Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 14 Ιαν 2018
Σαν Σήμερα... Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Σαν Σήμερα... Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα... Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα... Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

 

 
Ανατολή Ήλιου: 07:38 – Δύση Ήλιου: 17:30

 

Σαν Σήμερα...

Γεγονότα

 


μ.Χ.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυριεύουν τον Ακροκόρινθο, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Τόσκα

Φωτογραφία προ του 1914, από παραγωγή της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης

Φωτογραφία προ του 1914, από παραγωγή της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης

Τρίπρακτη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, από τα δημοφιλέστερα έργα του λυρικού ρεπερτορίου. Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του ιταλικού βερισμού (ρεαλισμού).

Η Τόσκα, μία τραγική ερωτική ιστορία με πολιτικό φόντο, εκτυλίσσεται στη Ρώμη του 1800, όταν την Αιώνια Πόλη κυβερνούσαν αυταρχικά οι Βουρβώνοι. Η Φλόρια Τόσκα (ερμηνεύεται από σοπράνο), μια δημοφιλής τραγουδίστρια της εποχής, είναι ερωτευμένη με τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι (ερμηνεύεται από τενόρο). Ο βαρώνος Σκάρπια (ερμηνεύεται από βαρύτονο), αρχηγός της αστυνομίας του καθεστώτος, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσι για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Όταν η Τόσκα του ζητά να απελευθερώσει τον αγαπημένο της, αυτός δέχεται, αλλά υπό έναν όρο: να υποκύψει στις ορέξεις του…

Η δημιουργία της όπερας πέρασε από χίλια κύματα. Ο συνθέτης είδε το ομώνυμο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού το 1887 στο Παρίσι, με τη Σάρα Μπερνάρ στο ρόλο της Τόσκα. Ενθουσιάστηκε και διαμήνυσε στον ατζέντη του να του κλείσει τα δικαιώματα του έργου για να το μεταφέρει στην όπερα. Το ίδιο έπραξαν και ο διάσημος συνάδελφός του Τζουζέπε Βέρντι και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τελικά, ο Βέρντι αποσύρθηκε, επειδή διαφωνούσε με το φινάλε του Σαρντού. Ο Φρανκέτι κέρδισε τα δικαιώματα, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε, επειδή η έμπνευση τον είχε εγκαταλείψει και δεν μπόρεσε να συνθέσει μια μουσική αντάξια του έργου.

Έτσι, ο δρόμος έμεινε ανοιχτός για τον Πουτσίνι, ο οποίος δεν φάνηκε ζεστός, επειδή δεν είχε προτιμηθεί στην αρχή. Τελικά πείστηκε να συνθέσει την όπερα σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ιλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Το Οκτώβριο του 1899 η όπερα ήταν έτοιμη, δώδεκα χρόνια μετά το αρχικό ενδιαφέρον του Πουτσίνι.

Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1900 στο θέατρο Κοντσάντσι της Ρώμης, παρουσία όλης της καλής κοινωνίας. Παρέστη σύσσωμη η πολιτειακή και η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας και πολλοί άνθρωποι της μουσικής, όπως οι συνθέτες Πιέτρο Μασκάνι, Φραντσέσκο Τσιλέα και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η ρουμάνα σοπράνο Χαρίκλεα Νταρκλέ, η οποία ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Μαυροκορδάτων (Χαρίκλεια Χαρτουλάρη το πατρικό της όνομα). Οι συντελεστές της παράστασης και ο ίδιος ο Πουτσίνι γνώρισαν την αποθέωση και το παρατεταμένο χειροκρότημα των παρισταμένων.

Από την πρώτη στιγμή, το έργο άγγιξε το κοινό της όπερας κι έγινε ένα από τα αγαπημένα του. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μπήκε στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής. Παρουσιάσθηκε στο θέατρο Παρκ της Πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (αργότερα Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο, υπό τη μουσική διεύθυνση του Σώτου Βασιλειάδη. Τον ρόλο της Τόσκα, εκτός της πρώτης διδάξασας Νταρκλέ και της Κάλας, έχουν δοξάσει οι υψίφωνοι Ζίνκα Μιλάνωφ, Μονσεράτ Καμπαγιέ, Μιρέλα Φρένι, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Ρενάτα Σκότο και Άντζελα Γκεοργκίου.

Ο επιτελάρχης και μετέπειτα δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς σε υπόμνημά του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τίτλο «Μικρά Ασία: δυνατότητες διανομής» προβάλλει ισχυρές επιφυλάξεις σχετικά με ενδεχόμενη εκστρατεία στο μικρασιατικό έδαφος.
Συναντώνται μυστικά στην Καζαμπλάνκα ο βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ και ο αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, μαζί με στρατιωτικούς ειδήμονες, για το θέμα της ανάπτυξης ενός δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη. (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος).

Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου (ΕΠΕΚ)

Πολιτικός σχηματισμός της κεντροαριστεράς, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.

Η «Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου» (ΕΠΕΚ) ιδρύθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1950, ενόψει των εκλογών της 5ης Μαρτίου, που είχαν προκηρυχθεί μία εβδομάδα νωρίτερα. Την αποτελούσαν δύο κόμματα με βενιζελικές αναφορές:

  • Οι «Προοδευτικοί Φιλελεύθεροι» του Νικολάου Πλαστήρα (είχε ιδρυθεί στις 15 Δεκεμβρίου 1949), στο οποίο συμμετείχαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και επαγγέλλονταν την εθνική συμφιλίωση, την πάταξη της διαφθοράς και της αυθαιρεσία, και
  • το «Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα» του Εμμανουήλ Τσουδερού (είχε ιδρυθεί στις 22 Οκτωβρίου 1946), που είχε διατελέσει πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, που έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής, η ΕΠΕΚ αναδείχτηκε τρίτο κόμμα, συγκεντρώνοντας το 16,44% των ψήφων και εκλέγοντας 45 βουλευτές. Μετά την πτώση της βραχύβιας κυβέρνησης του Σοφοκλή Βενιζέλου, ο ηγέτης της ΕΠΕΚ Νικόλαος Πλαστήρας σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας (15 Απριλίου) με δύο άλλους κεντρώους πολιτικούς αρχηγούς, τον Σοφοκλή Βενιζέλο (Κόμμα Φιλελευθέρων με 56 έδρες) και τον Γεώργιο Παπανδρέου, το προσωποπαγές κόμμα του οποίου διέθετε 35 έδρες στη Βουλή. Ο Πλαστήρας αντιμετώπισε εξαρχής τη δυσπιστία των Αμερικανών, του Παλατιού και την υπονόμευση από τους συνεταίρους του στην κυβέρνηση, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την προωθούμενη πολιτική αμνηστίας προς τους ηττημένους του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, στις 21 Αυγούστου 1950 ο Σοφοκλής Βενιζέλος θα αποσύρει τους υπουργούς του από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την πτώση της. Στις 13 Ιουλίου του 1951 επισυμβαίνει η πρώτη διάσπαση στην ΕΠΕΚ, με την αποχώρηση του Τσουδερού και 16 βουλευτών και την ένταξή τους τους στο Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, που γίνονται με σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, η ΕΠΕΚ επιτυγχάνει την κορυφαία επίδοση της εκλογικής της ιστορίας. Αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση, συγκεντρώνοντας το 23,49% των ψήφων και εκλέγοντας 74 βουλευτές. Νικητής των εκλογών είναι ο δεξιός «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου, που δεν συγκεντρώνει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Στις 29 Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς Παύλος αναθέτει με κρύα καρδιά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον «παλαιό εχθρό της βασιλικής οικογένειας» Νικόλαο Πλαστήρα, που εξασφαλίζει τη σύμπραξη των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου. Το νέο κυβερνητικό σχήμα ΕΠΕΚ-Φιλελευθέρων διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, με 131 επί συνόλου 258 εδρών. Η κυβέρνηση θα αντέξει έως τις 10 Οκτωβρίου 1952, οπότε ο Νικόλαος Πλαστήρας θα υποβάλει την παραίτησή του, λόγω των σοβαρών διαφωνιών στους κόλπους της για τα «μέτρα ειρήνευσης», αλλά και την υπονόμευσή της από το δεξιό παρακράτος της εποχής. Κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης εκτελέστηκαν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, παρά τις αντιρρήσεις του ασθενούντος Πλαστήρα.

Ακολούθησαν οι εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952, οι οποίες γίνονται με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και στις οποίες θριαμβεύει ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου. Η ΕΠΕΚ κατεβαίνει σε συνεργασία με το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» και «Σοσιαλιστικό Κόμμα - Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΣΚΕΛΔ) του Αλέξανδρου Σβώλου και αποσπά τις 26 από τις 51 έδρες που κερδίζει ο κεντρώος συνασπισμός.

Στις 3 Μαΐου 1953, 12 ηγετικοί παράγοντες της ΕΠΕΚ διαφωνούν με την τοποθέτηση του Σάββα Παπαπολίτη ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του κόμματος και αποχωρούν. Την ίδια ώρα, βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο οι συζητήσεις για τη συγχώνευση ΕΠΕΚ και Φιλελευθέρων, απόντος του Νικολάου Πλαστήρα, που ασθενεί βαρέως. Μετά τον θάνατο του «Μαύρου Καβαλάρη» (26 Ιουλίου 1953), τον τίτλο του κόμματος κράτησε η ομάδα του Πειραιώτη βουλευτή Σάββα Παπαπολίτη (1911-1973). Η ΕΠΕΚ πήρε μέρος στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 ως συνιστώσα της «Δημοκρατικής Ενώσεως», ενός ετερόκλητου συνασπισμού ομάδων και κομμάτων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, που αν και συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους από την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, λόγω του «τριφασικού» εκλογικού συστήματος έλαβε λιγότερες έδρες και βρέθηκε στην αντιπολίτευση. Η ΕΠΕΚ κέρδισε 16 από τις 132 έδρες του συνασπισμού.

Οι εκλογές της 11ης Μαΐου 1958 αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα της ΕΠΕΚ. Συνεργάστηκε με τον συνασπισμό «Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση» (ΠΑΔΕ) και εξέλεξε μόλις ένα βουλευτή, τον Νίκο Ζορμπά στη Χίο. Τον Σεπτέμβριο του 1961 η υπό τον Σάββα Παπαπολίτη ΕΠΕΚ συγχωνεύτηκε στην Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, οπότε έπαψε η αυτοτελής πολιτική δραστηριότητά της.

Ο Ντέιβιντ Τζόουνς ηχογραφεί το πρώτο τραγούδι του με τον τίτλο «Can't help thinking about me». Την ίδια μέρα αλλάζει το όνομά του σε Ντέιβιντ Μπόουι για να μην συγχέεται με τον Ντέιβιντ Τζόουνς του συγκροτήματος «The Monkees».
Προφυλακίζονται οι πραξικοπηματίες Ιωαννίδης, Παττακός, Μακαρέζος, Παπαδόπουλος, Λαδάς και Ρουφογάλης, μετά τις απολογίες τους στον εφέτη ανακριτή Βολτή, που διενεργεί την τακτική ανάκριση για τον καταλογισμό ευθυνών για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Σε «διαζύγιο» οδηγείται τελικά ο περιπετειώδης «γάμος» της Εθνικής Τράπεζας με την Alpha Bank, έπειτα από ένα θρίλερ διαβουλεύσεων που κράτησε δυόμισι μήνες. Η χρυσή συγχώνευση δεν πραγματοποιείται, καθώς στελέχη των δυο πλευρών διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας.

Γεννήσεις

 

Κλαρινέτο

Το κλαρινέτο ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών οργάνων. Είναι το πιο ευέλικτο πνευστό, με έκταση τρεισήμισι οκτάβες και χρησιμοποιείται σε όλα τα είδη της μουσικής.

