Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 26 Ιούν 2022
O μεγάλος εξόριστος
Κλίκ για μεγέθυνση











26.06.2022, 16:15

 

 
 
Για τον Κουαζίμοντο, να χτίσεις το αύριο σημαίνει πάνω απ’ όλα να μην ξεχνάς το χθες, τα διδάγματα όσων, με τη θυσία τους, άνοιξαν τον δρόμο και έδειξαν την πορεία.

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο είναι, μαζί με τον Σάμπα, τον Ουνγκαρέτι και τον Μοντάλε, από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα και η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του ιταλικού «ερμητισμού». Από την πρώτη του συλλογή «Acque e terre» (Νερά και χώματα, 1930), σε μια εναλλαγή λογοτεχνικών επιδράσεων, ο Κουαζίμοντο «ανακρίνει τη θάλασσα και τη γη», κοιτάει τη Σικελία του που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, με το ερωτευμένο μάτι του μετανάστη, δηλώνει τον πόνο του εξόριστου σε νοσταλγικούς τόνους. Δημιουργεί την «ποιητική του λόγου», προσανατολισμένη στις αξίες της ποσότητας του απόλυτου λόγου.

Με τη συλλογή «Oboe som-merso» (Καταποντισμένο όμποε, 1932), η ανάμνηση του νησιού γίνεται ακόμη πιο μελαγχολική, οι λέξεις πιο λυτές, ουσιώδεις. Από τη Σικελία της Εδέμ, ο Κουαζίμοντο περνά στη Σικελία του μύθου με την «Erato e Apollion» (Ερατώ και Απόλλων, 1936). Στη νέα συλλογή δεν αισθάνεται πια μόνο Σικελός αλλά, ταυτόχρονα, και Ελληνας, μέσα από ζωντανές μνήμες σ’ ένα συναίσθημα που συγχέει τον αρχαίο κλασικό μύθο με το ιστορικό παρόν.

Μ’ αυτή τη συλλογή τελειώνει η ερμητική περίοδος του Κουαζίμοντο, που από την ποιητική του λόγου καταλήγει μέσα από τον στίχο στο Ed e’ subito sera (Και πέφτει η νύχτα, 1942) στην ποίηση της πραγματικότητας και της αληθινής και σύγχρονης ιστορίας («Μόνος στην καρδιά της γης / με μια ηλιαχτίδα διαβατάρικη στο στήθος: / και πέφτει η νύχτα»).

Φτάνουμε έτσι στις «Poesie nuove» (Νέα ποιήματα, 1942), μια συλλογή όπου συρρέουν τα λυρικά κομμάτια γραμμένα μεταξύ του 1936 και του 1942. Το επίθετο «νέα» θέλει να υπογραμμίσει τη ρήξη με την προηγούμενη παραγωγή, σαν να ήθελε να προειδοποιήσει τον αναγνώστη γι’ αυτή την αλλαγή που τον οδήγησε σε νέες λύσεις.

Το 1940 αρχίζει τη δραστηριότητα του μεταφραστή με τους Ελληνες λυρικούς κι αυτή η ενασχόληση τον βοηθά να εκλεπτύνει την ποιητική τεχνική του. Οι κλασικοί ποιητές παρουσιάζονται στον αναγνώστη μέσα από μια προσωπική μεταγραφή, τέτοια που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αρχαία κείμενα ξαναζούν με μια μοντέρνα ευαισθησία.

Μια αποφασιστική και καθαρή ρήξη με τις προηγούμενες συλλογές, και σε επίπεδο περιεχομένου, παρατηρείται με την «Giorno dopo giorno» (Μέρα με τη μέρα, 1947). Ο Κουαζίμοντο εδώ στρατεύεται, η φωνή του υψώνεται μέσα από τα ερείπια και τον πόνο του πολέμου για να καταδικάσει τη βαρβαρότητα. Ο λόγος του ηχεί στη δραματική και δραματοποιημένη ακινησία. Μετά από χρόνια σιωπής, η ποίηση ανακαλύπτει στον Κουαζίμοντο την ηθικο-κοινωνική της αποστολή: ο ποιητής προσφέρει την πένα του στην εθνική και αντιφασιστική υπόθεση, γίνεται άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους και ξαναβρίσκει στον ενδεκασύλλαβο, τον κατ’ εξοχήν στίχο της ιταλικής λογοτεχνικής παράδοσης, την ιδανική μετρική δομή.

Οταν, με το τέλος του πολέμου, ο κόσμος καταφεύγει στην ανέλπιστη ειρήνη, σαν σε όνειρο η φωνή του Κουαζίμοντο για άλλη μια φορά αναστατώνει τις ψυχές με τη συλλογή με τον προγραμματικό τίτλο «La vita non e` un sogno» (Η ζωή δεν είναι όνειρο, 1949). Τώρα πια ο ποιητής βρίσκεται βαθιά στην πραγματικότητα του καιρού, θέλει να μιλήσει στους ανθρώπους, να τους ανοίξει τα μάτια και την καρδιά τους στην αλήθεια: «σήκωσε το κεφάλι, η γη δεν τρέμει πια / ούρλιαξε τον έρωτα, κέρδισε, αν θες τον κόσμο».

Το ίδιο θέμα γίνεται ακόμη πιο έντονο στη συλλογή «Falso e vero verde» (Πράσινο αληθινό και ψεύτικο, 1956): εδώ το παρελθόν συγχέεται με το παρόν και είναι και τα δυο γεμάτα πόνο. Για τον Κουαζίμοντο, να χτίσεις το αύριο σημαίνει πάνω απ’ όλα να μην ξεχνάς το χθες, τα διδάγματα όσων, με τη θυσία τους, άνοιξαν τον δρόμο και έδειξαν την πορεία («Στους αδελφούς Τσέρβι» και «Αουσβιτς», είναι οι τίτλοι δύο φωτεινών ποιημάτων).

Οι τελευταίες συλλογές «La terra impareggiabile» (Απαράμιλλη πατρίδα, 1959) και «Dare e avere» (Δούναι και λαβείν, 1966) δηλώνουν μια επιστροφή στα πρώτα του θέματα και μοντέλα. Ο Κουαζίμοντο, απογοητευμένος από την ποιότητα των ανθρώπων, φαίνεται να αναγνωρίζει την αποτυχία του. Το μήνυμά του έπεσε στο κενό, ο λόγος, πάνω στις σελίδες, περιμένει μάταια, τώρα πια ούτε οι αρχαίοι μύθοι των κλασικών μπορούν να του προσφέρουν μια σανίδα σωτηρίας. Πίσω από τον «δεύτερο Κουαζίμοντο», ξεπροβάλλει ο «πρώτος», της αναλογικής σύντμησης, του πλαστικού και ουσιώδη λόγου. Είναι τα χρόνια που ο ποιητής, βαριά άρρωστος, αισθάνεται τον θάνατο να πλησιάζει: «Γράφω λέξεις και αναλογίες, προσπαθώ / να χαράξω μια σχέση πιθανή / ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Το παρόν είναι μακριά μου / και δεν μπορεί να με χωρέσει ολόκληρο».

*Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου