«Οι καιροί ου μενετοί». Το απόφθεγμα του Θουκυδίδη μεταφράζεται στα νεοελληνικά «οι καιροί δεν περιμένουν». Και όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι καιροί άλλαξαν και αποκαλύπτουν τα διαρθρωτικά προβλήματα του σχεδιασμού του «Ελλάδα 2.0», εκθέτοντας τις κατευθυντήριες γραμμές των «ιδεών Πισσαρίδη» στις οποίες στηρίχτηκε.
Η γενική κατεύθυνση «προσανατολισμός στην εξωστρέφεια και τη διεθνή αγορά» και η υποτίμηση ή και ο χλευασμός της ανάγκης για υψηλό βαθμό επάρκειας μοιάζουν πλέον, στην οικονομική συγκυρία που έχει διεθνώς δημιουργηθεί, σαν έξοδος στον ωκεανό σε συνθήκες τυφώνα. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο αυτό. Ο συνδυασμός οικονομικής επιβράδυνσης, υψηλού πληθωρισμού και αυξημένου κόστους δανεισμού ενισχύει τις τάσεις αναστολής επενδύσεων και αποφυγής ανάληψης επιχειρηματικού ρίσκου, και αυτό έχει αρνητική επίδραση και στο σκέλος των επενδύσεων μέσω δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Πολλές εταιρείες διστάζουν, ιδιαίτερα αυτές που θα εξασφάλιζαν το δικό τους μερίδιο με τραπεζικά δάνεια.
Το κλίμα επιφυλάξεων και αναστολής που επικρατεί, πλήττει την εμβέλεια της μόχλευσης των χρηματοδοτήσεων και απειλεί με συρρίκνωση του τελικού επενδυτικού αποτελέσματος. Εν όψει αυτού και για να μη χαθούν ποσά χρηματοδοτήσεων, σύμφωνα με πληροφορίες από φορείς που εμπλέκονται στον «μηχανισμό» του «Ελλάδα 2.0», η κυβέρνηση έχει δώσει γενική «άτυπη» εντολή να μην «ψιλοκοσκινίζουν» τις επενδυτικές προτάσεις και να τις κάνουν αποδεκτές. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο ίδιος αέρας πνέει και στις Βρυξέλλες αλλά και στη γερμανική καγκελαρία, η οποία προβάλλει ως ισχυρό επιχείρημα ενάντια στις προτάσεις για νέα αμοιβαιοποίηση χρέους ότι «υπάρχουν εκατοντάδες δισ. ευρώ του RRF, ας απορροφηθούν πρώτα αυτά»…
Ωστόσο, η άμβλυνση των κριτηρίων ένταξης επενδυτικών σχεδίων είναι σχετικά εύκολη στον τομέα των επιδοτήσεων, αλλά πολύ δυσκολότερη στον τομέα των δανείων, όπου οι τράπεζες δεν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν οι ίδιες το ρίσκο.
Η αρνητική διεθνής συγκυρία έρχεται την πιο ακατάλληλη στιγμή για την υλοποίηση των επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο. Η κατανομή των χρηματοδοτήσεων είναι ιδιαίτερα εμπροσθοβαρής: πάνω από το 60% των συνολικών χρηματοδοτήσεων στο σκέλος των επιδοτήσεων συγκεντρώνεται, όπου η κατανομή κατ’ έτος και πυλώνα εντάχθηκε στον αρχικό σχεδιασμό, στη διετία 2022 και 2023. 31% το 2022 και 30% το 2023. Πρόκειται για αγώνα δρόμου, όπως προβλεπόταν από την αρχή, αλλά πλέον υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.
Aντίξοες συνθήκες
Ιδιαίτερα για το 2022, η ένταξη επενδυτικών προγραμμάτων με συνολικό ύψος χρηματοδότησης πάνω από 9 δισ. ευρώ (στο 2022 περιλαμβάνεται και η προκαταβολή του 2021), όταν στο σκέλος των δανείων εκκρεμούν ακόμη διαδικασίες όπως το Μητρώο Αξιολογητών που θα απαιτήσουν κάποιους μήνες ακόμη για να ολοκληρωθούν, εξελίσσεται σε τρομερά δύσκολη. Το γεγονός ότι γίνονται εκτιμήσεις για μείωση των ρυθμών αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ σε επίπεδα κάτω και του 3% ενσωματώνει και απώλειες από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ανθεκτικότητα χωρίς παραγωγικότητα και με υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές;
Η νέα οικονομική συγκυρία αναδεικνύει ένα μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας. Ενα σημαντικό παράγωγο πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας είναι η πολύ υψηλή εξάρτηση των επενδύσεων από τις εισαγωγές, πρόβλημα που αναμένεται να επιδεινωθεί στη διετία 2022-2023 του υψηλού εισαγόμενου πληθωρισμού. Το παράδοξο των επενδύσεων που δεν λύνουν το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας σχετίζεται με τους εξής βασικούς παράγοντες:
- α. Την πολύ χαμηλή χρηματοδότηση τομέων κρίσιμων για την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως οι τομείς της μικροηλεκτρονικής και της έρευνας και ανάπτυξης. Οπως και η απουσία ενός μεσομακροχρόνιου σχεδιασμού για τη δημιουργία μιας μεταποιητικής βάσης (από την παραγωγή έως τη συσκευασία, τη μεταφορά και το μάρκετινγκ) που θα αυξάνει την προστιθέμενη αξία των προϊόντων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Η υποχρηματοδότηση αυτών των τομέων από τον προϋπολογισμό είναι διαχρονικά πολύ χαμηλή, αλλά παραμένει πολύ χαμηλή και στο πλαίσιο των επιδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (χαμηλή ποσοστιαία συμμετοχή των υποτομέων «Η/Υ, ηλεκτρονικά και οπτικά προϊόντα» και «Υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης»). Ετσι, ακόμη και τα έργα που εντάσσονται στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού έχουν υψηλό βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές.
- β. Την επιβολή, ιδιαίτερα στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων και μέχρι σήμερα, ενός παραγωγικού μοντέλου που στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα τιμής και όχι στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή όχι στην ποιότητα των προϊόντων και την υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά στη διαρκή συμπίεση του κόστους εργασίας.
- γ. Τον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό από τις κυβερνήσεις, που προτεραιοποιούν τα άμεσα αποτελέσματα για τον προσπορισμό πολιτικών ωφελειών στη διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Για παράδειγμα, ενώ ο δευτερογενής τομέας χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας, δεν είναι ο ευνοημένος της κατανομής των χρηματοδοτήσεων, καθώς οι κατασκευές και ο τουρισμός εξασφαλίζουν άμεσα αποτελέσματα και πιο αποτελεσματικές πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης. Η ανάπτυξη (βάσει μεσοπρόθεσμου σχεδίου) και διασύνδεση του δευτερογενούς τομέα μπορεί να συμπαρασύρει και τον -διαρκώς συρρικνούμενο αλλά και τόσο σημαντικό λόγω του πολέμου στην Ουκρανία- πρωτογενή τομέα.
- δ. Το πλήγμα στην ενεργειακή επάρκεια: η εσπευσμένη απολιγνιτοποίηση εξέθεσε την ελληνική βιομηχανία ενέργειας στην πλήρη εξάρτηση από τις εισαγωγές φυσικού αερίου σε συνθήκες πολέμου και ενεργειακής κρίσης, ενώ η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, των δικτύων και των υποδομών αφαιρεί από τις κυβερνήσεις σημαντικά εργαλεία ουσιαστικής πολιτικής τιμών.
Ετσι, παρά τον πακτωλό χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανθεκτικότητα αναζητείται για την ελληνική οικονομία, καθώς είναι πλήρως εξαρτημένη ενεργειακά και διατροφικά από τη διεθνή αγορά σε συνθήκες υψηλού εισαγόμενου πληθωρισμού, ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης, ενώ και η εξάρτηση από τον τουρισμό σημαίνει εξάρτηση από τη διεθνή ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών.
πηγη: https://www.efsyn.gr