Ζούμε σε ένα τελευταίο, επίμονο, καλοκαιράκι ενώ το ημερολόγιο μας δείχνει φθινόπωρο εδώ και έναν σχεδόν μήνα. Σαν να προσπαθεί ο καιρός να μας δώσει μια τελευταία ευκαιρία πριν τη μεγάλη επίπτωση που θα επιφέρει στα δεδομένα της πανδημίας η μετεωρολογική επιδείνωση. Είναι, άραγε, η Κοζάνη ένας προάγγελος αυτών των επιπτώσεων του ψύχους; Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου τα αποτελέσματα της τουριστικής πολιτικής ala Θεοχάρη είχαν καταγραφεί, ωστόσο η αύξηση των κρουσμάτων από τότε υπήρξε μάλλον ήπια, της τάξης του 5-10% από εβδομάδα σε εβδομάδα. Βεβαίως έξι εβδομάδες μετά, πλησιάζουμε πλέον επικίνδυνα τα 500 ημερησίως, που είχαν θεωρηθεί ως το κατώφλι συναγερμού.
Λίγο όμως ο καιρός που βοηθά ακόμη, λίγο η ελληνική ευστροφία που προσπαθεί σε προσωπικό επίπεδο να προστατευθεί από τα κενά που γνωρίζει ότι εμφανίζει σε το όποιο ΕΣΥ, το βέβαιο είναι ότι η εκθετική αύξηση αποφεύχθηκε, προς το παρόν.
Βεβαίως, η εικόνα των λίγων και επιλεκτικών ελέγχων του ΕΟΔΥ, οδηγεί σε υποκαταγραφή και δεν δίνει την αναγκαία λεπτομερή εικόνα ώστε να έχει προγνωστική βαρύτητα. Όμως μέχρι τώρα τα χειρότερα αποφεύχθηκαν, όπως δείχνει κυρίως ο αριθμός των νοσηλειών. Εξάλλου, είναι περιττά τα μαθήματα μαθηματικών προς την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, δεδομένου ότι από τους έξι της θεσμικής ηγεσίας του, οι δύο είναι μαθηματικοί…
Γιατί λοιπόν τόση αγωνία, ακόμη και από τα πιο υπεύθυνα χείλη; Γιατί οι γνωρίζοντες δεν αυταπατώνται όσον αφορά το αντίπαλο δέος, που μπορούμε να αντιπαρατάξουμε στην απειλή. Οι θρασείες συγκρίσεις με χώρες-πρότυπα, οι οποίες γονάτισαν στο πρώτο κύμα, είναι καλές μεν για πολιτικά πρωτοσέλιδα αλλά στον επιστημονικό κόσμο αντιμετωπίζονται με καγχασμό.
Αν τυχόν δεχθούμε ένα παρόμοιο κτύπημα ή και της μισής ακόμη σφοδρότητας, οι υποδομές μας θα κονιορτοποιηθούν. Απόδειξη είναι ότι χρειάστηκε να εφαρμοστούν κριτήρια αυστηρότερης διαλογής για τις διασωληνώσεις, ενώ ακόμη έχουμε 30-35 βαθμούς θερμοκρασίας. Είναι αυτό που στην δημοσιογραφική γλώσσα καταγράφεται ως εξής: «Σε οριακή κατάσταση βρίσκονται οι ΜΕΘ στην Αθήνα!».
Το πως αξιοποίησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το διάστημα του ημιχρόνου, το γνωρίζουν πλέον οι πάντες, εκτός όσων ενημερώνονται από την βόρειο-κορεατική τηλεόραση. Ο αμέριμνος τρόπος με τον οποίο ο Πρωθυπουργός έλεγε ότι έκανε σε έξι μήνες όσα οι άλλοι δεν επέτυχαν επί έτη, βασιζόταν προφανώς σε μια άλλη πρόγνωση πολύ ευνοϊκότερη. Αν τον είχαν προειδοποιήσει πόσο γρήγορα θα έπρεπε να επιδείξει αυτές τις πάνω από χίλιες κλίνες ΜΕΘ, που τάχα δημιούργησε, θα ήταν πιο ταπεινός.
Η λαθροχειρία βασιζόταν σε κάτι απλοϊκό. Συνέχεε το κόστος του τεχνικού εξοπλισμού, που είναι περίπου 40.000 Ε, ανά νέα κλίνη ΜΕΘ, με το κόστος της στελέχωσης της που κοστίζει το ίδιο ποσό μόνο και μόνον για 4 μήνες λειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα, το κόστος αναπνευστήρα 25.000, μόνιτορ 5.000 και ειδικής κλίνης 10.000 είναι ελάχιστο μπροστά στο ολικό κόστος μισθοδοσίας ενός ιατρού, τεσσάρων νοσηλευτών/τριών κά, ανά νέα κλίνη.
Η επικοινωνιακή έμφαση δόθηκε στις σχετικές δωρεές, αρκετές από δημόσιο χρήμα που αφορούσαν αποκλειστικά τον εξοπλισμό ή τους χώρους (πχ δωρεά Βουλής στην ΣΩΤΗΡΙΑ). Προφανώς τις καινούριες κλίνες δεν θα τις στελέχωναν οι βουλευτές ούτε οι υπάλληλοι της Βουλής, όμως η κυβερνητική απόφαση ήταν να αποφύγει την κανονική διαδικασία προσλήψεων.
Όταν θα τις χρειαζόταν, πολύ σύντομα ως αποδείχθηκε, θα γινόταν κάποιες μετακινήσεις από άλλα νοσοκομεία, ελάχιστες προσλήψεις επικουρικών, αφυδάτωση άλλων τμημάτων του νοσοκομείου που διέθεταν «περίσσεια» και το κυριότερο θα συνέβαινε ένα ακόμη θαύμα, της Καινής Διαθήκης αυτή την φορά.
Πρόκειται για τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και ο χορτασμός με αυτά, πέντε χιλιάδων. Το θαύμα αυτό το αναφέρουν και οι τέσσερις ευαγγελιστές, οπότε κάπου το έμαθε και ο κ Μητσοτάκης. Με το ίδιο προσωπικό, σκέφτηκε, θα δουλέψουν περισσότερες κλίνες. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ως νεοφιλελεύθερος, ομνύει στην αύξηση της παραγωγικότητας, πόσω μάλλον όταν μιλάμε για «τεμπέληδες» δημοσίους υπαλλήλους.
Δεν σκέφτηκε, ίσως, ότι ένα σύστημα συνηθισμένο να δουλεύει υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, αυτή την νοθεία την είχε ήδη προεξοφλήσει από μόνο του. Όσο νερό μπορούσε να νοθεύσει το λιγοστό κρασί, είχε ήδη μπει. Κι από ένα σημείο και πέρα, αυτό που παρουσιάζεται ως μονάδα είναι μάλλον λεμονάδα, της παρηγοριάς. Κι όταν αυτό το κάνεις από την αρχή, χωρίς να είσαι Μπέργκαμο και χωρίς να έχεις τις κλίνες ΜΕΘ σε σκηνές σε στάδια, δεν είναι καλή αρχή.
Όταν δε η δημιουργική λογιστική αφορά σε υπερεξειδικευμένες βαριές υποδομές, τότε αυτή προσκρούει σε διεθνείς οδηγίες, προδιαγραφές, πρωτόκολλα μιας κάπως αυστηρής επιστήμης που δεν επιτρέπει λογοτεχνικές παρομοιώσεις (κάτι σαν μονάδα ...). Ακόμη κι όποιος αγνοούσε μέχρι τώρα την διαφορά πχ. ΜΕΘ-ΜΑΦ, στις νέες συνθήκες την πληροφορείται εύκολα.
Στα πλαίσια τώρα της συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού, ο ιδιωτικός τομέας, ο προφυλαγμένος ως covid-free ακόμη κι από άσχετους ασθενείς, που παρεμπιπτόντως διαπιστώθηκε ότι είναι θετικοί, ο φροντισμένος με διπλασιασμό του προβλεπόμενου νοσηλίου, ο θησαυρίσας με τα υπερτιμημένα tests, δέχεται τώρα κι ένα ακόμη δώρο. Η τεχνογνωσία που αποκτήθηκε από την νόθευση του οίνου, στις κλίνες ΜΕΘ του δημοσίου, επεκτείνεται και σε εκείνες του ιδιωτικού τομέα.
Τι κάνει λοιπόν η «δίκαιη» Κυβέρνηση; Για τις «ανάγκες» της πανδημίας, επιτρέπει στους επιχειρηματίες υγείας να αυξήσουν τα κρεβάτια ΜΕΘ, παρακάμπτοντας τις ελάχιστες νομοθετημένες προϋποθέσεις ασφαλούς νοσηλείας. Άρα προβλέπει περισσότερα κρεβάτια ΜΕΘ, τα οποία θα μπορούν να λειτουργούν με το ίδιο προσωπικό που υπήρχε πριν.
Το μοντέλο που επιλέγει η Κυβέρνηση στις περίφημες Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) φαίνεται ότι θα αθροίζει τα μειονεκτήματα και των δύο τομέων. Είναι σαφές, ότι η κυβέρνηση που δεν αντιμετωπίζει την πανδημία ως ευκαιρία επένδυσης στο δημόσιο σύστημα υγείας, αντιθέτως διαβλέπει μια ακόμη ευκαιρία εύνοιας προς τον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα.
Ο κ. Ξανθός, δικαίως, καταγγέλλει στεντορείως ως σκανδαλώδη και επικίνδυνη την νέα ρύθμιση (οικ.6472/ 9.10.2020 ΚΥΑ, επισυνάπτεται) με την οποία δίνεται η δυνατότητα αύξησης έως 40% των διαθέσιμων κρεβατιών με το υφιστάμενο προσωπικό! Η επιστημονική κοινότητα και οι διεθνείς οργανισμοί θα σιωπήσουν, άραγε, όπως τα ελληνικά ΜΜΕ;