Ἀνοίγω τρίτο, καὶ ἰδοὺ ἐμπρός μου ἐλεγεῖον
σ’ ἕνα πτωχὸν ἀπόμαχον κι’ ἀρχαῖον θυρωρόν,
κεραυνοβόλος σάτυρα εἰς ἕνα Ὑπουργεῖον
καὶ θούριον στοὺς Κρητικοὺς μακρὺ καὶ φλογερόν.
Ἀνοίγω τὰ ντουλάπια μου γιὰ νὰ τὰ καθαρίσω,
νὰ δῶ τι ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὸν ἄλλον χρόνον,
ἀλλὰ τὰ βλέπω ἀδειανὰ καὶ μόνο πίσω πίσω
βρίσκω σὲ κίτρινο χαρτὶ κόνιν ἐντομοκτόνον.
Ἀνοίγω καὶ τὴν κάσσα μου νὰ δῶ τι ἀπομένει,
καὶ γιὰ νὰ δῶ καλλίτερα καὶ τὰ γυαλιὰ φορῶ,
καὶ βρίσκω μιὰ τοῦ Ὄθωνος δεκάρα σκουριασμένη
καὶ δυὸ ἀπολυτήρια ἀπ’ τὸν παλῃὸ καιρό.
Σφαλῶ καὶ τὰ ντουλάπια μου, σφαλῶ καὶ τὰ τεφτέρια,
φιλῶ καὶ τὴν φαμίλια μου μ’ ἀγάπη καὶ λατρεία
καὶ ψάλλω μ’ ἦχον πλάγιον σταυρώνοντας τὰ χέρια,
«Ἅη Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία».