Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 13 Δεκ 2020
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ      Αντίο
Κλίκ για μεγέθυνση
13 Δεκεμβρίου 2020
 
 


Αντίο

Η Άννα κοίταξε δίπλα της το μικρό ρολόι.
Είναι έξι και δέκα. Αυτή την ώρα
άλλη φορά ήταν νύχτα πια απ’ τις έξι.
Σκοτεινά. Τώρα η ώρα μετακόμισε.
Γύρω της, στην καρέκλα, στο πάτωμα,
στον τοίχο, είναι απλωμένα ρούχα·
σπάγγοι κόκκινοι και άσπροι·
τακούνια ψηλά με παπούτσια·
μια ομπρέλα στη γωνιά, πεσμένη
ανάσκελα σαν κότα “κούκου”
φωνάζει
“δεν πέρασαν ακόμα οι εποχές της βροχής”.
Το Μάρτη πια δε συναχώνεσαι,
σκέφτηκε η Άννα,
μπαίνει καλοκαίρι.
Δίπλα της το ρολόι πήδησε αιφνίδια στις εφτά.
Άφησέ το να παίξει, είναι μωρό
έλεγε η Άννα – και θα μεγαλώσει.
Άμα πέθανε η Σοφία μια μέρα
στον τελευταίο πόλεμο,
που την σκότωσαν δηλαδή
οι Πέρσες – στο μπαούλο της
βρέθηκε ένα γράμμα κι έλεγε:
¨Κουρδίζω το ρολόι μου κάθε νύχτα
στις 11. Σας παρακαλώ να το θυμάστε”.
Η Σοφία λοιπόν. Και τι γράμμα
καταπληχτικό.

Έπιασε την πληγή της. Το ‘χε πάρει συνήθεια.
“Θα φαίνεται γιαρέ;”
τον ρώτησε στην αλλαγή. Δηλαδή το σημάδι.
“Αν το θελήσετε, Άννα” της είπε με χαμόγελο.
Την είχε στην κοιλιά
λίγο κάτω απ’ τη μέση.
Τον κοίταξεε στα μάτια. Σα να τον έβλεπε
πρώτη φορά. Τι να γίνεται τώρα;
Ποιος να βρίσκεται εκεί;
Ποιον να φωτίζουν άραγε τα πέντε
γυάλινα φώτα;

Τα ρούχα την περίμεναν όμως γύρω.
Να φύγουνε. Και κάποιοι της λέγαν:
“Φύγε. Φύγε, Άννα. Μάζεψε τα ρούχα σου”.
Έπιασε την πληγή της που το ‘χε από συνήθεια.
Ρούφηξε ένα τσιγάρο. Ένας ντεκές είχε γίνει
το στόμα της. Απ’ τον καπνό.
Κιτρίνισαν τ’ άσπρα της δόντια.
Ήταν άλλοτε κάτασπρα.
Ένας ντεκές είχε γίνει κι η καρδιά της.
Απ’ τη ζωή.
Βλάστησε το πολυτρίχι εκεί-μέσα
Και φούμο.
Ήτανε σαν τις μέρες τις παλιές
της παρέλασης, που δεν εδίσταζαν ακόμα
οι βασιλιάδες, και πέρναγαν αλόγατα
με ποδοβολητό, εξάτμιζαν από τα χτήνη
οι ιδρώτες, και της μικρής της φίλης
της Κάκιας η μητέρα,
της έλεγε στο γυρισμό:
“Κάκια, τα ρουθουνάκια σου! Πλύνε τα
κοριτσάκι μου καλά-καλά. Απ’ τις σκόνες”.
Μα τέτοιο εργαλείο πού να το βρεις
τόσο πελώρια για να τα καθαρίσει.
Όχι – δεν εγινότανε.
Κι έμενες λοιπόν με τη σκόνη.

Και σήμερα το απόγευμα πέρασε  μια κυρία
στο δρόμο μ’ ένα μωβ φτερό.
“Το  βέβαιο είναι” είπε η Άννα
“πως έχει αυτή η κυρία δίκιο”.
“Τέλειωσε πια ο πόλεμος”.
Ο καφές μύριζε μαστίχα.
Τα ρούχα γύρω περιμένουν.
Ήταν εφτά και λίγο.
Κι έχει τελειώσει ο πόλεμος.

Είχε το όλον η Άννα στη ζωή της
πόσους; Είχε κάποιους έρωτες.
Ο πρώτος ήταν δάσκαλος.
Καθόταν στην άκρη του θρανίου
και αυτός της έδειχνε στη χρηστομάθεια.
Τι τρομερές φουρτούνες εκείνο το χρόνο.
Κλείνανε τις μεσόπορτες κι ο αέρας φυσούσε.
“Μπουνεντογάρμπι έβαλε μπρος!”
τους έλεγε ο Λουρέτζος που είχε ένα πάπου ναύτη
που του ‘φαγε σκυλόψαρο το μισό του ποδάρι
από κάτω απ’ το γόνατο.
Κι έτριζαν τα θεμέλια.
Και κουνιόνταν οι τάβλες της τάξης του βοριά.
Κι η Μαρούσα τους έλεγε κρυφά-κρυφά των κοριτσιώ:
“Είναι κοντή η ποδιά και μ’ ανεμίζει από μέσα
η φουρτούνα το βρακί μου”.
Και τ’ αγόρια κολλούσαν τη μούρη τους στα τζάμια.
Πέρα άφριζε ο χειμώνας.
Κατέβαιναν τα σύννεφα και κάθιζαν στο κύμα.

(Αλμπισόλα – Βερολίνο, 1961 – “Θαλασσινά”, 1961)

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973). Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή.

Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946).

Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ.

Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου.

Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Άπαντα Μέλπως Αξιώτη Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω 311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου