στον άνθρωπο την ευχέρεια να γνωρίσει τις πραγματικές της ροπές. Αυτό φαίνεται κοινός τόπος, όμως δεν έχει μελετηθεί και πολύ συχνά αυτή η στενή αλληλουχία. Και τώρα επιτρέψτε μου να φέρω το παράδειγμα που έλεγα: Όταν κάθεστε σε μια βάρκα έχετε τη δυνατότητα να κουνάτε στον αέρα και τα δυο κουπιά. Αν όμως θέλετε να φτάσετε στην απέναντι όχθη πρέπει να βουτήξετε τα κουπιά στο νερό. Κι αν θέλετε μάλιστα να προχωρήσετε γρήγορα, δεν πρέπει να κουνάτε τα κουπιά έτσι μέσα στο νερό, αλλά έτσι (ο Λούκατς κράτησε τις παλάμες του πρώτα οριζόντια και ύστερα κάθετα). Φανταστείτε τώρα πως θεωρείτε ηθικό χρέος να φτάσετε γρήγορα στην αντικρινή όχθη, για να βοηθήσετε, ας πούμε, έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε κίνδυνο εκεί πέρα. Η πραγματικότητα εμπεριέχει στην περίπτωση αυτή ένα αντικειμενικό δέον, από το οποίο εσείς, ως υποκείμενο, αντλείτε το χρέος σας, το χρέος να πραγματοποιήσετε μια αξία που έχει αντικειμενικό κύρος».

«Δεν γνωρίζω πολύ τον Νικολάι Χάρτμαν. Μα και αυτός επίσης δεν υποστηρίζει την άποψη αυτή στο έργο που αναφέρεται στην υλική ηθική αξιών (materiale Wertethik);»

«Ο Χάρτμαν θεωρεί εξασφαλισμένο το αντικειμενικό καθολικό κύρος μόνο αν εννοήσουμε τις ουσιαστικότητες (Wesenheiten) των αξιών. Η αφετηρία του, δηλαδή η καθημερινή υλιστική συνείδηση της πραγματικότητας, είναι ορθή. Απ’ αυτήν ξεκινά όταν καθορίζει τα κριτήρια του περιεχομένου και όχι μόνο τα κριτήρια της μορφής. Τα κριτήρια αυτά χρησιμεύουν για τη διαπίστωση επίσης καθορισμένων αξιών, που πρέπει να πραγματοποιηθούν στη δράση. Ο διαλεκτικός αντικατοπτρισμός εγγυάται και εδώ την αληθινή διάγνωση της πραγματικότητας και όχι δήθεν η κατανόηση των ουσιαστικοτήτων. Δεν υπάρχει άλλωστε καμιά πραγματικότητα που να μην έχει κιόλας αξιολογηθεί. Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε είναι μια πραγματικότητα που κάθε στιγμή διέπεται από κανόνες. Αλλά, για μένα ως υποκείμενο, η πραγματικότητα αυτή που διέπεται από κανόνες είναι στον ίδιο βαθμό πραγματικότητα αντικειμενική. Όταν μιλώ για πραγματικότητα που διέπεται από κανόνες δεν θέλω να υποδηλώσω κανέναν αναδιπλασιασμό της πραγματικότητας. Υπάρχει μόνο μια αντικειμενική πραγματικότητα καθεαυτή. Αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα εκδηλώνεται πρώτα-πρώτα όταν ερχόμαστε σε επαφή με τα υλικά αγαθά. Ο διαλεκτικός αντικατοπτρισμός αυτής της επαφής οδηγεί στην αποτίμηση των ηθικών αξιών και όχι μόνο στην αποτίμηση. Αυτές οι υλικές αξίες αποτελούν την ύλη των ηθικών αξιών».

«Όσο θυμάμαι, σύμφωνα με τον Χάρτμαν, οι ηθικές αξίες έχουν ιδεατή ύπαρξη όπως λόγου χάρη η γεωμετρία;»

«Για τον Χάρτμαν η γνώση των αξιών και η ιεράρχησή τους είναι απριοριστική».

Ο Λούκατς σταμάτησε την κουβέντα του σαν να περίμενε ερωτήσεις σχετικά με αυτή την τόσο συμπυκνωμένη και γενική διατύπωση.

«Θα ήθελα να ξαναγυρίσω στο παράδειγμά σας», είπα. «Δεν εκφράζει μήπως ότι στο σκοπό φτάνει μόνο όποιος προσαρμόζεται;»

«Δεν πρέπει να παίρνετε επί λέξει το παράδειγμα. Δεν έχει την έννοια του ακολουθώ το ρεύμα. Η εκλογή ως ύλη της απόφασης υπόκειται και αυτή σε μια αδιάκοπη διαδικασία διαφοροποίησης που επιβάλλεται αντικειμενικά. Διαλεκτικός αντικατοπτρισμός σημαίνει να γνωρίσουμε την κοινωνικά και ιστορικά σε ευρύτατη έκταση διαφοροποιημένη ύλη. Σημαίνει ακόμη προσφορά κανονιστικών προτύπων και του νοήματος που περιέχουν για την εποχή μας».

«Μα ωστόσο ο απλός διαλεκτικός αντικατοπτρισμός δεν είναι εγγύηση πραγμάτωσης των ηθικών αξιών».

«Υποκειμενικά άμα το δούμε φυσικά όχι. Αντικειμενικά όμως ναι». Πάλι είχε φτάσει σε αδιέξοδο η συζήτηση. Είχα συλλάβει τώρα τι εννοούσε ο Λούκατς όταν έλεγε «υποκείμενο». Εννοούσε την καθαρή ατομικότητα, το τυχαίο καθεαυτό, το διαμετρικά αντίθετο του αντικειμενικού, σε τελευταία ανάλυση τον εχθρό του συστήματος της «δίχως ρήγματα ολότητας» (Μπλοχ). Με αυτό τον τρόπο όμως ο Λούκατς δεν αποδιώχνει καθόλου τον υποκειμενικό παράγοντα από τη σκέψη του, ο παράγοντας αυτός επανέρχεται «θεολογικά», γιατί πίσω από την παράστασή του βρίσκεται αναμφίβολα η παράσταση του Κακού!

Δεν θέλησα να επανέλθω στο πρόβλημα της επαναστατικής πράξης και γι’ αυτό συγκράτησα και την ερώτησή μου για το αν η επαναστατική πράξη δεν αναιρεί προπάντων μια «πασίγνωστη» όψη της πραγματικότητας που ως πασίγνωστη δεν είναι αναγκαστικά και «σωστά επισημασμένη» από τη Γνώση (Χέγκελ). Η «αληθινή ιστορία ως μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (Βάλτερ Μπένγιαμιν) δεν φαίνεται ποτέ να πέρασε ως συγκεκριμένη ουτοπία από το οπτικό πεδίο του Λούκατς. Τον ρώτησα λοιπόν πώς φαντάζεται την οριστική πραγματοποίηση των ηθικών αξιών, την κομμουνιστική κοινωνία, και έλαβα την απάντηση που περίμενα:

«Ως αδιάκοπη προσέγγιση στις ηθικές αξίες».

«Έτσι δίνετε όμως ιδεατό χαρακτήρα τις ηθικές αξίες;»

«Η αδιάκοπη προσέγγιση αναφέρεται στην ανέφικτη δυνατότητα ολοκληρωτικής άρσης της αλλοτρίωσης. Η αλλοτρίωση όμως γίνεται πάντα αισθητή σαν κάτι πολύ απλό αυτή τη στιγμή, σ’ αυτό το χώρο, π.χ., ως εγκλωβισμός. Η άρση του εγκλωβισμού δεν είναι ιδεατή, αλλά ιδιαίτερα ρεαλιστική προεξόφληση μελλοντικών εξελίξεων (Anticipation)».

«Και δεν απαιτεί καθοδηγητικά πρότυπα;»

«Τα καθοδηγητικά πρότυπα ώσπου να πραγματοποιηθούν, μένουν απλώς υποκειμενικός ψυχοκινητικός παράγοντας. Αν δεν θέλουν να μείνουν στην περιοχή του απραγματοποίητου οφείλουν να προσανατολίζονται προς αντικειμενικές, πραγματικές ροπές».

«Δεν νομίζετε ότι σήμερα η Ηθική θα έπρεπε να ξεκινά από τη δυνατότητα ολοκληρωτικής καταστροφής της ανθρωπότητας με την ατομική βόμβα;»

«Νομίζω πως αν τονίσετε σε τέτοιο καταχρηστικό βαθμό το μέγεθος του κινδύνου η ηθική που θα οικοδομήσετε θα στηριχθεί σε κάποιο αφηρημένο μηδενισμό».

«Ίσως να μην εκφράστηκα με ακρίβεια. Δεν ήθελα να πω ότι η ηθική οφείλει να ξεκινά ριζοσπαστικά από την ιδέα της ματαιότητας των εγκοσμίων, αλλά από μια δεδομένη κατάσταση που εγκλείει την απειλή της αποκάλυψης, δηλαδή από την αντικειμενική ρεαλιστική δυνατότητα ενός ολοκληρωτικού αφανισμού της ανθρωπότητας. Με βάση αυτή τη διαπίστωση θα έβγαιναν ίσως ορισμένα συμπεράσματα. Δηλαδή σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται πλέον για την πραγματοποίηση αυτών ή εκείνων των ηθικών αξιών, αλλά σημείο εκκίνησης θα ήταν η επιλογή μεταξύ καταστροφής ή επιβίωσης. Μ’ αυτό τον τρόπο θα είχαμε δεδομένη μια επιλογή που αναγκαστικά θα επέβαλε την ίδια της την άρση, συνακόλουθα την επαναστατικοποίηση της συνείδησης».

Σ’ αυτό ο Λούκατς απάντησε με μια συνοπτική σκιαγραφία της ευρωπαϊκής στρατιωτικής ιστορίας. Ανάφερε ένα σωρό λεπτομέρειες και ταυτόχρονα όλο και μνημόνευε διάφορα βιβλία του. Μίλησε για τους αριθμητικά και από άποψη πολεμικής τεχνικής υπέρτερους Βουργούνδιους, που ωστόσο έχασαν τον πόλεμο κατά των Ελβετών, επειδή η αμυντική ετοιμότητα των Ελβετών ήταν ανώτερη γι’ αυτούς ή εκείνους τους προοδευτικούς κοινωνικούς λόγους. Στο τέλος μίλησε και για τον πόλεμο του Βιετνάμ. «Οι Αμερικανοί, είπε, δυσκολεύονται τόσο να σημειώσουν επιτυχίες σ’ αυτή την περιοχή, γιατί ούτε καν ο νοτιοβιετναμέζικος πληθυσμός δεν υποστηρίζει αυτόν τον πόλεμο. Θα χρειαζόταν από την πλευρά των πολιτικών μια τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία δικαίωσης και υποτίμησης του πολέμου για να εμποδίσουν να μετατραπεί η αδιαφορία του πληθυσμού σε παθητική αντίσταση».

«Αν σας κατανοώ καλά αυτό σημαίνει το εξής: όταν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, έχει ταχθεί εναντίον ενός ολοκληρωτικού ατομικού πολέμου, ο πόλεμος αυτός γίνεται ύστερα από αυτό αδύνατος;»

«Δεν γίνεται ύστερα από αυτό αδύνατος, αλλά η πιθανότητα να ξεσπάσει ελαττώνεται σημαντικά».

«Πολλοί καταγράφουν στο ενεργητικό των εθνικοσοσιαλιστών ότι δεν χρησιμοποίησαν βόμβες αερίων φοβούμενοι τις αντιδράσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Πώς μπορείτε να εμποδίσετε να χρησιμοποιηθεί η θεωρία που μόλις μου αναπτύξατε ως μεταλλείο αμαρτωλών επιχειρημάτων για τον εξωραϊσμό του κακού;»

«Με παρεξηγήσατε τελείως! Δεν νομίζω πως συνέβη ποτέ στην ιστορία πολιτικοί και στρατηλάτες να μην κάνουν πόλεμο εξαιτίας ηθικών ενδοιασμών. Ωστόσο, η αβεβαιότητα για την έκβαση πολέμων αυτού του είδους, αβεβαιότητα που δεν περιοριζόταν μόνο στην κυρίαρχη τάξη, αλλά προκαλούσε και την αποφασιστική αντίσταση των αντιπάλων που βρίσκονται στις ίδιες γραμμές, ακριβώς αυτή η αβεβαιότητα υπήρξε συχνά παραίτιος ήττας και σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις συντελεστής που παρεμπόδισε την έκρηξη πολέμων».

Με είχε εντυπωσιάσει, σχεδόν με είχε συγκλονίσει η ηρεμία και η έλλειψη ψυχικής συμμετοχής που επεδείκνυε ο Λούκατς κατά τη συζήτηση. Καθώς λοιπόν σταμάτησε να μιλάει, δοκίμασα να ξαναγυρίσω στο πρόβλημά μου με ένα επιχείρημα που για μένα ήταν σε ύπατο βαθμό πραγματιστικό.

«Ο έλεγχος της εξαιρετικά περίπλοκης τεχνικής πολεμικής μηχανής και η ενδεχόμενη χρησιμοποίησή της, δεν εξαρτάται από λίγους ανθρώπους; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ασφάλεια στο μέτρο που την κατοχυρώνει η αντίσταση της ανθρωπότητας έχει καταντήσει ισχνό λογικό σχήμα».

