Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 23 Απρ 2022
Γιώργος Γεραλής: ποιητής διαχρονικός συμβολιστής και δίκαιος
Κλίκ για μεγέθυνση








  • Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ

Ο Γιώργος Γεραλής (1917-1996) είναι για πολλούς λόγους από τους σημαντικούς ποιητές στοιχεία που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Αξιόλογος, ευαίσθητος, με αρχές και σταθερές αξίες, εξαιρετική γνώση και ευρυμάθεια, φέρνει σ’ εμάς μια Τέχνη αέρινη στο περιεχόμενό της, άσπιλη και διαυγή στα νοήματά της, στέρεη και περίτεχνη στη μορφή της. Είναι μια Τέχνη, που ο δημιουργός της ξέρει γιατί και πώς γεννιέται και τι υπηρετεί. Και ο Γιώργος Γεραλής παρουσιάζει αυτή την Τέχνη σε μια δύσκολη εποχή, που σωρεύει σε μικρό χρόνο πολλαπλάσιο παρελθόν και κατά συνέπεια εμπειρία (δικτατορίες, πόλεμοι, Χιροσίμα, εμφύλιος, αποστολή στη σελήνη, Μάης του ’68, Πολυτεχνείο, Κύπρος, αλλαγές κοινωνικές – πολιτικές – πολιτιστικές – τεχνολογικές). Και το κάνει ακλόνητος, ανυπόταχτος σε εξουσίες και μακριά από ιδεοληψίες, πιστός στην ποιητική και κοινωνική του συνείδηση, ανένταχτος σε δημόσιες σχέσεις, καλλιτεχνικές δοσοληψίες και συναλλαγές, σεμνός, αυθεντικός, χαμηλών τόνων και γι’ αυτό, ευτυχώς, έξω από παρεΐστικες προβολές, δημοσιότητα κυκλωμάτων και, γενικά, αυτό που κάποιοι επιχειρούν να επιβάλλουν ως «αναγνώριση».

Θέλω να τον γνωρίσουμε με δύο τρόπους.

Ο πρώτος είναι σχετικά εύκολος: ανασυνθέτοντας την πορεία μιας ζωής μέσα από σταθμούς – τίτλους. Γεννήθηκε το 1917 στην Σμύρνη. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά του καλλιτέχνη φωτογράφου Πάνου και της Άννας Γεραλή, που κατάγονταν από την Γέρα Μυτιλήνης (εξ ου και το επώνυμο). (Παρένθεση: Ο Πάνος Γεραλής, που λειτούργησε μετά την Καταστροφή φωτογραφείο στη Νέα Ιωνία  -όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του- θεωρείται μαζί με τη Nelly’s θεμελιωτής της καλλιτεχνικής φωτογραφίας στη σύγχρονη Ελλάδα). Ο Γιώργος Γεραλής σπούδασε στη Νομική και στη Φιλοσοφική Σχολή. Γνώριζε καλά αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.  Είχε συμβολή στη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης (Δημητράτος) και της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού».

Εργάστηκε, επίσης, ως συντάκτης, διευθυντής σύνταξης και επιμελητής σε διάφορες εκδόσεις (Μεγάλα Μουσεία του κόσμου, Φάκελοι Mondadori, τα 100 γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο). Διετέλεσε τμηματάρχης των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) μέχρι το 1964. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με την φιλολογική επιμέλεια εκδόσεων. Η εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας έγινε το 1936 με την πρώτη του δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία». Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Κύκνοι στο λυκόφως» (1939), «Λυρικά τοπία» (1950), «Αίθουσα αναμονής» (Κρατικό Βραβείο 1957), «Τα μάτια της Κίρκης» (1961), «Κλειστός κήπος» (1966), «Ελληνική νύχτα» (1974), καθώς επίσης και την «Ελληνική Μυθολογία» (1959, που αποτελεί μια εξαίρετη ποιητική ανάπλαση των αρχαίων μύθων). Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν τα «Νέα ποιήματα» (1984).

Ακόμα, έχει γράψει το «Ορθογραφικό λεξικό της Δημοτικής γλώσσας» (1964). Μετάφρασε στα ελληνικά έργα των Καμύ, Μωριάκ, Σολζενίτσιν, Φρανσουάζ Σαγκάν, Ρεμπώ, Απολινέρ, Μποντλέρ, Χιμένεζ, Μιλόζ, Βαλερύ κ.ά., απέδωσε στα νέα ελληνικά Αλκαίο, Σαπφώ, Αρχίλοχο, Σιμωνίδη κ.ά., τις τραγωδίες Μήδεια, Τρωάδες, Εκάβη και Ανδρομάχη του Ευριπίδη και Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ και Αντιγόνη (τον Θηβαϊκό Κύκλο) του Σοφοκλή. Διασκεύασε ελληνικά και ξένα παραμύθια, εξέδωσε ελληνική Μυθολογία για παιδιά και δύο μεταφράσματα («Ιππότης Ντ’ Αρτανιάν των Κινέλ και Ντε Μονγκόν και «Ο πρώτος μου γύρος του κόσμου» του Πετρούς).

Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων σχεδόν από την ίδρυσή της, τιμήθηκε με Βραβείο Άντερσεν για τη διασκευή της Ιλιάδας, έχει πάρει δύο φορές Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957 και 1974) Βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα» (1961) (ονομασία επάθλου ιδρύματος Χατζηπατέρα), Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών (1986) για το σύνολο του έργου του. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, βουλγαρικά, πολωνικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Παντρεμένος με την Θέα (Δωροθέα) Ανδρεοπούλου, απόκτησαν μια κόρη, την γνωστή ποιοτική ηθοποιό Άννα Γεραλή.

Ο δεύτερος τρόπος για την γνωριμία του είναι να μιλήσουμε για τους χυμούς αυτής της ζωής. Δηλαδή, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του Γιώργου Γεραλή, να διαπιστώσουμε αν αυτές οι ιδιότητες μπορούν να διεγείρουν τη συνείδησή μας, ώστε να τον αισθανθούμε, να τον αποδεχθούμε, να συν-κινηθούμε και, τελικά, να βιώσουμε κι εμείς τα αισθητικά βιώματά του.

Ο Γεραλής μάς άφησε την Τέχνη του όχημα για να μεταφερόμαστε  στην ψυχή του. Θυμίζω πως κάθε δημιούργημα περιέχει μεν το υποκειμενικό νόημα που προσδίδει ο δημιουργός του, αλλά δεν λέει μονάχα αυτό που προσδοκά ο καλλιτέχνης του. Ξυπνά και σπέρνει μέσα μας αυτόνομα, ανάλογα με το βάθος, τη δύναμη και την υγεία που έχει, καθώς τη γνήσια Τέχνη την καταλαβαίνουμε, όταν μέσα από το δημιούργημα ‒και μαζί με τον δημιουργό του‒ ανακαλύπτουμε και τον Εαυτό μας. Τέτοια είναι η ποίηση του Γιώργου Γεραλή και γι’ αυτό τη θεωρώ σημαντική. Έχει τοποθετηθεί δημόσια μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Είναι διαθέσιμη, θεματικά και μορφικά επίκαιρη, διαχρονική, κατανοητή ‒που σημαίνει αγγίζει και την συνείδησή μας, εγείρει ακόμα και σήμερα το αισθητικό και νοητικό ενδιαφέρον μας, επικοινωνεί, μπορεί να παίρνει σχήμα και ζωή μέσα μας.

Η προσφορά του είναι ενεργητική, δημιουργική, χρήσιμη και δεν χωράνε σε μια τέτοια επαφή λιβανίσματα, ψέματα κι υποκρισίες, επειδή κανένας αναγνώστης διαβάζοντας δεν μπορεί να κρυφτεί από τον εαυτό του, ούτε χρειάζεται να αναζητήσει αντικειμενικά στοιχεία για να βρει πόση αξία μπορεί να έχει ένα καλλιτέχνημα, πέρα από την ένταση της συγκίνησης που μπορεί αυτό να προσφέρει. Ειδικότερα το Ποίημα πρέπει να έχει Ποίηση, να πλαταίνει την ζωή μας, ο αναγνώστης και ο Ποιητής να διαλύονται μέσα στο Ποίημα. Ο Γεραλής επιτυγχάνει μαζί με αυτά να αισθανθούμε επίσης με πολλαπλές ποιητικές απηχήσεις (όπως σκέψεις, αισθήματα, κρίσεις, ρυθμός, δομή) την Πνευματική τους αιτία. Βοηθά να δούμε πώς μένει έτσι λεπτή, ντελικάτη, αμόλυντη και πώς να την βρούμε ανέγγιχτη μέσα στην καθημερινότητα, στην φαντασία, στην προσδοκία.  Στίχοι ως απόδειξη:

Πλάι στο κρεβάτι ήτανε πιοτά και φρούτα / πλάι στον καθρέφτη ήτανε το άρωμά της/ πλάι στην καρδιά μου χτύπαγε η δική της.

Πλάι στο κρεβάτι τ’ αδειανά ποτήρια,/ πλάι στον καθρέφτη η άδεια μυροδόχη/ πλάι στις καρδιές μας το άδειο μέχρι τέλους.

(Κλειστός κήπος, Επιθαλάμιο)

Ήταν στο δώμα.  Κάτω η θάλασσα κοιμότανε. /

Λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς/ μια νιότη όπως ο θάνατος/αιώνια.

Κάθε τόσο το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω. Κανείς.

Και πάντα ο ήχος σαν από βαθειά να φτάνει.

μήνυμα τάχα μιας μυστηριακής φωνής

σαν κάποιος που αγαπήσαμε να έχει πεθάνει.

(Είδωλα, Το κουδούνι)

Είδα το χέρι της να υψώνεται μες την ομίχλη

κόκκινο με τη βούλα της πληγής τρεμουλιαστό

στη σύσπαση που ξέρει ο θάνατος

γυρεύοντας τη γη

στη σύσπαση που ξέρει ο Έρωτας

ψάχνοντας για ένα δρόμο προς τα άστρα.

(Νέα ποιήματα, Εκείνο τα άστρο)

Η Αδάκρυτη με ακολουθούσε πάντα/ παίζοντας τα βαριά κλειδιά.

Έπειτα σ΄ άκουσα/ πατώντας το νερό/ σιγά να ελευθερώνεσαι απ’ τα φύλλα.

Έχουμε, λοιπόν, μιαν ιδιαίτερη φωνή μέσα στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι αγνός και ηθικός στο έργο και στη ζωή του. Κατά συνέπεια είναι αυθεντικός, δηλαδή αυθόρμητος, ελεύθερος και στο βάθος του ευτυχισμένος. Η χαμηλότονη μελαγχολία που διατρέχει την ποίησή του δεν είναι πόνος. Είναι η στάση ενός φιλοσοφημένου διανοητή απέναντι στο μυστήριο της ζωής, που του επιτρέπει να αναγνωρίσει παντού και να γευτεί την χαρά της.  Αναζητεί απαντήσεις στα δύο κυρίαρχα υπαρξιακά ερωτήματα: τον Έρωτα και τον Θάνατο. Δύο ενάντια σημεία, όπου στο χώρο ανάμεσα εξελίσσεται το ανθρώπινο δράμα.

Ο λυρισμός είναι το κατ’ εξοχήν είδος της ποίησης, που επιχειρεί να συνενώσει αυτή την έριδα Έρωτα – Θανάτου, αναφέροντας σχέσεις και πράξεις όπου ο άνθρωπος καταφέρνει να υψωθεί πάνω από την τραγικότητά του, η οποία απειλεί να τον αφανίσει. Φυσιολογικά ο Γεραλής γίνεται λυρικός ποιητής. Θεωρεί, αντίθετα στις ρητορείες, στις διακηρύξεις, στον ψεύτικο συναισθηματισμό, ότι πρέπει να μείνει αληθινός και να μορφοποιήσει την έμπνευση με αντιληπτό τρόπο. Με δεδομένο ότι η καθημερινή δράση και η φύση γύρω μας αντανακλούν βαθύτερα ιδανικά και καταστάσεις, υιοθετεί το βαρύ φορτίο των Γάλλων συμβολιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η αόρατη ιδέα μπορεί με το κατάλληλο σύμβολο να φανερωθεί στην πληρότητά της χωρίς παρανοήσεις. Σχετικό είναι το μανιφέστο του συμβολισμού που εκδόθηκε το 1886 από τον ελληνικής καταγωγής ποιητή Ζαν Μορεάς. Όμως ο Γεραλής δημιουργεί μια ιδιότυπη νέο-συμβολική ποίηση, καθώς ο συμβολισμός του είναι απαλλαγμένος από λαβυρινθώδεις μυστικισμούς, μεταφυσικές ασάφειες, σκιές και παγανιστικά χαράγματα.

Τα σύμβολά του δεν αποξενώνονται από τα πρόσωπα ή τα πράγματα. Κρατούν την απλότητα και είναι πολύσημα. Μεταδίδουν και γι’ αυτό επικοινωνούν. Αναφέρονται σε ατομικές και κοινωνικές δράσεις, σε πολύμορφους χώρους (δειλινά απογεύματα, μορφές όπου ο άνεμος κάθεται πάνω τους όπως σε φλάουτο, αίθουσες αναμονής, κήπους και night clubs, αμμουδιές – πατρίδες – γραφεία –νεκροταφεία – κλπ. ) με συνέπεια την αντίστοιχη διεύρυνση της ποιητικής θεματογραφίας του. Τα σύμβολά του λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα ανάγνωσης και ικανοποιούν αντίστοιχα επίπεδα γνώσης που έχει την δυνατότητα να προσφέρει ένας πολυμαθής και προικισμένος δημιουργός (μεταφραστής, λημματογράφος, επιμελητής και συγγραφέας) στον αναγνώστη του.

Με τρόπο έξυπνο και πρωτότυπο ο Γεραλής αναδεικνύει τη σημασία της πραγματικότητας, προβάλλοντας την απουσία της. Τονίζει, μάλιστα, την αξία της προσπαθώντας να μας εξοικειώσει με το συμβάν του Θανάτου, όχι μόνο στη βιολογική του σημασία αλλά και ως  διακοπή μιας σειράς σχέσεων, λόγων, παραστάσεων. Το κάνει παντρεύοντας τον στοχασμό με την εικόνα που τον γέννησε, αδελφώνει το συγκεκριμένο με το αόριστο, δείχνει πώς από το ατομικό προβάλλει το γενικό, τον τρόπο που η πεζότητα μεταβάλλεται σε συγκίνηση, πώς θα βρίσκουμε  την μυστική ιδέα και νόημά της. Τυχαία απόδειξη:

Την ακούμπησε ο Άνεμος (Ελληνική Νύχτα)

Την ακούμπησε ο Άνεμος στον Εξώστη

όπως θ’ ακουμπούσε ένα πουλί ή ένα φλάουτο.

Με κοίταζε χρόνια, καμιά φορά την ξεχνούσα,

όμως ήξερα πως με κοίταζε. Την ώρα του ύπνου,

ονειρευόταν μαζί μου. Ένα ταξίδι

στην άνοιξη ενός καιρού που δεν θα ’ρθει,

στο χιόνι μιας ατελεύτητης ερημιάς.

Άπλωνε κάποτε το χέρι

για να πάρει ένα τίποτα. Το χνούδι μιας θύμησης,

την αγκίθα μιας θλίψης,

την αρχή ενός χαμόγελου

που μετανιώνει. Νομίζω πως δεν άκουσα

ποτέ την φωνή της. Την είχε ακουμπήσει

στον ουρανό.

Χάθηκε όπως χάνεται ένα πουλί ή ένα φλάουτο

στο παιχνίδι του ανέμου.

Από τότε κελαρύζει αδιάκοπα

χωρίς να με κοιτάζει ποτέ.     

Καταθέτει ένα έργο τρυφερό, γοητευτικό, όπου η λεπτεργασία μέχρι τελειότητας της μορφής, οι ευγενικές λέξεις, η αρμονική αντήχησή τους, μας προκαλεί να το απολαύσουμε και να αφεθούμε. Η λυρική μελαγχολία του κατορθώνει μοναδικά να επιδιορθώνει το φθαρμένο, να μεταβάλλει την νοσηρότητα και απαισιοδοξία που φυσιολογικά προκύπτουν από παρόμοια ποίηση σε αέρινο, ονειρικό, αμόλυντο. Επίσης, μοναδικά, ο Γεραλής καταφέρνει φόρμες και αντιλήψεις μιας παραδοσιακής Σχολής  να τις περάσει στην νεωτερικότητα. Παίρνει φόρμες κι αντιλήψεις από την ποιητική παράδοση που σβήνει (Ουράνης, Λαπαθιώτης, Τεύκρος Ανθίας, Φιλύρας και άλλοι), τις αναπροσαρμόζει και τις ανασταίνει μέσα στην μοντέρνα ποίηση (όχι τόσο στην γενιά του 30 ‒Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος‒ όσο στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά όπου ουσιαστικά ανήκει), αποδεικνύοντας ότι ο ρυθμός είναι εγγενές στοιχείο της ποίησης και ότι η τρυφερότητα, η συγκίνηση, ο συμβολισμός, η μουσικότητα, η ευγένεια της έκφρασης και η τελειοθηρία του στίχου είναι ποιητικές αναγκαιότητες. Έτσι καταλαμβάνει τον δικό του χώρο.

Αποτέλεσμα εικόνας για Γιώργος Γεραλής

Αξίζει να σταθούμε για λίγο στους σταθμούς αυτής της πορείας:

Ο Γεραλής εμφανίζεται με τη συλλογή «Κύκνοι στο Λυκόφως» το 1939 σε ηλικία 22 χρονών. Λυρικά έμμετρα ποιήματα, που κινούνται στην κατεύθυνση των νέο-ρομαντικών του Μεσοπολέμου. Έχουν  προσωπικό χαρακτήρα. Εννοιολογικά προβάλλεται η κατάσταση των πραγμάτων στο μεταίχμιο (Λυκόφως άλλωστε είναι ο τίτλος: ώρα απογεύματος, δίχως σκιές,  λίγο μετά το φως και πριν το σκοτάδι).

Τα Λυρικά Τοπία (1950) είναι μια μίξη του ρομαντισμού με τον νέο-συμβολισμό, προμήνυμα του καινούργιου. Απλή γραφή, πλούσια σε νοήματα, στέρεη δομή λόγου, έμμετρα και ελεύθερα ποιήματα, μουσικότητα παντού, θησαυρός λέξεων και ευαισθησία, η τελειοθηρία που αναφέραμε.

Η Αίθουσα Αναμονής (1957) αποτελεί σταθμό κι εδώ θα χρησιμοποιήσω κρίσεις των ειδικότερων από μένα  Κώστα Φρουζάκη ‒ο οποίος σημειώνω επιμελήθηκε την πολύ καλή έκδοση των Απάντων του Γεραλή‒ Βάσου Βογιατζόγλου, Θ. Στεργιόπουλου. Η συλλογή γράφεται με το βάρος της απώλειας του πατέρα του. Ενώ μέχρι τότε τα ποιήματα μας ετοίμαζαν να δεχθούμε το Θάνατο ως αναμενόμενο, τώρα δίνεται ο Θάνατος ως συμβάν, με την ιδέα ότι όλη η ζωή αποτελεί μια αίθουσα αναμονής. Γίνεται σκληρή εμπειρία, αμετάκλητη απώλεια προσφιλέστατου προσώπου, «πρόγευση μιας ανερμήνευτης αιωνιότητας» όπως έλεγε ο ίδιος. Ο κ. Βογιατζόγλου αποκαλεί τη συλλογή «όριο της Νεοελληνικής Ποίησης» για τη σύλληψη, την απόδοση και την ασυνήθιστη έντασή της. Ο κ. Φρουζάκης επισημαίνει πως όλη η αίθουσα είναι ένα προσκλητήριο νεκρών που ο νεκρός πατέρας απευθύνεται σε άλλους πεθαμένους. Ένας  εντελώς διαφορετικός Νεκρόδειπνος, 15 χρόνια πριν από τον Νεκρόδειπνο του άλλου φίλου του και για ένα διάστημα συντοπίτη του στη Νέα Ιωνία Αττικής,  του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, που θα ακολουθήσει το 1972.

Αυτή η ένταση χαμηλώνει μεν στα Μάτια της Κίρκης (1961) όμως εδώ οριστικοποιείται το πλαίσιο έκφρασης, που αρχίζει πλέον να καθιερώνεται ως «γεραλική ποίηση». Οι ελεγείες του, για πρώτη φορά διατυπώνουν τόσο καθαρά την ονειρική αίσθηση της ζωής μέσα από διάλογο μεταξύ Έρωτα – Θανάτου. Τα Είδωλα (1964) και ο Κλειστός Κήπος (1966) τελειοποιούν την ποιητική μορφή, εντάσσουν παλιές τεχνικές σε νέες φόρμες, αφομοιώνουν μοντέρνα σχήματα, επεκτείνονται σε κοινωνικά σύγχρονα ζητήματα, ξεδιπλώνουν νέες περιοχές θεματικής αναζήτησης, διαφαίνεται για πρώτη φορά μια πικρή ειρωνεία.

Η Ελληνική Νύχτα (1974) ‒συμφωνώ με τον κ. Βασίλη Βογιατζόγλου (Ιωνική Φιλοκαλία, έκδοση Ιωνικού Συνδέσμου το 2006)‒ περιέχει άρτια πολιτικά ποιήματα, διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Η δικτατορία τον συγκλονίζει. Η προσωπική αναζήτησή του υποχωρεί στο πολιτικά αναγκαίο. Γιατί η δικτατορία οδηγεί στον εξανδραποδισμό του ανθρώπου και στον πνευματικό αφανισμό του. Είναι σπουδαίος και ο τρόπος και το ότι αυτό το διδάσκει ένας ελεύθερος ποιητής, χωρίς κομματικές εξαρτήσεις. Και είναι πολύ σημαντικό ο λυρικός Γεραλής να τονίζει και να προτάσσει το χρέος μας ως πολίτες απέναντι στην Πολιτεία. Στα Νέα ποιήματα (1984) επιστρέφει από την αναζήτηση έξω (δηλαδή το περιβάλλον) στην αναζήτηση μέσα (δηλαδή τον Εαυτό) προσκαλώντας όμως μαζί του και όλους όσοι συγκινούνται με κοινές εμπειρίες στο γνωστό υπαρξιακό ερώτημα. Στα Νέα Ποιήματα προβάλλει και μεταφυσικές αναφορές, καταλήγοντας μεταξύ άλλων ότι το τέλος μιας ζωής είναι η αρχή μιας άλλης.

Θέλω, επίσης, από το άγγιγμα που επιχειρούμε σήμερα στο έργο του Γιώργου Γεραλή να θυμάστε ακόμα ότι πολύ λίγα πράγματα έχουν όνομα στην ποίησή του. Κυριαρχούν τα σχήματα και οι ιδιότητές τους. Από το χθες ονομάζει μονάχα  την Ευρυδίκη, την Κίρκη, την Ελένη, τον Σόλωνα, τον Γαλιλαίο. Από το σήμερα ‒ενώ όλα παραμένουν σχηματικά, όπως για παράδειγμα η Αδάκρυτη, η Αγέρινη, η Λευκή, η Πολιτεία, ο Μοναχός, οι Επίορκοι, η Ξεναγός, οι Αγνοούμενοι πρόσφυγες, η Μητέρα, ο πατέρας, η γιαγιά,  η Τέφρινη, ο Σιωπηλός στο Night club, ονοματοποιείται μόνο η κόρη του Άννα και ο κόσμος της.

Η Άννα πλέοντας παντού, συχνή αναφορά σε όλη την ποιητική του διαδρομή και Χαρμονή της ζωής και χαμόγελό του και βήματα μουσικά ανεπαίσθητα και ερχόμενη στην όχθη του τραγουδιού και θαλασσινό απόγευμα και Άννα των κρίνων, Άννα των φυκιών, Άννα του διπλωμένου αγκώνα και… και… και…

Είναι, λοιπόν, πολύ συγκεκριμένος και προσδιορισμένος ο τόπος καταφυγής του. Πρόκειται για την Άννα, αγάπη δοσμένη στην πληρότητα και στην λαμπρότητά της, βαλμένη στην ποίησή του πολύ προσεκτικά μην την πληγώσει, μην την λερώσει, επειδή η Άννα είναι το αύριο που έρχεται από μας, αλλά θα υπάρξει χωρίς εμάς, είναι η λύση στον υπαρξιακό σπαραγμό του αναπόφευκτου με το προσδοκώμενο και η απάντηση στο πώς απαλύνεται η τραγικότητά μας. Μου έλεγε ο εκδότης Σταύρος Ζαχαρόπουλος ότι στην διάρκεια συγγραφής της Μυθολογίας ζήτησε από τον Γεραλή να αποδώσει στα νεοελληνικά και άλλους μύθους. Αρνήθηκε να περιλάβει μύθους που υμνούν τη βία ή που υπηρετούν ένστικτα, γιατί ήθελε οι μύθοι να στεριώνουν αξίες και αρχές και γι’ αυτό γράφει μόνο όσα μπορεί να διαβαστούν από τα παιδιά και την Άννα.

Ο Γεραλής επεδίωξε και πέτυχε να συμφωνεί όχι με το τυχαίο και το συμπτωματικό, αλλά το διαχρονικό και δίκαιο. Στην διάρκεια της χούντας δεν εκδίδει, δεν μπαίνει σε παρέες, δεν εκλιπαρεί τη δημοσιότητα. Με πολιτικούς δεν συγχρωτίζεται, μολονότι θα μπορούσε να εξαργυρώσει και την μικρασιατική του καταγωγή και τις γνωριμίες και την φήμη του πατέρα του αλλά και τη δική του. Τιμάται δύο φορές με Κρατικό Βραβείο και το Παγκόσμιας Εμβέλειας Άντερσεν, αλλά τα ΜΜΕ τον αγνοούν. Άριστος μεταφραστής, δεν επαγγελματοποιείται σε αλλεπάλληλες  μεταφράσεις έργων. Μεταφράζει μόνο ό,τι του αρέσει. Κι όποτε μεταφράζει, δημιουργεί.

Γι’ αυτό τις μεταφράσεις του δεν μπορούμε να τις δούμε ως αυτόνομο έργο. Εντάσσονται στη γενικότερη ποιητική παρουσία του. Μιλόζ, Μποντλαίρ, Ρεμπώ, Βαλερύ, Ταγκόρ, Απολινέρ   που άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο συγγενεύουν μαζί του στον συμβολισμό και στην μελαγχολία. Ο Ευριπίδης και, κυρίως, ο Σοφοκλής αποτελούν πηγή έμπνευσης για τον Γεραλή και από αυτούς αντλεί πολλά ποιητικά στοιχεία.

Προσωπικά τις μεταφράσεις των έργων τους τις θεωρώ τις καλύτερες από όσες έχω διαβάσει. Σκύβει στο πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό και αγάπη. Διαθέτει εξάλλου γνώση και αίσθηση. Η γνώση τού επιτρέπει να ανασύρει την έννοια. Η αίσθηση τού δίνει την δυνατότητα να βλέπει το άρωμα του πρωτότυπου έργου, να δονείται με τον κραδασμό του και να το ανασταίνει. Ειδικά, για τις τραγωδίες που αναφέρθηκαν (του Ευριπίδη και του Σοφοκλή οι οποίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου) για τις οποίες έχω προσωπική άποψη, καθώς είναι προσιτές σε μένα λόγω της γλώσσας, υποστηρίζω με πάθος χρόνια τώρα ότι ο Γεραλής  πέτυχε μια γνήσια μεταφορά του Αρχαίου Λόγου στις μέρες μας.

Τι εννοώ γνήσια;

Ο Γεραλής γνώριζε ότι μια κατά λέξη μετάφραση θα κακοποιούσε το κείμενο. Ο αρχαίος λόγος κινείται σε διαφορετικές προσωδίες από τον σημερινό. Σήμερα ο ρυθμός είναι επακόλουθο δυναμικού τόνου (από μακρές και βραχείες συλλαβές). Τότε ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς τονικών σχέσεων (τόνοι, πνεύματα, αποχρώσεις γραμμάτων, φωνήεντα κλπ). Αναλογιστείτε τις αποχρώσεις που έχει κάθε γράμμα από τα 24 του αλφαβήτου, τις σχέσεις των φωνηέντων με κάθε γράμμα για να φανταστείτε μια ελληνική γλώσσα τραγούδι, τιτίβισμα πουλιών. Για τον λόγο  αυτό ο Γεραλής υιοθετεί τονικές μετρικές με τρόπο που δεν αλλοιώνονται οι διατυπωμένες έννοιες. Μεταφράζει ελεύθερα, κρατώντας το άρωμα και αποδίδοντας τονικά τόσο την κίνηση του δράματος στην τραγωδία όσο και τα συναισθήματα των ηρώων της. Η Αντιγόνη μιλά πότε με δυναμικούς ιάμβους (υ-) άλλοτε με λυρικούς μεσότονους (υ-υ) και δάκτυλους (-υυ). Οι θέσεις του χορού αναπτύσσονται, κυρίως, με τροχαίους (-υ) και ιάμβους (υ-).

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι τις μεταφράσεις του τις θεωρώ από τις καλύτερες που έχω διαβάσει. Και σαν επικύρωση του ισχυρισμού μου, υιοθετώ τη ρήση του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου πως για να κρίνω ένα έργο πρέπει να το συγκρίνω με άλλο ομοειδές έργο. Παίρνω από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ ένα ελάχιστο απόσπασμα  της δεύτερης στροφής του πρώτου χορικού.

Στίχοι Ευριπίδη:

έστιν δ΄ οίον εγώ γας Ασίας ουκ επακούω

ουδ΄εν τη Δωρίδι μεγάλη νάσο

Πέλοπος πώποτε βλαστόν

φύτευμα αχείρωτον αυτοφυόν

εγχέων φόβημα δίων

ό τάδε θάλλει μέγιστα χώρα

γλαυκάς παιδοτρόφου φύλλον ελαίας.

 

Μεταφράζει ο Γρυπάρης:

Και είναι εδώ ακόμα τέτοιο

που εγώ πουθενά αλλού παρόμοιο δένδρο δεν ακούω να βλάστησε ποτέ

ουδέ στις χώρες της Ασίας ουδέ στο μεγάλο του Πέλοπα δώριο νησί

ανέγγιχτο, αυτοφύτρωτο δένδρο

τρόμος και φόβος στα κοντάρια του εχθρού

που ανθίζει πιο παρ’ όπου αλλού σε αυτή την χώρα

η ελιά η γλαυκή η παιδοτρόφος

Ο Γεραλής:

Και υπάρχει ακόμα εδώ ένα δένδρο

που ποτέ μου δεν άκουσα  να ’χει βλαστήσει

ούτε στις  χώρες της Ασίας, ούτε και στο μεγάλο δωρικό νησί του Πέλοπα

δένδρο αυτοφύτρωτο, ανέγγιχτο, φόβος και τρόμος για του εχθρού το δόρυ

και που φουντώνει, ανθοβολεί σ’ αυτή την χώρα.

Μιλώ για την γλαυκή ελιά, την παιδοτρόφο.  

Αισθανθήκατε την διαφορά;

Αυτός είναι ο Γεραλής. Αυτή είναι η προσφορά του.

The following two tabs change content below.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ

Ο Γιάννης Πλαχούρης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα από πατέρα Ηπειρώτη (Τετράκωμο – Τζουμέρκα) και μάνα Μικρασιάτισσα (Αϊβαλί). Εργάστηκε στη δημοσιογραφία (ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, ραδιόφωνο) σε διάφορες θέσεις. Έχει γράψει και δημοσιεύσει από το 1973 μέχρι σήμερα ποίηση, μυθιστόρημα, παραμύθια, Καραγκιόζη, τις σατιρικές Ιστορίες του κυρίου Λαμόγιου, κριτικές προσεγγίσεις. Με τον Δημοσθένη Κορδοπάτη εξέδωσαν το ιδιότυπο περιοδικό Κέντρων. Συνεργάτης, κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (ΚΛΠ, Έρευνα, Περίπλους, Index, Εξώπολις,) και ιστότοπους (Diastixo, fractal, timesnews.gr). Πέρασε και από τον συνδικαλισμό (ΠΟΕΣΥ και πρόεδρος του ΔΣ της ΕΣΠΗΤ) ενώ διετέλεσε μέλος στα Δ.Σ. του Αετοπούλειου Ιδρύματος, της ΔΕΠΑ Χαλανδρίου, του ΔΣ της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και Γραμματέας του Κέντρου Έρευνας Μικρασιατικού Ελληνισμού του Δήμου Νέας Ιωνίας
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου