Ο ρόλος της Γερμανίας αποδεικνύεται καταλυτικός στην ανάδειξη του Ερντογάν σε ρυθμιστή των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο. Με βασικό κριτήριο την αγωνία της για νέα έκρηξη των προσφυγικών ροών, υπό το βάρος της αδυναμίας που δημιουργεί η πολιτική αποδρομή της, και στη σκιά των προβληματικών χειρισμών – όπως γράφουν τα ίδια τα γερμανικά μέσα ενημερώσης – του υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας, η Άνγκελα Μέρκελ κάνει ένα ακόμη βήμα αποσάθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ακυρώνει κάθε έννοια της κοινοτικής συνοχής, αντιμετωπίζει το λυβικό ως διμερές ζήτημα στη βάση των γερμανικών εθνικών συμφερόντων και προσφέρει τα πάντα στον κατά συρροή παραβάτη του διεθνούς δικαίου Ταγίπ Ερντογάν.

 

Και σήμερα τον υποδέχεται στο Βερολίνο και στη διάσκεψη της Λιβύης ως ντε φάκτο ηγετικό περιφερειακό παράγοντα, μία ημέρα αφ’ ότου ο τούρκος πρόεδρος με το άρθρο του στο Politico εκβίασε «στεγνά» την Ευρώπη με νέες απειλές για την τρομοκρατία και το μεταναστευτικό: «Η Ευρώπη», έγραψε, «θα αντιμετωπίσει προβλήματα αν εγκαταλειφθεί η νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως ο DAESH και η Αλ Κάιντα, οι οποίες υπέστησαν στρατιωτική ήττα στη Συρία και το Ιράκ, μπορούν να βρουν ένα αποτελεσματικό περιβάλλον στη Λιβύη και στη συνέχεια να ξυπνήσουν. .. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η βία και η αστάθεια θα τροφοδοτήσουν την παράνομη μετανάστευση προς την Ευρώπη».

Προηγουμένως, η γερμανίδα καγκελάριος είχε υποκύψει και στον έτερο εκβιασμό: Την απαίτηση – όπως γράφτηκε ακόμη και στα γερμανικά ΜΜΕ – του Ταγίπ Ερντογάν να αποκλείσει την Ελλάδα από τη διάσκεψη, με το επιχείρημα ότι σήμερα στο Βερολίνο δεν πρόκειται να τεθούν ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή το παράνομο τουρκολυβικό Μνημόνιο που παραβιάζει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Το τι θα συμβεί στην περίπτωση που τεθεί η απαίτηση αναγνώρισης του Μνημονίου από τον ίδιο τον Ερντογάν, ή από την κυβέρνηση Σαράζ της Τρίπολης δεν απαντήθηκε από το Βερολίνο και η Μέρκελ έχει δείξει καθαρά πως η στήριξη των ελληνικών θέσεων δεν εντάσσεται στις προτεραιότητές της.

Όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση τα αντιλήφθηκε με δραματική, έως και μοιραία, καθυστέρηση, όπως τονίζουν έμπειροι διπλωματικοί κύκλοι. Και την ύστατη ώρα, τρέχει τώρα να ορίσει… εκπρόσωπο των ελληνικών συμφερόντων στη διάσκεψη του Βερολίνου τον στρατάρχη Χάφταρ και να απειλήσει με βέτο στην περίπτωση που η ΕΕ επιχειρήσει να αναγνωρίσει τετελεσμένα σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Ως προς το πρώτο, οι ίδιοι κύκλοι επισημαίνουν ότι η συμμαχία με τον Χάφταρ είναι μια αναγκαία κίνηση τακτικής, αλλά δεν μπορεί η ελληνική διπλωματία να εναποθέτει όλα της τα όπλα σε έναν πολέμαρχο που καμία σχέση δεν έχει με το διεθνές δίκαιο και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει φίλους και συμμάχους προτάσσοντας τα δικά του συμφέροντα.

Στο θέμα του βέτο, στο οποίο αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χαρακτηρίζουν απορίας άξιο το πώς και πού αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί. Στη διάσκεψη του Βερολίνου εμπλέκεται η Γερμανία και όχι η Ε.Ε., οι διαπραγματεύσεις με τον Ερντογάν και τις εμπόλεμες πλευρές γίνονται στη βάση διμερών και όχι ευρωπαϊκών επαφών, και θεωρείται αδιανόητο να φθάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να κυρώσει οποιαδήποτε απόφαση θα γκριζάρει τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους-μέλους της.

Αντιθέτως, εκείνο που τονίζεται από έμπειρους διπλωμάτες είναι πως η Ελλάδα έπρεπε εξ αρχής, εδώ και καιρό, να είχε μετατοπίσει το θέμα ακριβώς εντός πλαισίου Ευρωπαϊκής Ένωσης πιέζοντας με κάθε μέσο τη Γερμανία. Κι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνον με την ελληνική απαίτηση για επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας μετά την υπογραφή του παράνομου Μνημονίου Ερντογάν –Σαράζ. Τότε η απειλή του βέτο εάν δεν επιβάλλονταν κυρώσεις, όπως είχε πράξει και η Κύπρος το καλοκαίρι, μπορεί να είχε μια αξία και μια δυναμική. Τώρα, κινδυνεύει απλώς να αποδειχθεί επικοινωνιακό και άσφαιρο πυροτέχνημα.

https://tvxs.gr