Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Schizophrenia Bulletin 36. Ο Robert van Voren είναι ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιστορικός και διδάσκει στο τμήμα σοβιετικών και μετασοβιετικών σπουδών στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Ilia στη Τυφλίδα.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Ξανά και ξανά, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ψυχικής υγείας λαμβάνουν αναφορές υποθέσεων κατάχρησης της ψυχιατρικής για πολιτικούς σκοπούς. Το γεγονός πως οι αναφορές αυτές έρχονται από ένα ευρύ φάσμα χωρών δείχνει πως υπάρχει μια διαρκής ένταση μεταξύ πολιτικής και ψυχιατρικής και πως η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η ψυχιατρική ως μέσο για να απομονωθούν αντίπαλοι και να επιλυθούν συγκρούσεις είναι πολύ ελκυστική, όχι μόνο για δικτατορικά καθεστώτα αλλά και σε καλά θεμελιωμένες δημοκρατικές κοινωνίες.

Σύμφωνα με άρθρο θέσης της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας για την Ψυχιατρική (Global Initiative on Psychiatry, GIP), «η πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής αναφορά την κακόβουλη χρήση της ψυχιατρικής διάγνωσης, αγωγής και περιορισμού για το σκοπό της καταπάτησης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Η πρακτική είναι κοινή  αλλά όχι αποκλειστική μεταξύ χωρών που κυβερνώνται από απολυταρχικά καθεστώτα. Στα καθεστώτα αυτά οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκείνων που αντιτίθενται πολιτικά στο κράτος συχνά κρύβονται κάτω από το μανδύα της ψυχιατρικής θεραπείας. Στις δημοκρατικές κοινωνίες πληροφοριοδότες κρυφών παράνομων πρακτικών από μεγάλες εταιρείες έχουν υποστεί την πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής.

Από ιστορική σκοπιά, η χρήση της ψυχιατρικής ως μέσου καταπίεσης ήταν ιδιαίτερα αγαπητή των σοσιαλιστικά προσανατολισμένων καθεστώτων. Μια εξήγηση μπορεί να εντοπιστεί στο γεγονός  πως η σοσιαλιστική ιδεολογία είναι εστιασμένη στη καθιέρωση μιας ιδανικής κοινωνίας, όπου όλοι είναι ίσοι και όλοι θα είναι ευτυχισμένοι και ως εκ τούτου, όσοι είναι αντίθετοι πρέπει να είναι τρελοί. Στη πράξη, αυτό το δεύτερο κομμάτι έμοιαζε να έχει τη μεγαλύτερη επίδραση επειδή ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1970, όπου πολλοί δεν ήταν ευτυχισμένοι και η κοινωνία κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν, πολλοί ψυχίατροι πίστευαν ακόμη πως όσοι στρέφονταν εναντίον του καθεστώτος πρέπει να ήταν τρελοί.

Η πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής στη Σοβιετική Ένωση προέρχονταν από την αντίληψη πως άτομα  που εναντιώνονταν στο σοβιετικό καθεστώς ήταν ψυχικά ασθενείς  επειδή δεν υπήρχε άλλη λογική εξήγηση γιατί κάποιος θα μπορούσε να εναντιωθεί στο καλύτερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο κόσμο. Η διάγνωση της «υποτονικής σχιζοφρένειας» (sluggish schizophrenia), μιας παλιάς έννοιας που αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο από τη Ψυχιατρική Σχολή της Μόσχας και ειδικά από τον ηγέτη της τον καθηγητή Andrei Snezhnevsky, πρόσφερε ένα πολύ χρήσιμο πλαίσιο εξήγησης αυτής της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τις θεωρίες του Snezhnevsky και των συναδέλφων του, η σχιζοφρένεια ήταν πολύ πιο συχνή από ότι πιστεύονταν προηγουμένως επειδή η ασθένεια μπορούσε να είναι παρούσα με σχετικά ήπια συμπτώματα και να εξελιχθεί αργότερα. Κατά συνέπεια, η σχιζοφρένεια διαγιγνώσκονταν πολύ πιο συχνά στη Μόσχα από ότι σε άλλες χώρες στη Πιλοτική Μελέτη για της Σχιζοφρένεια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που παρουσιάστηκε το 1973. Και, συγκεκριμένα, η υποτονική σχιζοφρένεια διεύρυνε το πεδίο επειδή σύμφωνα με τον Snezhnevsky και τους συναδέλφους του, ασθενείς με αυτή την διάγνωση ήταν σε θέση να λειτουργούν σχεδόν κανονικά με την κοινωνική έννοια. Τα συμπτώματα τους  μπορούσαν να μοιάζουν με εκείνα της νεύρωσης  ή να αποκτήσουν παρανοϊκά χαρακτηριστικά. Ο ασθενής με παρανοϊκά συμπτώματα διατηρούσε κάποια διαύγεια στην κατάσταση του αλλά υπερτιμούσε την δική του σημασία μπορεί να εξέφραζε μεγαλειώδεις ιδέες μεταρρύθμισης της κοινωνίας. Έτσι, τα συμπτώματα της υποτονικής σχιζοφρένειας μπορούσε να είναι «μεταρρυθμιστικές ψευδαισθήσεις», «αγώνας για την αλήθεια» και «επιμονή».

Ενώ οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν πως ο πυρήνας των ψυχιάτρων που ανέπτυξαν αυτή την έννοια το έκαναν υπό τις διαταγές του κόμματός και της σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας, της KGB, και γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν, για πολλούς σοβιετικούς ψυχίατρους έμοιαζε με μια λογική εξήγηση επειδή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς οι ίδιοι γιατί κάποιος θα ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την καριέρα, οικογένεια και ευτυχία για μια ιδέα ή πεποίθηση που ήταν τόσο διαφορετική  από αυτό που οι περισσότεροι  άνθρωποι πίστευαν  ή ανάγκαζαν τους εαυτούς τους να πιστεύουν. Κατά κάποιο τρόπο, η ιδέα ήταν επίσης ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη γιατί απέκλειε την ανάγκη για ερωτηματικά κάποιου για την ίδιο και την συμπεριφορά του. Τα δύσκολα ερωτήματα μπορούν να οδηγήσουν σε δύσκολα συμπεράσματα, που με τη σειρά τους μπορούσαν να δημιουργήσουν  προβλήματα με τις αρχές  για τον ίδιο τον ψυχίατρο.

 

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει πως χιλιάδες αντιφρονούντες νοσηλεύτηκαν για πολιτικούς λόγους. Τα αρχεία της Διεθνούς Εταιρίας για την Πολιτική Χρήση της Ψυχιατρικής (International Association on the Political Use of Psychiatry, IAPUP) περιέχουν πάνω από 1000 θυμάτων των οποίων διαθέτουμε πολλά στοιχεία (όνομα, ημερομηνία γέννησης, είδος παραπτώματος και τόπο νοσηλείας), όλες πληροφορίες που έφτασαν στη Δύση μέσω του κινήματος των αντιφρονούντων. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός εξαιρεί την τεράστια «γκρίζα ζώνη», ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν συνήθως για μικρότερες περιόδους εξαιτίας μιας καταγγελίας σε κατώτερους αξιωματούχους, συγκρούσεις με τοπικές αρχές ή ανορθόδοξη συμπεριφορά. Υπολογίζεται πως αυτή η ομάδα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Τα ονόματά τους ωστόσο δεν ήταν γνωστά στο κίνημα των αντιφρονούντων και έτσι δεν καταγράφηκαν στη Δύση. Ένα βιογραφικό λεξικό που εκδόθηκε από την IAPUP το 1990 περιείχε 340 θύματα πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής όπως και περισσότερους από 250 ψυχίατρους που συμμετείχαν στις πρακτικές αυτές. Μια ερευνητική επιτροπή α[‘π ψυχιάτρους στη Μόσχα, που ερεύνησαν τα αρχεία πέντε σωφρονιστικών ψυχιατρικών νοσοκομείων στη Ρωσία από το 1994 ως το 1995, εντόπισαν περίπου 2000 περιπτώσεις μόνο για τα νοσοκομεία αυτά.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλοί από αυτούς τους ψυχίατρους μάλλον δεν είχαν επίγνωση πως συμμετείχαν σε μια ανήθικη συμπεριφορά και πως ήταν μέρος ενός κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού. Για παράδειγμα η Ουκρανή ψυχίατρος Ada Korotenko ανακάλυψε μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 πως πρώην συνάδελφοι της συμμετείχαν στην πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής  όταν συμμετείχε σε μια ουκρανική έρευνα  για την προέλευση της πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής  και στη πορεία αυτής της έρευνας εξέτασε 60 πρώην θύματα. Κάτω από τις αρχικές σοβιετικές διαγνώσεις, βρήκε τα ονόματα όχι μόνο πρώην συναδέλφων αλλά και επίσης κάποιων φίλων της. Κατά τις συνεντεύξεις με τα πρώην θύματα και συγκρίνοντας την πνευματική τους κατάσταση με τις αρχικές διαγνώσεις, συνειδητοποίησε πως είχαν νοσηλευτεί για μη ιατρικούς λόγους αλλά πως επίσης πως μπορούσε να γράψει η ίδια τις αρχικές διαγνώσεις.

Η Σοβιετική Ένωση σίγουρα δεν είναι η μόνη χώρα όπου εμφανίστηκαν αυτές οι καταχρήσεις. Τις προηγούμενες δεκαετίες έχουμε δει πολλές καταγραφές σε άλλες χώρες. Μια από τις χώρες όπου φαίνεται να υπήρξε συστηματική πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής είναι η Ρουμανία· το 1997, η IAPUP δημιούργησε μια ερευνητική επιτροπή για να διερευνήσει τι πραγματικά συνέβη και έφτασε στο συμπέρασμα πως αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι υπήρξαν θύματα συστηματικής κακοποίησης.  Όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στις παραμονές κομμουνιστικών γιορτών, πιθανοί «ταραχοποιοί» οδηγούνταν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία με λεωφορεία και αφήνονταν όταν τελείωναν οι γιορτές.

 

Στη δεκαετία του 1980, λάβαμε επίσης στοιχεία για περιπτώσεις στην Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Βουλγαρία, αλλά όλες αυτές οι περιπτώσεις ήταν μεμονωμένες, και δεν υπήρχαν ενδείξεις πως υπήρχε σύστημα κατάχρησης. Πληροφορίες για την πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής στη Γιουγκοσλαβία, που λήφθηκαν στη δεκαετία του 1980 ήταν ασαφείς. Μια ενδελεχής έρευνα στη κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία κατέληξε  πως δεν υπήρξε πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής, αν και σε αυτή τη σοσιαλιστική χώρα πολιτική και ψυχιατρική έμοιαζαν στενά αλληλένδετες. Αργότερα, πληροφορίες εμφανίστηκαν για την πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής στη Κούβα, η οποία ωστόσο ήταν πολύ μικρής διάρκειας, στη δεκαετία του 1990, ο διάδοχος οργανισμός της IAPUP, η GIP, ασχολήθηκε με μια περίπτωση πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής στην Ολλανδία, στην εξέλιξη της οποία το Υπουργείο Άμυνας προσπάθησε να φιμώσει ένα κοινωνικό λειτουργό με την παραποίηση ψυχιατρικών διαγνώσεων. Η υπόθεση πήρε πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθεί, και αν και το θύμα αποζημιώθηκε με το να χριστεί ιππότης από τη Ολλανδή βασίλισσα, δεν έχει λυθεί ακόμη εντελώς καθώς το Υπουργείο αρνείται να διαγράψει τους ιατρικούς φακέλους του και τον θεωρεί ακόμη ψυχικό ασθενή (Υπόθεση Fred Spijkers).

Και τέλος, από την αρχή αυτού του αιώνα, το ζήτημα της πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ξανά ψηλά στην ατζέντα και έχει προκαλέσει επανειλημμένες συζητήσεις  μέσα στη διεθνή ψυχιατρική κοινότητα. Οι καταχρήσεις αυτές μοιάζουν να  είναι πολύ πιο εκτεταμένες από ότι στη Σοβιετική ένωση στη δεκαετία του 1970 και του 1980 και περιλαμβάνουν τους ακόλουθους του κινήματος Φαλούν Γκονγκ (ΣτΜ: Falun Gong, παραθρησκευτική αίρεση), ακτιβιστές εργατικών σωματείων, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και «οργανωτές εκστρατειών» και άνθρωποι που καταγγέλλουν αδικίες από τοπικές αρχές.

Στη διάρκεια της ύπαρξης μας, μας πλησιάζουν συχνά με αιτήματα να ασχοληθούμε με καταχρηστικές καταστάσεις στη ψυχιατρική σε χώρες όπως η Νότια Αφρική, η Χιλή και η αργεντινή. Ωστόσο, στη βάση της έρευνας, καταλήξαμε πως στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούσε κάποιος να μιλήσει για πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής. Στη περίπτωση της Νότιας Αφρικής, σοβαρές καταχρήσεις ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του απαρτχάιντ, που κατέληξε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας για την λευκή άρχουσα τάξη και την μαύρη πλειοψηφία του πληθυσμού. Ισχυρισμοί πως η ψυχιατρική χρησιμοποιήθηκε ως μέσο πολιτικής ή θρησκευτικής καταστολής δεν επαληθεύτηκαν ποτέ. Στην Νότια Αμερική, η κατάχρηση αφορούσε τους ίδιους τους ψυχίατρους και όχι την ψυχιατρική αυτή καθαυτή: Ψυχίατροι χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιορίσουν ποιες μορφές βασανισμού ήταν οι πιο αποτελεσματικές, και αν και αυτές οι καταχρήσεις αποτελούσαν σοβαρή παραβίαση του ιπποκρατικού όρκου, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής.

 

Πράγματι, όσοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά της πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής δεν έφτασαν ποτέ σε πλήρη συμφωνία πάνω στο που εντοπίζονταν τα ακριβή όρια μεταξύ πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής και της γενικότερης κακής χρήσης της ψυχιατρικής πρακτικής. Ο ορισμός της πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής όπως διατυπώθηκε στο άρθρο θέσης της GIP είναι το πιο κοντινό που έχουμε σε συμφωνία. Στη πορεία των χρόνων, πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις συζητήθηκαν εκτεταμένα, καθορίζοντας αν έπρεπε να θεωρηθούν ως περιπτώσεις πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής ή όχι. το ζήτημα συνεχίζει να αναλύεται, επειδή πρόσφατες περιπτώσεις συχνά είναι πιο περίπλοκες και περιλαμβάνουν λιγότερο εμφανή κυβερνητική εμπλοκή.

Το ερώτημα παραμένει αν η πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής είναι σε ύφεση ή αν χρησιμοποιείται ακόμη το ίδιο εκτεταμένα όπως πριν. Από την μια, φαίνεται πως ο αριθμός των χωρών που έχουν ένα σύστημα πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής έχει μειωθεί σημαντικά από την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Η μόνη χώρα που μοιάζει να καταχράται την ψυχιατρική για πολιτικούς σκοπούς με συστηματικό τρόπο είναι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και παρά τη διεθνή κριτική, φαίνεται πως συνεχίζεται. Από την άλλη, αναφορές για μεμονωμένες περιπτώσεις συνεχίζουν φτάνουν σε μας, περιλαμβανομένων αναφορών από τη Ρωσία όπου το επιδεινούμενο πολιτικό κλίμα μοιάζει να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα στην οποία οι τοπικές αρχές αισθάνονται πως μπορούν να χρησιμοποιήσουν ξανά την ψυχιατρική ως μέσο εκφοβισμού.

Κοιτώντας πίσω, το ζήτημα της σοβιετικής πολιτικής κατάχρησης της ψυχιατρικής είχε διαρκή επίδραση στη παγκόσμια ψυχιατρική όπως και στην Παγκόσμια Ψυχιατρική Ένωση. Το πιο θετικό συμπέρασμα είναι πως το ζήτημα πυροδότησε τις συζητήσεις πάνω στην ιατρική ηθική και τις επαγγελματικές ευθύνες των γιατρών (περιλαμβανόμενων των ψυχιάτρων), που κατέληξε στη Διακήρυξη της Χαβάης και τις επόμενες επικαιροποιημένες εκδοχές. Επίσης πολλές εθνικές ψυχιατρικές ενώσεις υιοθέτησαν τέτοιους κώδικες, αν και η ευθυγράμμιση με αυτούς ήταν συχνά απλά μια τυπικότητα, και ποινές για την παραβίαση του κώδικα παρέμειναν ανύπαρκτες.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com