Η λέξη κλαρινέτο σημαίνει στα ιταλικά μικρό κλαρίνο (από το επίθετο clarus = φωτεινός, καθαρός). Κλαρίνο ήταν ένα είδος τρομπέτας, o ήχος της οποίας έμοιαζε με τον ήχο των πρώτων κλαρινέτων. Στη χώρα μας είναι πασίγνωστο ως κλαρίνο από τη δημοτική μουσική, ενώ η λόγια ονομασία του οργάνου είναι ευθύαυλος. Ίσως από τη λέξη αυτή να προέρχεται η έκφραση «στέκεται κλαρίνο», το οποίο λέγεται με σκωπτική διάθεση γι’ αυτόν που στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού. Ο ερμηνευτής του οργάνου για μεν την κλασσική μουσική αποκαλείται κλαρινετίστας, για δε τη δημοτική μουσική κλαρινίστας ή κλαριντζής.

Το κλαρινέτο είναι κυλινδρικό όργανο με μονό γλωσσίδι (καλάμι), σε αντίθεση με το όμποε που έχει διπλό, και καταλήγει σε καμπάνα. Κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο Δαλβεργίας, τριανταφυλλιά Ονδούρας ή έβενο. Στη σύγχρονη εποχή και από πλαστικό. Ο ερμηνευτής, μόνο με τα δάκτυλά του, αλλά και με ένα σύστημα κλειδιών, ανοιγοκλείνει τις οπές του οργάνου για να επιτύχει τον ήχο που θέλει. Ο ήχος του κλαρινέτου, μπορεί να είναι γλυκός, διαυγής με πλούσιο ηχόχρωμα, σκοτεινός και βαρύς, θλιμμένος, σκληρός και τσιριχτός. Οι δύο σχολές ερμηνείας του οργάνου που κυριάρχησαν είναι η Γερμανοβιεννέζικη και η Γαλλική.

Η ιστορία του κλαρινέτου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το συναντάμε εν είδει αυλού στην Αρχαία Αίγυπτο και στις γύρω περιοχές. Το σύγχρονο κλαρινέτο έλκει την καταγωγή του από το γαλλικό πνευστό σαλιμό (chalumeau, από την ελληνική λέξη κάλαμος), ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό όργανο, και οφείλει την εξέλιξή του στον γερμανό οργανοποιό Γιόχαν Ντένερ (1655-1707) και στις βελτιώσεις που επέφεραν οι Τέομπαλντ Μπεμ, Λουί-Ογκίστ Μπιλτέ, Ιασίντ Κλοζέ, Ιβάν Μίλερ και Άντολφ Σαξ.

Η οικογένεια του κλαρινέτου περιλαμβάνει τα εξής μέλη: κλαρινέτο σε λα ύφεση, μι ύφεση (πίκολο), σε Ντο (το παραδοσιακό κλαρίνο της Ελλάδας), σε Σι ύφεση (το πλέον διαδεδομένο), Λα, Μι ύφεση (άλτο), μπάσο κλαρινέτο σε Μι ύφεση και κοντραμπάσο κλαρινέτο σε Σι ύφεση.

Ο Μότσαρτ υπήρξε από τους πρώτους συνθέτες που έδωσαν στο κλαρινέτο μια θέση στην ορχήστρα, αλλά και το ανέδειξε ως σολιστικό όργανο. Τον 20ο αιώνα πλήθυναν οι συνθέτες που έγραψαν έργα για κλαρινέτο. Ανάμεσά τους, οι Ντεμπισί, Στραβίνσκι, Κόπλαντ, Άρνολντ, Μπρίτεν, Φίνζι, Χίντεμιτ, Νίλσεν, Πουλένκ και Πεντερέτσκι. Το περίφημο γκλισάντο του κλαρινέτου στην αρχή της Γαλάζιας Ραψωδίας του Τζορτζ Γκέρσουιν, έμεινε στην ιστορία της μουσικής.

Σημαντικά έργα για κλαρινέτο έγραψαν οι:

  • Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ: Κοντσέρτο για κλαρινέτο σε λα μείζονα, K. 622.
  • Καρλ Μαρία φον Βέμπερ: Κοντσέρτο για κλαρινέτο αρ.1
  • Φραντς Σούμπερτ: Ο βοσκός πάνω στο βράχο (Der Hirt auf dem Felsen, Op. 129, D. 965) για φωνή, πιάνο και κλαρινέτο.
  • Λούις Σπορ: Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα αρ. 1
  • Γιοχάνες Μπραμς: Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο, έργο 120, αρ. 1 και 2
  • Καρλ Στάμιτς: Κοντσέρτο για κλαρινέτο αρ. 7
  • Κλοντ Ντεμπισί: Πρώτη Ραψωδία για κλαρινέτο και ορχήστρα
  • Iγκόρ Στραβίνσκι: Ebony Concerto για κλαρινέτο και τζαζ ορχήστρα
  • Ααρών Κόπλαντ: Κοντσέρτο για κλαρινέτο
  • Θεόδωρος Καρυωτάκης: Τρίο για κλαρινέτο, βιόλα και πιάνο

Στην τζαζ, το κλαρινέτο αποτέλεσε το κύριο πνευστό όργανο, προτού εκτοπιστεί από το σαξόφωνο. Γνώρισε μεγάλες δόξες από τη δεκαετία του 1910 έως τη δεκαετία του 1940. Στους κορυφαίους του οργάνου περιλαμβάνονται οι Σίντνεϊ Μπεσέτ, Γούντι Χέρμαν, Άρτι Σο, Μπένι Γκούντμαν, Έρικ Ντόλφι, Τζίμι Τζιούφρι και Ντον Μπάιρον. Λάτρης του κλαρινέτου είναι και ο γνωστός σκηνοθέτης Γούντι Άλεν, ο οποίος εμφανίζεται συχνά σε κλαμπ της Νέας Υόρκης με το κουαρτέτο, παίζοντας τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Το κλαρινέτο (κλαρίνο στα καθ’ ημάς) έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημοτική μουσική της χώρας μας, ιδίως στις περιοχές Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Στην Ελλάδα έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 19ου αιώνα, είτε μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών μουσικών συγκροτημάτων, είτε μέσω κάποιων μουσικών, που ήλθαν με τους Βαυαρούς του Όθωνα και σίγουρα μέσω των λεγόμενων τουρκόγυφτων (μουσουλμάνων γύφτων), που περιόδευαν ως πλανόδιοι μουσικοί.

Το κλαρίνο άρεσε στους λαϊκούς οργανοπαίχτες για τις ευκολίες που παρείχε και από τα μέσα του 19ου αιώνα εκτόπισε σταδιακά τις φλογέρες και τους ζουρνάδες. Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και το σε Σι ύφεση. Η ηπειρώτικη οικογένεια των Χαλκιάδων έβγαλε σπουδαίους κλαριντζήδες (Τάσος, Πετρολούκας κ.ά), ενώ από τους σύγχρονους ξεχωρίζουν ο Βασίλης Σαλέας και ο ιδιόρρυθμος Γιώργος Μάγγας. Το κλαρίνο στη δημοτική μας μουσική έγινε το όργανο που εξέφρασε τον καημό της ξενιτιάς στα ηπειρώτικα τραγούδια, αλλά και το πανηγυριώτικο ξεφάντωμα στα τραγούδια της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.

μ.Χ.
Τζον Ντος Πάσος, αμερικανός συγγραφέας. («Μανχάταν Τράνσφερ», «42ος Παράλληλος») (Θαν. 28/9/1970)
Δημήτρης Τσαφέντας, ελληνικής καταγωγής νοτιοαφρικανός, που το 1966 δολοφόνησε τον πρωθυπουργό του απαρτχάιντ Χέντρικ Φέρβερντ, επειδή οι αρχές του απαγόρευσαν να παντρευτεί μία μαύρη. (Θαν. 7/10/1999)
Γιούκιο Μισίμα, ιάπωνας συγγραφέας, που αυτοκτόνησε κάνοντας χαρακίρι. (Θαν. 25/11/1970)

Θάνατοι


μ.Χ.
Έντμουντ Χάλεϊ, βρετανός αστρονόμος και μαθηματικός, που υπολόγισε την τροχιά ενός κομήτη και του έδωσε το όνομά του (Κομήτης του Χάλεϊ). (Γεν. 8/11/1656)
Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αμερικανός ηθοποιός. («Καζαμπλάνκα», «Το γεράκι της Μάλτας») (Γεν. 25/12/1899)
Κώστας Ρηγόπουλος, έλληνας κωμικός ηθοποιός. (Γεν. 22/11/1930)

 

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου