Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 24 Νοέ 2020
Μπαρούχ Σπινόζα: Μιλούσε για την ελευθερία της σκέψης σε ένα ελεύθερο κράτος
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 

Ο Ολλανδός φιλόοφος Μπαρούχ Σπινόζα [Baruch Spinoza, 24 Νοεμβρίου 1632 – 21 Φεβρουαρίου 1677] ήταν εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο ‘Αμστερνταμ και καταγόταν από εβραιο-πορτογαλική οικογένεια που είχε μεταναστεύσει παλαιότερα σε εποχές διωγμών στην (τότε ισπανική) Ολλανδία. Στα νεανικά του χρόνια εργάστηκε ως λειαντής φακών. Ο Σπινόζα αναφέρεται επίσης με το χριστιανικό όνομα Benedictus και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

spinoza-1

Το 1656 είχε αναθεματιστεί από την εβραϊκή συναγωγή της γενέτειράς του. Οι φιλοσοφικές του σκέψεις: για το κράτος προδιέγραψαν τη δημιουργία και εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας και για τη φύση στηρίχθηκαν στη βασική ιδέα, αντί ενός προσωποποιημένου θεού, μιας παγκόσμιας φυσικής δύναμης, η οποία είναι “θεϊκής” προελεύσεως. Για τα θέματα της Ερμηνευτικής της Βίβλου εισήγαγε ο Σπινόζα επίσης νέες αντιλήψεις: Η Βίβλος δεν περιέχει το λόγο του θεού, αλλά τη θέλησή του, όπως αυτή μεταφέρεται από τους προφήτες, δηλαδή από ενδιάμεσα άτομα, τα οποία όπως πολλοί άλλοι μπορεί να μεtαφέρουν εσφαλμένα και των οποίων στην πορεία της παράδοσης τα έργα πιθανόν να έχουν αλλοιωθεί ή παρεξηγηθεί!

Για να προκύψει λοιπόν ένα “ασφαλές” και “σαφές” νόημα της Βίβλου, όπως ο σύγχρονος του Σπινόζα, Καρτέσιος, απαιτούσε “καθαρές” και “σαφείς” φιλοσοφικές έννοιες, απαιτείται ιστορικο-φιλοσοφική επανεξέταση. Ο Σπινόζα απαιτεί την “interpretatio scripturae” της Βίβλου σε αναλογία με τη διερεύνηση της φύσης. Πέθανε στη Χάγη από φυματίωση.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

*********************************************************

espinoza_estatua

Άγαλμα του Σπινόζα, κοντά στο σπίτι του στο Παβιλιοενσγκράχτ, στη Χάγη

Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Η απόκλιση του Σπινόζα

  • Μπαρούχ Σπινόζα
  • Ηθική
  • μτφρ.: Ευάγγελος Βανταράκης
  • εισαγωγή: Βασιλική Γρηγοροπούλου
  • εκδόσεις Εκκρεμές, σ. 548, 32,81 ευρώ

Μια σύγχρονη, εξαιρετικά επιμελημένη μετάφραση της Ηθικής του Σπινόζα είναι προσφορά στην ελληνική γλώσσα, η οποία αξίζει να πανηγυριστεί – αν σκεφτεί κάποιος μάλιστα ότι η προηγούμενη αξιοπρεπής μετάφραση που διαθέταμε είναι του 1913 (από τον Ν. Κουντουριώτη, στην καθαρεύουσα, που επανακυκλοφορεί προσφάτως από τις εκδόσεις Δωδώνη). Οχι μόνον επειδή πρόκειται για ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας φιλοσοφικής γραμματείας, αλλά κι επειδή παραμένει ένα έργο αναπάντεχα ζωντανό, πεδίο διασταύρωσης και δοκιμασίας πολλών ερμηνευτικών εγχειρημάτων στα οποία διακυβεύονται κρίσιμοι προσανατολισμοί του παρόντος. Το πρόβλημα μιας οριστικής απόδοσης της ορολογίας του Σπινόζα απέχει πολύ από να έχει επιλυθεί, δεδομένου ότι και η στοιχειωδέστερη μετάφραση τέτοιων έργων είναι ήδη ερμηνεία. Η συμβολή των συντελεστών αυτού του τόμου, προσεκτική και θεωρητικά έντιμη, εδραιώνει ασφαλώς ένα νέο κεκτημένο επί του οποίου μπορεί να συνεχιστεί παραγωγικά η συζήτηση.

Η γλώσσα της φιλοσοφίας του 17ου αιώνα είναι ακόμη η γλώσσα της Σχολαστικής, επιτεινόμενη εν μέρει από τις αδράνειες της λόγιας λατινικής. Κάτω από τη φαινομενική ορολογική συνέχεια όμως εισβάλλουν δύο τουλάχιστον εκρηκτικά νέα στοιχεία: η καινοφανής θεμελίωση του αυτοστοχαζόμενου υποκειμένου από τον Ντεκάρτ (το cogito) και η προβληματική των αναπτυσσόμενων φυσικομαθηματικών επιστημών. Το στοίχημα των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων της εποχής είναι το πώς θα δεξιωθούν τούτα τα νέα δεδομένα και πώς θα συγκροτήσουν μια ολοκληρωμένη κοσμοαντίληψη συμβατή με την ιστορική εμπειρία της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας που συνιστά ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν από την κοινωνία του Μεσαίωνα. Οι φιλοσοφίες του Χομπς, του Ντεκάρτ, του Σπινόζα και του Λάιμπνιτζ αντιπροσωπεύουν τις πιο ολοκληρωμένες αναμετρήσεις με αυτά τα καινούρια καθήκοντα και θέτουν τους νέους όρους με τους οποίους θα διεξαχθούν προσεχώς οι φιλοσοφικές αναμετρήσεις. Και κοινό υπόβαθρο στην κοσμοεικόνα όλων είναι, όπως αναδρομικά εμφανίζεται, η νέα φυσική που σχηματίζεται παράλληλα μαζί τους.

Δεν θα ήταν λάθος να πει κάποιος ότι τα μεγάλα, ορθολογικά λεγόμενα, συστήματα του 17ου αιώνα είναι ισάριθμες ερμηνείες του νέου μηχανιστικού κοσμοειδώλου, όπως αποκρυσταλλώθηκε τελικά στη νευτώνεια φυσική. Τα λέμε «ορθολογικά» επειδή βασίζονται σε μια υπεραισιόδοξη εκτίμηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου Λόγου, που εγγυάται (παρά τον σαρδόνιο μορφασμό του Πασκάλ) ότι η απόλυτη γνώση είναι εφικτή. Ποιος όμως την εγγυάται; Θα πρέπει να είναι ο ίδιος εκείνος που εντέλλεται το νέο φυσικοεπιστημονικό εγχείρημα του ανθρώπου να εξουσιάσει ολοκληρωτικά τη φύση, μία αρχή εκτός και υπεράνω της φύσης, που δεν είναι άλλη από τον παλαιό Θεό της Σχολαστικής. Αυτό είναι και το όριο της ανταρσίας του Ντεκάρτ και της νέας επιστήμης: κάτω από τις ριζικές ανατροπές που εισάγουν αναδύεται η χαλύβδινη πρόθεση να αναθεμελιώσουν την κλονισμένη μεταφυσική σε νέες βάσεις, να παράσχουν νέα ερείσματα στη χριστιανική ευσέβεια, να κάνουν τη μελέτη της φύσης νέα πηγή δόξας του Θεού ο οποίος τη δημιούργησε, του οποίου τη δημιουργική σκέψη εξιχνιάζουν μέσα στους ίδιους τους μαθηματικούς νόμους της φύσης.

Αν αυτή ήταν η ιδεολογία της νέας επιστήμης και του ορθολογισμού του 17ου αιώνα, εκφρασμένη καθαρότερα στον Καρτέσιο, μένει να αναμετρήσουμε την απόκλιση του Σπινόζα, που ήταν ο στοχαστής ο οποίος τη θρυμμάτισε εν τη γενέσει της (πράγμα που δεν του συγχώρησαν ποτέ οι νέες εξουσίες). Με μία και μοναδική κίνηση ο Σπινόζα καταφάσκει και αίρει το απόλυτο πρωτείο του Λόγου, προσυπογράφει μέχρι κεραίας τις αξιώσεις του ορθολογισμού και ανατρέπει τις μεταφυσικές του προκείμενες. Πώς; Διατηρώντας μεν την αισιόδοξη βλέψη του Λόγου στην απόλυτη γνώση, αλλά διαβάζοντας αυτόν τον Λόγο ως εμμενή έκφραση της ίδιας τής φύσης, διά του οποίου κατά κάποιον τρόπο εκείνη γνωρίζει τον εαυτό της. Κάθε δυϊσμός αίρεται, και μαζί του η αυταπάτη ενός Θεού-δημιουργού. Δημιουργική δύναμη και δημιουργημένος κόσμος, Natura naturans και Natura naturata, είναι οι δύο στιγμές της αυτής, εμμενούς και μονοκατευθυνσιακής εκδίπλωσης του κόσμου σύμφωνα με κάθετες και οριζόντιες γραμμές αιτιότητας, όπου μία μοναδική και αυταίτια υπόσταση (causa sui) εκπλέκεται σε άπειρες δευτερεύουσες ουσίες ή διαστάσεις (κατηγορήματα) και άπειρες πεπερασμένες οντότητες (τρόπους) εντός κάθε κατηγορήματος. Δικαιολογημένα οι θεολόγοι τρόμαξαν: σε αυτή την ελάχιστα μηχανική κατά βάθος αντίληψη του κόσμου είδαν τη νεκρανάσταση παλαιών, απειλητικών για τη σύμβασή τους φαντασμάτων – του νεοπλατωνικού μονισμού και του καβαλιστικού πανθεϊσμού, του Αβικένα και του Αβερρόη, του αλύγιστου μάρτυρα Τζορντάνο Μπρούνο…

Ενα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της Ηθικής είναι η μορφή της. Η αυστηρή γεωμετρική άρθρωση μιας διδασκαλίας η οποία δεν εκχωρεί την έσχατη γνωστική δικαιοδοσία στα μαθηματικά, και η τιτλοδοσία «Ηθική» σ’ ένα έργο που πλήττει ανεπανόρθωτα την αξίωση οιασδήποτε αυτόνομης ηθικής και του θεμελιωτικού της αξιώματος, της λεγόμενης «ελεύθερης βούλησης», γεννά επιτακτικά ερωτήματα που δεν έχουν πάψει να προβληματίζουν τους σχολιαστές. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, το πρακτικό περιεχόμενο αυτού του μεγάλου έργου (πέρα δηλαδή από το γνωσιολογικό/οντολογικό, που είναι εμφανώς το πρώτιστο ενδιαφέρον του) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ως «ηθολογία» παρά ως ηθική με τη συμβατική έννοια του όρου. Η ιδιοφυής συμβολή του σε αυτό το πεδίο είναι ό,τι θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «ιατρικοποίηση» των ηθικών αξιολογήσεων: καλό είναι ό,τι μου κάνει καλό, με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε την έκφραση στην περίπτωση των βοτάνων. Και αυτό το μου κάνει καλό (δηλαδή, «αυξάνει τη δύναμή μου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σπινόζα) επεκτείνεται σε όλο των πεδίο των σχέσεων και των συναντήσεων, με πρόσωπα, πράγματα ή ιδέες… Δικαιολογημένα αυτή η σύλληψη ενθουσίασε τον Νίτσε, στην οποία είδε την τελεσίδικη απόρριψη κάθε μονοθεϊστικής κατασκευής της ηθικότητας (που είναι απλή εσωτερίκευση του νόμου, ετερονομία…). Μια τέτοια αναθεμελίωση του ηθικοπρακτικού οδηγεί αβίαστα σε μία συγκεκριμένη πολιτική θέση, που είναι η ριζική αυτοδιεύθυνση της πολιτικής κοινότητας (άλλωστε ο Σπινόζα την έχει αναπτύξει πιο απερίφραστα στα πολιτικά του γραπτά, ιδίως στην πρώτη, αμετάφραστη στα ελληνικά, Θεολογικοπολιτική πραγματεία). Υπό αυτή την οπτική μπορούμε να τον διαβάσουμε ως, ταυτόχρονα, αντι-Καρτέσιο στο οντολογικό πεδίο και αντι-Χομπς στο πολιτικό πεδίο (πρόγονο των ρουσοϊκών αμεσοδημοκρατικών ενδιαφερόντων).

21217819_baruch_spinoza___franz_wulfhagen___1664-limghandler

Πορτρέτο σε λάδι του Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677) από τον ζωγράφο Φραντς Βούλφχαγκεν (Βρέμη, 1664). Τα έργα τού ολλανδοεβραίου φιλοσόφου δεν έγιναν πλήρως κατανοητά παρά μόνο χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία 44 ετών

Κάποιοι είδαν στην υιοθέτηση μιας σχεδόν κωδικοποιητικής μαθηματικής γλώσσας τη συνέπεια μιας έλλειψης πραγματικής μητρικής γλώσσας στον Σπινόζα. Στην οικογένειά του μιλούσε τα πορτογαλικά της καταγωγής τους, στον κοινωνικό του περίγυρο, τα ολλανδικά, στη Συναγωγή μελετούσε τα εβραϊκά και η ακαδημαϊκή επαφή του με τη σύγχρονη επιστήμη ήταν προπαντός στα λατινικά… Η υπόθεση είναι εύλογη, δεν πρέπει όμως να μας διαφύγουν οι ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις της γλωσσικής του εξορίας. Ο Σπινόζα έζησε τη ζωή του σαν πολλαπλά αποσυνάγωγος: καμία κοινότητα δεν ήθελε να αποδεχθεί αυτή τη βαθιά απελευθερωτική σκέψη, κανείς δεν του έτεινε την προστασία του, και με πλήρη επίγνωση της απόκλισής του ο ίδιος κινήθηκε πάντα με συνετή μυστικότητα. Μήπως αυτή η μυστικότητα είναι και το έσχατο κλειδί της ερμητικής μαθηματικής διατύπωσης της διδασκαλίας του;

Εν πάση περιπτώσει, η ελληνική μετάφραση που έχουμε στα χέρια μας συμβάλλει στη λύση πολλών ορολογικών προβλημάτων, ενώ γεννά μία γόνιμη συζήτηση πάνω σε άλλα. Οι όροι affectio και affectus, για να πάρω ένα παράδειγμα, που έχουν επί πολύ απασχολήσει τους μεταφραστές, εδώ αποδίδονται ως «επηρεασμός» και «συναισθηματική επήρεια». Το «επηρεασμός» είναι μια πολύ ικανοποιητική λύση (σαφώς επιτυχέστερη από τα δοκιμασμένα «διάθεση», «πάθηση», κ.ο.κ.), ενώ το «συναισθηματική επήρεια» ικανοποιεί λιγότερο, κυρίως λόγω της περιφραστικότητάς του. Θα μπορούσε κάποιος να συζητήσει και την απόδοση του conatus ως «προσπάθεια», διότι στα ελληνικά ο όρος δηλώνει κάτι πολύ πιο σχεδιασμένο και νοηματικά μεσολαβημένο απ’ ό,τι υπονοεί αυτή η θεμελιώδης έννοια του Σπινόζα (που αντιπροσωπεύει ό,τι περιφραστικά θα λέγαμε «ορμή αυτοκατάφασης», συναιρώντας μέσα της την cupiditas και τον appetitus). Η Β. Γρηγοροπούλου πάντως συζητάει πολλές από αυτές τις επιλογές στην εκτενή Εισαγωγή της και -καθόλου αμελητέο- διασταυρώνει, όπου αυτό αποδεικνύεται διαφωτιστικό, κάποιες διατυπώσεις της Ηθικής με παράλληλες πραγματεύσεις αντλημένες από τις Επιστολές του Σπινόζα.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου