Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Solidarity6. Ο Maurice Brinton (Chris Pallis) (1923-2005)  ήταν νευρολόγος και μέλος της ελευθεριακής σοσιαλιστικής ομάδας Solidarity.


Μετάφραση
Δημήτρης Πλαστήρας.

 Δημοσιεύθηκε την 29 Οκτωβρίου, 2022 

 

Τι πάει πραγματικά στραβά με τον καπιταλισμό; Ρωτήστε μια σειρά από σοσιαλιστές και θα πάρετε μια σειρά από διαφορετικές απαντήσεις. Αυτές εξαρτώνται από το όραμα τους για το πως να είναι ίσως ο σοσιαλισμός και για το πως αντιλαμβάνονται πως είναι η πολιτική δράση. Οι επαναστάτες ελευθεριακοί σοσιαλιστές βλέπουν αυτά τα πράγματα πολύ διαφορετικά από την παραδοσιακή «αριστερά». Το άρθρο αυτό δεν είναι μια προσπάθεια να ισοσκελίσει δυο αντιλήψεις περί σοσιαλισμού και πολιτικής δράσης. Είναι μια προσπάθεια να τονιστεί μια πτυχή της σοσιαλιστικής σκέψης που κινδυνεύει να ξεχαστεί.

Μόλις ξύσει κανείς την επιφάνεια, οι «προοδευτικοί» καπιταλιστές, οι φιλελεύθεροι, οι εργατικοί μεταρρυθμιστές, οι «κομμουνιστές» μάκρο-γραφειοκράτες και οι τροτσκιστές μίνι-γραφειοκράτες, όλοι τους βλέπουν τα κακά του καπιταλισμού με σχεδόν τον ίδιο τρόπο. Όλοι τα βλέπουν ως οικονομικά προβλήματα, που πηγάζουν από ένα συγκεκριμένο μοτίβο ιδιοκτησίας των μέσω παραγωγής. Όταν ο Khrushchev εξίσωσε τον σοσιαλισμό με «περισσότερο γκούλας για όλους» εξέφραζε μια διαδομένη άποψη. Μπορούν να βρεθούν αναρίθμητα παραθέματα που στηρίζουν αυτή την διαβεβαίωση.

Αν δεν πιστεύεις πως οι παραδοσιακοί σοσιαλιστές σκέφτονται με αυτό το τρόπο, προσπάθησε να πεις σε έναν από αυτούς πως ο σύγχρονος καπιταλισμός αρχίζει να επιλύει κάποια από τα οικονομικά προβλήματα. Αμέσως θα αρχίσει να σε κατηγορεί πως έχεις «εγκαταλείψει τον αγώνα για το σοσιαλισμό». Δεν μπορεί να κατανοήσει οι υφέσεις ήταν γνώρισμα κοινωνιών που ο κρατικός σοσιαλισμός δεν είχε διαδοθεί επαρκώς και πως δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καπιταλιστικής κοινωνίας. «Καμιά οικονομική κρίση» είναι, για τον παραδοσιακό σοσιαλιστή, ταυτόσημο με το «καμιά κρίση». Είναι συνώνυμο με το «ο καπιταλισμός έχει λύσει τα προβλήματα του». Ο παραδοσιακός σοσιαλιστής αισθάνεται ανασφαλής, ως σοσιαλιστής, αν του πουν πως ο καπιταλισμός μπορεί να λύσει αυτό το είδος προβλήματος, επειδή για αυτόν αυτό είναι το ουσιώδες πρόβλημα, που επηρεάζει την καπιταλιστική κοινωνία.

Η παραδοσιακή «αριστερά» σήμερα έχει μια χοντροκομμένη άποψη για τον άνθρωπο, για τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του, ένα όραμα διαμορφωμένο από την σάπια κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Έχει ένα περιοριστικό όραμα για την ταξική συνείδηση. Για αυτούς η ταξική συνείδηση είναι κυρίως μια επίγνωση της «μη-ιδιοκτησίας». Βλέπουν το «κοινωνικό πρόβλημα» να λύνεται καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού αποκτά πρόσβαση σε υλικό πλούτο. Όλα θα πάνε ήταν καλά, λένε ή υπονοούν, αν ως αποτέλεσμα της κατάληψης της κρατικής εξουσίας (και του ιδιαίτερου τύπου σχεδιασμού τους) από αυτούς οι μάζες θα μπορούσαν αν είναι σίγουρες για υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης. Ο «σοσιαλισμός» εξισώνεται με γεμάτες κοιλιές. Το γέμισμα αυτών των κοιλιών θεωρείται ως το θεμελιώδες καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Άμεσα σχετική με αυτή την έννοια του ανθρώπου ως ουσιαστικά ως μια μηχανή που παράγει και καταναλώνει είναι το σύνολο της κριτικής της παραδοσιακής «αριστεράς» για τον καπιταλισμό των ελεύθερων αγορών. Πολλοί από την «αριστερά» συνεχίζουν να πιστεύουν πως ζούμε κάτω από αυτό το καπιταλισμό και συνεχίζουν να τον κρίνουν επειδή είναι ανεπαρκής (στο πεδίο της παραγωγής). Το σύνολο των κειμένων του John Strachey πριν τον 2ο ΠΠ κυριαρχούνταν από αυτές τις αντιλήψεις. Το Why You Should Be a Socialist πούλησε σχεδόν ένα εκατομμύριο αντίτυπα – και όμως οι ιδέες της ελευθερίας και της αυτοδιαχείρισης δεν εμφανίζονται σ’ αυτό, ως κομμάτι, του σοσιαλιστικού στόχου. Πολλοί από τους ηγέτες της σημερινής  «αριστεράς» διαμορφώθηκαν μέσα σε αυτή τη σχολή της σκέψης, περιλαμβανομένων των αποκαλούμενων επαναστατών. Ακόμα και το συνηθισμένο όραμα του κομμουνισμού, «από τον καθένα σύμφωνα με την ικανότητα του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», συνήθως σχετίζεται, στο μυαλό των «μαρξιστών», στο κόψιμο της πίτας και καθόλου στις σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο και μεταξύ ανθρώπου και του περιβάλλοντος τους.

Επειδή η παραδοσιακή σοσιαλιστική «ανύψωση του βιοτικού επιπέδου» είναι ο βασικός σκοπός της κοινωνικής αλλαγής. Ο καπιταλισμός δήθεν δεν μπορεί να αναπτύξει άλλο την παραγωγή. (Όποιος έχει πέσει σε μποτιλιάρισμα, ή σε μια εμπορική περιοχή της εργατικής τάξης το Σάββατο το απόγευμα, θα βρει αυτή την άποψη περίεργη). Φαίνεται πως είναι δευτερεύουσας σημασίας σε αυτού του είδους τους σοσιαλιστές πως υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό οι άνθρωποι αποκτηνώνονται στη δουλειά, χειραγωγούνται στην κατανάλωση και στην ανάπαυση, η διανοητική τους ικανότητα περιορίζεται ή το γούστο τους διαφθείρεται από μια εμπορική κουλτούρα. Πρέπει κανείς να είναι «μαλακός», αφήνεται να εννοηθεί, αν θεωρεί πως η συστηματική καταστροφή των ανθρώπινων όντων αξίζει ένα μεγάλο τραγούδι και χορό. Εκείνοι που μιλούν για ελευθερία στην παραγωγή (όπως και η έξοδος από αυτή) ως σοσιαλιστικό στόχο απορρίπτονται ως «Ουτοπιστές».

Αν δεν ήταν αυτή η παρερμηνεία πλέον ο καθιερωμένος τρόπος ζωής στην «αριστερά», θα ήταν αχρείαστο να τονιστεί πως για όσο εκατομμύρια του πληθυσμού του κόσμου έχουν ανεπαρκή τροφή και ένδυση, η ικανοποίηση των βασικών υλικών αγαθών πρέπει να είναι ουσιαστικό μέρος του σοσιαλιστικού προγράμματος (και στην πράξη κάθε κοινωνικού προγράμματος που δεν εξυμνεί την ανέχεια). Η ουσία είναι πως με την πλήρη εστίαση σε αυτή την πτυχή της κριτικής του καπιταλισμού η προπαγάνδα της παραδοσιακής «αριστεράς» αποστερεί από τον εαυτό της τα πιο αποτελεσματικά όπλα της σοσιαλιστικής κριτικής, δηλαδή την αποκάλυψη του τι κάνει ο καπιταλισμός στους ανθρώπους, ιδιαίτερα σε χώρες  όπου οι βασικές ανάγκες έχουν ουσιαστικά ικανοποιηθεί. Και είτε αρέσει είτε όχι στους φίλους γκεβαριστές και μαοϊστές, είναι σε  αυτές τις χώρες, όπου υπάρχει προλεταριάτο, που το σοσιαλιστικό μέλλον θα κριθεί.

Η ιδιαίτερη έμφαση αυτή στην προπαγάνδα των παραδοσιακών οργανώσεων δεν είναι τυχαία. Όταν μιλούν για την αύξηση της παραγωγής για την αύξηση της κατανάλωσης, ρεφορμιστές και γραφειοκράτες κάθε είδους αισθάνονται σχετικά ασφαλείς. Παρά τις ανοησίες που λέγονται από πολλούς «μαρξιστές» σχετικά με την «τελμάτωση των παραγωγικών δυνάμεων», ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός (και του ανατολικού και του δυτικού τύπου) μπορεί να αναπτύξει τα μέσα παραγωγής, το έχει κάνει και συνεχίζει να το κάνει σε γιγαντιαία κλίμακα. Μπορεί να προσφέρει (και ιστορικά το έχει κάνει) μια βαθμιαία άνοδο στο επίπεδο ζωής – με τίμημα της αυξανόμενης εκμετάλλευσης στη διάρκεια της εργασιακής μέρας. Μπορεί να προσφέρει ένα σχετικά  σταθερό επίπεδο απασχόλησης. Το ίδιο και μια καλοοργανωμένη γαλέρα. Στο πεδίο όμως της υποταγής του ανθρώπου σε θεσμούς που δεν είναι της επιλογής του, η σοσιαλιστική κριτική του καπιταλισμού και της γραφειοκρατικής κοινωνίας διατηρεί την ορθότητα της. Στην ουσία, η ορθότητα της αυξάνεται καθώς η σύγχρονη κοινωνία λύνει ταυτόχρονα το πρόβλημα της μαζικής  ανέχειας και γίνεται όλο και πιο γραφειοκρατική και απολυταρχική.

Θα αναφερθεί ως ένσταση πιθανώς πως κάποια άτυπες τάσεις στο «μαρξιστικό» κίνημα συμμετέχουν σε αυτό το είδος ευρύτερης κριτικής και υπό μια έννοια είναι αλήθεια.  Όμως όποιοι θεσμοί και αν κρίνονται, η κριτική τους συνήθως στηρίζεται, τελικά, στην ιδέα της άνισης κατανομής του πλούτου. Αποτελείται από διαφοροποιήσεις  στο ζήτημα  της φθοροποιού επιρροής των χρημάτων. Όταν μιλάνε για παράδειγμα για το σεξουαλικό πρόβλημα ή για την οικογένεια, μιλούν για τα οικονομικά εμπόδια προς την σεξουαλική χειραφέτηση, για την πείνα που σπρώχνει τις γυναίκες στην πορνεία, για το φτωχό νέο κορίτσι που πουλιέται στον πλούσιο άνδρα, για τις οικογενειακές τραγωδίες που προκαλούνται από την ανέχεια. Όταν καταγγέλλουν αυτό που κάνει ο καπιταλισμός στην κουλτούρα το κάνουν με όρους των εμποδίων που θέτουν οι οικονομικές ανάγκες στο δρόμο του ταλέντου, ή θα μιλούν για την βλακεία των καλλιτεχνών. Όλα αυτά είναι φυσικά μεγάλης σημασίας. Είναι όμως μόνο η επιφάνεια του προβλήματος. Εκείνοι οι σοσιαλιστές που μπορούν να μιλούν μόνο  με τους όρους αυτούς βλέπουν τον άνθρωπο μικρότερο από την πλήρη μορφή του. Τον βλέπουν όπως οι αστοί, ως καταναλωτή (τροφής, πλούτου, κουλτούρας, κλπ). Το ουσιαστικό, ωστόσο, για τον άνθρωπο είναι να εκπληρώσει τον ίδιο. Ο σοσιαλισμός πρέπει να δώσει στον άνθρωπο μια ευκαιρία να δημιουργήσει, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ασχολίας. Αφήστε τους κυνικούς να χαμογελούν και να λένε πως όλα αυτά είναι μικροαστικός ουτοπισμός. «Το πρόβλημα», είπε ο Marx, «είναι να οργανώσουμε το κόσμο με τέτοιο τρόπο που ο άνθρωπος να τον βιώνει πραγματικά ανθρώπινα, που μαθαίνει να βιώνει τον εαυτό του ως άνθρωπο, που ασκεί την πραγματική ατομικότητα του».

Οι συγκρούσεις στην ταξική κοινωνία δεν προκύπτουν μόνο από τις ανισότητες της κατανομής, ή πηγάζουν από μια δεδομένη διαίρεση της πλεονασματικής αξίας, αποτέλεσμα η ίδια ενός συγκεκριμένου μοτίβου ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Η εκμετάλλευση δεν καταλήγει μόνο σε ένα περιορισμό της κατανάλωσης για τους πολλούς και τον οικονομικό πλουτισμό των λίγων. Αυτό δεν είναι παρά μόνο η μια πτυχή του προβλήματος. Εξίσου σημαντικές είναι οι προσπάθειες τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό – να περιορίσουν – και τελικά να καταστείλουν εντελώς – τον ανθρώπινο ρόλο του ανθρώπου στην ανθρώπινη διεργασία. Ο άνθρωπος αποκόπτεται όλο και περισσότερο από την ίδια την διαχείριση των ίδιων του των πράξεων. Αποξενώνεται όλο και περισσότερο στη διάρκεια των δραστηριοτήτων του, είτε ατομικά είτε συλλογικά. Υποτάσσοντας τον άνθρωπο στην μηχανή – και μέσα από την μηχανή σε μια αφηρημένη και εχθρική θέληση – η ταξική κοινωνία αποστερεί από τον άνθρωπο τον πραγματικό σκοπό του ανθρώπινου εγχειρήματος, που είναι η σταθερή, συνειδητή μεταμόρφωση του κόσμου γύρω του. Ότι οι άνθρωποι αντιστέκονται αυτή τη διαδικασία (και πως η αντίσταση τους έμμεσα γεννά το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης) είναι εξίσου κινητήρια δύναμη για την ταξική πάλη όσο και η σύγκρουση για ην διανομή του πλεονάσματος. Ο Marx δίχως αμφιβολία είχε αυτές τις ιδέες στο νου του όταν έγραφε πως το προλεταριάτο «θεωρεί την ανεξαρτησία του και την αίσθηση της προσωπικής αξιοπρέπειας ως πιο σημαντικά από το καθημερινό ψωμί».

Η ταξική κοινωνία αποτρέπει αυστηρά την φυσική τάση του ανθρώπου να εκπληρώσει τον εαυτό του στα αντικείμενα της δραστηριότητας του. Σε κάθε χώρα του κόσμου αυτή η κατάσταση των πραγμάτων βιώνεται μέρα με τη μέρα από την εργατική τάξη ως απόλυτη ατυχία, ως ένας μόνιμος ακρωτηριασμός. Καταλήγει σε ένα συνεχή αγώνα στο πιο βασικό επίπεδο παραγωγής: εκείνο της συνειδητής, ηθελημένης συμμετοχής. Οι παραγωγοί απορρίπτουν απόλυτα (και πολύ σωστά) ένα σύστημα παραγωγής που τους επιβάλλεται από τα πάνω και στο οποίο είναι απλά γρανάζια. Η εφευρετικότητα τους, η δημιουργική τους ικανότητα, η ευφυΐα τους, το κίνητρο τους μπορεί να φαίνεται στη ζωή τους, αλλά σίγουρα δεν φαίνεται στη παραγωγή. Στο εργοστάσιο οι ικανότητες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν, αλλά για πολύ διαφορετικούς και «μη παραγωγικούς» σκοπούς! Παρουσιάζονται σε μια αντίσταση για παραγωγή. Αυτό καταλήγει σε μια συνεχή και τρομερή σπατάλη που σε σύγκριση με την σπατάλη που προκύπτει από τις καπιταλιστικές κρίσεις ή τους καπιταλιστικούς πολέμους είναι πραγματικά ασήμαντες!

Η αλλοτρίωση στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι απλά οικονομική. Εμφανίζεται με πολλούς άλλους τρόπους. Η σύγκρουση στη παραγωγή δεν «δημιουργεί» ή «καθορίζει» δευτερεύουσες συγκρούσεις σε άλλα πεδία. Η ταξική κυριαρχία εμφανίζεται σε όλα τα πεδία, ταυτόχρονα. Οι συνέπειες της δεν μπορούν να κατανοηθούν διαφορετικά. Η εκμετάλλευση, για παράδειγμα, μπορεί να συμβεί μόνο αν οι παραγωγοί αποκοπούν από τη διαχείριση της παραγωγής. Αυτό όμως προϋποθέτει όμως να έχουν αποκοπεί έστω από τις ικανότητες της διαχείρισης – με άλλα λόγια από την κουλτούρα. Και αυτή η πολιτισμική αποκοπή με τη σειρά ενδυναμώνει εκείνους που διοικούν την παραγωγική μηχανή. Παρόμοια μια κοινωνία στην οποία οι σχέσεις  μεταξύ ανθρώπων βασίζονται στην κυριαρχία θα διατηρήσουν αυταρχικές στάσεις σε σχέση με το σεξ και την εκπαίδευση, στάσεις που δημιουργούν βαθιές αναστολές, αγωνίες και αρκετή δυστυχία. Οι συγκρούσεις που δημιουργούνται από την ταξική κοινωνία λαμβάνουν χώρα μέσα στον καθένα μας. Μια κοινωνική δομή που περιέχει έντονους ανταγωνισμούς αναπαράγει αυτούς τους ανταγωνισμούς σε διάφορους βαθμούς σε κάθε ένα από τα άτομα που την αποτελούν.

Υπάρχει μια βαθιά αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνικής δομής μιας κοινωνίας και τις στάσεις και τη συμπεριφορά των μελών της. «Οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης της», ότι και να πιστεύουν οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι. Η ταξική κοινωνία μπορεί να υπάρξει μόνο στο βαθμό που κατορθώνει να επιβάλει μια πλατιά αποδοχή των κανόνων της. Από τις πρώτες του μέρες ο άνθρωπος υποβάλλεται σε συνεχείς πιέσεις σχεδιασμένες να διαμορφώσουν τις απόψεις του σε σχέση με την εργασία, τον πολιτισμό, την αναψυχή, την ίδια την σκέψη. Οι πιέσεις αυτές τείνουν να του στερήσουν την φυσική απόλαυση της δραστηριότητας του και ακόμη και να τον κάνουν να δεχτεί την αποστέρηση του ως κάτι ουσιαστικά καλό. Στο παρελθόν το έργο αυτό υποβοηθούνταν από την θρησκεία. Σήμερα τον ίδιο ρόλο παίζουν «σοσιαλιστικές» και «κομμουνιστικές» ιδεολογίες. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι απεριόριστα διαμορφώσιμος. Για αυτό και θα διαλυθεί το γραφειοκρατικό εγχείρημα. Οι στόχοι του είναι σε σύγκρουση  με τις βασικές ανθρώπινες επιδιώξεις.

Τα αναφέρουμε όλα αυτά απλά για να υπογραμμίσουμε την ουσιαστική ταυτότητα των σχέσεων κυριαρχίας – είτε εμφανίζονται στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, στην πατριαρχική οικογένεια, στο αυταρχικό μεγάλωμα των παιδιών ή στις «αριστοκρατικές» πολιτισμικές παραδόσεις. Τα αναφέρουμε επίσης για να δείξουμε πως η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να υπόψιν όλα αυτά τα πεδία, και άμεσα, όχι σε κάποιο απώτερο και μακρινό μέλλον. Η επανάσταση πρέπει φυσικά να ξεκινήσει με την ανατροπή της εκμεταλλευτικής τάξης και με την εγκαθίδρυση της εργατικής διαχείρισης της παραγωγής. Θα πρέπει όμως αμέσως να αναλάβει την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής σε όλες τις πτυχές της. Αν δεν το κάνει, θα πεθάνει σίγουρα.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com/