Αν η πολιτική ήταν μόνο υπόθεση επικοινωνίας, δημιουργίας δηλαδή εντυπώσεων και εικονικής πραγματικότητας, τότε η ιστορία δεν θα είχε εγγράψει με κεφαλαία γράμματα ούτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ούτε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στην ιστορία θα είχαν μείνει επικοινωνιολόγοι, διαφημιστές και κάτι… μάγοι, από αυτούς που εξαφανίζουν ελέφαντες μπροστά στα μάτια των θεατών.

Η πολιτική δεν είναι μόνον επικοινωνία, γιατί εκ του ορισμού της, είναι η τέχνη του εφικτού. Άρα η πεμπτουσία της πολιτικής είναι η παραγωγή έργου. Οι εντυπώσεις δεν παράγουν έργο και διαρκούν όσο ένα πυροτέχνημα. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αντίθετα είναι χειροπιαστά και έχουν διάρκεια. Τα βλέπουμε, ζούμε μαζί τους και είναι αυτά που είτε κάνουν τη ζωή μας καλύτερη, όταν είναι θετικά, είτε και χειρότερη, όταν είναι αρνητικά. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε την κυβέρνηση σε μια ευνοϊκή γι’ αυτήν συγκυρία. Βρήκε την Ελλάδα εκτός μνημονίων, μετά από 10 εξαιρετικά δύσκολα χρόνια. Με την κυβέρνηση Τσίπρα να έχει εισπράξει όλη τη δυσαρέσκεια για το τεράστιο κόστος που χρειάστηκε να πληρώσουμε προκειμένου να βγούμε από την ομηρία των δανειστών. Μια ομηρία για την οποία, αξίζει να υπενθυμιστεί, ότι δεν ευθύνονταν ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι κυβερνήσεις του παλιού πολιτικού κατεστημένου.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε ακόμη την οικονομία, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια, σε φάση ανάπτυξης, η οποία το 2ο τρίμηνο του 2019 έτρεχε ήδη με ρυθμούς 2,8%. Συγχρόνως, βρήκε τη χώρα να διαθέτει στα ταμεία της ένα αποθεματικό της τάξης των 37 δις Ευρώ, αποτέλεσμα συνετής οικονομικής διαχείρισης που μας επέτρεπε να αντιμετωπίσουμε αυτοδύναμα οποιαδήποτε δύσκολη συγκυρία.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε και τα εθνικά θέματα σε ήρεμα νερά. Η κυβέρνηση Τσίπρα με υπουργό εξωτερικών το Νίκο Κοτζιά, είχε αναπτύξει μια πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική που είχε ενισχύσει τη χώρα διεθνώς, την είχε κάνει να κερδίσει συμμάχους και την είχε βοηθήσει να επιλύσει κατά τρόπο επιτυχή, που επιδοκιμάστηκε από τη διεθνή κοινότητα, το χρόνιο ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας.

Η ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας ως αποτέλεσμα της ενεργητικής κι πολυδιάστατης ελληνικής διπλωματίας, καθώς και της επιτυχούς εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής που ήθελε όλα τα εθνικά μας ζητήματα να έχουν σαφή ευρωπαϊκή προοπτική επίλυσης, είχαν αναγκάσει την Τουρκία να περιορίσει τις προκλήσεις της απέναντι στην Ελλάδα. Και όταν τόλμησε να προκαλέσει τον Οκτώβριο του 2018 στο Αιγαίο, η απάντηση της τότε κυβέρνησης ήταν τόσο άμεση και αποφασιστική, που δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες.

Με το που ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη η κυβερνητική πολιτική άλλαξε 180 μοίρες. Η κυβέρνηση της ΝΔ έπαψε να διοικεί τη χώρα παράγοντας θετικό έργο, αλλά δημιουργώντας εντυπώσεις μέσω των χρηματοδοτούμενων πλέον από την ίδια φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Έτσι, με προπέτασμα καπνού την επικοινωνία, η οποία παρουσίαζε τα πράγματα πάντοτε σύμφωνα με το συμφέρον της κυβέρνησης, άρχισε να ξεδιπλώνεται μια ιδιοτελής και πελατειακή οικονομική πολιτική, που στηρίχθηκε στη συχνά όζουσα οσμή σκανδάλου μεταφορά δημόσιου χρήματος σε κομματικούς φίλους και σε φιλικά της οικονομικά συμφέροντα.

Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 η ελληνική οικονομία είχε εγκαταλείψει την ανάπτυξη, ευρισκόμενη σε ύφεση. Με αποτέλεσμα όταν πια εμφανίστηκε η πανδημία του κορωνοϊού τον Μάρτιο του 2020, να έχει χαθεί το πλεονέκτημα της καλής οικονομικής κατάστασης. Έτσι, τα 37 δις αντί να στηρίξουν την οικονομία, τους εργαζόμενους δηλαδή και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που επλήγησαν βαριά από το lock down, είχαν εξανεμιστεί σε πελατειακές «χορηγίες» και «επιδοτήσεις». Με αποτέλεσμα η πραγματική οικονομία και οι εργαζόμενοι όταν χρειάστηκαν την ενίσχυση του κράτους να αφεθούν αβοήθητοι στην τύχη τους και να καταρρεύσουν.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρουσιάζει μια διεθνή πρωτοτυπία. Είναι μια κυβέρνηση νεοφιλελεύθερη στα λόγια, αλλά κρατικοδίαιτη στην πράξη. Αφού η οικονομική της πολιτική δεν στηρίχθηκε ούτε στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ούτε βέβαια στην πολυδιαφημισμένη προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η εξέλιξη της επένδυσης του Ελληνικού, που θα ήταν το μεγάλο εμβληματικό έργο του Μητσοτάκη και στο οποίο μετά από ένα χρόνο, η κυβέρνηση χρειάστηκε να χρηματοδοτήσει η ίδια με δημόσιο χρήμα ακόμη και την κατεδάφιση των παλιών κτιρίων, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Πιεζόμενη η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετά το lock down και έχοντας εξαντλήσει δεξιά και αριστερά ή για να ακριβολογούμε, μόνο δεξιά, τα οικονομικά αποθέματα της χώρας, κατά τρόπο ώστε να μην έχει πλέον τη δυνατότητα ή και την επιθυμία, με τα όσα αποθέματα της έμειναν να στηρίξει την πληττόμενη οικονομία και τους εργαζόμενους, έκανε το ολέθριο λάθος να αγνοήσει την υγειονομική κρίση και να δώσει προτεραιότητα, χωρίς όμως καθόλου προϋποθέσεις, στην οικονομία. 

Άνοιξε κατά εγκληματικό για τη δημόσια υγεία τρόπο, χωρίς ελέγχους και χωρίς προϋποθέσεις, τα σύνορα της χώρας σε όλους, αδιακρίτως χώρας προέλευσης, διαφήμισε την Ελλάδα ως την πλέον ασφαλή χώρα του κόσμου - λες και η ασφάλεια είναι μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό που δεν ανατρέπεται αν μεταδοθεί στη χώρα η πανδημία - και υποχώρησε σε όλες τις απαιτήσεις των λογής οικονομικών συμφερόντων, από τους ταξιδιωτικούς πράκτορες μέχρι τις αεροπορικές εταιρείες και τους πλοιοκτήτες.

Αποτέλεσμα αυτής της ολέθριας πολιτικής ήταν η κυβέρνηση να επιτύχει ένα διπλό αρνητικό αποτέλεσμα:

Κατάφερε να αποτύχει και στην οικονομία, αφού ο τουρισμός δεν μπόρεσε να επανακάμψει εν μέσω πανδημίας, αλλά και στην υγειονομική κρίση, την οποία η άφρων, πελατειακή και ευνοιοκρατική κυβερνητική πολιτική επανέφερε σε χειρότερη εκδοχή από ό,τι την πρώτη φορά. Έχοντας καταφέρει να εξαντλήσει σε σύντομο διάστημα όλο το επικοινωνιακό κεφάλαιο που της χάρισε η ευνοϊκή συγκυρία και η καλή πορεία του πρώτου κύματος της πανδημίας, αλλά και όλο το απόθεμα που της κληροδότησε η συνετή οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης.

Εκεί όμως που η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα έκανε κυριολεκτικά μούσκεμα, προκαλώντας όχι απλώς δυσαρέσκεια, αλλά δυσφορία των ελλήνων, είναι στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο.

Εφαρμόζοντας μια αδρανή και κατά βάση επικοινωνιακή εξωτερική πολιτική για… εσωτερική κατανάλωση, αλλά και έχοντας επιλέξει να απομακρυνθεί από την εθνική στρατηγική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού των εθνικών μας ζητημάτων και της αναγνώρισης ως μόνης διαφοράς με την Τουρκία της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας των νησιών, εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή συμμαχία, προσδέθηκε στο άρμα των ΗΠΑ και αποδέχθηκε, σε μυστική συμφωνία, υπό την ουδέτερη διαμεσολάβηση της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ, να συρθεί σε διμερή διάλογο με τον Ερντογάν και μάλιστα εφ’ όλης της ύλης, με φόντο τον ανιστόρητο, όσο και προκλητικό στόχο της συνεκμετάλλευσης του ελληνικού Αιγαίου.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική, μέσα σε ένα μόλις χρόνο, σπατάλησε όλο το κεφάλαιο και τη δυναμική που είχε κερδίσει τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, απομονωμένη από τον φυσικό μας σύμμαχο, την Ενωμένη Ευρώπη, η οποία δεν εξέδωσε ούτε κοινή ανακοίνωση καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναγκάστηκε να παρακολουθεί τους τούρκους να παραβιάζουν επί ημέρες την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Επιστρατεύοντας κατά την πάγια συνήθειά της την επικοινωνία και την προπαγάνδα για να υποβαθμίσει την πραγματικότητα των τουρκικών παραβιάσεων, παρουσιάζοντας σαν δήθεν… ηρωική τη δική της ανεκδιήγητη στάση τα ελληνικά πλοία να προσπαθούν θορυβώντας να χαλάσουν τις παράνομες τουρκικές μετρήσεις.

Και ακόμη, επιστρατεύοντας την επικοινωνία για να κατηγορήσουν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα ότι δήθεν, η μέχρι σήμερα εθνική στρατηγική, που συμφώνησαν και εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα. Για να τους διαψεύσει όμως η ίδια η ζωή, αφού με αυτή την εθνική στρατηγική, τα συμφέροντα της χώρας προστατεύτηκαν αποτελεσματικά μέχρι σήμερα, ενώ με τη σημερινή πολιτική, χωρίς συμμαχίες και χωρίς εθνική συναίνεση, απειλούνται για πρώτη φορά τόσο σοβαρά και σε τόσο μεγάλη έκταση τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με την εξέλιξη που παίρνει η κρίση στο Αιγαίο, απογοήτευσε τους πατριώτες οπαδούς και υποστηρικτές της. Τους οποίους, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, είχε εκπαιδεύσει σε μια εθνικιστική στα λόγια, αλλά επί της ουσίας μικροπολιτική τακτική που τους ήθελε υπερεθνικόφρονες Μακεδονομάχους με περικεφαλαίες και  χλαμύδες να κατηγορούν σαν προδότες εκείνους, που έμπρακτα υπερασπίστηκαν την πατρίδα και τα εθνικά μας συμφέροντα όταν απειλήθηκαν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σήμερα δεν κρίνεται ούτε από τους κατασκευασμένους επαίνους, ούτε και από τις καλοπληρωμένες κολακείες των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Κρίνεται από τα αποτελέσματα της πολιτικής της και στα τρία επίπεδα: Και στην οικονομία και στην υγειονομική κρίση και στην προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.

Όπου και στους τρεις αυτούς τομείς τα έκανε κυριολεκτικά θάλασσα. 

Ποια επικοινωνία και ποια πληρωμένα κανάλια μπορούν να αλλάξουν τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα των εκατοντάδων νέων κρουσμάτων του κορωνοϊού καθημερινά, αλλά και της ύφεσης, των λουκέτων και της ανεργίας που το φθινόπωρο θα μαστίζουν την κοινωνία;

Και ποια προπαγάνδα μπορεί να καλύψει την απειλή ενός ταπεινωτικού για την Ελλάδα διαλόγου με τους Τούρκους όπου, η ελληνική κυβέρνηση απομονωμένη, με διχασμένο το εσωτερικό μέτωπο και χωρίς εθνική στρατηγική, θα υποχρεωθεί να… μοιράσει στη μέση τις προκλητικές και ανιστόρητες τουρκικές απαιτήσεις; Η ήττα που έχει υποστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στα τρία επίπεδα που κλήθηκε να διαχειριστεί είναι τόσο συντριπτική, που τελειώνει την πολιτική της κυριαρχία.

πηγη:https://tvxs.gr