«Η τεχνική εξειδίκευση έχει βέβαια αυξήσει ως ένα ορισμένο βαθμό τη σημασία των τυχαίων συμπτώσεων αναφορικά με τις ενέργειες του κάθε ξεχωριστού ειδικού, όμως με την αμοιβαία διαπλοκή των ειδικοτήτων χάνει πάλι βαρύτητα η επίδραση της τεχνικής ή της ανθρώπινης ανεπάρκειας».

Έτσι πήγαινε ο διάλογος πότε στο ένα και πότε στο άλλο θέμα κάμποση ώρα ακόμη, χωρίς να διαγράφεται κανένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Στο τέλος παρατήρησα, για να τονίσω ένα κοινό σημείο, όσο γενική και κενή αν ήταν η διατύπωση: «Περισσότερο από κάθε άλλο υπονομεύει τη σημερινή πολιτική το γεγονός ότι οι πολιτικοί άνδρες έχουν επίγνωση ότι δρουν στο πλαίσιο μιας ευρύτατα διαδεδομένης πολιτικής αδιαφορίας».

«Ε, λοιπόν, πολλά που ερμηνεύονται ως αδιαφορία δεν εκφράζουν παρά μια ισορροπία αντιφάσεων. Εδώ έρχεται μια γυναίκα και τακτοποιεί το νοικοκυριό. Μου λέει πολλά για τις καθημερινές της έγνοιες. Όταν, π.χ., διαβάζει στην εφημερίδα πως στη λαχαναγορά υπάρχουν φρούτα και φτάνοντας εκεί δεν βρίσκει τίποτα, τότε παίρνει αμέσως εντελώς αρνητική στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Όταν όμως, όπως συνέβηκε τελευταία, μαθαίνει πως ο γιος της μπορεί να σπουδάσει ό,τι θέλει, και μάλιστα θα του δοθεί και μια καλή υποτροφία, τότε, με το δίκιο της, βρίσκει το μέτρο περίφημο και είναι πολύ ευχαριστημένη με το κράτος. Στην περίπτωσή της, η άρνηση και η ικανοποίηση σχεδόν εξισορροπούνται. Αυτό σε τελική ανάλυση ενεργεί σταθεροποιητικά όσον αφορά το κράτος. Ο Καντάρ πριν από χρόνια είπε πολύ ορθά: Όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας».

«Αυτό όμως δεν είναι τεκμήριο προοδευτικής πολιτικής».

«Βεβαίως, αυτό ήταν μόνο ένα παράδειγμα ενός ορισμένου τρόπου που εκδηλώνεται η αδιαφορία. Άλλος τρόπος εκδήλωσης της αδιαφορίας είναι αυτό που συμβαίνει σε πολλά νοτιοαμερικανικά κράτη, όπου οι κυβερνήσεις πέφτουν σχεδόν κάθε μήνα πραξικοπηματικά. Με την αδιαφορία ωστόσο του πληθυσμού τα πραξικοπήματα αυτά μένουν συνήθως χωρίς απήχηση. Τους λείπει η πλατιά ιδεολογική υποστήριξη».

«Μόνο που εδώ ακριβώς η αδιαφορία δεν είναι σταθεροποιητικό στοιχείο».

«Μη με παρεξηγείτε, δεν είμαι καθόλου υπέρμαχος της αδιαφορίας. Ήθελα μόνο να υπαινιχθώ πόσο πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στη χρήση των λέξεων του συρμού».

Η κουβέντα μας έληξε ύστερα από 4 σχεδόν ώρες, αφού μιλήσαμε πρωτύτερα και για γενικότερα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας. Οι απόψεις μας συναντήθηκαν πάλι σε σχέση με την αποτίμηση της δυτικογερμανικής πολιτικής, για την οποία φαινόταν να είναι πολύ πιο ενήμερος απ’ ό,τι ήταν για την ουγγρική. Τότε ήρθε ένας άλλος επισκέπτης. Ο Λούκατς με συνόδευσε ως την πόρτα και με παρακάλεσε σε πολύ φιλικό τόνο, σχεδόν εγκάρδια, να ξαναπεράσω καμιά άλλη φορά!

Άφησα το σπίτι με το συναίσθημα πως μου ήταν από πολύ καιρό οικείο, και ταυτόχρονα είχα την αίσθηση πως δεν συνάντησα αυτόν που αναζητούσα. Είχα βρει ένα στοχαστή, που η διαλεκτική του σκέψη οικοδόμησε έναν έλλογο κόσμο απεριόριστα σύνθετο όπου ο ίδιος ασκήθηκε στη μετριοφροσύνη.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου