Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 13 Ιαν 2021
Αριστοτέλης / ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία…
Κλίκ για μεγέθυνση

 








O Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης λεπτ. της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ. Η χειρονομία του Αριστοτέλη προς τη γη αντιπροσωπεύει την αντίληψή του σχετικά με την απόκτηση της γνώσης μέσω της εμπειρικής παρατήρησης και των αισθήσεων. Στον αντίποδα ο Πλάτωνας δείχνει προς τον ουρανό, στον οποίο εδράζονται σύμφωνα με τον ίδιο οι Ιδέες.

Ο Αριστοτέλης (αρχ.: Ἀριστοτέλης, 384 π.Χ. – 322 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας που γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής στη βόρεια περιφέρεια της κλασικής Ελλάδας. Σε ηλικία 17 ετών εισέρχεται στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην Αθήνα, όπου παραμένει έως τα 37 του έτη. Εκεί συνδέεται τόσο με τον ίδιο τον Πλάτωνα όσο και με τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και άλλους στοχαστές. Τα έργα του αναφέρονται σε πολλές επιστήμες, όπως φυσική, βιολογία, ζωολογία, μεταφυσική, λογική, ηθική, ποίηση, θέατρο, μουσική, ρητορική, πολιτική κ.ά, και συνιστούν το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα στη Δυτική Φιλοσοφία.

Η περίοδος της ωριμότητας αρχίζει με τις βιολογικές έρευνες και τα συμπεράσματά του είναι η πρώτη συστηματοποίηση των βιολογικών φαινομένων στην Ευρώπη. Η σκέψη και οι διδασκαλίες του Αριστοτέλη, που συνοπτικά περιγράφονται με τον όρο Αριστοτελισμός, επηρέασαν για αιώνες τη φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική σκέψη έως και τον ύστερο Μεσαίωνα.

Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, φεύγει από την Αθήνα και κατόπιν εντολής του Φιλίππου, αναλαμβάνει το 343 π.Χ./42 τη διδασκαλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα: «ο Αριστοτέλης υπήρξε ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία… και κάθε κατοπινός επιστήμονας του οφείλει κάτι»

Ως διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης, απέκτησε διάφορες ευκαιρίες και αφθονία προμηθειών. Έτσι, ίδρυσε μια βιβλιοθήκη στο Λύκειο, η οποία έγινε αρωγός στην παραγωγή εκατοντάδων έργων του. Το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, τον οδήγησε στις απόψεις του πλατωνισμού, αργότερα, όμως, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, οδηγήθηκε, περισσότερο, σε εμπειρικές μελέτες και μετατοπίζεται από τον πλατωνισμό στον εμπειρισμό. Πίστευε ότι οι ιδέες και οι γνώσεις όλων των λαών βασιζόταν, τελικά, στην αντίληψη. Στις απόψεις του, για τις φυσικές επιστήμες, βασίστηκαν πολλά έργα του.

Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας.

Το σύνολο της επιρροής του συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του, τον Πλάτωνα, και τον μαθητή του, τον Μέγα Αλέξανδρο.

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το έτος 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής, 55 χιλιόμετρα, ανατολικά, από τη σημερινή Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Η μητέρα του Φαιστιάδα καταγόταν από από τη Χαλκίδα και ανήκε κι αυτή, όπως και ο πατέρας του, στο γένος των Ασκληπιαδών. Το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη, εν μέρει, για τη βιολογία, το απέκτησε από τον πατέρα του, καθώς οι Ασκληπιάδες, συνήθιζαν, να διδάσκουν στα παιδιά τους, από νεαρή ηλικία, ανατομία, λέγεται, επίσης, ότι ο Αριστοτέλης ενίοτε βοηθούσε και τον πατέρα του, όταν ήταν μικρός.

Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 – 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε “νουν της διατριβής” και το σπίτι του “οίκον αναγνώστου”.

Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψαν την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσου, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.

Στην Άσσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί ηπιότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι’ αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.

Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την βιολόγο Πυθιάδα, που ήταν ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, από την οποία απέκτησε κόρη που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη· βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη. Ο χώρος του Γυμνασίου βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές,για την ανέγερση του νέου Μουσείου Γουλανδρή,πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Ο ιστορικός αυτός αρχαιολογικός χώρος διασκευάζεται έτσι ώστε να γίνει επισκέψιμος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν “περίπατοι”. Ίσως γι’ αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική Σχολή και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.

Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί (“εωθινός περίπατος”) και για τους αρχάριους το απόγευμα (“περί το δειλινόν”, “δειλινός περίπατος”). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική (“ακροαματική”). Η απογευματινή “ρητορική” και “εξωτερική”.

Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.

Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια (“γραφή ασεβείας”), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.

Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν “οικιστή” της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα “Αριστοτέλεια”, και ονόμασαν έναν από τους μήνες “Αριστοτέλειο”. Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.

Στα τέλη Μαΐου του 2016, ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Σισμανίδης ανακοίνωσε ότι οικοδόμημα το οποίο βρέθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής, κοντά στην σημερινή Ολυμπιάδαανήκει στον τάφο του Αριστοτέλη. Ο Σισμανίδης θεωρεί ότι έχει ισχυρές ενδείξεις για αυτό.

Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.

Το οδοιπορικό και η προσωπικότητά του

O Αριστοτέλης διδάσκει τον Αλέξανδρο.

Στην Αθήνα βρέθηκε να ζει την εποχή που η μακεδονική ηγεμονία επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εκείνη την εποχή στην Αθήνα διαμορφώθηκαν δυο πολιτικές παρατάξεις: Οι κάτοχοι της πολιτικής εξουσίας με επικεφαλής τον Δημοσθένη που τάχθηκαν κατά του Φιλίππου και οι οπαδοί όμως της ιδέας της ενωμένης Ελλάδας που τηρούσαν φιλομακεδονική στάση. Ο Αριστοτέλης ήταν ξένος και επιπλέον διατηρούσε επαφές με μακεδονικούς κύκλους. Για να μη διακινδυνεύσει τη ζωή του, έφυγε και πήγε το 348 π.Χ. στον Αταρνέακαι ύστερα από πρόσκληση του Θεοφράστου εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη μέχρι του 342 π.Χ.. Το έτος αυτό προσκλήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε Αλεξάνδρου του μετέπειτα Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επανέκαμψε στη Αθήνα μετά την καταστροφή της Θήβας (335 π.Χ.) κι έμεινε εκεί για άλλα δεκατρία χρόνια για να φύγει οριστικά στην Χαλκίδα μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.).

Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του. Μέσα σ’ αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται.

Ο γραπτός λόγος του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στην “Γεωγραφία” του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας.

Συγγραφικό έργο

 

Η Αριστοτελική Πολιτεία των Αθηναίων σε πάπυρο αρ. 131 που εκτίθεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη

Oι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 45 μυριάδες, επακριβώς 445.270 στίχους. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή “εξωτερικών” μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η Αθηναίων Πολιτεία, σ’ έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται “ακροαματικές ή εσωτερικές”. Γι’ αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Ο κατάλογος του Ησυχίου (είναι προσηρτημένος στη Βιογραφία του Αριστοτέλη) περιλαμβάνει 197 τίτλους συγγραφών και ουσιαστικά συμπίπτει με τον κατάλογο του Διογένη Λαέρτη. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη:

Λογικά ή Όργανον

Αποτελούν πραγματείες χρήσιμες για τη γνώση και είναι οι εξής έξι:

Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, γιατί πρώτος αυτός διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού.

Φυσικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες:

Βιολογικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.

Περί ψυχολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα “Μικρά φυσικά”.

Μετά τα φυσικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το Μετά τα φυσικά ή πρώτη φιλοσοφία, όπως το αποκαλούσε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος “μεταφυσική” των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία που ακολουθούν τα Φυσικά προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή Περί ΜελίσσουΞενοφάνους και Γοργίου (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των “κινουμένων” και των “ακινήτων”.

Ηθικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Το έργο του Αριστοτέλη “Ηθικά Νικομάχεια” μεταφ. στα Λατινικά

Αυτά ιδιαίτερα τα τίμησαν οι θεολόγοι.

Πολιτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες.

Τεχνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • “Ρητορική” (βιβλία 3)
  • Ποιητική (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε)

Προβλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης. Στο σώμα των αριστοτελικών έργων έχουν συμπεριληφθεί και τα ακόλουθα ακόμα έργα, που δε θεωρούνται γνήσια: ΦυσιογνωμικάΠερί θαυμασίων ακουσμάτωνΠερί χρωμάτωνΠερί ατόμων γραμμώνΜηχανικάΡητορική προς Αλέξανδρον και Περί ακουστών.

Η Φιλοσοφία του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεμελιώδεις έννοιες στο Αριστοτελικό κόρπους (corpus)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

             Η αρχή της μεσότητας
«Πρώτα απ΄ όλα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα πράγματα είναι φτιαγμένα από τη φύση τους έτσι που να καταστρέφονται από έλλειψη ή την υπερβολή, όπως βλέπουμε να συμβαίνει με τη σωματική δύναμη και τη υγεία, γιατί πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί χειροπιαστές αποδείξεις προκειμένου να διαλευκάνει ασαφή ζητήματα». Ηθικά Νικομάχεια Β΄1104a, 13 -16
 
«πανταχοῦ γὰρ διὰ τὸ ἄνισον ἡ στάσις.Πολιτικά Ε΄ 1301b 27».
 

 

O Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης
λεπτ. της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ. Η χειρονομία του Αριστοτέλη προς τη γη αντιπροσωπεύει την αντίληψή του σχετικά με την απόκτηση της γνώσης μέσω της εμπειρικής παρατήρησης και των αισθήσεων. Στον αντίποδα ο Πλάτωνας δείχνει προς τον ουρανό, στον οποίο εδράζονται σύμφωνα με τον ίδιο οι Ιδέες.

Η αριστοτελική ηθική στην αναζήτηση της αιώνιας αλήθειας στο μέτρο που αυτές είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής (προαίρεση) στα πλαίσια των ανθρώπινων πράξεων και είναι πιθανόν να εκτελεστούν ή να μη εκτελεστούν συγκαταλέγονται η ηθική, η αρετή, η δικαιοσύνη και το ύψιστο ιδεώδες. Η αρχή της μεσότητας, κατά τον Αριστοτέλη, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακρότητες, από τις οποίες η μια είναι η έλλειψις και η άλλη η υπερβολή.[16] Η ανδρεία, για παράδειγμα, είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στη δειλία και στο θράσος, η γενναιοδωρία ανάμεσα στην τσιγκουνιά και τη σπατάλη. Η αρετή ως προς την ουσία και τον ορισμό είναι μεσότητα, αλλά ως προς το άριστο και την τελειότητα είναι ακρότητα και η ηδονή είναι επακόλουθο της ευδαιμονίας και όχι το αντίστροφο. Η ταύτιση της ευδαιμονίας με το ύψιστο αγαθό είναι αναγκαία και από λογική άποψη, γιατί χωρίς την ευδαιμονία η ανθρώπινη δραστηριότητα θα ήταν μάταιη.

Ο Αριστοτέλης κάλυψε με το έργο του όλες τις φιλοσοφικές έννοιες και αναζητήσεις: φύση, ον, ηθική, δικαιοσύνη σε συνδυασμό με την κριτική έρευνα της πολιτικής εξέλιξης των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι ο πρώτος που διατυπώνει την άποψη του χωρισμού των λειτουργιών δηλαδή των ενεργειών μιας ευνομούμενης πολιτείας σε τρεις κατηγορίες : νομοθετικήεκτελεστική και δικαστικήα[›], ενώ στα πολιτικά του καταγράφει τις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων.

Όσον αφορά τη δικαιοσύνη αφιερώνει ολόκληρο το πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και τη δικαιοσύνη την ορίζει ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία εκείνου που την ασκεί, αλλά στον άλλο άνθρωπο. Διακρίνει τη δικαιοσύνη σε τρία είδη:

τη διανεμητική
τη διορθωτική και
τη δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας

Στην διανεμητική δικαιοσύνη η απόδοση (διανομή) γίνεται με γεωμετρική αναλογία με βάση δηλαδή την αξία του ατόμου. Αντίθετα στη διορθωτική δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του προσώπου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δυο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας αυτή οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της πολιτικής κοινωνίας, και είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς της, όταν αποδίδετα με ανάλογο μέτρο. Ανάλογο μ’ εκείνο που επισημαίνει ο Ισοκράτηςαποσπασματικά «οὐ τὰς στοὰς ἐμπιπλάναι (να γεμίζουμε) γραμμάτων, ἀλλ’ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἔχειν τὸ δίκαιον·[17]

Ο Αριστοτέλης ανατρέχει και στο Το πνεύμα των νόμων, που ανέπτυξε μετά είκοσι σχεδόν αιώνες ο Μοντεσκιέ διακρίνοντάς το από το γράμμα του νόμου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης ορίζει την επιείκεια.[18] Ο νόμος τις περισσότερες φορές είναι αόριστος, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί πρακτικά να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Άρα επιείκεια είναι η κάλυψη του κενού, της έλλειψης που εμφανίζει ο νόμος εξαιτίας της γενικότητά του. Στο Ρωμαϊκό δίκαιο αργότερα αναπτύχθηκαν οι νομικοί όροι «stricto sencu» και «lato sencu», «εν στενή» και «εν ευρεία εννοία» ερμηνεία εφαρμογής του νόμου.

Ο κόσμος του Αριστοτέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις “ιδέες” του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλαδή που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλαδή στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η “πραότης” είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η “ανδρεία”, επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η “αιδώς”, επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ’ αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα “εκτός αγαθά”, όπως τα ονομάζει.

Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ’ αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.

Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη Γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος, με την τυπική λογική, βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα “στατικά” και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν ότι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες. Γη, ύδωρ, πυρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον “άνω τόπο” όπου κατοικεί η Θεότητα.

Σχετικά με την επιλογή προκειμένων[19]
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιλογή προκειμένων άμεσων (αυταπόδεικτων), γνωριμοτέρων του συμπεράσματος και ουσιωδών αιτιών του. Αν πάρουμε τις έννοιες πλανήτης, ουράνιο σώμα που φωτίζει σταθερά (μη στίλβον) και κοντινό (εγγύς) ουράνιο σώμα θα μπορούσαμε να φτιάξουμε τους 2 παρακάτω συλλογισμούς:
[Σ1] Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα
Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα
[Σ2] Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα
Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
Ο Σ1 είναι συλλογισμός του ότι (του γεγονότος), ενώ ο Σ2 είναι συλλογισμός του διότι (του αιτιολογημένου γεγονότος). Δηλαδή η προκείμενη «Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα» είναι ορθότερη από την προκείμενη «Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα», καθόσον επειδή είναι εγγύς δεν στίλβουν, και όχι επειδή δεν στίλβουν είναι εγγύς.

Σχετικά με την επιστημονική εξήγηση [20]
Σημαντικό ρόλο στην επιστημονική εξήγηση γεγονότων κατά τον Αριστοτέλη έχει η αγχίνοια (ευστροφία) ή ευστοχία στην ανακάλυψη του μέσου όρου σε άσκεπτο χρόνο (ακαριαία), π.χ. βλέποντας ότι η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια φωτεινή πλευρά της προς τον ήλιο, και βάσει του ότι ο ήλιος φωτίζει, αποδίδει τη φωτεινότητα της σελήνης στο φως του ήλιου.
Τυπική διατύπωση:
Προκείμενες
Αν ένα σώμα έχει στραμμένη μια πλευρά του σε μια φωτεινή πηγή (σε ένα αντικέιμενο που φωτίζει) τότε φωτίζεται δανειζόμενη το φως της φωτεινής πηγής
Η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια πλευρά της Α στον ήλιο
Ο ήλιος είναι φωτεινή πηγή
Συμπέρασμα
Η πλευρά Α της σελήνης φωτίζεται δανειζόμενη το φως του ήλιου

Πρακτική Φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηθική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ηθική είναι μια πρακτική παρά θεωρητική μελέτη, δηλαδή, με στόχο κάποιος να γίνει καλός και να κάνει καλό, αντί να γνωρίζει για να εξυπηρετεί τους δικούς του λόγους. Έγραψε πολλές πραγματείες σε θέματα ηθικής, συμπεριλαμβανομένων κυρίως, τα Ηθικά Νικομάχεια.

Ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι η αρετή έχει να κάνει με την εύρυθμη λειτουργία (έργον) ενός πράγματος. Ένα μάτι είναι μόνο ένα καλό μάτι εφόσον μπορεί να βλέπει, γιατί η σωστή λειτουργία του ματιού είναι να βλέπει. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μια ειδική λειτουργία για τον άνθρωπο, και ότι αυτή η λειτουργία πρέπει να είναι μια δραστηριότητα της ψυχής, σύμφωνα με το λόγο. Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε μια τέτοια βέλτιστη δραστηριότητα της ψυχής ως το στόχο όλων των ανθρώπων για ενέργεια, ευδαιμονία, ή μερικές φορές “ευημερία”. Για να έχουν τη δυνατότητα οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι με αυτό τον τρόπο απαιτεί οπωσδήποτε ένα καλό χαρακτήρα (ηθικής αρετής).[21]

Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι για να επιτευχθεί ένας ενάρετος και δυνητικά ευτυχισμένος χαρακτήρας απαιτείται ένα πρώτο στάδιο να έχει την τύχη να αποκτήσει συνήθειες όχι σκόπιμα, αλλά από δασκάλους, και την εμπειρία, οδηγώντας σε ένα μεταγενέστερο στάδιο στο οποίο κάποιος επιλέγει συνειδητά να κάνει τα καλύτερα πράγματα. Όταν οι καλύτεροι άνθρωποι έρχονται να ζήσουν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο την πρακτική σοφία τους (φρόνησις) και της διάνοιάς τους (νους) μπορούν να αναπτύξουν μεταξύ τους την υψηλότερη δυνατή ανθρώπινη αρετή, τη σοφία ενός ολοκληρωμένου θεωρητικού ή υποθετικού στοχαστή, ή με άλλα λόγια, ενός φιλοσόφου.[22]

Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Όπως ο Αριστοτέλης, οι συντηρητικοί γενικά αποδέχονται τον κόσμο όπως είναι· δεν εμπιστεύονται την πολιτική της αφηρημένης λογικής — γι αυτό, η λογική χώρισε από την εμπειρία. » – Benjamin Wiker [23]

Εκτός από τα έργα του σχετικά με την ηθική, τα οποία αφορούν το άτομο, ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε στην πόλη στο έργο του με τίτλο Πολιτικά. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι πόλη είναι μια φυσική κοινότητα. Επιπλέον, θεωρούσε ότι η πόλη μπορεί να είναι μεγαλύτερης σημασίας ως προς την οικογένεια η οποία με τη σειρά της είναι πριν από το άτομο, καθώς «το σύνολο πρέπει αναγκαστικά να προηγείται του μέρους».[24] Επίσης, είναι ευρέως γνωστό ότι δήλωσε ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα πολιτικό ζώο». Ο Αριστοτέλης συνέλαβε την πολιτική σαν έναν οργανισμό και όχι σαν μια μηχανή, και ως μια συλλογή από μέρη τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τα υπόλοιπα. Η αντίληψη του Αριστοτέλη για την πόλη είναι οργανική, και θεωρείται ένας από τους πρώτους που συνέλαβε την πόλη με αυτόν τον τρόπο.[25]

Η κοινή σύγχρονη αντίληψη μιας πολιτικής κοινότητας ως ένα σύγχρονο κράτος είναι αρκετά διαφορετική από την κατανόηση του Αριστοτέλη. Παρά το γεγονός ότι γνώριζε την ύπαρξη και τις δυνατότητες των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών, η φυσική κοινότητα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν η πόλη (πόλις), η οποία λειτουργεί ως πολιτική «κοινότητα» ή «εταιρική σχέση» (κοινωνία). Ο σκοπός της πόλης δεν είναι μόνο να αποφευχθεί η αδικία ή η οικονομική σταθερότητα, αλλά να επιτρέπει τουλάχιστον σε κάποιους πολίτες τη δυνατότητα να ζήσουν μια καλή ζωή, και να εκτελούν όμορφες πράξεις: «Η πολιτική εταιρική σχέση πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ τούτου, ότι υπάρχει προς χάριν των ευγενών πράξεων, όχι για το σκοπό της συμβίωσης.» Αυτό διακρίνεται από τις σύγχρονες προσεγγίσεις, ξεκινώντας από τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία τα άτομα αφήνουν την κατάσταση της φύσης, λόγω του “φόβου του βίαιου θανάτου» ή των «μειονεκτημάτων» της.[26]

Ρητορική και ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την επική ποίηση, την τραγωδία, την κωμωδία, τη διθυραμβική ποίηση και τη μουσική ότι είναι μιμητικές, με την καθεμία να διαφέρει στην μίμηση κατά το μέσο, το αντικείμενο και την μορφή. Για παράδειγμα, η μουσική μιμείται με τα μέσα του ρυθμού και της αρμονίας, ενώ ο χορός μιμείται μόνο τον ρυθμό, και η ποίηση με τη γλώσσα. Οι μορφές επίσης διαφέρουν στο αντικείμενο της μίμησης. Η Κωμωδία, για παράδειγμα, είναι μια δραματική απομίμηση ανδρών χειρότερων από το μέσο όρο, ενώ η τραγωδία μιμείται άνδρες ελαφρώς καλύτερους από το μέσο όρο. Τέλος, οι μορφές διαφέρουν ως προς τον τρόπο της μίμησης – μέσω της αφήγησης ή του χαρακτήρα, μέσω της αλλαγής ή καμίας αλλαγής, και μέσω του δράματος ή χωρίς δράμα.[27] Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η μίμηση είναι φυσική για την ανθρωπότητα και αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματά της ανθρωπότητας πάνω από τα ζώα.[28]

Ενώ πιστεύεται ότι η Ποιητική του Αριστοτέλη αποτελείται από δύο βιβλία – ένα για την κωμωδία και ένα για την τραγωδία – μόνο το τμήμα που εστιάζε στην τραγωδία έχει επιζήσει. Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι η τραγωδία αποτελείται από έξι στοιχεία: ιστορία-δομή, το χαρακτήρα, το ύφος, τη σκέψη, το θέαμα, και τη λυρική ποίηση.[29] Οι χαρακτήρες σε μια τραγωδία είναι απλώς ένα μέσο για την προώθηση της ιστορίας·. και το σενάριο, όχι οι χαρακτήρες, είναι ο κύριος στόχος της τραγωδίας. Τραγωδία είναι η μίμηση της πράξης που προκαλεί οίκτο και φόβο, και έχει ως στόχο να πραγματοποιήσει την κάθαρση των ίδιων συναισθημάτων. Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει την Ποιητική με μια συζήτηση στην οποία, αναρωτιέται αν και ποια είναι ανώτερη: η επική ή η τραγική μίμηση. Προτείνει ότι, επειδή η τραγωδία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός έπους, ενδεχομένως διαθέτει επιπλέον χαρακτηριστικά, όπως θέαμα και μουσική, είναι περισσότερο συμπυκνωμένη, και επιτυγχάνει το στόχο της μίμησης της με μικρότερο μήκος, μπορεί να θεωρηθεί ανώτερη από το έπος.[30]

Ο Αριστοτέλης ήταν ένας έντονος και συστηματικός συλλέκτης γρίφων, λαογραφίας, και παροιμιών· ο ίδιος και το σχολείο του είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αινίγματα του Δελφικού Μαντείου και μελέτησε τα παραμύθια του Αισώπου.[31]

Απόψεις για τις γυναίκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάλυση του Αριστοτέλη για την τεκνοποίηση περιγράφει ένα ενεργό, αρσενικό στοιχείο που φέρνει τη ζωή μέσα σε ένα αδρανές, παθητικό θηλυκό στοιχείο. Σε αυτό το έδαφος, η φεμινιστική μεταφυσική αργότερα έχει κατηγορήσει τον Αριστοτέλη ως μισογύνη[32] και σεξιστή.[33] Ωστόσο, ο Αριστοτέλης έδωσε την ίδια βαρύτητα στην ευτυχία των γυναικών όπως έκανε και με τους άνδρες, και σχολίασε στην Ρητορική του ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένη, εκτός αν και οι γυναίκες είναι επίσης ευτυχισμένες.

Απώλεια και διατήρηση των έργων του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Από την πόλη Σκήψη κατάγονται οι Σωκρατικοί φιλόσοφοι Έραστος και Κορίσκος, καθώς και ο γιος του Κορίσκου, ο Νηλέας, άνδρας που άκουσε τα μαθήματα του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, στην οποία βρίσκονταν και τα βιβλία του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης παρέδωσε τη βιβλιοθήκη του στον Θεόφραστο, στον οποίο κληροδότησε και τη Σχολή του· από όσους ξέρουμε, ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που συνέλεξε βιβλία, και που δίδαξε στους Αιγύπτιους βασιλείς πως να οργανώνουν μια βιβλιοθήκη. Ο Θεόφραστο με τη σειρά του παρέδωσε τη βιβλιοθήκη στον Νηλέα. Αυτός τη μετέφερε στη Σκήψη και την παρέδωσε στους κληρονόμους του, ανθρώπους συνηθισμένους, οι οποίοι είχαν τα βιβλία κλειδωμένα και δεν φρόντιζαν για τη συντήρησή τους. Όταν όμως έμαθαν ότι οι βασιλείς της Αττάλειας, στους οποίους υπαγόταν και η Σκήψη, αναζητούσαν με μανία βιβλία για να φτιάξουν τη Βιβλιοθήκη της Περγάμου, έκρυψαν τα βιβλία σε κάποιο υπόγειο.Κατεστραμμένα από την υγρασία και τα σκουλήκια, τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου πουλήθηκαν κάποια στιγμή αργότερα, έναντι πολλών χρημάτων, από τους απογόνους του Νηλέα στον Απελλικώντα από την Τέω. Ο Απελλικών ήταν όμως περισσότερο φιλόβιβλος παρά φιλόσοφος. Γι΄ αυτό, θέλοντας να διορθώσει τις φθορές των βιβλίων, τα μετέγραψε σε καινούργια αντίγραφα συμπληρώνοντας τις ελλείψεις τους χωρίς επιτυχία. και έτσι τα δημοσίευσε γεμάτα σφάλματα. Οι παλαιοί Περιπατητικοί λοιπόν, όσοι έδρασαν μετά τον Θεόφραστο, είχαν στη διάθεσή τους λίγα μόνο βιβλία του Αριστοτέλη, κυρίως αυτά που προορίζονταν για το κοινό, και έτσι δεν ήταν σε θέση να φιλοσοφήσουν πραγματικά αλλά περιορίζονταν σε κοινοτoπίες· αντίθετα, όσοι Περιπατητικοί έδρασαν αφ΄ ότου ήρθαν στο φως αυτά τα βιβλία, μπορούσαν να φιλοσοφούν και να αριστοτελίζουν καλύτερα από τους προηγούμενους, ήταν όμως υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε πολλές εικασίες εξαιτίας του πλήθους των σφαλμάτων που αυτά περιείχαν. Σε σχέση με αυτό, μεγάλη υπήρξε και η συμβολή της Ρώμης. Πράγματι αμέσως μετά τον θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας, που κυρίευσε την Αθήνα, σφετερίστηκε τη βιβλιοθήκη του και τη μετέφερε εδώ στη Ρώμη, όπου την πήραν στα χέρια τους ο γραμματικός Τυραννίων, άνθρωπος φιλαριστοτέλης, αφού πρώτα ξεγέλασε τον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης, αλλά κάποιοι βιβλιοπώλες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κακούς αντιγραφείς και δεν αντιβάλλουν το απόγραφο με το πρωτότυπο, όπως συνήθως συμβαίνει, τόσο στη Ρώμη όσο και στη Αλεξάνδρεια με τα βιβλία που αντιγράφονται απλώς για να πουληθούν».

Η σύγχρονη έρευνα αποκαλύπτει ότι χάθηκαν σημαντικά έργα του Αριστοτέλη . Εκτιμώντας τα χαμένα έργα φαίνεται να έχουν αρχικά γραφτεί με σκοπό να υποβληθούν σε μεταγενέστερη δημοσίευση, τα σωζόμενα έργα δεν φαίνεται να ήταν έτσι.[35] Αντίθετα, τα διασωθέντα έργα φαίνονται περισσότερο να είναι σημειώσεις παραδόσεων χωρίς σκοπό δημοσίευσης.[35] Η αυθεντικότητα ενός τμήματος του διασωθέντος έργου ως αυθεντικά Αριστοτελικού είναι επίσης σήμερα ύποπτη, με μερικά βιβλία να αντιγράφουν ή να συνοψίζουν το ένα το άλλο, την συγγραφή ενός βιβλίου υπό αμφισβήτηση και ενός άλλου βιβλίου να μην θεωρείται καθόλου του Αριστοτέλη.[35]

Μερικά από τα επιμέρους έργα, όπου συμπεριλαμβάνεται το Σύνταγμα της Αθήνας, θεωρούνται από τους περισσότερους μελετητές ως προϊόντα της “σχολή” του Αριστοτέλη, ίσως καταρτισμένα υπό την διεύθυνση ή την εποπτεία του. Άλλα, όπως το Περί Χρωμάτων, μπορεί να έχουν παραχθεί από τους διαδόχους του Αριστοτέλη στο Λύκειο, π.χ., τον Θεόφραστο και τον Στράτωνα. Ακόμα, άλλα απέκτησαν το όνομά του Αριστοτέλη μέσα από τις ομοιότητες στο δόγμα ή στο περιεχόμενο, όπως το De Plantis, ενδεχομένως του Νικόλα Δαμασκηνού. Άλλα έργα στο σώμα κειμένων περιλαμβάνουν αστρολογικά και μαγικά κείμενα των οποίων οι συνδέσεις με τον Αριστοτέλη είναι καθαρά ευφάνταστες.[36]

Σύμφωνα με μια διάκριση που προέρχεται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, τα γραπτά του διαιρούνται σε δύο ομάδες: την “εξωτερική” και την “εσωτερική“.[37] Οι περισσότεροι μελετητές έχουν καταλάβει πως η διάκριση είναι μεταξύ των έργων που προορίζονται από τον Αριστοτέλη για το κοινό (εξωτερική), και τα πιο τεχνικά έργα που προορίζονται για χρήση μέσα στο σχολείο (εσωτερικά). Οι σύγχρονοι μελετητές συνήθως υποθέτουν αυτά τα τελευταία να είναι δικές του (πρόχειρες) σημειώσεις από τις διαλέξεις του Αριστοτέλη (ή σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώσεις από τους μαθητές του).[38] Ωστόσο, ένας κλασικός μελετητής προσφέρει μια εναλλακτική ερμηνεία. Κατά τον 5ο αιώνα ο νεοπλατωνιστής Αμμώνιος γράφει ότι το ύφος γραφής του Αριστοτέλη είναι σκόπιμα σκοταδιστικό, έτσι ώστε «οι καλοί άνθρωποι μπορούν για το λόγο αυτό να τεντώσουν το μυαλό τους ακόμα περισσότερο, ενώ τα κενά μυαλά που χάνονται από απροσεξία θα τεθούν σε φυγή από την αφάνεια, όταν αντιμετωπίζουν φράσεις όπως αυτές.”[39]

Μια άλλη κοινή παραδοχή είναι ότι κανένα από τα εξωτερικά έργα δεν σώζεται – ότι όλα τα σωζόμενα γραπτά του Αριστοτέλη είναι εσωτερικού είδους. Τρέχουσα γνώση του τι ακριβώς είναι τα εξωτερικά γραπτά είναι πενιχρή και αμφίβολη, αν και πολλά από αυτά μπορεί να έχουν τη μορφή διαλόγου. (Αποσπάσματα από τους διαλόγους του Αριστοτέλη έχουν διασωθεί.) Ίσως να είναι αυτά που αναφέρει ο Κικέρων, όταν χαρακτήρισε το ύφος γραφής του Αριστοτέλη ως «ένα ποτάμι χρυσού».[40] Είναι δύσκολο για πολλούς σύγχρονους αναγνώστες να αποδεχθούν ότι κάποιος θα μπορούσε τόσο σοβαρά να θαυμάζει τη μορφή των έργων αυτών που είναι στη διάθεσή μας.[38] Εντούτοις, μερικοί σύγχρονοι μελετητές έχουν προειδοποιήσει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο έπαινος του Κικέρωνα προοριζόταν ειδικά για τα εξωτερικά έργα. λίγοι σύγχρονοι μελετητές έχουν πράγματι θαυμάσει το συνοπτικό στυλ γραφής που βρέθηκε σε σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη.[41]

Ένα σημαντικό ζήτημα στην ιστορία των έργων του Αριστοτέλη, λοιπόν, είναι πώς όλα τα εξωτερικά γραπτά έχουν χαθεί, και πως αυτά που τώρα έχουμε έφτασαν σε εμάς.[42] Η ιστορία των πρωτότυπων χειρογράφων των εσωτερικών πραγματειών περιγράφονται από τον Στράβωνα στην Γεωγραφία και τον Πλούταρχο του στο Βίοι Παράλληλοι του.[43] Τα χειρόγραφα αφέθηκαν από τον Αριστοτέλη στον διάδοχό του Θεόφραστο, ο οποίος με τη σειρά του τα άφησε στον Νηλέα. Ο Νηλέας υποτίθεται ότι πήρε τα γραπτά από την Αθήνα στην Σκήψη, όπου οι κληρονόμοι του τα αφήνανε να μαραζώνουν σε ένα κελάρι μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., όταν Aπελλικώνας της Τέω ανακάλυψε και αγόρασε τα χειρόγραφα, φέρνοντάς τα πίσω στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Aπελλίκωνας προσπάθησε να αποκαταστήσει μέρος της ζημιάς που είχε γίνει κατά τη διάρκεια της παραμονής των χειρογράφων στο υπόγειο, εισάγοντας μια σειρά από λάθη στο κείμενο. Όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα το 86 π.Χ., μετέφερε τη βιβλιοθήκη του Aπελλίκωνος στη Ρώμη, όπου δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 60 π.Χ. από τον γραμματικό Τυραννίωνα της Αμισού και, στη συνέχεια, από τον φιλόσοφο Ανδρόνικο της Ρόδου.[44][45]

Ο Carnes Lord αποδίδει τη δημοφιλή πεποίθηση σε αυτή την ιστορία στο γεγονός ότι παρέχει «την πιο εύλογη εξήγηση για την ταχεία έκλειψη της Περιπατητικής Σχολής μετά τα μέσα του τρίτου αιώνα, και για την απουσία ευρείας γνώσης των ειδικών πραγματειών του Αριστοτέλη σε όλη την την Ελληνιστική περίοδο, καθώς και για την ξαφνική επανεμφάνιση του αριστοτελισμού κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα π.Χ.[46] Ο Λορντ εκφράζει ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με αυτή την ιστορία. Πρώτον, η κατάσταση των κειμένων είναι πάρα πολύ καλή για να έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές που ακολουθήθηκε από την άπειρη προσπάθεια του Απελλίκωνος για την επισκευή.

Δεύτερον, υπάρχουν «αδιάσειστα στοιχεία»,, ότι οι πραγματείες ήταν σε κυκλοφορία κατά τη διάρκεια του χρόνου στον οποίο ο Στράβωνας και ο Πλούταρχος[47] υποστηρίζου ότι ήταν εγκλωβισμένες μέσα στο κελάρι στην Σκήψη. Τρίτον, η οριστική έκδοση των κειμένων του Αριστοτέλη φαίνεται να έχει γίνει στην Αθήνα, περίπου πενήντα χρόνια πριν από την υποτιθέμενη συμπίληση από τον Ανδρόνικο. Και τέταρτον, σε αρχαίους καταλόγους βιβλιοθηκών προγενέστερους του Ανδρόνικου εμφανίζονται αρκετά παρόμοια έγγραφα με αυτά που σήμερα κατέχουμε. Ο Λορντ βλέπει μια σειρά από μετα-αριστοτελικές παρεμβολές στα Πολιτικά, για παράδειγμα, αλλά γενικά είναι σίγουρος ότι το έργο έχει έρθει σε μας σχετικά άθικτο.

Από τη μία πλευρά, τα σωζόμενα κείμενα του Αριστοτέλη δεν προέρχονται από ολοκληρωμένα λογοτεχνικά κείμενα, αλλά μάλλον από τα σχέδια εργασιών που χρησιμοποιούνταν στο σχολείο του Αριστοτέλη, σε αντιδιαστολή, από την άλλη πλευρά, στους διαλόγους και τα άλλα “εξωτερικά” κείμενα που ο Αριστοτέλης δημοσίευσε ευρύτερα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η συναίνεση είναι ότι ο Ανδρόνικος της Ρόδου συγκέντρωσε τα απόκρυφα έργα του σχολείου του Αριστοτέλη που υπήρχαν με τη μορφή μικρότερων, ξεχωριστών έργων, τα διέκρινε από εκείνα του Θεόφραστου και άλλων Περιπατητικών, τα επιμελήθηκε, και τελικά τα συγκέντρωσε σε πιο συνεκτικά, μεγαλύτερα έργα, όπως είναι γνωστά σήμερα.[48]

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αριστοτέλης συνέβαλε σε κάθε σχεδόν τομέα της ανθρώπινης γνώσης και ήταν ιδρυτής πολλών νέων πεδίων της. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Μπράιαν Μαγκί (Bryan Magee), “είναι αμφίβολο αν κάποιο ανθρώπινο ον γνώριζε τόσα πολλά όσα αυτός”. Ο Αριστοτέλης έθεσε της αρχές της τυπικής λογικής, ήταν πρωτοπόρος στη μελέτη της ζωολογίας, και επηρέασε κάθε μελλοντικό επιστήμονα και φιλόσοφο μέσα από τη συμβολή του στην επιστημονική μέθοδο. Παρά τα επιτεύγματα αυτά, η επίδραση των σφαλμάτων του Αριστοτέλη θεωρείται από κάποιους ότι καθυστέρησε σημαντικά την εξέλιξη της επιστήμης. Ο Μπέρτραντ Ράσελ σημειώνει ότι «σχεδόν κάθε σοβαρή διανοητική εξέλιξη έπρεπε να ξεκινήσει με μια επίθεση σε κάποιο Αριστοτέλειο δόγμα». Ο Ράσελ αναφέρεται επίσης στην ηθική του Αριστοτέλη ως «αποκρουστική», και καλεί τη λογική του «τόσο ξεκάθαρα απαρχαιωμένη όσο και η Πτολεμαϊκή αστρονομία». Ωστόσο, αναφορά στο έργο του γίνεται και στις μέρες μας, όχι μόνο από φιλολόγους και φιλοσόφους, αλλά και από κορυφαίους των άλλων επιστημών.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου