Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο ΕΚΠΑ. Το 1937 προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Το 1940 συμμετείχε στη συγκρότηση ομάδας, η οποία εναντιώθηκε στο «σωβινιστικό προσανατολισμό» του ΚΚΕ. Το 1943 εντάχθηκε στην τροτσκιστική ομάδα του Άγι Στίνα. Το 1944 δημοσίευσε τα πρώτα κείμενά του στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής. Το 1945 έφυγε μαζί με άλλους Έλληνες διανοούμενους, με το πλοίο Ματαρόα, για τον Τάραντα και από εκεί για το Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς, καθώς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Το 1946 συγκρότησε, μαζί με τον Claude Lefort και ορισμένα άλλα μέλη, μια τάση στο PCI, η οποία αποχώρησε εντέλει από το τροτσκιστικό κόμμα το 1948. Το ίδιο έτος, ο Καστοριάδης και ο Lefort ίδρυσαν την ιστορική πλέον ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, η οποία από το 1949 μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Η ομάδα διαλύθηκε με κοινή απόφαση των μελών της, στο τέλος του 1966. Από το 1948 έως το 1970 ο Καστοριάδης εργάστηκε ως οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ. Το 1974 άρχισε να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση, δραστηριότητα την οποία συνέχισε έως το τέλος της ζωής του. Το 1979 εξελέγη διευθυντής της Écoles des Hautes Études en Sciences Sociales. Πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
- (2015)Δημοκρατία και σχετικισμός, Στάσει Εκπίπτοντες
- (2015)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο, Κριτική
- (2015)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Η Πόλις και οι νόμοι, Κριτική
- (2015)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο, Κριτική
- (2015)Στο Radio Libertaire, Στάσει Εκπίπτοντες
- (2012)Η δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, Στάσει Εκπίπτοντες
- (2011)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο, Κριτική
- (2010)Ακυβέρνητη κοινωνία, Ευρασία
- (2008)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Η Πόλις και οι νόμοι, Κριτική
- (2008)Παράθυρο στο χάος, Ύψιλον
- (2007)Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον
- (2007)Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο, Κριτική
- (2007)Πρώτες δοκιμές, Ύψιλον
- (2007)Χώροι του ανθρώπου, Ύψιλον
- (2005)Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Ύψιλον
- (2005)Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον
- (2005)Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, Ύψιλον
- (2004)Φιλοσοφία και επιστήμη, Ευρασία
- (2001)Διάλογοι, Ύψιλον
- (2001)Ο Πολιτικός του Πλάτωνα, Πόλις
- (2000)Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον
- (1999)Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κέδρος – Ράππα
- (1999)Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον
- (1999)Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, Ύψιλον
- (1998)Η ορθολογικότητα του καπιταλισμού, Ύψιλον
- (1987)Καιρός, Ύψιλον
- (1987)Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση, Ύψιλον
- (1986)Η γαλλική κοινωνία, Ύψιλον
- (1986)Μπροστά στον πόλεμο, Ύψιλον
- (1985)Η γραφειοκρατική κοινωνία, Ύψιλον
- (1985)Η γραφειοκρατική κοινωνία, Ύψιλον
- (1984)Η πείρα του εργατικού κινήματος, Ύψιλον
- (1980)Ουγγρική επανάσταση 1956, Ύψιλον
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
- (2014)Η κουλτούρα του εγωϊσμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις
- (2011)Η εγγύτητα, Πινακοθήκη Γρηγοριάδη
- (2011)Η εγγύτητα, Principia
- (2011)Η κριτική παιδαγωγική στον νέο μεσαίωνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
- (2010)Φιλοσοφία και επιστήμη, Ευρασία
- (1992)Από την οικολογία στην αυτονομία, Κέδρος – Ράππα
- (1992)Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς, Αλεξάνδρεια [εισήγηση]
- (1984)Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; Σκέψεις πάνω στην ανάπτυξη και την ορθολογικότητα, Ύψιλον
- (1983)Λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη, Ύψιλον
*********************************************************************************
Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι ρίζες του μίσους
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία«διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.
Κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, οι δύο διαστάσεις του μίσους χαλιναγωγούνται σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά τις πιο δραματικές εκδηλώσεις τους. Εν μέρει αυτό επιτυγχάνεται μέσω του μόνιμου αντιπερισπασμού που ασκείται στην καταστροφική τάση από τους«εποικοδομητικούς» κοινωνικούς σκοπούς – την εκμετάλλευση της φύσης, τον συναγωνισμό διαφόρων ειδών (τις «ειρηνικές» αγωνιστικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, τον οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό, κτλ). Όλες αυτές οι διέξοδοι κατευθύνουν ένα μέρος του μίσους και της «διαθέσιμης» καταστροφικής ενέργειας, αλλά όχι το σύνολο τους.
Το κομμάτι του μίσους και της καταστροφικότητας που απομένει φυλάσσεται σε μία δεξαμενή έτοιμη να μετατραπεί σε καταστροφικές δραστηριότητες, σχηματοποιημένες και θεσμοθετημένες, που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων – δηλαδή να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η «αιτία» του πολέμου. Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος, όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός, του πόλεμοι».
Το μίσος καθορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσω αυτού, Η φράση του Αντρέ Μαλρό «είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητα τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένη, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά.
Και αυτό, με τη σειρά του, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις ψυχικές ανάγκες του ατόμου. Γιατί ό,τι υπάρχει πέρα από τον κύκλο σημασιών που τόσο επίπονα περιέβαλε στον δρόμο προς την κοινωνικοποίηση είναι λανθασμένο, άσχημο, ασύνετο. Το αυτό συμμερίζεται η ομάδα στην οποία ανήκει: φυλή, χωριό, έθνος, θρησκεία. Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι κάθε απειλή προς τις θεσμοθετημένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν τα άτομα, βιώνεται από αυτά ως πιο σοβαρή από μία απειλή κατά της ζωής τους,
Τα χαρακτηριστικά αυτά παρατηρούνται με μεγαλύτερη ένταση στις εντελώς κλειστές κοινωνίες: στις αρχαϊκές ή παραδοσιακές αλλά ακόμη περισσότερο στις σύγχρονες απολυταρχικές. Η κύρια απάτη είναι πάντα: οι κανόνες μας είναι το καλό· το καλό είναι οι κανόνες μας· οι κανόνες μας δεν είναι ίδιοι με τους δικούς τους· άρα οι κανόνες τους δεν είναι καλοί. Επίσης: ο θεός μας είναι ο αληθινός· η αλήθεια είναι ο θεός μας· ο θεός μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους· άρα ο θεός τους δεν είναι ο αληθινός.
Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.
Δεν απομένει λοιπόν παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δεν συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση «μη θρησκευτικών» πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματική στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;
Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες «ανεπτυγμένες» και «δημοκρατικές».
Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν τον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να “εξηγήσουμε» γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση, και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική «εξήγηση».
Μπορώ μόνο να αναφέρω έναν παράγοντα που αφορά τις μαζικές εκρήξεις εθνικού και ρατσιστικού μίσους στη σύγχρονη εποχή. Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα» και όξυνε το μίσος προς τους ξένους. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες που υφίστανται το σοκ της εισβολής του μοντέρνου τρόπου ζωής, άρα και την κονιοποίηση των παραδοσιακών σημείων αναφοράς με τα οποία ταυτίζονται τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του θρησκευτικού και/ή εθνικού φανατισμού.
Μία τελευταία παρατήρηση που αφορά ον ρατσισμό. Το κύριο και καθοριστικό χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η «απαραίτητη μη μετατρεψιμότητα» του άλλου. Ο θρησκευτικά μισαλλόδοξος δέχεται με χαρά τον προσηλυτισμό των απίστων ο «λογικά» εθνικιστής χαίρεται όταν ξένα εδάφη προσαρτώνται στη χώρα του και οι κάτοικοι τους «αφομοιώνονται» Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του ρατσιστή. Οι γερμανοί εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ· αλλά οι ναζιστές ούτε να το ακούσουν.
Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι «μη μετατρέψιμο». Γι’ αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μετατρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: το χρώμα του δέρματος του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του. Τέλος, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτή την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας.
Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».
*******************************************************************
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η ζωή και το έργο ενός ανυπότακτου διανοητή
Francois Dosse
Castoriadis – Une vie
Editions La Decouverte, 2014,
σελ. 500, τιμή 25 ευρώ
* Η βιογραφία «Καστοριάδης – Μια ζωή» αναμένεται στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις
Υπάρχουν βιβλία που γράφονται στο πόδι και προκαλούν απλώς θόρυβο. Ας σκεφθούμε μαζί ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα: το «Ευχαριστώ για τη στιγμή» της Βαλερί Τριερβελέρ, της αλλοτινής συντρόφου του κατακρημνιζόμενου γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Υπάρχουν όμως και βιβλία που γράφονται με γνώση και κοπιαστική επιμέλεια, εμφανίζονται αθόρυβα και ερεθίζουν ευγενέστερα ανθρώπινα ένστικτα. Αναφερόμαστε στην πρώτη επίσημη βιογραφία του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922 – 1997), την οποία συνέγραψε ο 64χρονος ιστορικός Φρανσουά Ντος, ένας από τους πλέον παραγωγικούς μελετητές των σύγχρονων ρευμάτων στις κοινωνικές επιστήμες στη Γαλλία.
«Η μεγάλη συνεισφορά του Καστοριάδη, όχι μόνο στη φιλοσοφική σκέψη αλλά ευρύτερα σε όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα στην Ιστορία, είναι αναμφίβολα η ανάδειξη της διάστασης της φαντασίας – στην οποία ο ίδιος έφθασε μετά την καθοριστική, κριτική στροφή του προς την ψυχανάλυση και την αμφισβήτηση του μαρξισμού -, είναι η ανάδειξη της πρωταρχικής σημασίας αυτού που ο ίδιος ονόμασε “κοινωνικό φαντασιακό”, αυτό το μάγμα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Ο Καστοριάδης μάς υπέδειξε πώς να σκεπτόμαστε την κοινωνία σαν κάτι που φτιάχνει, που συνεχώς δημιουργεί τον εαυτό του. Για τον Καστοριάδη η φαντασία ήταν ο κινητήριος μοχλός της Ιστορίας».
Ο Καστοριάδης δημιούργησε επί της ουσίας στη Γαλλία. Και ευνοήθηκε, όπως γράφετε, από αυτό που ο Εντσο Τραβέρσο αποκαλεί «επιστημολογικό πλεονέκτημα της εξορίας». Πώς εμπλούτισε ο Καστοριάδης το πνευματικό περιβάλλον της χώρας σας στη μεταπολεμική περίοδο;