Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 31 Μάι 2022
Δίδυμα ελλείμματα απειλούν εισοδήματα και ανάπτυξη
Κλίκ για μεγέθυνση















31.05.2022, 13:49
 
Στο 18% η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από την ακρίβεια που έχει εξαιρετικά άνισα αποτελέσματα μεταξύ εργαζομένων πλήρους και μερικής απασχόλησης ● Ζητά επείγοντα και αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ως αναγκαιότητα επιβίωσης και ανάπτυξης της ίδιας της εθνικής οικονομίας.

Tον κώδωνα του κινδύνου για την επιστροφή σε νέα, μεγαλύτερα δίδυμα ελλείμματα και χρέη δυσβάστακτα κρούει η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, προβάλλοντας ως αναγκαιότητα επιβίωσης και ανάπτυξης της ίδιας της εθνικής οικονομίας επείγοντα και αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, η Ελλάδα παρουσίασε την εξής δυσμενή εικόνα το 2021:

■ Παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης.

● Το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους χρέους στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές μεταξύ των 19 κρατών- 13 μελών της ευρωζώνης. Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διατήρηση του δείκτη χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας του Δημοσίου σε σχετικά υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης.

● Η μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων τη διετία 2020-2021 επιβάρυνε σημαντικά το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας. Το 2021 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12,256 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020. Παράλληλα, ο δείκτης φερεγγυότητας κατήλθε το 2020 και το 2021 στο χρηματοοικονομικά εύθραυστο καθεστώς ultra-Ponzi. Σε αυτό το καθεστώς θα παραμείνει και το 2022, δεδομένης της πρόβλεψης για έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης ύψους -4,3% του ΑΕΠ.

● Οι προοπτικές χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης του δημόσιου τομέα το προσεχές διάστημα προϋποθέτουν συνετή δημοσιονομική διαχείριση. Η δημοσιονομικά ευάλωτη ελληνική οικονομία, η εμπειρία της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν επιβεβλημένη την αποφυγή δημιουργίας συνθηκών μιας νέας δημοσιονομικής περιπέτειας.

Βαθαίνουν η ανισότητα και η φτώχεια

Στην Ελλάδα το 2020 το 20% των φτωχότερων νοικοκυριών είχαν εισόδημα 5,2 φορές πιο χαμηλό από το αντίστοιχο εισόδημα του 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Την ίδια περίοδο σε κίνδυνο εργασιακής φτώχειας βρέθηκε το 7,9% των απασχολούμενων γυναικών στην Ε.Ε. και το 7,1% στην Ελλάδα. Στους άντρες τα σχετικά ποσοστά είναι διαχρονικά υψηλότερα. Συνολικά το 2020 βρέθηκε αντιμέτωπο με τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας το 12% των απασχολούμενων αντρών στην Ελλάδα και το 9,6% στην Ε.Ε. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν το γενικότερο πρόβλημα της ποιότητας των θέσεων εργασίας στη χώρα μας και την ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού της υποδείγματος. Σημαντικό κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αντιμετωπίζουν και οι νέοι 18-24 ετών στην Ελλάδα. Τη διετία 2019-2020 κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αντιμετώπισε το 15% των νέων 18-24 ετών στην Ελλάδα και το 12,1% στην Ε.Ε.

Σύμφωνα με άλλο σημαντικό -για τον βαθμό της ανισότητας- στοιχείο της έκθεσης του ΙΝΕ, το 2020, στην πανδημική κρίση, το 16,6% των ατόμων στη χώρα μας δεν μπορούσε να καλύψει τη δαπάνη για βασικά αγαθά, ενώ την ίδια χρονιά στην ίδια κατάσταση βρέθηκε το 5,9% των κατοίκων της Ε.Ε.

● Το εξωτερικό χρέος της οικονομίας παρουσιάζει σταθερή άνοδο, με την Ελλάδα να έχει το 2021 το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στην Ε.Ε. (-175% του ΑΕΠ), με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη χειρότερη Ιρλανδία.

● Η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 εκτιμάται ότι θα περιορίσει μόνο μερικώς την απώλεια της αγοραστικής του δύναμης, την οποία προκαλεί το κύμα ακρίβειας. Τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο. Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απολέσει τον Απρίλιο το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%.

■ Η επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών είναι ιδιαίτερα άνιση. Αντίστοιχα άνιση είναι η αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών, αν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας. Τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσον όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης εργάζονταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων. Οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής αυτών.

■ Το ίδιο διάστημα, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο -4,9% του ΑΕΠ, το πέμπτο υψηλότερο στην ευρωζώνη. Το δ΄ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην Ε.Ε.

Τεράστιες αποκλίσεις από την Ε.Ε. στην απασχόληση και στην αγοραστική δύναμη

Μπορεί το ποσοστό ανεργίας να εμφανίζει συνεχή μείωση και τη σκυτάλη για το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας να πήρε από την Ελλάδα η Ισπανία με 14,8%, αλλά «η αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και του ποσοστού του αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού είναι εξαιρετικά αργή και επιδεινώνει το βιοτικό επίπεδο και την ψυχολογία των ανέργων» λέει η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Το α’ τρίμηνο του 2022 σημειώθηκε αθροιστική αύξηση της ροής των ατόμων που αναζητούν εργασία, η οποία αναμένεται να επιφέρει μεγαλύτερη πίεση στην αγορά εργασίας καθώς οι νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται στην οικονομία είναι πολύ λίγες σε σχέση με τον αυξημένο αριθμό των ανέργων.

Σύμφωνα με την έκθεση, το δ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε μαζί με την Ισπανία τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε., αφού οι κενές θέσεις εργασίας που θα καλύπτονταν στο αμέσως επόμενο τρίμηνο αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,7% του συνόλου των θέσεων εργασίας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στον μέσο όρο της ευρωζώνης ήταν 2,8% ενώ σε αρκετά κράτη-μέλη το ποσοστό ξεπερνούσε το 4,5%.

Οι ενδείξεις σταθεροποίησης της αγοράς εργασίας -υπό την επίδραση και της εποχικότητας στον τουριστικό κλάδο- δεν μπορεί να αποκρύψει τα συνεχιζόμενα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Προβλήματα που εκδηλώνονται με την ανησυχητική απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης στην Ελλάδας από των άλλων χωρών της ΟΝΕ. Η έκθεση αναφέρει ως ενδεικτική την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης στην Ελλάδα κατά 22,9 ποσοστιαίες μονάδες έναντι της Ολλανδίας, 18,6% ποσοστιαίες μονάδες έναντι της Γερμανίας και 15,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι της Φινλανδίας.

Οι αποκλίσεις αυτές αναδεικνύουν την ανισότητα μεταξύ αποφοίτων από τις ίδιες βαθμίδες εκπαίδευσης. Το 2021 το ποσοστό απασχόλησης για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ) ήταν το χαμηλότερο στην ευρωζώνη με την απόκλιση να κυμαίνεται ανάμεσα στις 4,1 ποσοστιαίες μονάδων (έναντι της Ιταλίας) και τις 14,2 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι της Λιθουανίας). Ακόμη μεγαλύτερη είναι η απόκλιση στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των αποφοίτων ανώτερης δευτεροβάθμιας και μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Προσεγγίζει τις 24,9 ποσοστιαίες μονάδες από τη Γερμανία και τις 26,5 από την Ολλανδία.

Απώλειες

Ομως οι αποκλίσεις οι οποίες εντείνονται τα τελευταία δύο χρόνια είναι κυρίως αυτές που αφορούν τον μέσο μισθό και την αγοραστική δύναμη, η οποία παραμένει η δεύτερη χαμηλότερη στην Ε.Ε. ξεπερνώντας ελάχιστα μόνο την Κροατία. Το 2020, ενώ η αγοραστική δύναμη του καθαρού οικογενειακού εισοδήματος στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 1%, στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 6,8%, με τη μέση αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε. να είναι υψηλότερη κατά 41% από αυτή στην Ελλάδα. Το 2021 η αγοραστική δύναμη του οικογενειακού εισοδήματος στην Ε.Ε. ενισχύθηκε κατά 4,2%, ενώ στην Ελλάδα κατά 2,2%. Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, από το ξέσπασμα της πανδημίας και ύστερα ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα αρχικά μειώνεται και κατόπιν σταθεροποιείται σε επίπεδο χαμηλότερο του 2019.

Η συνεχιζόμενη δυναμική του κύματος της ακρίβειας θα εξανεμίσει πολύ γρήγορα τα όποια οφέλη της αύξησης του κατώτατου μισθού. Εν αναμονή των στοιχείων για τον πληθωρισμό του Μαΐου, εκτιμάται ότι και μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% η απώλεια της αγοραστικής δύναμής του είναι περίπου 9%.

Η απαξίωση των συλλογικών συμβάσεων στην Ελλάδα

Η υποβάθμιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. δεν είναι είδηση. Ομως τώρα είναι τεκμηριωμένη και συνοδεύεται από τη σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Η απαξίωση των ΣΣΕ στην Ελλάδα είναι δραματική. Επισήμως, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 5η χαμηλότερη θέση ως προς το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας το 2020. Φυσικά και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπέφεραν από την πανδημία. Αλλά μόνο στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία και την Ελλάδα παρατηρήθηκε μεγάλη μείωση των συμβάσεων. Σε σύγκριση με το έτος 2000, η μείωση των εργαζομένων που καλύφθηκαν από τις συλλογικές συμβάσεις άγγιξε το 75%. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση μετά τη Ρουμανία. Μείωση που ως συνέπεια έχει να παραμείνουν ακάλυπτοι 2,8 εκατομμύρια εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της Ελλάδας. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό κάλυψης στην Ισπανία ήταν 68%, στην Ιταλία 80%, στην Αυστρία 98% και στη Γαλλία 94%!

Αραγε βελτιώθηκε η κατάσταση το 2021; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία από το Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και την ΕΛΣΤΑΤ, από το σύνολο των 34 συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές) που είναι σε ισχύ, «μόνο 5 έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζόμενους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος». Επίσης, «μόνο 5 από τις 25 συμβάσεις που υπογράφηκαν το 2021 προβλέπουν αύξηση των αποδοχών», ενώ το 87,5% του συνόλου των συμβάσεων είναι επιχειρησιακές.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου