Διακεκριμένος Έλληνας οικονομολόγος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, ακαδημαϊκός, τραπεζίτης και πολιτικός.
Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 1884 και καταγόταν από τα Βάτικα Λακωνίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο έλαβε διδακτορικό δίπλωμα το 1906, με θέμα διατριβής: «Η θεωρία του πληθυσμού». Στη συνέχεια πραγματοποίησε σπουδές στα οικονομικά, με έμφαση στη Στατιστική, στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και του Βερολίνου. Στην πρωτεύουσα της Γερμανίας έκανε πρακτική άσκηση επί εννέα μήνες στο γραφείο Στατιστικής, αποκομίζοντας σημαντικές εμπειρίες.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1911 και αμέσως διορίσθηκε τμηματάρχης Στατιστικής στο Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Εργασίας. Δύο χρόνια αργότερα προήχθη σε διευθυντή. Το 1916 αποσπάσθηκε στο Υπουργείο Επισιτισμού, ως γενικός διευθυντής, όπου παρέμεινε έως το 1918. Κατά το έτος αυτό εξελέγη παμψηφεί έκτακτος Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ίδιο έτος μετέβη στο Λονδίνο και το Παρίσι, ως τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στο Συνέδριο Ειρήνης (19 Ιανουαρίου 1919 - 10 Αυγούστου 1920), που καθόρισε τις τύχες του κόσμου μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1924 εξελέγη τακτικός Καθηγητής στην Έδρα της Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ίδιο χρόνο προσελήφθη ως οικονομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Υπό την ιδιότητά του αυτή εργάσθηκε στην προπαρασκευή και την κατάρτιση της νομισματικής, τραπεζικής και δημοσιονομικής μεταρρύθμισης και εξυγίανσης, που πραγματοποιήθηκε τη διετία 1927-1928.
Ο Κ. Βαρβαρέσος με τον Α. Παπανδρέου
Όταν στις
21 Σεπτεμβρίου 1931 η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε τον χρυσό κανόνα και υποτίμησε τη στερλίνα, ο Βαρβαρέσος, που ήταν τότε στο Λονδίνο, πήρε θέση, προτείνοντας να εγκαταλειφθεί η «μάχη της δραχμής» και να απομακρυνθεί η χώρα από τη χρυσή βάση, ερχόμενος σε αντίθεση με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Αλέξανδρο Διομήδη. Η γνώμη του δεν εισακούσθηκε, με αποτέλεσμα την έξαρση των οικονομικών προβλημάτων και την κήρυξη της χώρας σε
πτώχευση στις
22 Απριλίου 1932. Την ίδια ημέρα κλήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο διατήρησε και στις κυβερνήσεις
Παπαναστασίου και Βενιζέλου, που ακολούθησαν. Αμέσως, έλαβε σειρά μέτρων, όπως την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα, την υποτίμηση της δραχμής, τη δραχμοποίηση των σε χρυσό και συνάλλαγμα εσωτερικών αξιώσεων και οφειλών, τη διαρρύθμιση του εξωτερικού δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, που απετέλεσαν τη βάση της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας μέχρι το 1941. Ο Βαρβαρέσος παρέμεινε στο Υπουργείο Οικονομικών έως τις
4 Νοεμβρίου 1932.
Το 1933 διορίσθηκε Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και το 1939 Διοικητής της. Το 1936 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λίγες ημέρες πριν από τη γερμανική κατοχή, ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Μέση Ανατολή και το Λονδίνο, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Οικονομικών και τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας. Το 1943 διορίσθηκε έκτακτος απεσταλμένος της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διευθετήσει βασικά οικονομικά θέματα και να συμμετάσχει ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, που καθόρισε την οικονομική αρχιτεκτονική του μεταπολεμικού κόσμου, με την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν και ο νεαρός οικονομολόγος Ανδρέας Γ. Παπανδρέου.
Μετά την απελευθέρωση, ο Βαρβαρέσος επανήλθε ως μόνος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (2 Φεβρουαρίου 1945), αφού η ολιγόμηνη συγκατοίκησή του στη διοίκηση της ΤτΕ με τον Ξενοφώντα Ζολώτα δεν ευοδώθηκε. Οι δύο άνδρες είχαν διαφορετικές απόψεις για την οικονομική ανασυγκρότηση της Ελλάδας μετά τον πόλεμο. Για τον μεν Βαρβαρέσο φορέας της οικονομικής ανασυγκρότησης θα πρέπει να είναι ένα ισχυρό κράτος, ενώ για τον Ζολώτα η ελεύθερη αγορά, αφού, όπως υποστήριζε, δεν υπήρχε αξιόπιστος κρατικός μηχανισμός.
Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος έξω από τα γραφεία του Δ.Ν.Τ.
Κατά τη διάρκεια της θητείας στην Τράπεζα, όσο και ως αντιπρόεδρος και Υπουργός Εφοδιασμού στην κυβέρνηση Βούλγαρη (
3 Ιουνίου -
1 Σεπτεμβρίου 1945) προσπάθησε να εφαρμόσει τις ιδέες του. Το «Πείραμα Βαρβαρέσου», όπως ονομάστηκε, περιλάμβανε μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα από ένα ισχυρό κράτος. Τα κυριότερα μέτρα που έλαβε ήταν η
υποτίμηση της δραχμής κατά 70%, η αύξηση μισθών κατά 50%, η επιβολή έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις πληρωτέα σε 9 δόσεις και η ενεργοποίηση της αγορανομίας. Όμως, οι συνθήκες που επικρατούσαν, αλλά και η γενικότερη αντίδραση στην πολιτική σταθεροποίησης που ήθελε να επιβάλει, τον ανάγκασαν να παραιτηθεί, πρώτα από την Κυβέρνηση (
1 Σεπτεμβρίου 1945) και λίγες ημέρες μετά από τη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος (
19 Σεπτεμβρίου 1945). Στη συνέχεια διορίσθηκε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στην πρώτη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Λονδίνο και τελικά ανέλαβε τη θέση του οικονομικού συμβούλου στη Διεθνή Τράπεζα, στην Ουάσιγκτον.
Το 1951 η κυβέρνηση Πλαστήρα, μετά την αποτυχία του «Προγράμματος Οικονομικής Ανορθώσεως», ζήτησε από τον Βαρβαρέσο να συντάξει Έκθεση για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας και να προτείνει λύσεις. Ο Βαρβαρέσος προχώρησε σε συστηματική ανάλυση της οικονομικής πραγματικότητας και συνέταξε Έκθεση, την οποία υπέβαλε τον Ιανουάριο του 1952. Η «Έκθεση Βαρβαρέσου» έδινε έμφαση στην ανάγκη νομισματικής σταθερότητας, ριζικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και εξασφάλισης πολιτικής συναίνεσης και σταθερότητας. Επεσήμανε τις περιορισμένες, τότε, προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και την ανάγκη τόνωσης του αγροτικού τομέα και αύξησης του γεωργικού εισοδήματος, ενώ υπογράμμιζε τη δυσκολία για ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη, ανάπτυξη που ήταν ανάγκη να σχεδιασθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματική για την οικονομία και να μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων.
Μετά την υποβολή της Έκθεσης, που δεν είχε την τύχη που έπρεπε, αλλά αποτελεί έργο αναφοράς για τους μελετητές της ελληνικής οικονομίας μέχρι σήμερα, επέστρεψε στη Διεθνή Τράπεζα στην Ουάσιγκτον, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατο του, που επισυνέβη στις 22 Φεβρουαρίου 1957.