Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 15 Ιαν 2018
Σαν Σήμερα... Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018
Κλίκ για μεγέθυνση
Σαν Σήμερα... Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα... Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα... Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018Σαν Σήμερα... Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

 

Ανατολή Ήλιου: 07:38 – Δύση Ήλιου: 17:31 

Σαν Σήμερα...

Γεγονότα

 


μ.Χ.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι μπορεί να προσφέρει περισσότερα στον Αγώνα από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας και αμφιβάλλοντας για τις δυνατότητες της Φιλικής Εταιρείας, δεν αποδέχεται την πρόταση του Εμμανουήλ Ξάνθου να αναλάβει την ηγεσία της.
Η Αϊτή αναγνωρίζει πρώτη στον κόσμο την Επαναστατική Κυβέρνηση της Ελλάδας.

Καρλ Λίμπκνεχτ
1871 – 1919

Γερμανός πολιτικός και δικηγόρος. Συνιδρυτής με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ της Ένωσης Σπάρτακος (Spartakusbund στα γερμανικά), της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής οργάνωσης που μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Είναι γνωστός για την αντίθεσή του στη συμμετοχή της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο του στην Εξέγερση των Σπαρτακιστών τον Ιανουάριο 1919.

Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht) γεννήθηκε στη Λειψία στις 13 Αυγούστου 1871. Ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ιδρυτικού μέλους του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας (από το 1891 Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας) και της δεύτερης συζύγου του Ναταλίε Ρεχ. Με την οικονομική βοήθεια του κόμματος σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία στα Πανεπιστήμια Λειψίας και Βερολίνου. Τη διετία 1893-1894 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και το 1900 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στο Βερολίνο, μαζί με τον αδελφό του Τέοντορ. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και παντρεύτηκε τη Γιούλια Παραντίς, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.

Ως δικηγόρος, ο Λίμπκνεχτ υπερασπιζόταν συχνά αριστερούς πολίτες, που κατηγορούνταν για σοσιαλιστική προπαγάνδα και δεν έχανε την ευκαιρία να περνά πολιτικά μηνύματα, καταγγέλλοντας το στρατοκρατικό καθεστώς που κυβερνούσε τη Γερμανία. Το 1907 έγινε πρόεδρος της νεολαίας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, θέση που διατήρησε έως το 1910.

Το 1907 έγραψε το βιβλίο Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός (Militarismus und Antimilitarismus), που θεωρήθηκε ανατρεπτικό από τις αρχές. Ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών. Τον επόμενο χρόνο εξελέγη βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Πρωσίας, παρότι βρισκόταν στη φυλακή. Το 1912 εξελέγη βουλευτής στη Γερμανική Βουλή με τη σημαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του οποίου υπήρξε σημαίνον στέλεχος της αριστερής πτέρυγας. Ήταν ο κύριος εκφραστής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και αντίθετος με την αυξανόμενη τάση μέσα στο κόμμα για αναθεώρηση των μαρξικών θεωριών.

Ο Λίμπκνεχτ αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά για να μην προκαλέσει εσωκομματικό πρόβλημα απείχε από την ψηφοφορία για τις πολεμικές πιστώσεις στις 4 Αυγούστου 1914. Τον Οκτώβριο του 1914 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ιστορικό τέχνης Σοφίε Ρις. Η πρώτη του σύζυγος είχε πεθάνει το 1911. Στις 2 Δεκεμβρίου 1914 ήταν το μοναδικό μέλος της Βουλής που καταψήφισε τις επιπλέον πολεμικές πιστώσεις. Ήταν δεινός επικριτής της ηγεσίας του κόμματος υπό τον Καρλ Κάουτσκι και της απόφασής του να υποστηρίξει τη συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο.

Στα τέλη του 1914 ίδρυσε μαζί με τους Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λέο Γιόγκιχες, Πάουλ Λέβι, Ερνεστ Μέγερ, Φραντς Μέρινγκ και Κλάρα Τσέτκιν την Ένωση Σπάρτακος (Spartakusbund), η οποία σύντομα κηρύχθηκε παράνομη. Ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη και στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο, παρά την ασυλία που είχε ως βουλευτής. Αρνήθηκε να πολεμήσει και χρησιμοποιήθηκε σε βοηθητική υπηρεσία. Επανήλθε στη Γερμανία το 1915, λόγω της χειροτέρευσης της υγείας του.

Την ίδια χρονιά μίλησε ανοιχτά για τη μετατροπή του εθνικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο και την Πρωτομαγιά του 1916 συνελήφθη εκ νέου, κατά τη διάρκεια αντιπολεμικής διαδήλωσης στο Βερολίνο. Καταδικάσθηκε σε δυόμιση χρόνια φυλάκισης για εσχάτη προδοσία και αργότερα η ποινή του αυξήθηκε σε φυλάκιση 4 ετών και ενός μηνός. Την ίδια χρονιά διαγράφηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Τον Οκτώβριο του 1918 κι ενώ η Γερμανία βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, του δόθηκε αμνηστία από την κυβέρνηση του πρίγκηπα Μαξ της Βάδης.

Στις 9 Νοεμβρίου 1918, την ημέρα της εκθρόνισης του Κάιζερ Γουλιέλμου Β', ο Καρλ Λίμπκνεχτ ανακήρυξε από το μπαλκόνι του Δημαρχείου του Βερολίνου την Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας στο πρότυπο της Σοβιετικής Ένωσης, δύο ώρες μετά την ανακήρυξη της Γερμανικής Δημοκρατίας από τον σοσιαλδημοκράτη Φίλιπ Σάιντεμαν. Δύο ημέρες αργότερα έληξε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Την 1η Ιανουαρίου 1919 αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) και μαζί με τους Λούξεμπουργκ, Γιόγκιχες και Τσέτκιν κατηύθυνε την εξέγερση των Σπαρτακιστών (5-15 Ιανουαρίου 1919) για την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη Γερμανία, παρότι αρχικά ήταν αντίθετος αυτός και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην εξέγερση. Στις 15 Ιανουαρίου πυροβολήθηκε και φονεύθηκε από μέλη των ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων Freikorps (Ελεύθερα Σώματα), τα οποία είχε επιστρατεύσει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φρίντριχ Έμπερτ για να καταστείλουν την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Την ίδια τύχη είχε και η συναγωνίστριά του Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ο Τζέιμς Νάισμιθ δημοσιεύει τους πρώτους κανόνες του μπάσκετ σε άρθρο του στην εφημερίδα «Triangle» της Μασαχουσέτης.

Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
1929 – 1968

Αμερικανός ιερωμένος και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Το 1964 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη.

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεώτερος (Martin Luther King Jr) γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929 στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Ο πατέρας και ο παππούς του ήταν βαπτιστές ιεροκήρυκες. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το οικογενειακό του περιβάλλον δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο της λευκής μισαλλοδοξίας. Πολύ αργότερα θα μιλήσει εκτενώς για τις κουρτίνες που στοίχειωσαν τα παιδικά χρόνια του, εκείνες που χρησιμοποιούσαν στις τραπεζαρίες των τρένων για να χωρίσουν τους λευκούς από τους μαύρους. «Ήμουν πολύ μικρός όταν βίωσα την πρώτη μου εμπειρία πίσω από την κουρτίνα. Ένιωσα σαν να είχε πέσει μια κουρτίνα πάνω σε όλη μου τη ζωή».

Σε ηλικία 15 ετών, ο Μάρτιν Λούθερ άρχισε σπουδές στο Κολέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντας, με βάση ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Στο τελευταίο έτος των σπουδών του εγκατέλειψε δια παντός το ενδιαφέρον του για την ιατρική και τη νομική και επέλεξε τη σταδιοδρομία του κληρικού, ύστερα από επιμονή του πατέρα του. Σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ στο Τσέοτερ της Πενσιλβανίας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1951 με δίπλωμα θεολογίας.

Τεράστια επίδραση στην ήδη αφυπνισμένη σκέψη του άσκησε η φιλοσοφία της «πολιτικής ανυπακοής» και της «μη βίας» του Μαχάτμα Γκάντι, καθώς και οι θεωρίες των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Από το Κρόζερ βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Κορέτα Σκοτ. Εκεί εξάλλου εναγκαλίστηκε και μία στέρεη βάση για τις δικές του θεολογικές και ηθικές αρχές, πάνω στην οποία έχτισε και τη διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν». Ο Κινγκ αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μία ενεργή, εμπρόσωπη οντότητα. Επομένως, γι’ αυτόν η σωτηρία του ανθρώπου δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί ούτε στην επιδίωξη κοινωνικής προόδου, ούτε στη δύναμη του λογικού, αλλά στην πίστη ότι ο άνθρωπος οδηγείται από τον Θεό.

Ήταν σχεδόν ένα χρόνο εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της λεωφόρου Ντέξτερ στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όταν η ολιγομελής ομάδα οπαδών τού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της πόλης εγκαινίασε τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια λεωφορεία. Αφορμή, η σύλληψη την 1η Δεκεμβρίου 1955 της μοδίστρας Ρόζας Παρκς, η οποία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ ένα λευκό επιβάτη, όπως όριζε η νομοθεσία φυλετικών διακρίσεων. Μαχητικοί εκπρόσωποι του ντόπιου μαύρου πληθυσμού έσπευοαν να ιδρύσουν την «Ενωση για την Πρόοδο» του Μοντγκόμερι κι εξέλεξαν ηγέτη τους τον Κινγκ.

Στη διάρκεια της παρθενικής ομιλίας του ως προέδρου της οργάνωσης επέδειξε την εξέχουσα ρητορική του δεινότητα: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε. Επί πολλά χρόνια έχουμε δείξει απίστευτη υπομονή. Έχουμε δημιουργήσει μερικές φορές στους λευκούς αδελφούς μας την εντύπωση ότι μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονταν. Ήρθαμε, όμως, εδώ για να λυτρωθούμε από την υπομονή εκείνη που μας κάνει να υπομένουμε οτιδήποτε το λιγότερο από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη». Το αμερικανικό έθνος είχε μόλις αποκτήσει μία νέα φωνή. Ένα χρόνο αργότερα, οι μαύροι του Μοντγκόμερι είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο λεωφορείο.

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου», εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Έχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στο Νότο, ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική τής ενεργού μη βίας, διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Έχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις, τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας, όσο και στην απασχόληση.

Σε λίγο, όμως, θα εμφανιστούν τα πρώτα σημεία αντιπολίτευσης στους κόλπους του μαύρου κινήματος. Η φιλοσοφία της μη βίας «σκοντάφτει» όλο και συχνότερα σε εξαγριωμένους ριζοσπάστες της λεγόμενης «Μαύρης Δύναμης», που δεν αργούν να του «κολλήοουν» και το άκρως ειρωνικό προσωνύμιο «de Lawd» («ο κ. Προσευχόμενος»). Ο Κινγκ απαντά διευρύνοντας τη βάση της οργάνωσής του: συγκροτεί ένα μέτωπο των φτωχών πληθυσμών από όλες τις φυλές, τάσσεται κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, πολεμά πλέον «για μια ριζική αναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας, μια επανάσταση αξιών».

Το σχέδιό του για μία «Πορεία των Φτωχών προς την Ουάσιγκτον», διακόπηκε την άνοιξη του 1968 από ένα ταξίδι του στο Μέμφις του Τενεσί για την υποστήριξη μιας απεργίας εργαζομένων στα νοσοκομεία. Στις 4 Απριλίου, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονήθηκε σε ηλικία 39 ετών από ένα λευκό ελεύθερο σκοπευτή, ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι του μοτέλ, στο οποίο είχε καταλύσει με τους στενούς συνεργάτες του. Στις 10 Μαρτίου 1969 ο δολοφόνος του Τζέιμς Ιρλ Ρέι ομολόγησε και καταδικάστηκε σε 99 ετών ειρκτή.

Δημοψήφισμα διεξάγεται από την Εκκλησία στην Κύπρο για την ένωση με την Ελλάδα. Υπέρ της ένωσης ψηφίζει το 95,7%.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνάπτει διπλωματικές σχέσεις με τη Σλοβενία και την Κροατία, αναγνωρίζοντας έτσι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
«Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη» διαμηνύει από τη Ρόδο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, κατά την διάρκεια προεκλογικής του ομιλίας.

Γεννήσεις

 


μ.Χ.
Μολιέρος, Ζαν Μπατίστ Ποκελέν το πραγματικό του όνομα, γάλλος συγγραφέας. («Δον Ζουάν», «Ο κατά φαντασία ασθενής», «Ταρτούφος», «Αρχοντοχωριάτης») (Θαν. 17/2/1673)
Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, γάλλος συγγραφέας και πολιτικός, που από πολλούς θεωρείται ο «πατέρας» του αναρχισμού. (Θαν. 19/1/1865)
Αριστοτέλης Ωνάσης, έλληνας μεγιστάνας. (Θαν. 15/3/1975)

Ναζίμ Χικμέτ
1902 – 1963

Τούρκος ποιητής, από τις σημαντικότερες φωνές της τουρκικής λογοτεχνίας τον 20ο αιώνα. Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα. Θεωρείται ένα από τα ινδάλματα της τουρκικής Αριστεράς.

Η ζωή του

Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902, στους κόλπους μιας ευυπόληπτης οθωμανικής οικογένειας της πόλης, με γερμανοπολωνικές ρίζες από τη μητρική πλευρά. Ο πατέρας του Χικμέτ Μπέης ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου και η μητέρα του Τζελίλ Χανίμ, εγγονή του γερμανικής καταγωγής οθωμανού στρατάρχη Μεχμέτ Αλή Πασά (Λούντβιχ Ντιτρόιτ, το γερμανικό του όνομα). Πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στο παππού του στις διάφορες περιπλανήσεις του ως ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία, λόγω της διάστασης των γονέων του.

Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και το 1918 αποφοίτησε από την Οθωμανική Ναυτική Σχολή. Ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό και εντάχθηκε στο πλήρωμα του καταδρομικού Χαμηδιέ. Ένα χρόνο αργότερα αρρώστησε σοβαρά και το 1920, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, απαλλάχθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα για λόγους υγείας.

Το 1921 μαζί με δύο φίλους του ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, που πολεμούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, έγραψε κι ένα ποίημα, που εξυμνούσε τα στρατιωτικά κατορθώματα του τουρκικού στρατού και τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Κεμάλ εκτίμησε πολύ τις πνευματικές του ικανότητές και αντί για το μέτωπο τον διόρισε διευθυντή ενός εξέχοντος σχολείου της Τουρκίας.

Ο Χικμέτ, που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις κομμουνιστικές του ιδέες, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προϊσταμένους του. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εγκατέλειψε την Τουρκία και με πρώτο σταθμό το Μπατούμι της Σοβιετικής Γεωργίας εγκαταστάθηκε τελικά στη Μόσχα, με σκοπό να μελετήσει από κοντά τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Από το 1922 έως το 1925 σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα, ενώ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από το κίνημα του ρωσικού φουτουρισμού, το οποίο εκπροσωπούσαν προσωπικότητες, όπως ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγερχολντ.

Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποίο συνελήφθη  και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Το 1949 διαπρεπείς προσωπικότητες της τέχνης, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Πολ Ρόμπεσον ζήτησαν την απελευθέρωσή του.

Το 1951 αποφυλακίστηκε μετά την αμνηστία που χορήγησε στους πολιτικούς κρατούμενους η νέα κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές (ιδεολογικού προγόνου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν). Τον ίδιο χρόνο, εγκατέλειψε την Τουρκία και εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Μόσχα. Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.

Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν πέθανε στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963 από καρδιακή προσβολή και τάφηκε στο ονομαστό κοιμητήριο της ρωσικής πρωτεύουσας Νοβοντονίτσκι. Το 2009 η κυβέρνηση Ερντογκάν τού απέδωσε μετά θάνατον και πάλι την τουρκική ιθαγένεια, η οποία του είχε αφαιρεθεί το 1959. Η επιθυμία του να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σ' ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.

Το έργο του

Ο Χικμέτ υπήρξε έξοχος χειριστής της γλώσσας και σπουδαίος λυρικός ποιητής. Εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο κι ένα ευρύ φάσμα νέων θεμάτων στην ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά την τουρκική λογοτεχνία της δεκαετίας του '30. Στην αρχή έγραφε πατριωτικά ποιήματα, αλλά στη συνέχεια, όταν γνώρισε στη Μόσχα τον ρωσικό φουτουρισμό, εγκατέλειψε τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πληθωρικές ποιητικές εικόνες, σε εντυπωσιακούς και απρόσμενους συσχετισμούς. Αργότερα, πάντως, ο τόνος αυτός μετριάστηκε. Η κριτική τον έχει χαρακτηρίσει ως «ρομαντικό κομουνιστή» και «ρομαντικό επαναστάτη».

Εκτός από ποίηση, ο Χικμέτ έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Οι Ρομαντικοί και ορισμένα θεατρικά έργα, το πιο γνωστό από τα οποία έχει τον τίτλο «Άραγε υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Μετά τον θάνατό του όλα του έργα, που ήταν προηγουμένως απαγορευμένα από τη λογοκρισία, εκδόθηκαν και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία.

Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.

Το ποίημά του Kız Çocuğu (Το μικρό κορίτσι) είναι μια έκκληση για την ειρήνη από ένα επτάχρονο κοριτσάκι, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του στη Χιροσίμα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά αντιπολεμικά τραγούδια και το έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα, όπως η Τζόαν Μπαέζ, οι The Byrds, ο Πολ Ρόμπσον, οι This Mortal Coil, και The Fall. Στον αγγλόφωνο κόσμο είναι γνωστό με τους τίτλους I Come and Stand At Every Door, I Come and Stand At Your Door και Hiroshima Girl. Την προσαρμογή των στίχων έκανε ο Μπομπ Σίγκερ, ενώ η μουσική βασίζεται σε λαϊκό σκοπό της Σκωτίας.

Το 2001 ο γνωστός Τούρκος πιανίστας και συνθέτης Φαζίλ Σαί, συνέθεσε το ορατόριο Ναζίμ, σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.

Θάνατοι

Αντώνιος Γεωργαντάς
1799 – 1884

Αγωνιστής του '21 και πολιτικός. Πληρεξούσιος και Βουλευτής Λιβαδειάς κατ’ επανάληψη και Πρόεδρος της Βουλής από τις 21 Δεκεμβρίου 1849 έως τις 27 Ιουλίου 1850.

Ο Αντώνιος Γεωργαντάς γεννήθηκε στη Θήβα τον Μάρτιο του 1799 και μεγάλωσε στη Λιβαδειά. Κατά τη διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821 διατηρούσε με δικά του έξοδα στρατιωτικό σώμα 120 ανδρών και πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις μάχες στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Έως το 1826 υπηρέτησε υπό τους Αθανάσιο Διάκο, Οδυσσέα Ανδρούτσο, του οποίου διετέλεσε «γραμματικός» και τον Ιωάννη Γκούρα, ενώ ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα του επαρχιακού ταμείου. Το 1827 ακολούθησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Δημήτριο Υψηλάντη, ενώ από το 1828 έως το 1830 ήταν ενταγμένος στο επιτελείο του στρατηγού Τζωρτζ στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Πήρε μέρος ως πληρεξούσιος Λειβαδιάς σε όλες τις εθνοσυνελεύσεις της Επαναστάσεως, καθώς και στην Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1831.

Στάθηκε στο πλευρό του Ιωάννη Καποδίστρια από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Πελοπόννησο και επί  Όθωνος ονομάστηκε τιμητικά συνταγματάρχης της Φάλαγγας, την οποία αποτελούσαν παλαίμαχοι αγωνιστές. Στο διάστημα της βασιλείας του Όθωνα ασχολήθηκε με την πολιτική. Αρχικά ως δήμαρχος Λεβαδείας (1836) και στη συνέχεια ως πρόεδρος του επαρχιακού συμβουλίου της ευρύτερης περιοχής. Τάχθηκε στο πλευρό του Μακρυγιάννη κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Συμμετείχε ως πληρεξούσιος Λειβαδιάς στην Α' Εθνοσυνέλευση, που συγκλήθηκε αμέσως μετά. Στη συνέχεια εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Λιβαδειάς, κατά τις περιόδους 1844-1853, 1859-1862 και 1872-1874.

Στις 21 Δεκεμβρίου 1849 εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής, επί πρωθυπουργίας Αντωνίου Κριεζή, θέση την οποία διατήρησε έως τις 27 Ιουλίου 1850. Το 1860 διορίστηκε από τον Όθωνα γερουσιαστής και τον επόμενο χρόνο νομάρχης Ναυπλίας. Ήταν από εκείνους που υποστήριξαν τον Όθωνα μέχρι την έξωσή του το 1862.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Παρνασσός και Πανδώρα. Ήταν νυμφευμένος με την κόρη του προκρίτου της Λιβαδειάς Ιωάννη Λογοθέτη, η οποία ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική δραστηριότητα στα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Ο Αντώνιος Γεωργαντάς πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 1884, σε ηλικία 85 ετών.


μ.Χ.
Ρόζα Λούξεμπουργκ, πολωνοεβραία κομουνίστρια, ηγετική μορφή του κινήματος Σπάρτακος. (Γεν. 5/3/1871)
Καλλιρρόη Παρέν, από τις πρώτες ελληνίδες φεμινίστριες. (Γεν. 1861)
Βικτόρια Ντε Λος Άνχελες, διάσημη καταλανή σοπράνο. (Γεν. 1/11/1923)

Μίκα Χαρίτου - Φατούρου
1931 – 2014

Διακεκριμένη ελληνίδα ψυχολόγος, διεθνώς γνωστή για τις μελέτες της περί ψυχολογίας των κρατικών οργάνων καταστολής. Υπήρξε από τις πρωτεργάτριες της Κλινικής Ψυχολογίας στην Ελλάδα.

Η Μίκα Χαρίτου - Φατούρου γεννήθηκε το 1931 και σπούδασε ψυχολογία στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Οξφόρδης. Ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα και διετέλεσε καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Η διεθνώς πρωτοποριακή ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της για τους βασανιστές «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας» (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα») στηρίχτηκε στο μοντέλο των βασανιστών του διαβόητου δικτατορικού ΕΑΤ-ΕΣΑ και αποτέλεσε σταθμό για τις νεότερες γενιές μελετητών. «Βασανιστής δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» ήταν το αποτέλεσμα της πολύχρονης έρευνάς της, για τις ανάγκες της οποίας το 1975, ένα χρόνο μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, είχε παρακολουθήσει, με ειδική άδεια, την πρώτη δίκη των βασανιστών στην Αθήνα. Νεαρή, τότε, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ήθελε να «διερευνήσει το φαινόμενο του σαδισμού», όπως είχε πει σε μια συνέντευξή της.

Διετέλεσε επισκέπτρια καθηγήτρια σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια της Αυστραλίας, της Δανίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Υπήρξε πρόεδρος της Επιτροπής για το επάγγελμα των ψυχολόγων του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Συμβουλευτικής, σύμβουλος της Διεθνούς Εταιρείας Συμβουλευτικής και επίτιμη πρόεδρος του Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Κακοποίησης.

Οι δραστηριότητες και οι ενέργειές της συνέβαλαν στη σύνδεση της ψυχολογίας με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, σε μελέτες της και βιβλία για την ψυχοθεραπεία, τα προβλήματα προσφύγων και μεταναστών, τα παιδιά του δρόμου, τη συμβουλευτική γυναικών. Ήταν υποψήφια βουλευτής με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και 1990.

Η Μίκα Χαρίτου - Φατούρου έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιανουαρίου του 2014,  έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.

πηγη: www.sansimera.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου