Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 28 Οκτ 2023
«Ανκόρ», Πέλα Σουλτάτου: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
Κλίκ για μεγέθυνση




















Κριτικη Τευχος #14


Ξεκινώντας το Ανκόρ της Πέλας Σουλτάτου ο αναγνώστης νιώθει σαν να έχει βρεθεί ξαφνικά σε έναν κόσμο που μοιάζει οικείος και ανοίκειος ταυτόχρονα, σε ένα δράμα που έχει αρχίσει νωρίτερα.

Ανκόρ
Πέλα Σουλτάτου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015 | 222 σελίδες

 

Ξεκινώντας το Ανκόρ της Πέλας Σουλτάτου ο αναγνώστης νιώθει σαν να έχει βρεθεί ξαφνικά σε έναν κόσμο που μοιάζει οικείος και ανοίκειος ταυτόχρονα, σε ένα δράμα που έχει αρχίσει νωρίτερα και ο ίδιος έχει ξεβραστεί στις όχθες του για να παρακολουθήσει από μια γωνιά κάποια στιγμιότυπα της ζωής των προσώπων που εμφανίζονται. 

Πρόσωπα ανώνυμα, που προσδιορίζονται από κάποιο σύντομο παρατσούκλι (Αμούρ, Σουίτι) ή από ένα χαρακτηριστικό τους (το χλομό πρόσωπο, η αδελφή με την ηπειρώτικη προφορά), μπαινοβγαίνουν σε ένα κοινό σκηνικό -δεν θα γράψω ακόμη «ιστορία»- έχοντας προλάβει να συστηθούν και να πάρουν, μέσα σε λίγες παραγράφους ή σε ένα σύντομο κεφάλαιο, σάρκα και οστά.

Αυτό το σκηνικό είναι μια πανεπιστημιακή κλινική κάπου στην Αθήνα, κάπου ανάμεσα στα 2012-2014, στην καρδιά της περίφημης οικονομικής κρίσης που -υποτίθεται- μας τελείωσε, και τα πρόσωπα που εμφανίζονται είναι άνθρωποι που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με αυτή: γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, «αποκλειστικές», άλλοι εργαζόμενοι στην κλινική, ασθενείς και νοσηλευόμενοι, και, στο τέλος (πού αλλού;), ένας νεκροθάφτης.

Αρχικά νομίζει κανείς ότι διαβάζει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα ή μια σειρά βινιέτες οι οποίες παρουσιάζουν όψεις του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά κυρίως της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και των ανθρώπων της με τα προβλήματά τους, κοινωνικά και ατομικά: υποχρηματοδότηση δημόσιων δομών, απολύσεις, ατομικισμός, φτώχεια και φτωχοποίηση, ταξικότητα και ανισότητα, αλλοτρίωση των επαγγελματιών της υγείας, και φυσικά, αφού βρισκόμαστε στο κατεξοχήν προκεχωρημένο φυλάκιο εναντίον τους, η ασθένεια, η σωματική φθορά, το γήρας και ο θάνατος. 

Δεν είναι βέβαια όλα μαύρα, αφού από την πρώτη του σελίδα η ομορφιά της ζωής, ο έρωτας σε διάφορες εκφάνσεις του, η συντροφικότητα και η αγάπη, κάνουν κάτι παραπάνω από αισθητή την παρουσία τους. Κι ακόμη, η αλληλεγγύη, οι απρόσμενες πράξεις καλοσύνης, αλλά και οι προσωπικές ιστορίες -ή, καλύτερα, οι προσωπικές οπτασίες- των προσώπων του βιβλίου, όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, χαμόγελα απεγνωσμένα, και μικρές νίκες στην αναμέτρηση με τον θάνατο (για τους/τις ασθενείς) και με τον ναζισμό (για τη χώρα).

Κι όλα αυτά αποδίδονται, ιδίως στα σημεία που παρακολουθούμε τις σκέψεις των προσώπων του βιβλίου σε ελεύθερο πλάγιο λόγο, με μια γλώσσα πληθωρική και χυμώδη, που φλερτάρει σε κάποια σημεία με τον λυρισμό αποφεύγοντας όμως να του παραδοθεί ολοκληρωτικά, γεμάτη επίθετα και καταλόγους από όμοια ή ετερόκλητα πράγματα. Αλλού, στην περιγραφή της ασθένειας ή της ζωής στο νοσοκομείο, αυτό το ορμητικό γλωσσικό ποτάμι εναλλάσσεται με μια πρόζα ψυχρή, που μοιάζει σχεδόν χειρουργική, μέχρι να την σπάσει κάποια απρόσμενη μεταφορά ή μια τολμηρή παρομοίωση.

Εναλλαγή όμως υπάρχει και στο ύφος των εσωτερικών μονολόγων των προσώπων στα οποία επιλέγει να εστιάσει λίγο περισσότερο η Σουλτάτου. Πρόκειται μάλιστα για μια εναλλαγή αρκούντως πειστική, παρότι τα πρόσωπα ανήκουν σε διαφορετικό φύλο, επάγγελμα, κοινωνική τάξη ή πολιτικό χώρο. Όλες αυτές οι μεταπτώσεις σε επίπεδο γλώσσας, ύφους, αφηγηματικού προσώπου, ακόμη και τεχνοτροπίας, δίνουν την εντύπωση κάποιες φορές ότι η συγγραφέας πειραματίζεται ή -έστω- ότι νιώθει πως διαφορετικά το υλικό της θα της ξεγλιστρίσει σαν τον ομηρικό Πρωτέα.

Όλα αυτά τα προσωπικά νήματα, λαμπερά και ξεφτισμένα, ξεθωριασμένα και ρωμαλέα, στον χώρο της κλινικής θα τα ενώσει σε μία κοινή στοιχειώδη πλοκή η εμφάνιση των νοσταλγών του ναζισμού, που είχαν σηκώσει τότε κεφάλι στην Ελλάδα. Ήδη  βέβαια νωρίτερα στο βιβλίο, σταδιακά και σποραδικά αρχικά, έχουμε πάρει μια γεύση από αυτή την εμφάνιση, μέσα από την ιστορία του Μπαγκλαντεσιανού μετανάστη που άφησαν μισοπεθαμένο οι φασίστες ή την ιστορία του άντρα με το τραύμα στην πλάτη που χτύπησαν επίσης οι ίδιοι (μια ιστορία που την παρακολουθούμε από δύο οπτικές γωνίες, του θύματος και του θύτη).

Η συγγραφέας αξιοποιώντας αφηγηματικά τις ρατσιστικές εξαγγελίες της Χρυσής Αυγής ενάντια στις αλλοδαπές αποκλειστικές νοσοκόμες που εκφράστηκαν ακόμη και με φασιστική έφοδο σε νοσοκομείο (Τρίπολη, 2013), στήνει πολύ έξυπνα τη δραματική κορύφωση του βιβλίου, δίνοντας ταυτόχρονα και τη δική της απάντηση στο πώς μπορεί να τσακιστεί στην πράξη ο ναζισμός. Η απάντηση αυτή δεν είναι άλλη από την αλληλεγγύη των πολλών καλών ανθρώπων από τα κάτω, που μπροστά στη φρίκη υψώνουν το μικρό τους ανάστημα, συχνά ανεξάρτητα ή και αντίθετα από την ως τότε ιδεολογική τους θέση.

Φυσικά, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο χώρος της σύγκρουσης είναι μια κλινική, ένας χώρος δηλαδή που συνορεύει με τον πόνο και τον θάνατο και θυμίζει σε όλους τους ανθρώπους την κοινή τους μοίρα: άραγε πόση σημασία έχει η καταγωγή ή η γλώσσα όταν βλέπεις κάποιο άτομο να υποφέρει και να είναι αβοήθητο; Πόσο εκτός συμφραζομένων είναι η απαίτηση για φυλετική και εθνική καθαρότητα μπροστά σε άναρθρες κραυγές πόνου ή σε ανώνυμες φιάλες αιμοδοσίας;

Κατά μία διαβολική σύμπτωση ξεκίνησα το Ανκόρ της Πέλας Σουλτάτου την ημέρα που οι εγχώριοι ναζί έμπαιναν ξανά στην Ελληνική Βουλή, με σπαρτιατική προβιά αυτή τη φορά, ενώ η ελληνική ακροδεξιά αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη εκπροσώπηση σε αυτή. Επιπλέον, από τότε που γράφτηκε το βιβλίο το ΕΣΥ βγήκε ακόμη πιο βαριά λαβωμένο από την υποχρηματοδότηση, αλλά και τη δοκιμασία της πανδημίας, η οποία δεν σταμάτησε ούτε την υποβάθμισή του δια της σταδιακής ιδιωτικοποίησής του. 

Το «Ανκόρ», του οποίου ο τίτλος σήμερα, με βάση τα παραπάνω, διαβάζεται τελείως ειρωνικά, μας θυμίζει ότι τίποτα δεν χάθηκε, ακόμη κι αν από πάνω φέγγουν φώτα κι οι χειρούργοι έχουν δουλειά. Ανκόρ λοιπόν, που μπορεί και να σημαίνει «Κι άλλο» ή «Ακόμη»… 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

ΠΗΓΗ:https://marginalia.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου