Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 16 Ιαν 2023
Το καινούργιο μου βιβλίο / Αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης: Μια μακρά και σύνθετη ιστορία
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 


Γιατί χρειάστηκαν 38 χρόνια για να αναγνωριστεί το εαμικό σκέλος της Εθνικής Αντίστασης και 62 χρόνια για να ολοκληρωθεί μια υπόσχεση που είχε δοθεί τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης, το 1944; Πώς προέκυψε εξαρχής η ανάγκη για αναγνώριση της Αντίστασης και τι σήμαινε σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο; Ποια ήταν η εικόνα που κατασκεύαζαν για την Αντίσταση οι τρεις κύκλοι αναγνώρισής της; Γιατί το ελληνικό κράτος διαχώρισε την κοινωνία σε «εθνικούς ήρωες» και «εχθρούς του έθνους»;

Ως ιστορικοί, γνωρίζαμε πως η Εθνική Αντίσταση είχε αναγνωριστεί πρώτη φορά το 1949 εν μέσω εμφύλιου πολέμου, όπως και στη συνέχεια, το 1969, εν μέσω δικτατορίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν μας ήταν απολύτως κατανοητό γιατί αυτές οι δύο αναγνωρίσεις είχαν περιπέσει στη λήθη, τόσο κοινωνικά όσο και ακαδημαϊκά, και πολύ περισσότερο αναρωτιόμασταν «ποια» ήταν, τέλος πάντων, αυτή η Εθνική Αντίσταση που αναγνωρίστηκε. Η δωσιλογική φανταζόμασταν, με βάση τις διάχυτες κατηγορίες που είχαμε διαβάσει περί αναγνώρισης των Ταγμάτων Ασφαλείας από τη δικτατορία. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να φανταστεί το σάστισμά μας όταν αντικρίσαμε πρώτη φορά το στρατιωτικό Αρχείο της Εθνικής Αντίστασης της Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων και Αναπήρων Πολέμου (ΔΕΠΑΘΑ) με τους πάνω από 537 φακέλους αντιστασιακών οργανώσεων.

Η έκπληξη δεν αφορούσε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, όπως και όλες τις υπόλοιπες εαμογενείς οργανώσεις, οι οποίες φυσικά έλαμψαν διά της απουσίας τους, αλλά το εύρος των «εθνικών» αντάρτικων οργανώσεων: 25 ΕΔΕΣ σε ολόκληρη τη χώρα, παρά το γεγονός πως ο ΕΔΕΣ είχε παραμείνει καθηλωμένος σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, κατά βάση στην Ήπειρο και στις όμορες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, 20 οργανώσεις στην Κρήτη, παρότι η παρουσία πολυάριθμων κατοχικών στρατευμάτων και τα σκληρά αντίποινα που διαμόρφωσε η ανακήρυξη της Κρήτης σε Οχυρό δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη αντάρτικου αντίστοιχου με άλλες περιοχές της χώρας σε μαζικότητα και δράση, 65 παρακρατικές οργανώσεις, με βασική τους δραστηριότητα την καταστροφή των γραφείων του ΕΑΜ, την παρεμπόδιση έκδοσης και κυκλοφορίας εαµικών εφημερίδων και τις απροκάλυπτες βιαιοπραγίες σε βάρος εαµιτών και των οικογενειών τους. Μαζί με πλήθος άλλων «εθνικών» οργανώσεων συνέθεταν μια εικόνα της Εθνικής Αντίστασης, όπου η Αντίσταση ήταν μεν διμέτωπη, αλλά κατά βάση τασσόταν κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, τόσο στη διάρκεια της Κατοχής όσο και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Μετά από έναν χρόνο στη ΔΕΠΑΘΑ και την «ανακάλυψη» αυτού του πανελλαδικού εθνικόφρονου αντάρτικου, αποφασίσαμε να αναζητήσουμε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο Γραφείο Αντίστασης της ΕΔΑ στα ΑΣΚΙ και στο Αρχείο της Νομαρχίας Αττικής στον Ασπρόπυργο, όπου βρίσκονται οι αιτήσεις ατομικής αναγνώρισης των αγωνιστών με τον νόμο του 1982, επί το πλείστον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.

Η αναγνώριση ως ένα συνεχές αίτημα για δημοκρατία, συμφιλίωση και ισότιμη ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία επανερχόταν διαρκώς στις προσπάθειες της ΕΔΑ για αναγνώριση, αλλά και στις ατομικές αιτήσεις των αγωνιστριών και αγωνιστών, στα πιο προσωπικά και βιωματικά κείμενα, δηλαδή, που παρήγαγε η αναγνώριση. Εκεί βρισκόταν μια άλλη Εθνική Αντίσταση, μια Αντίσταση η οποία πολέμησε και νίκησε τον φασισμό, αλλά δεν κατάφερε, εντέλει, να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της Αριστεράς για μεγαλύτερη συμμετοχή στην ανοικοδόμηση του κράτους και στις πολιτικές εξελίξεις, και στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας.

 

Το αφήγημα της εθνικόφρονας Αντίστασης*

Η ΣΤΟΧΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝ 971 ήταν διττή, αποσκοπώντας τόσο στον πλήρη αποκλεισμό του εαμικού στρατοπέδου όσο και στον κρατικό έλεγχο της επιρροής των ηγετών της εθνικόφρονας Αντίστασης, τιμώντας και ελεγχόμενα ενδυναμώνοντας όσους εξ αυτών ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τους κανόνες. Η συγκρότηση και η εφαρμογή του νόμου αποτέλεσαν μια διαμορφωτική διαδικασία, η οποία αποδέχτηκε, απέρριψε και δημιούργησε αντιστασιακούς ηγέτες. Ακολούθως, τους κατέστησε αρμόδιους για την επιλογή των μελών της οργάνωσης και τη συγκρότηση σχετικών καταλόγων. Σε όλη την ελληνική επικράτεια η διαδικασία της αναγνώρισης διαμόρφωσε, διατάραξε ή αποκρυστάλλωσε δίκτυα εξουσίας και επιρροής.

Συγχρόνως, πυροδότησε διαμάχες ανάμεσα σε εκείνους που διεκδικούσαν την ηγεσία στην περιοχή δράσης τους. Η αναγνώριση υπήρξε μια διαμορφωτική διαδικασία και για τις ίδιες τις αντιστασιακές οργανώσεις, στο μέτρο που ο νόμος προέβλεπε συγκεκριμένη δομή, καθώς και συνοχή στη λειτουργία και στη δράση τους. […] Η αναγνώριση, στην πραγματικότητα, δημιούργησε έναν χάρτη της ελληνικής Αντίστασης, προϊόν της εποχής του. Κεντρικό στοιχείο αυτού του εγχειρήματος ήταν η προσπάθεια παρουσίασης μίας ποικιλόμορφης, αλλά εθνικόφρονας Εθνικής Αντίστασης (α) η δράση της οποίας κάλυπτε όλη την ελληνική επικράτεια· (β) ήταν κεντρική και επιτελική η παρουσία στελεχών του στρατού σε αυτήν· (γ) ήταν συντονισμένη με τα κέντρα του συμμαχικού αγώνα στη Μέση Ανατολή και (δ) διεξήγαγε έναν διμέτωπο αγώνα τόσο απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις όσο και στον κομμουνισμό, αποτελώντας, ταυτόχρονα, συνέχεια του πολέμου του 1940 και προάγγελο του άλλου «μεγάλου αγώνα του έθνους» ενάντια στην «κομμουνιστική επιβουλή» του 1946-1949. Σε αυτό το αφήγημα, μάλιστα, ο δωσιλογισμός απουσίαζε σχεδόν ολοκληρωτικά ή εμφανιζόταν ως ένα κενό σημαίνον· ένας όρος με συγκεχυμένο περιεχόμενο αλλά και μια δράση χωρίς δράσαντες, πέραν τουλάχιστον των καταδικασμένων από το 1945 στελεχών των κατοχικών κυβερνήσεων.

* Απόσπασμα από το βιβλίο «Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού, 1944-2006» των Μάγδας Φυτιλή, Μάνου Αυγερίδη, Ελένης Κούκη, εκδόσεις Θεμέλιο, 2022

πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου