Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 21 Ιαν 2021
Τζορτζ Όργουελ: Σκιαγράφησε αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος
Κλίκ για μεγέθυνση

 



 
O Έρικ Άρθουρ Μπλερ [Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950], γνωστός περισσότερο με το συγγραφικό του ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό.
 
Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ού αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του. Ο Όργουελ έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις. Είναι διάσημος για το δυστοπικό μυθιστόρημα 1984 (1949) και την αλληγορική νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων (1945). Το βιβλίο του Φόρος Τιμής στην Καταλωνία (1938), είναι μία καταγραφή των εμπειριών του από τον Ισπανικό Εμφύλιο και είναι ευρέως αναγνωρισμένο, όπως και τα πολυάριθμα δοκίμιά του πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά. Το 2008, οι Times, τον κατέταξαν ως δεύτερο στη λίστα με τους “50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945”.

George Orwell (pen name for Eric Blair), in his wartime role as broadcaster at BBC.

 
Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης.
 Ο Τζορτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοτιάρι της Βρετανοκρατούμενης Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
 
Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν ένας εύπορος κύριος από το Ντορσέτ, που νυμφεύθηκε τη Λαίδη Μαίρη Φέιν, θυγατέρα του Τόμας Φέιν, 8ου Κόμη του Γουέσμορλαντ και ήταν εισοδηματίας, καθότι γαιοκτήμονας φυτειών στην Τζαμάικα. Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλερ, ήταν κληρικός. Αν και οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος ο Έρικ Μπλερ, περιέγραφε την οικογένειά του, ως «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης». Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλερ, εργάστηκε στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου. Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλερ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Ο Έρικ είχε δύο αδελφές, την Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή του και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή του. Όταν ήταν ενός έτους, η μητέρα του, τον πήγε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του στην Αγγλία. Το σπίτι των προγόνων του στο Μοτιάρι της Ινδίας έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο ιστορικής σημασίας.
 
Το 1904 η Άιντα Μπλερ εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στο Χένλεϊ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσαϊρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του Ρίτσαρντ Μπλερ μέχρι το 1912. Το ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, διηγείται μία ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
 
Η οικογένεια μετακόμισε στο Σίπλεϊκ πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο Έρικ έπιασε φιλίες με την οικογένεια Μπάντικομ, ειδικά με την κόρη τους, την Υακίνθη. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σε ένα χωράφι. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε «Πως σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά». Η Υακίνθη και ο Έρικ διάβαζαν και έγραφαν ποίηση και ονειρεύονταν να γίνουν διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να έγραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ.Τζ.Γουέλς. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, διασκέδαζε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και παρατηρώντας πουλιά με τα αδέρφια της Υακίνθης.
 
Όταν έγινε 5 ετών, ο Έρικ εστάλη μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Επρόκειτο για μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούσαν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903. Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλερ, Κάρολος Λιμουζίν, συνέστησε το σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Ίστμπορν, στο Ανατολικό Σάσεξ. Ο Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ίστμπορν, όπου είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. O διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλερ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε γνώριζε τίποτε για τα μειωμένα δίδακτρα αν και αντελήφθη ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Ο Μπλερ μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο “Such, Such Were the Joys”, που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως ο Μπλερ συνάντησε και τον Κύριλος Κόνολι, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ.
 
Ο Μπλερ έγραψε δύο ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χένλεϊ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών. Ήρθε δεύτερος πίσω από τον Κόνολι στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάροου, δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια του Ουέλινγκτον και του Ίτον.
 
Τον Ιανουάριο του 1917 ο Μπλερ, έλαβε θέση στο Ουέλινγκτον, όπου παρέμεινε για το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ίτον. Σπούδασε στο Ίτον ως το Δεκέμβριο του 1921, οπότε και έφυγε σε ηλικία 18,5 ετών. Ο Όργουελ ανέφερε στην παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση». Ο βασικός καθηγητής του ήταν ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολέγιο Αγ. Τριάδος (Τρίνιτι), του Κέμπριτζ, που του έδινε και επαγγελματικές συμβουλές. Ο Μπλερ διδάχτηκε Γαλλικά από τον Άλντους Χάξλεϊ. Ο Στίβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλερ στο Ίτον, παρατήρησε ότι ο Όργουελ και οι σύγχρονοί του εκτιμούσαν το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϊ. Ο Κόνολι ακολούθησε τον Μπλερ στο Ίτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δε σχετίζονταν.
 
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλερ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλερ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλερ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλερ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.
 
Η γιαγιά του Μπλερ, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
 
Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ’ όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. ‘Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.
 
Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υπο-περιφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. Στο τέλος του 1924, πήρε προαγωγή ως βοήθος επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετήθηκε στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Στο Syriam βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας Πετρελαίου της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλερ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, “για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης”. Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Insein, την έδρα της φυλακής του Insein και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee). Αυτή εντόπισε πάνω του την “αισθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες.
 
Τον Απρίλιο του 1926 μετακόμησε στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Του επιτράπηκε να λάβει αναρρωτική άδεια στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, όπου και έμεινε τον Ιούλιο λόγω της ασθένειάς του. Σε αυτό το διάστημα τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτίμησε τη ζωή του. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμινία, να παραιτηθεί απο την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια Η Κρεμάλα (1931) και Πυροβολώντας έναν ελέφαντα (1936).
 
Στην Μπούρμα, ο Μπλερ απέκτησε τη φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησίασμα στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπίντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλερ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά».
 
Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
 
Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.
 
Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακόμισε στο Λονδίνο. Ο Ρουθ Πίτερ, ένας οικογενειακός φίλος, τον βοήθησε να βρει κατάλυμα. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλο. Μάλιστα, σε αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα όπου τιμά την παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή του Πίτερ στο κίνημα θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της κυρίας Μπλερ. Ο Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλερ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε.
 
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
 
 Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
 
 Με την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ’ όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
 
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
 
Ο αντικομμουνισμός του Όργουελ έφτασε σε τέτοιο σημείο, που το 1949 παρέδωσε 38 ονόματα συμπαθούντων την Αριστερά στην Βρετανική κυβέρνηση, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και άλλοι.
 
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
 
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία 47 ετών.
 
Το 1958 η χήρα του Σόνια σε συνεργασία με τον Ίαν Άνγκους επιμελήθηκε και εξέδωσε σε τέσσερις ογκώδεις τόμους το σύνολο σχεδόν των δοκιμίων, των άρθρων, των βιβλιοκρισιών, των επιστολών αλλά και των ημερολογίων που κράτησε κατά καιρούς ο Όργουελ.
 
Μυθιστορήματα
 
Down and Out in Paris and London (1933)
Burmese Days (Μέρες της Μπούρμα, 1934) (ελλην.μετάφρ. Στ. Ροζάνη, “ΔΩΔΩΝΗ”)
A Clergyman’s Daughter (Η κόρη του παπά, 1935) (ελλην.μετάφρ. Αμίκα Λυκιαρδοπούλου, “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ”)
Keep the Aspidistra Flying (ελλην. τίτλος Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας, 1936) (ελλην.μετάφρ. Δ. Κωστελένος, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ”)
The Road to Wigan Pier (1937)
Coming Up for Air (1939)
Animal Farm (Η Φάρμα των Ζώων, 1945) (ελλην. μετάφρ. Χούνος, “ΑΓΚΥΡΑ”)
Nineteen Eighty-Four, (Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα 1949) (ελλην. μετάφρ. Ν. Μπάρτης, “ΚΑΚΤΟΣ”)
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου