Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 28 Μάρ 2021
Η «μαφία» των πολέμων
Κλίκ για μεγέθυνση
AP Photo/Charles Dharapak, File



28.03.2021, 10:49

 




Οι αμερικανικές «πέντε αδελφές» των εξοπλισμών αύξησαν την τελευταία πενταετία 15% τις πωλήσεις τους σε 96 χώρες σε όλο τον κόσμο, χάρη σε ένα συστηματικό και ακριβό λόμπινγκ. Πάνω από 2,5 δισ. δολάρια οι δαπάνες άσκησης επιρροής την τελευταία εικοσαετία.

Εξήντα χρόνια από την αποχαιρετιστήρια ομιλία του 34ου προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και την περιβόητη αναφορά του στον αυξανόμενο εναγκαλισμό των εταιρειών παραγωγής όπλων του ιδιωτικού τομέα με το Πεντάγωνο, το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό να ρυθμίζει τις τύχες αρκετών λαών της υφηλίου και να κερδίζει.

Επενδύοντας στον φόβο, στις συγκρούσεις και στον πόλεμο, η συμμαχία αυτή –προϊόν του Β' Παγκοσμίου Πολέμου– διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την αμυντική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, απομυζώντας πόρους από την οικονομία τόσο της υπερδύναμης όσο και δεκάδων χωρών του πλανήτη. Η δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων, ο αέναος ανταγωνισμός των εξοπλισμών, οι στρατιωτικές συγκρούσεις σημαίνουν γι’ αυτήν πωλήσεις, κέρδη, αποδόσεις. Η ειρήνη, αντίθετα, σημαίνει οικονομικό μαρασμό. Γι’ αυτό και είναι ανεπιθύμητη.

Sebastian Apel/U.S. Department of Defense, via AP

«Η ειρήνη δεν πρόκειται να έλθει σύντομα στη Μέση Ανατολή», η περιοχή «παραμένει ένας τομέας όπου θα συνεχίσουμε να βλέπουμε σταθερή ανάπτυξη», διαβεβαίωνε τον περασμένο Ιανουάριο τους μετόχους της Raytheon ο διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού αμυντικού κολοσσού Γκρεγκ Χέιζ. Η αφοπλιστική του ειλικρίνεια είχε στόχο να καθησυχάσει τους επενδυτές της Raytheon, οι οποίοι ανησυχούσαν για τυχόν ζημιές μετά την απόφαση του Τζο Μπάιντεν να μπλοκάρει προσωρινά τις πωλήσεις όπλων προς τη Σαουδική Αραβία. Κάποιες από τις μετέπειτα κινήσεις του Αμερικανού προέδρου, όπως η αεροπορική επίθεση στη Συρία στα τέλη Φεβρουαρίου και η πρόσφατη επαναφορά της ψυχροπολεμικής ρητορικής, τον δικαίωσαν.

Η Raytheon Technologies μαζί με τις Lockheed Martin, Boeing, Norτthrop Grumman, General Dynamics αποτελούν τον πυρήνα του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ. Είναι οι πρώτες σε πωλήσεις βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων του κόσμου και συνιστούν μαζί με τις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου τους τον κορυφαίο εξαγωγικό τομέα των ΗΠΑ. Οι τεράστιες σε αξία και όγκο πωλήσεις τους στο εξωτερικό καθιστούν την υπερδύναμη εδώ δεκαετίες μεγαλύτερη εξαγωγέα όπλων στην υφήλιο.

Οι εν λόγω βιομηχανίες ήταν στην πενταετία 2016-2020 υπεύθυνες για το 37% των όπλων που πωλήθηκαν σε όλο τον κόσμο. Οι πωλήσεις τους κατέγραψαν άνοδο 15% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία (2011-2015), ενώ τα προϊόντα τους αγοράστηκαν συνολικά από 96 χώρες του πλανήτη. Τα μισά εξ αυτών αγόρασαν οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που αποτελούν χάρη στα έσοδά τους από το πετρέλαιο εδώ και χρόνια τις καλύτερες πελάτισσες. Η επικεφαλής του ΟΠΕΚ και δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαιο-εξαγωγική χώρα του κόσμου Σαουδική Αραβία απορρόφησε το 25% των συνολικών τους εξαγωγών.

Ωστόσο, παρά τις τεράστιες πωλήσεις τους στο εξωτερικό, οι αμερικανικές βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων συνεχίζουν να αντλούν μεγάλο μέρος των κερδών τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το αμερικανικό Πεντάγωνο ξοδεύει σήμερα περίπου τρεις φορές περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στρατό στον κόσμο. Ο ύψους 740 δισ. δολαρίων προϋπολογισμός του (μεγάλο μέρος του οποίου δαπανάται για τα όπλα που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός) αποτελεί την τακτική πηγή εσόδων της αμυντικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό η κατάρτιση, η επικύρωση και η υλοποίησή του αποτελεί βασικό της μέλημα.

Οι αμερικανικές βιομηχανίες όπλων «επενδύουν» δεκάδες εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προς αυτήν την κατεύθυνση, για τη χρηματοδότηση ενός ατελείωτου δικτύου ομάδων πίεσης (λόμπι), ιθυνόντων και εκλεγμένων αξιωματούχων με στόχο τον επηρεασμό των αποφάσεων της κυβέρνησης που τις αφορούν. Απώτερος στόχος τους είναι οι οποιεσδήποτε μεταβολές στις στρατιωτικές δαπάνες να καθοδηγούνται όχι από τις πραγματικές εθνικές ανάγκες άμυνας και ασφάλειας των ΗΠΑ, αλλά από την αύξηση των κερδών τους.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Center for Responsive Politics, οι συνολικές δαπάνες τους για λόμπι την τελευταία εικοσαετία ανήλθαν στα 2,5 δισ. δολάρια. Εξ αυτών, πάνω από 285 εκατ. δολάρια δαπανήθηκαν υπό τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης σε προεκλογικές εκστρατείες Αμερικανών πολιτικών που προωθούν τα συμφέροντά τους.

Καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης διαδραματίζει η περιβόητη «περιστρεφόμενη πόρτα» δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Εκατοντάδες από τους λομπίστες που οι εταιρείες όπλων απασχολούν σήμερα έχουν διατελέσει νωρίτερα μέλη ή υπάλληλοι επιτροπών του Κογκρέσου και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι οποίες αποφασίζουν για προμήθειες, ελέγχους και χρηματοδότηση των οπλικών συστημάτων.

Και οι πελάτες θέλουν τους λομπίστες τους

Η Σαουδική Αραβία, 2η παγκοσμίως σε αγορές αμερικανικών όπλων, πληρώνει αδρά κορυφαίες εταιρείες για να εξασφαλίσει την έγκριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων της


Πιέσεις στο Κογκρέσο και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ασκούν όμως μόνο όσοι πουλούν όπλα και κερδίζουν, αλλά και αυτοί που αγοράζουν. Και πιο συγκεκριμένα οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών του πλανήτη, οι οποίες πληρώνουν αδρά κάποιες αμερικανικές εταιρείες λόμπινγκ προκειμένου να ασκούν πιέσεις στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στο Κογκρέσο. Στόχος τους, να ανάψει το πράσινο φως για τα πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα που αυτές αγοράζουν από τη Raytheon, την Βoeing και τους υπόλοιπους κολοσσούς της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας.

Οι αγορές αυτές δημιουργούν συνήθως τεράστιες μαύρες τρύπες και γονατίζουν για χρόνια τα δημόσια οικονομικά μιας χώρας. Από την άλλη πλευρά εξασφαλίζουν τις περισσότερες φορές την ειρήνη, καθώς ισοδυναμούν ουσιαστικά με αγορά προστασίας από την υπερδύναμη. Κορυφαία περίπτωση οι χώρες της Μέσης Ανατολής και ειδικά η Σαουδική Αραβία που από το 2017 αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αγοραστή αμερικανικών όπλων στον κόσμο. Παράλληλα είναι και ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες των αμερικανικών εταιρειών λόμπι (7η).

Κρατικές εταιρείες αυτής, όπως η SABIC, έχουν δαπανήσει από το 2016 πάνω από 108 εκατ. δολάρια για να επηρεάσουν της αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν προσλάβει κορυφαίες εταιρείες προώθησης συμφερόντων της Ουάσινγκτον, όπως οι Brownstein Hyatt, Squire Patton Boggs και ΒGR Group, οι οποίες ταυτόχρονα όμως αποτελούν και κορυφαίους λομπίστες των αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών που πουλούν όπλα στη Σαουδική Αραβία... Πιο στημένο φαγοπότι δεν γίνεται.

Οι «περιστρεφόμενες πόρτες» του εξοπλιστικού λόμπι

Για την προώθηση των συμφερόντων τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας των ΗΠΑ, οι βιομηχανίες οπλικών συστημάτων αξιοποιούν ένα από τα καλύτερα –σε διασυνδέσεις– λόμπι της Ουάσινγκτον. Βασικό γρανάζι αυτού αποτελεί η «περιστρεφόμενη πόρτα» μέσω της οποίας πρώην κρατικοί αξιωματούχοι περνούν μετά το τέλος της θητείας τους στον ιδιωτικό τομέα και αντίστροφα.

Πάνω από το 73% των συνολικά 663 εκπροσώπων ομάδων πίεσης που απασχολούσαν πέρυσι στην αμερικανική πρωτεύουσα οι αμυντικές βιομηχανίες δούλευε παλαιότερα για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Κανένας άλλος κλάδος, καμιά άλλη βιομηχανία δεν απασχολεί τόσο υψηλό ποσοστό επαγγελματιών άσκησης πιέσεων που εργάζονταν παλαιότερα σε κυβερνητικές θέσεις.

AP Photo/Patrick Semansky, File

Στο υπουργείο Αμυνας, ειδικά, αυτή η περιστρεφόμενη πόρτα έχει διαστάσεις... πύλης. Παλαιότερη έρευνα του Project of Government Oversight είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περίπου οι μισοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας που υπέγραφαν τις συμβάσεις προμηθειών διατηρούσαν δεσμούς με τις βιομηχανίες όπλων. Το 2016 καταμετρήθηκαν 95 πρώην αξιωματούχοι του Πενταγώνου οι οποίοι είχαν περάσει μέσω της «περιστρεφόμενης πόρτας» σε καλοπληρωμένες θέσεις του ιδιωτικού τομέα άσκησης πίεσης και προωθούσαν τα συμφέροντα των πέντε μεγαλύτερων εταιρειών όπλων. Η έρευνα του Center for Responsive Politics διαπίστωσε και αυτή ότι εκατοντάδες από τους σημερινούς λομπίστες της αμυντικής βιομηχανίας έχουν προηγουμένως εργαστεί στο υπουργείο Αμυνας. Το Πεντάγωνο, ωστόσο, αποτελεί μόνο ένα μέρος στον οποίο οδηγεί η πόρτα. Το άλλο –εξίσου σημαντικό– είναι το Κογκρέσο και οι επιτροπές του.

Σύμφωνα με την έρευνα του CRP, στα τελευταία 20 χρόνια έχουν περάσει από τις επιτροπές ενόπλων δυνάμεων και διεθνών σχέσεων όπως και τις υποεπιτροπές αμυντικών πιστώσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας τουλάχιστον 250 άτομα που αργότερα συνέχισαν να εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα ή και αντίστροφα. Το 25% αυτών ήταν επίσημα εγγεγραμμένοι εκπρόσωποι ομάδων πίεσης των αμυντικών βιομηχανιών ή των εμπορικών ενώσεών τους.

Ακόμη πιο εντυπωσιακά είναι τα νούμερα για το προσωπικό, τους εμπειρογνώμονες και άλλους υπαλλήλους δηλαδή, που απασχολούν οι σχετικές επιτροπές του Κογκρέσου και τα μέλη τους. Η έρευνα αποκαλύπτει ότι τουλάχιστον 530 άτομα έχουν εργαστεί τόσο για έναν πολιτικό-μέλος κάποιας εκ των έξι κοινοβουλευτικών επιτροπών που σχετίζονται με την άμυνα όσο και ως εκπρόσωποι ομάδων πίεσης που προωθούν τα συμφέροντα των αμυντικών εταιρειών. Αρκετές φορές μάλιστα ταυτόχρονα. Συνολικά το 1/3 των υπαλλήλων που εργάζεται σε αυτές τις επιτροπές και τους πολιτικούς που τις απαρτίζουν ήταν ταυτόχρονα εγγεγραμμένοι λομπίστες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των αμυντικών εταιρειών.

Οι... περιστρεφόμενοι υπουργοί του Τζο Μπάιντεν

Οι Λόιντ Οστιν και Αντονι Μπλίνκεν πριν διοριστούν στα κορυφαία υπουργεία Αμυνας και Εξωτερικών είχαν διακριθεί για τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με την αμυντική βιομηχανία και τις υψηλές αμοιβές τους


Μεταξύ των πρώτων συνεργατών που επέλεξε ο Τζο Μπάιντεν για τη νέα του κυβέρνηση ήταν οι Λόιντ Οστιν και Αντονι Μπλίνκεν. Ο μεν πρώτος επιλέχτηκε νέος υπουργός Αμυνας, ενώ ο δεύτερος υπουργός Εξωτερικών.

Λόιντ Οστιν

AP Photo/Alex Brandon

Και οι δύο, ωστόσο, πριν από τον διορισμό τους στη νέα κυβέρνηση είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με την πολεμική βιομηχανία. Διετέλεσαν αμφότεροι σύμβουλοι της εταιρείας ιδιωτικών συμμετοχών Pine Island, η οποία επιδόθηκε πέρυσι σε μπαράζ εξαγορών μικρών εταιρειών παραγωγής οπλικών συστημάτων και αυτοδιαφημιζόταν για την εκτεταμένη «πρόσβαση, δίκτυο και εμπειρία» της στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας.

Αντονι Μπλίνκεν

Olivier Hoslet,/Pool Photo via AP

Ο στρατηγός Οστιν, ειδικά, θεωρείται ο «άνθρωπος της αμυντικής βιομηχανίας στην κυβέρνηση» καθώς μετά την αποστράτευσή του εργάστηκε σε αυτές. Ηταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Pine από τον Ιούλιο, ενώ συμμετείχε και στα διοικητικά συμβούλια αρχικά της United Technologies (από το 2016) και εν συνεχεία της Raytheon Technologies (δημιουργήθηκε τον περσινό Απρίλιο μετά τη συγχώνευση της United με τη Raytheon). Ο νέος υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ κατείχε έως και την ανάληψη καθηκόντων μετοχές αξίας μεγαλύτερης των 500 χιλιάδων δολαρίων στη Raytheon, ενώ για τη συμμετοχή του επί 4 έτη στο Δ.Σ. της United Technologies απόλαυσε αμοιβές συνολικού ύψους 1,4 εκατ. δολαρίων σε ρευστό και μετοχές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκκρεμείς συμβάσεις προμηθειών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τη Raytheon, που είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο για τους πυραύλους «Τόμαχοκ» και «Πάτριοτ» που παράγει, ανέρχονται σήμερα στα 73 δισ. δολάρια.

Ανάλογους δεσμούς με την αμυντική βιομηχανία είχαν και οι τρεις υπουργοί Αμυνας της προηγούμενης κυβέρνησής του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τζιμ Μάτις ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της General Dynamics, ο Πάτρικ Σάναχαν διευθυντικό στέλεχος της Boeing και ο Μαρκ Εσπερ ήταν υψηλόβαθμος λομπίστας της Raytheon. Ο Μάτις, μάλιστα, αμέσως μετά την αποχώρησή του από το υπουργείο Αμυνας επέστρεψε στην παλιά του θέση, στο διοικητικό συμβούλιο της General Dynamics, δείχνοντας ότι η «περιστρεφόμενη πόρτα» που συνδέει τις αμυντικές βιομηχανίες με το υπουργείο Αμυνας δεν σταματά ποτέ να γυρίζει.

«Γενναιόδωροι» χρηματοδότες των βουλευτών

Οι αμυντικές βιομηχανίες δαπάνησαν περισσότερα από 135 εκατ. δολάρια την τελευταία εικοσαετία για να ενισχύσουν τις εκστρατείες μελών του Κογκρέσου. Πρώτα στην προτίμησή τους, τα μέλη της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων


Οι εκθέσεις με τις οποίες τα λόμπι ενημερώνουν την κοινή γνώμη για τη δραστηριότητά τους δεν παρέχουν λεπτομέρειες για τα μέλη του Κογκρέσου στα οποία ασκούν για λογαριασμό της αμυντικής βιομηχανίας τη μεγαλύτερη πίεση. Ωστόσο από τις δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας των πολιτικών μπορεί να ανιχνευθεί ποιοι πριμοδοτούνται πιο πολύ από τον κλάδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Επιτροπών Πολιτικής Δράσης (PACs) -που μαζεύουν δωρεές, εισφορές και ευρύτερα το προεκλογικό χρήμα για τους υποψηφίους στις ΗΠΑ-, οι εταιρείες του αμυντικού τομέα χρηματοδότησαν στα τελευταία 20 χρόνια με 135 εκατ. δολάρια εκστρατείες μελών του Κογκρέσου που συμμετείχαν σε κοινοβουλευτικές επιτροπές ενδιαφέροντός τους. Το ποσό αυτό αποτελεί το 60% του συνόλου των χρημάτων που οι αμυντικές βιομηχανίες δώρισαν για προεκλογικές εκστρατείες πολιτικών σε αυτή την περίοδο.

Από τους πλέον «αγαπημένους» των εταιρειών οπλικών συστημάτων είναι φυσικά οι βουλευτές που συμμετέχουν ως μέλη στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Οι βουλευτές που συμμετείχαν σε αυτή την επιτροπή εξασφάλισαν υπερδιπλάσια χρηματοδότηση στις προεκλογικές τους εκστρατείες έναντι των συναδέλφων τους στις άλλες επιτροπές του Κοινοβουλίου, συνολικά 54 εκατ. δολάρια. Η εν λόγω επιτροπή εστιάζει τις συνεδριάσεις της στον ετήσιο προϋπολογισμό του Πενταγώνου (ή αλλιώς National Defense Authorization Act) που αποτελεί το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης του αμερικανικού στρατού και συνιστά ένα από τα νομοσχέδια που προσελκύουν τις μεγαλύτερες πιέσεις των λόμπι. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι, όταν το νομοσχέδιο αυτό βρισκόταν στο προπαρασκευαστικό του στάδιο, ενεπλάκησαν στην κατάρτισή του πάνω από 730 οργανισμοί, οι οποίοι στρατολόγησαν για την προώθηση των συμφερόντων τους συνολικά 1.633 λομπίστες. Μεταξύ των πιο ενεργών ήταν βέβαια και οι General Dynamics, Lockheed Martin και Raytheon Technologies.

Στην πρώτη οκτάδα με τους μεγαλύτερους δέκτες προεκλογικής χρηματοδότησης από τις βιομηχανίες όπλων την τελευταία 20ετία ήταν και οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι της παραπάνω επιτροπής. Ο σημερινός πρόεδρος της επιτροπής Ανταμ Σμιθ των Δημοκρατικών χρηματοδοτήθηκε σε αυτή την περίοδο με συνολικά 1,9 εκατομμύριο δολάρια, ο πρώην Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Μακ Θόρνμπεριπ με 2,1 εκατ. δολάρια, ενώ ο επίσης Ρεπουμπλικανός Μπακ Μακ Κίον, απλό μέλος της επιτροπής, με 1,8 εκατ. δολάρια. Ο Μακ Κίον είναι σήμερα λομπίστας της Σαουδικής Αραβίας και μεγάλων εταιρειών του κλάδου. Τα περισσότερα λεφτά από τις αμυντικές βιομηχανίες -3,5 εκατ. δολάρια- έχει εισπράξει ο βετεράνος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Αλάσκα Ρίτσαρντ Σέλμπι ο οποίος προήδρευε της ισχυρής Επιτροπής Πιστώσεων και της Υποεπιτροπής Αμυνας στα προηγούμενα τρία χρόνια.

Οι εφτά εντιμότατοι φίλοι των αμυντικών βιομηχανιών στο Κογκρέσο

Λέστερ Μάνσον, Ομιλος BGR

Διευθυντής του Ομίλου BGR, ο οποίος ασκεί πιέσεις τόσο για λογαριασμό των αμυντικών εταιρειών όσο και ξένων κυβερνήσεων. Στους πελάτες του ομίλου περιλαμβάνονται οι Raytheon, Chevron και η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν. Ο Μάνσον ήταν επί σχεδόν δύο δεκαετίες υπάλληλος του Κογκρέσου για ζητήματα διεθνών σχέσεων σε επιτροπές του.

Μαρκ Εσπερ, πρώην υπουργός Αμυνας

Στα τέλη της δεκαετίας του '90 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 εργάστηκε στις επιτροπές Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, ενώ επί μία διετία ήταν αναπληρωτής υπουργός Αμυνας. Μετά από μια επταετία στο τμήμα σχέσεων της Raytheon με την κυβέρνηση, διορίστηκε από τον πρόεδρο Τραμπ επικεφαλής του στρατού και λίγο μετά επικεφαλής του Πενταγώνου.

Τζον Μπόνσελ, SAIC

Την τελευταία δεκαετία πέρασε επανειλημμένα μέσα από την «περιστρεφόμενη πόρτα» πότε σε διευθυντικές θέσεις της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας συμβουλεύοντας τον πρόεδρό της και πότε ως εκπρόσωπος λόμπι υπέρ αμυντικής βιομηχανίας SAIC.

Πριν από το 2013, επί προεδρίας Ομπάμα και για διάστημα πέντε ετών, ήταν επικεφαλής λομπίστας της Robison International εκπροσωπώντας την BAE Systems, την Boeing και τη SAIC. Επανήλθε στη SAIC τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν οι Δημοκρατικοί απέκτησαν την πλειοψηφία της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας.

Τζεφ Μπόζμαν, Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων

Πρώην αξιωματικός των πεζοναυτών, ο Τζεφ Μπόζμαν εργάστηκε επί μια επταετία για την Covington & Burling εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των Northrop Grumman, BAE Systems και Bombardier και ως ειδικός στις κρατικές συμβάσεις και την εθνική ασφάλεια. Πέρσι εντάχθηκε στο προσωπικό της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ως σύμβουλος του Δημοκρατικού πρόεδρου της επιτροπής, Ανταμ Σμιθ.

Μπομπ Σίμονς, Boeing

Διευθυντής προσωπικού της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων επί 12 συναπτά έτη πριν μετακινηθεί στην Boeing, όπου είναι σήμερα αντιπρόεδρος του τμήματος σχέσεων με την κυβέρνηση. Τον διαδέχτηκε στην επιτροπή η Τζένες Σίμλερ, αλλά όχι για πολύ αφού 6 μήνες αργότερα προσλήφθηκε και αυτή από την Boeing.

Μαρία Μπόουι, Leidos

Αφού υπηρέτησε για μια δεκαετία ως αναπληρώτρια επιτελάρχης του Ρεπουμπλικανού βουλευτή Τομ Κόουλ, ανέλαβε τον προηγούμενο μήνα διευθύντρια κυβερνητικών υποθέσεων στη Leidos, κορυφαία εταιρεία λογισμικού και αμυντικής πληροφορικής. Ηταν λομπίστας της BAE Systems μεταξύ 2001 και 2003.

Τζάστιν Μπράουερ, JA Green & Co

Πρώην στρατιωτικός σύμβουλος του Δημοκρατικού βουλευτή Ντατς Ραπερσμπέργκερ και επικεφαλής της υποεπιτροπής αμυντικών πιστώσεων της Βουλής. Αποχώρησε το 2019 και αμέσως εγγράφηκε ως λομπίστας για την άσκηση πιέσεων υπέρ της Raytheon Technologies και της γερμανικής ιδιοκτησίας παραγωγού πυρομαχικών American Rheinmetall.

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου