Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 26 Σεπ 2021
Βάλτερ Μπένγιαμιν: ένας από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα σχετικά με τη λογοτεχνία και τη σύγχρονη αισθητική εμπειρία.
Κλίκ για μεγέθυνση




 

Ο Βάλτερ Μπέντιξ Σένφλις Μπένγιαμιν (Walter Bendix Schönflies Benjamin, 15 Ιουλίου 1892 – 26 Σεπτεμβρίου 1940), ήταν Γερμανός μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και φιλόσοφος. Συνδέθηκε με τη Σχολή της Φρανκφούρτης για την κριτική θεωρία και επηρεάστηκε επίσης από τα γραπτά του, νεότερού του, Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος ανέπτυξε την κριτική αισθητική και τον διαλεκτικό υλισμό, και του Gershom Scholem, ο οποίος θεμελίωσε τη σύγχρονη, ακαδημαϊκή μελέτη της Καββάλα και του ιουδαϊκού μυστικισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον για το έργο του αυξήθηκε δραματικά, κάνοντάς τον έναν από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα σχετικά με τη λογοτεχνία και τη σύγχρονη αισθητική εμπειρία.

Ως κριτικός της κοινωνίας και του πολιτισμού, ο Μπένγιαμιν συνδύασε ιδέες προερχόμενες από τον ιστορικό υλισμό, τον γερμανικό ιδεαλισμό, και τον εβραϊκό μυστικισμό σ’ ένα έργο που αποτέλεσε μια καινοφανή συνεισφορά στον δυτικό μαρξισμό και στην αισθητική θεωρία. Ως φιλόλογος διανοούμενος, έγραψε τα πιο σημαντικά του δοκίμια για τον Μποντλέρ, μετέφρασε την έκδοση Tableaux Parisiens από τα Άνθη του κακού, καθώς και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ.

Τα έργα του –ιδιαίτερα τα δοκίμιά του Η αποστολή του μεταφραστή και το Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας– αποτελούν σημαντικά σημεία αναφοράς των λογοτεχνικών και, γενικότερα, των ακαδημαϊκών σπουδών. Επηρεασμένος από τον Μπαχόφεν, ο Μπένγιαμιν δημιούργησε τον όρο “ενορατική αντίληψη”, για την αισθητική τέχνη μέσω της οποίας ο πολιτισμός θα ανακτούσε τη χαμένη εκτίμησή του για τον μύθο.

Ο Βάλτερ Μπενγιαμίν και τα μικρότερα αδέρφια του Γκέοργκ (1895-1942) και Ντόρα (1901-1946) γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια πλούσια οικογένεια Εβραίων στο Βερολίνο. Ο πατέρας, Εμίλ, ήταν τραπεζίτης στο Παρίσι και στη συνέχεια μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου έγινε έμπορος αντικών και παντρεύτηκε τη Σένφλις. Το 1902, ο δεκάχρονος Βάλτερ μπήκε στο σχολείο Kaiser Friedrich στο Charlottenburg και ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του δέκα χρόνια αργότερα. Η υγεία του παιδιού ήταν εύθραυστη και, το 1905, οι γονείς του τον έστειλαν σ’ ένα οικοτροφείο στη Θουριγγία, όπου πέρασε 2 χρόνια. Το 1907, με την επιστροφή του στο Βερολίνο, συνέχισε τις σπουδές του στο Kaiser Friedrich.

Το 1912, στην ηλικία των είκοσι ετών, πέρασε στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, αλλά στο τέλος του θερινού εξαμήνου επέστρεψε ξανά στο Βερολίνο και μπήκε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου για να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία. Εκλέχτηκε πρόεδρος της φοιτητικής ένωσης (της Freie Studentenschaft) και αφιέρωσε τον χρόνο του στη συγγραφή δοκιμίων, όπου υποστήριζε την ανάγκη για εκπαιδευτική και γενικότερη πολιτισμική αλλαγή. Όταν απέτυχε να επανεκλεγεί, έστρεψε για μια ακόμη φορά την προσοχή του στις σπουδές του στο Φράιμπουργκ, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαλέξεις του Χάινριχ Ρίκερτ (Heinrich Rickert). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, επισκέφθηκε επίσης το Παρίσι και μέρη της Ιταλίας.

Το 1914, καθώς ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έστρεψε τη Γερμανία ενάντια στη Γαλλία, ο Μπένγιαμιν ξεκίνησε να μεταφράζει, με μεγάλη επιμέλεια και ενδιαφέρον, τον Γάλλο ποιητή Μποντλέρ. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (γνωστό και ως LMU), όπου γνωρίστηκε με τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τον Γκέρσομ Σόλεμ, με τον οποίο –τον τελευταίο– θα γινόταν και φίλος δια βίου. Την ίδια χρονιά έγραψε μια εργασία για τον Γερμανό ποιητή Φρίντριχ Χαίλντερλιν.

Το 1917 μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης όπου γνωρίστηκε με τον Ερνστ Μπλοχ και παντρεύτηκε την Dora Sophie Pollak (1890-1964, πατρικό όνομα Kellner), με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Stefan Rafael (1918-1972). Το 1919 ο Μπένγιαμιν απέκτησε το διδακτορικό του (με διάκριση) για την εργασία Begriff der Kunstkritik in der Deutschen Romantik (Η έννοια της κριτικής στον γερμανικό Ρομαντισμό). Εξαντλημένος από τα οικονομικά προβλήματα, επέστρεψε με τη γυναίκα του στο Βερολίνο, για να ζήσει με τους γονείς του και, το 1921, δημοσίευσε το έργο του Για την κριτική της βίας (Zur Kritik der Gewalt).

To 1923, ενώ ιδρύονταν το Το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (Σχολή της Φρανκφούρτης), αυτός δημοσίευσε το έργο του Κάρολος Μπωντλαίρ, Παρισινά Πορτραίτα. Γνωρίστηκε επίσης με τον Τέοντορ Αντόρνο και έγινε φίλος με τον Γκέοργκ Λούκατς, το έργο του οποίου Η θεωρία του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκε το 1920 και είχε μια ισχυρή επίδραση πάνω του. Ο μεταπολεμικός υπερπληθωρισμός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δημιούργησε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στον πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με την οικονομική στήριξη του γιου του. Στα τέλη του 1923, ο καλύτερος του φίλος, ο Γκέρσομ Σόλεμ, μετανάστευσε στον τόπο που αργότερα θα ονομαζόταν (κράτος του) Ισραήλ –και που εκείνη την εποχή λεγόταν Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη– και στα επόμενα χρόνια προσπάθησε να πείσει τον Μπένγιαμιν να τον ακολουθήσει.

Το 1924 δημοσιεύθηκε η εργασία του Μπένγιαμιν “Goethes Wahlverwandtschaften” (Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε), από τον Hugo von Hoffmansthal, στο περιοδικό Neue Deutsche Beiträge. Μαζί με τον Ερνστ Μπλοχ, ο Μπένγιαμιν πέρασε μερικούς μήνες στο Ιταλικό νησί Κάπρι, γράφοντας τη διδακτορική του διατριβή, σχετικά με την καταγωγή του γερμανικού τραγικού δράματος. Εκεί διάβασε, μετά από πρόταση του Μπλοχ, το έργο του Λούκατς Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, και γνώρισε για πρώτη φορά την Asja Lācis, μια μπολσεβίκα Λιθουανή ηθοποιό που ζούσε στη Μόσχα. Αυτή θα αποτελούσε για τον Μπένγιαμιν μια σημαντική, διαρκή, πηγή πνευματικής και ερωτικής έμπνευσης.

Έναν χρόνο αργότερα, το έργο του Η καταγωγή του γερμανικού τραγικού δράματος απορρίφθηκε από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, κλείνοντας έτσι την πόρτα σε μια ακαδημαϊκή καριέρα για τον 33χρονο διανοούμενο. Σε συνεργασία με τον Franz Hessel (1880–1941), μετέφρασε τους πρώτους τόμους του À la Recherche du Temps Perdu(Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο), του Μαρσέλ Προυστ. Τον επόμενο χρόνο άρχισε να γράφει για τις γερμανικές εφημερίδες Frankfurter Zeitung και Die Literarische Welt, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει κάποιους μήνες στο Παρίσι. Τον Δεκέμβριο του 1926, έτος θανάτου του πατέρα του, έκανε ένα ταξίδι στη Μόσχα για να συναντήσει την Asja Lācis, την οποία βρήκε άρρωστη σ’ ένα σανατόριο.

Το 1927, ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο Das Passagen-Werk (The Arcades Project – Σχέδιο Εργασίας περί Στοών), τη μνημειώδη και ανολοκλήρωτη μελέτη την οποία συνέχισε να δουλεύει μέχρι τον θάνατό του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, αυτό το έργο του Μπένγιαμιν “παρέχει σήμερα τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε θεωρητικά την ανθρώπινη περιπλάνηση στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις και ταυτόχρονα να πειραματιστούμε ως ενεργά πρόσωπα εντός αυτών”.  Το ίδιο έτος, στο Βερολίνο, είδε τον Γκέρσομ Σόλεμ, κατ’ ιδίαν, για τελευταία φορά και εξέτασε το ενδεχόμενο να μετακομίσει στην Παλαιστίνη. Το 1928 χώρισε από την γυναίκα του Dora (με την οποία διαζεύχθηκε επίσημα δύο χρόνια αργότερα) και δημοσίευσε το Einbahnstraße (Μονόδρομος) και το Ursprung des Deutschen Trauerspiels (Η καταγωγή του γερμανικού τραγικού δράματος). Τον επόμενο χρόνο, στο Βερολίνο, η Asja Lācis, βοηθός του Μπέρτολτ Μπρεχτ την εποχή εκείνη, σύστησε τους δύο συγγραφείς. Επίσης, τον ίδιο χρόνο, για ένα σύντομο διάστημα επιχείρησε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, ως εισηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.

Το 1932, στη διάρκεια των αναταραχών πριν την εκλογή του Αδόλφου Χίτλερ ως Καγγελάριου, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εγκατέλειψε τη Γερμανία για να περάσει μερικούς μήνες στο Ισπανικό νησί Ίμπιζα. Μετά έφυγε για τη Νίκαια, όπου σκέφτηκε ν’ αυτοκτονήσει. Με την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ το 1933, καθώς ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία και ξεκίνησε τη φυλετική πολιτική του εναντίον των Εβραίων, ο Μπένγιαμιν αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Svendborg της Δανίας και στο Σαν Ρέμο, όπου ζούσε η πρώην γυναίκα του, πριν μετακομίσει στο Παρίσι.
 
Καθώς η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε, συνεργάστηκε με τον Μαξ Χορκχάιμερ και έλαβε κάποια χρηματοδότηση από το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα το οποίο, εκείνη την εποχή, είχε μεταστεγαστεί στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη. Στο Παρίσι γνώρισε κι άλλους Γερμανούς καλλιτέχνες και διανοούμενους που κατέφυγαν εκεί ως πρόσφυγες και έγινε φίλος με την Χάννα Άρεντ, τον Έρμαν Έσσε και τον Κουρτ Βάιλ.

Το 1936, το L’Œuvre d’Art à l’Époque de sa Reproductibilité Technique (‘Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας’) δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία από τον Μαξ Χορκχάιμερ στο περιοδικό του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα, το Zeitschrift für Sozialforschung.

Το 1937 ο Μπένγιαμιν δούλεψε το έργο του Das Paris des Second Empire bei Baudelaire (Το Παρίσι της 2ης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ), γνώρισε τον Ζωρζ Μπατάιγ και έγινε μέλος στο College of Sociology. Το 1938 έκανε την τελευταία του επίσκεψη στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, που ήταν εξόριστος στη Δανία. Μέσα σε λίγους μήνες, ο Χίτλερ αφαίρεσε από τους Εβραίους τη Γερμανική τους υπηκοότητα κι έτσι ο Μπένγιαμιν, τώρα άπατρις, κλείστηκε από τις Γαλλικές αρχές σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στην Νεβέρ, για τρεις μήνες.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1940, έγραψε το Über den Begriff der Geschichte (Θέσεις πάνω στη φιλοσοφία της Ιστορίας). Τον Ιούνιο, καθώς η Βέρμαχτ έσπαζε την αμυντική γραμμή της Γαλλίας, ο Μπένγιαμιν διέφυγε στη Λούρδη (πόλη της Γαλλίας), μαζί με την αδερφή του, μια μέρα πριν οι Γερμανοί μπουν στο Παρίσι. Τον Αύγουστο εξασφάλισε μια βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για την οποία είχε διαπραγματευτεί ο Μαξ Χορκχάιμερ. Επιχειρώντας να ξεφύγει από την Γκεστάπο, ο Μπένγιαμιν σχεδίαζε να αναχωρήσει για την Αμερική μέσω της ουδέτερης Πορτογαλίας, την οποία σχεδίαζε να προσεγγίσει μέσω της Ισπανίας. Μέσα στις επόμενες 7 δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ερευνητές στάθηκε σχεδόν αδύνατο να καθορίσουν τη σαφή χρονική ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατό του. Πρόχειρα και ατελή ιστορικά αρχεία παρέχουν ενδείξεις ότι έφτασε στο Πορτμπού, μια πόλη των γαλλοϊσπανικών συνόρων στα Πυρηναία, αλλά η ομάδα των Εβραίων προσφύγων που είχε ακολουθήσει συνελήφθη καθ´οδόν από την ισπανική Αστυνομία και ο Μπένγιαμιν, προφανώς, αυτοκτόνησε, παίρνοντας μια υπερβολική δόση κάποιου είδους μορφίνης.

Έργα

Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του Μπένγιαμιν είναι τα ακόλουθα:

  • Για μια κριτική της βίας, 1921
  • Οι εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε, 1922
  • Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος, 1928
  • Μονόδρομος, 1928
  • Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας, 1936
  • Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900, 1950, δημοσιεύθηκε μεταθανάτια
  • Για την έννοια της ιστορίας, 1939, δημοσιεύθηκε μεταθανάτια
  • Το Παρίσι της 2ης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ, 1938

O Μπένγιαμιν αλληλογραφούσε εκτεταμένα με τον Τέοντορ Αντόρνο και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και περιστασιακά έπαιρνε χρηματοδότηση από τη Σχολή της Φρανκφούρτης υπό τις εντολές του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ, ακόμα και όταν αυτοί μετακινήθηκαν στη Νέα Υόρκη. Οι ανταγωνιστικές επιδράσεις του μαρξισμού του Μπρέχτ και, κατά δεύτερο λόγο, η κριτική θεωρία του Αντόρνο και ο Ιουδαϊκός μυστικισμός του φίλου του Γκέρσομ Σόλεμ είχαν κεντρική σημασία στο έργο του Μπένγιαμιν, αν και ποτέ δεν πέτυχε να επιλύσει εντελώς τις διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι μεταγενέστεροι κριτικοί, όπως ο Πωλ ντε Μαν, ισχυρίστηκαν ότι τα γραπτά του Μπένγιαμιν ελίσσονται δυναμικά ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές παραδόσεις, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα είδος εσωτερικής κριτικής εκτός του πλαισίου αντιπαράθεσής τους. Στο έργο του “Για την έννοια της Ιστορίας” (που αναφέρεται συχνά ως “Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας”), από τα τελευταία έργα του Μπένγιαμιν, εντοπίζεται, σύμφωνα με κάποιους αναγνώστες, η πιο κοντινή προσέγγιση για μια τέτοια σύνθεση.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η ένατη θέση του Μπένγιαμιν από το δοκίμιο “Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας”:

Ένας πίνακας του Πάουλ Κλέε υπό τον τίτλο ‘Angelus Novus’ απεικονίζει έναν άγγελο που κοιτά σαν να πρόκειται να κινηθεί μακρυά από κάτι που αγναντεύει σταθερά. Τα μάτια του είναι ακίνητα, προσηλωμένα, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του είναι διάπλατα. Έτσι αναπαριστά κάποιος τον άγγελο της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου παρατηρούμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μια μεμονωμένη καταστροφή που συνεχίζει να σωρεύει συντρίμμια και να τα ρίχνει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να κάνει ολότητα ό,τι έχει θρυμματιστεί. Αλλά η καταιγίδα, μέσα από τον Παράδεισο, μαίνεται. Πέφτει στα φτερά του με τόση βιαιότητα που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα αναπόφευκτα τον ωθεί στο μέλλον, προς το οποίο είναι γυρισμένη η πλάτη του, ενώ ο σωρός των συντριμμιών έμπροσθεν του μεγαλώνει προς τον Ουρανό. Η καταιγίδα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.

Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος

Το πιο εκτενές και ολοκληρωμένο έργο του Μπένγιαμιν είναι η διδακτορική του διατριβή, το Ursprung des deutschen Trauerspiels (σε ελεύθερη μετάφραση: Η καταγωγή του γερμανικού τραγικού δράματος). Σ’ αυτήν τη μελέτη, που είναι, ταυτόχρονα, αξιοθαύμαστα θεωρητική και κοπιαστικά εμπειρική, ο Μπένγιαμιν αναλύει την εποχή της Μεταρρύθμισης και την γερμανική πολιτική και κουλτούρα, μέσα από το λογοτεχνικό είδος Trauerspiel του 16ου-17ου αιώνα.

Το εγχείρημα ξεκινά με έναν μακροσκελή “Επισημονικό-κριτικό πρόλογο” στον οποίο ο Μπένγιαμιν θέτει τους φιλοσοφικούς στόχους του έργου του: τον συνδυασμό και την επεξεργασία τμημάτων της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών, την εγελιανή ιστορική αναίρεση (ή άρση: sublation), και τη μονάδα του Λάιμπνιτζ. Θέτοντας το ερώτημα της μιας μέσα από την άλλη, ο Μπένγιαμιν δίνει στην πλατωνική Ιδέα μια ιστορική στιγμή, αλλά μόνο με την έννοια ότι είναι μοναδική. Μέσα στα αισθητικά αντικείμενα της μελέτης, εμπεριέχεται η μονάδα της ιστορικής τους ανάπτυξης και, όταν αυτή η μονάδα τοποθετείται μέσα σ’ έναν σχηματισμό άλλων αντικειμένων, αποκαλύπτει στον διανοούμενο την ιστορική ανάπτυξη της ιδέας. Έτσι, στο ίδιο το Trauerspiel, αυτό που εμφανίζεται ως μια ανιστόρητη συσσώρευση στιγμών είναι τουναντίον ήδη, με κάποια έννοια, ιστορικό.

Μέσα στο ίδιο το κείμενο, υπάρχουν δύο κύριες διακρίσεις: πρώτον, μια διάκριση ανάμεσα στην τραγωδία και το Trauerspiel, όπου ο Μπένγιαμιν αποφεύγει τις ερμηνείες που προηγούνται του έργου του και, δεύτερον, μια μακροσκελής συζήτηση για τη σχέση της αλληγορίας με τον συμβολισμό και τον τρόπο με τον οποίο η αλληγορία μπορεί να ανοιχτεί προς τη δική του τροποποιημένη πλατωνική έννοια της ιδέας. Στην πρώτη ενότητα, ο Μπένγιαμιν σημειώνει ότι η τραγωδία και το Trauerspiel διαφέρουν ως προς τη σύλληψη του χρόνου: η τραγωδία είναι εσχατολογική, καθόσον η πλοκή της οδηγεί σ’ ένα καθορισμένο τελικό σημείο, όπου οι χαρακτήρες και οι ιστορίες φτάνουν σε μια μοιροκρατική απόφαση. Αντίθετα το Trauerspiel λαμβάνει μέρος μόνο στον χώρο, ο χρόνος εκτείνεται πάντα προς την αναμενόμενη αλλά και άγνωστη τελική κρίση, κι έτσι οι χαρακτήρες έχουν, για τον λόγο αυτό, παραλύσει από κάθε δράση και μπορούν μόνο να περιμένουν – κι έτσι δεν υπάρχει καμία απόφαση και καμία αίσθηση περάσματος του χρόνου. Εν ολίγοις, στο Trauerspiel, ο χρόνος χωρικοποιείται. Μέρος αυτού που κάνει το Trauerspiele τόσο ανεξιχνίαστο είναι ότι η σχέση του με την ιστορία είναι μόνον αλληγορική, με την έννοια ότι το έργο παρουσιάζει αποσπάσματα και σπασμένα κελύφη ιστορίας χωρίς να τα αφηγηματοποιεί, όπως είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στα περισσότερα έργα. Όταν αυτά τα αποσπάσματα τοποθετούνται στη σκηνή, ο χωρικός συνδυασμός τους αποκαλύπτει μια αληθινή ιδέα της ιστορίας – περισσότερο απ´ το να διατηρούν μια υποδηλωτική σχέση με την ιστορία όπου η ιστορία γίνεται αντικείμενο αφήγησης. Το βιβλίο του Μπένγιαμιν αναπαριστά διαρκώς αυτόν τον συνδυασμό των μονάδων, προλέγοντας με εξαρτημένες προτάσεις αυτό που θα ειπωθεί αργότερα πληρέστερα, ανακαλώντας μόνιμα τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Το εγχείρημα του Μπένγιαμιν, έτσι, συνοψίζεται ως επί το πλείστον σε μια φημισμένη φράση στην αρχή του βιβλίου, όπου γράφει ότι “το μπαρόκ δεν γνωρίζει καμία εσχατολογία και γι´ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχει κανέναν μηχανισμό με τον οποίο να συγκεντρώνει όλα τα γήινα πράγματα και να τα εξυψώνει πριν την τελική τους κατάληξη” (σελ. 66).

Το εγχείρημα Arcades

Το τελευταίο, μη ολοκληρωμένο, έργο του Μπένγιαμιν, γνωστό ως Passagenwerk ή Arcades Project, εικάζεται ότι ήταν μια τεράστια συλλογή από γραπτά για τη ζωή στο Παρίσι του 19ου αιώνα, ειδικά αφιερωμένα στις στεγασμένες εσωτερικές στοές που δημιουργούσαν ένα νέο είδος ζωής του δρόμου στο Παρίσι και προέκτειναν την κουλτούρα της flânerie(ορισμός: νωχελικός περίπατος και παρατήρηση των περαστικών και των σκηνών) σε κατάλληλα στεγασμένες περιοχές, μακρυά από τις λεωφόρους και τον άσχημο καιρό. Στις στεγασμένες αυτές διασταυρώσεις σχηματίζονταν νέα μαγαζιά, καφέ, χώροι συναντήσεων, ζωντανά τετράγωνα και ακόμα και θέατρα. Οι εκτεταμένες σημειώσεις του Μπένγιαμιν για το Arcades Project μεταφράστηκαν μετά τον θάνατό του, έγιναν αντικείμενο επιμέλειας και δημοσιεύθηκαν σ’ αυτήν τη μη ολοκληρωμένη μορφή τους.

Το στυλ του Μπένγιαμιν

Σούζαν Σόνταγκ παρατήρησε κάποτε ότι, στα κείμενα του Μπένγιαμιν, οι προτάσεις δεν φαίνονται να δημιουργούνται μ’ έναν συνηθισμένο τρόπο, δεν οδηγούν ομαλά η μια στην άλλη και δεν δημιουργούν μια προφανή λογική ακολουθία. Αντίθετα, είναι σαν κάθε μια από τις προτάσεις να “είχε να πει τα πάντα, πριν το εσωτερικό βλέμμα της καθολικής συγκέντρωσης να διαλύσει το υποκείμενο μπροστά στα μάτια του”, ένα στυλ γραφής και σκέψης που η Σόνταγκ αποκαλεί “freeze-frame baroque”. Η Σόνταγκ γράφει ότι “τα μεγαλύτερα δοκίμιά του φαίνονται να τελειώνουν απλώς εγκαίρως, πριν να αυτοκαταστράφουν.” Αν και η Σόνταγκ δεν είχε μια πλήρη εικόνα του Arcades Project όταν το έγραψε αυτό, τα σχόλια της ισχύουν εξίσου και γι’ αυτό το έργο. Η δυσκολία του στυλ του Μπένγιαμιν μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένα ουσιαστικό μέρος του φιλοσοφικού του προτάγματος. Καθώς ήταν μαγεμένος από τις έννοιες της αναφοράς και του σχηματισμού, ο σκοπός του, σ’ ένα μεγάλο μέρος του μεταγενέστερου έργου του, ήταν λιγότερο να αρθρώσει μια συνεκτική θέση, παρά να χρησιμοποιήσει διαφορετικά διακείμενα για να αποκαλύψει πλευρές του παρελθόντος που δεν μπορούν και δεν θα έπρεπε να κατανοηθούν εντός μεγαλυτέρων, μονολιθικών δομών της ιστορικής κατανόησης (τις αποκαλούμενες και “μεγάλες διηγήσεις“).

Μέσα από τα γραπτά του ο Μπένγιαμιν προσδιορίζεται ως ένας μοντερνιστής για τον οποίο το φιλοσοφικό συγχωνεύεται με το λογοτεχνικό: ο λόγος που είναι βασισμένος στη φιλοσοφία δεν μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο της εμπειρίας και, σε καμία περίπτωση, την αυτοαναπαράσταση μέσω των καλλιτεχνικών μέσων.

Οι ανησυχίες του, αναφορικά με το στυλ, έχουν εκτεθεί στο δοκίμιό του Η αποστολή του μεταφραστή, στο οποίο υποστηρίζει ότι η λογοτεχνική μετάφραση, εξ ορισμού, παράγει παραμορφώσεις και παρανοήσεις του πρωτότυπου κειμένου. Στο μεταπλασμένο κείμενο, οι κατά τ´άλλα κρυμμένες πλευρές του πρωτότυπου έχουν αποσαφηνιστεί, ενώ προγενέστερες φανερές πλευρές του γίνονται μη αναγνώσιμες. Ο Μπένγιαμιν θεωρεί την ταπείνωση αυτή του κειμένου παραγωγική, όταν τοποθετείται σ’ έναν συγκεκριμένο σχηματισμό από έργα και ιδέες, ενώ νέες αποκαλύψεις συγγενειών μεταξύ των ιστορικών αντικειμένων μας δείχνουν –και παράγουν– ιστορικές αλήθειες.

Ο Θάνατος

 

 

Ο τάφος του Μπένγιαμιν στο Πορτμπού

Ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε στο Πορτμπού, στη μεθόριο Ισπανίας-Γαλλίας, ενώ επιχειρούσε να διαφύγει από τους Ναζί. Από την ομάδα, όπου συμμετείχε, έγινε γνωστό ότι δεν θα τους επέτρεπαν τη διάβαση των συνόρων, η οποία θα ήταν ένα βήμα προς την ελευθερία (τελικός στόχος του Μπένγιαμιν ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες). Έτσι, ενώ παρέμενε στο Ξενοδοχείο De Francia, προφανώς, πήρε χάπια μορφίνης και πέθανε. Το γεγονός ότι ήταν θαμμένος στο καθαγιασμένο τμήμα από ένα καθολικό κοιμητήριο αποτελεί ένδειξη ότι ο θάνατος του δεν ανακοινώθηκε ως αυτοκτονία. Στα άλλα πρόσωπα της ομάδας του επιτράπηκε το πέρασμα των συνόρων την επομένη μέρα και με ασφάλεια έφτασαν στη Λισαβόνα, στις 30 Σεπτεμβρίου. Ένα αντίγραφο χειρογράφου, από το έργο του “Σχετικά με την έννοια της Ιστορίας”, πέρασε στον Αντόρνο από την Χάννα Άρεντ, η οποία πέρασε τα γαλλοϊσπανικά σύνορα στο Πορτμπού λίγους μήνες αργότερα, και στη συνέχεια δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (που προσωρινά είχε μετακομίσει στην Νέα Υόρκη), το 1942.

Ένα ολοκληρωμένο χειρόγραφο που ο Μπένγιαμιν είχε μεταφέρει στην βαλίτσα του εξαφανίστηκε μετά τον θάνατό του και δεν βρέθηκε ποτέ. Μερικοί κριτικοί εικάζουν ότι επρόκειτο για το Arcades Project σε μια τελική μορφή. Αυτό όμως είναι αρκετά απίθανο, καθώς τα σχέδια του συγγραφέα για το έργο είχαν αλλάξει μετά την αφύπνισή του από την κριτική που του άσκησε ο Αντόρνο το 1938 και φαίνεται να είναι ξεκάθαρο ότι το έργο ξεπερνούσε τα περιοριστικά του πλαίσια στα τελευταία αυτά χρόνια. Ένα από τα τελευταία έργα που έχουμε από τον Μπένγιαμιν, οι Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας (αναφέρθηκε παραπάνω), μνημονεύεται συχνά. Ο Αντόρνο υπέθεσε ότι αυτό είχε γραφτεί την άνοιξη του 1940, κάποιες εβδομάδες πριν από την εισβολή των Γερμανών στην Γαλλία. Ενώ αυτό δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο, είναι ξεκάθαρα ένα από τα τελευταία του έργα και η τελική παράγραφος, σχετικά με την εβραϊκή αναζήτηση του Μεσσία, παρέχει ένα οδυνηρό τελικό σημείο στο έργο του Μπένγιαμιν, με τα θέματα της κουλτούρας, της καταστροφής, της εβραϊκής κληρονομιάς και της μάχης ανάμεσα στον ανθρωπισμό και τον μηδενισμό. Φέρνει στην επιφάνεια την ετυμηγορία, σε μερικές παραλλαγές του Ιουδαϊσμού, και την προσπάθεια καθορισμού του έτους κατά το οποίο ο Μεσσίας θα έλθει στον κόσμο και συμπεραίνει ότι αυτό δεν έκανε του Εβραίους αδιάφορους για το μέλλον, “αφού κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου ήταν μια είσοδος μέσα από την οποία θα μπορούσε να έλθει ο Μεσσίας”.

Κληρονομιά

Με την εμφάνιση των Γραπτών του το 1955, 15 χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του Μπένγιαμιν έγινε αντικείμενο πολλών βιβλίων και εργασιών. Το δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας θεωρείται ένα θεμελιώδες κείμενο, ιδιαίτερης σημασίας για όσους κάνουν σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και συχνά παρατίθεται λόγω της συνάφειας του με την μουσικολογία, όπως για παράδειγμα στα βιβλία του Michael Chanan. Οι προβλέψεις του έγιναν περισσότερο αισθητές στον εικοστό αιώνα όπου η μηχανική αναπαραγωγή αυξήθηκε πολύ πέρα από την έκταση που ο ίδιος ο Μπένγιαμιν μπορούσε να φανταστεί. Τα γραπτά του για τον μοντερνισμό είναι πολύτιμα για την καθαρότητα και την ακρίβειά τους, σε μια εποχή μεγάλης σύγχυσης και χλευασμού γύρω από το κίνημα, και συνέχισε να δίνει τον τόνο σε μια πιο πρόσφατη γενιά κριτικών, που εξακολουθεί να αποκαλύπτει τις τάσεις του μοντερνισμού, χρησιμοποιώντας το παράδειγμά του.

Βιβλιογραφία

  • Buck-Morss, Susan, «Αἰσθητική- Ἀναισθητική: Μιὰ ἐπανεξέταση τοῦ δοκιμίου τοῦ Walter Benjamin γιὰ τὸ ἔργο τέχνης», Πλανόδιον 5, 23 (1996) 348-384.
  • Jay, Martin, «Ἐμπειρία χωρὶς ὑποκείμενο: ὁ W. Benjamin καὶ τὸ μυθιστόρημα», Λεβιάθαν 13 (1993) 17-34.
  • Βίγκλας, Κατελής, «Η φιλοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις», Επετηρίδα Φιλοσοφικής Έρευνας δια-ΛΟΓΟΣ 5 (2015) 28-42.
  • Δοκίμια για το Μπρεχτ, μτφ. Νίκος Κολοβός, εκδ. Πύλη, 1972.
  • Δοκίμια για την τέχνη, μτφ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κάλβος, 1978.
  • Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, επιμ. Κώστα Λιβιεράτος, μτφ. Γιώργος Γκουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια,1994.
  • Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας, επιμ. Φώτης Τερζάκης, μτφ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Νήσος, 1999.
  • Για μια κριτική της βίας, μτφ. Λεωνίδας Μαρσιανός, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2002.
  • Μονόδρομος, επιμ. Γιώργος Σαγκριώτης, μτφ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, εκδ. Άγρα, 2004.
  • Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα, 2005.
  • Για το χασίς, εκδ. Πλέθρον, 2011.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου