Απόσπασμα από το βιβλίο An Anarchist Manifesto (Warbler Press, 2020). Ο Glenn Wallis είναι ακαδημαϊκός και συγγραφέας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Το βασικό συστατικό της αναρχίας είναι η απομάκρυνση της

βίας από τις ανθρώπινες σχέσεις – E. Malatesta

 

Ο αναρχισμός είναι ένα πολύ ειδικό είδος κοινωνικής βίας. Το είδος αυτό, ωστόσο είναι ριζικά διαφορετικό από αυτό που νομίζουν και οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί. Με την κυριολεκτική έννοια του όρου, είναι πιο σωστό να ορίσουμε αυτό το είδος ως «αντιβία», ή ακόμη, όπως την ονομάζει η Natasha Lennard, «ανέφικτη μη-βία». Με την μεταφορική έννοια του όρου, που κυρίως χρησιμοποιώ, η «βία» που ασκείται από τον αναρχισμό περιλαμβάνει μια ακλόνητη άρνηση συμβιβασμού με ένα άδικο στάτους κβο, και μια αντίστοιχη απόλυτη επιμονή στην δημιουργία δίκαιων τρόπων οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Η αναρχική βία είναι έτσι περισσότερο ζήτημα παραβίασης (αυτού που θεωρεί αδύνατων κοινωνικών νορμών, κλπ.) από ότι θάνατος και καταστροφή. Με δεδομένο πόσο βάρος έχει η βία στις αναλύσεις περί αναρχισμού, περιλαμβανόμενης, υποθέτω, της φαντασίας πολλών αναγνωστών, θα είναι καλύτερο να προσχωρήσουμε αργά προς αυτό το συμπέρασμα.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να δει τα παρακάτω ως ένα είδος μέτρου για τον καθορισμό του που στέκεται πάνω στο ζήτημα της αναγκαιότητας της βίαιης δράσης για τον ερχομό της αλλαγής. Δεν έχει, φυσικά, σκοπό να προκαλέσει την άσκηση βίας. Ούτε έχει σκοπό να λοιδορήσει την συμπάθεια προς βίαιους δράστες. Στην πραγματικότητα, τέτοιοι δράστες αποτελούν μια μικρή μειονότητα μέσα στην αναρχική παράδοση, στο παρελθόν και σήμερα. Πολύ πιο τυπική είναι η στάση που εκφράζεται στο επίγραμμα, που αναφέρεται στην ίδια την ασυμβατότητα της καταστροφικής βίας και των αναρχικών αρχών του μη εξαναγκασμού, μη κυριαρχίας, και καλοπροαίρετης συντροφικότητας. Ωστόσο με δεδομένο το βαθμό που η αντίληψη και φήμη του αναρχισμού έχει χαρακτηριστεί από τη σχέση του με την βία, αισθάνομαι πως είναι καλύτερο να μιλήσω για αυτή την σχέση με όλη της το αντιφατικό, βαθιά προβληματικό χάος της.

Περισσότερο, ίσως από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Errico Malatesta ενσαρκώνει τις εντάσεις που είναι έμφυτες μέσα στην ιστορία αυτής της σχέσης. Είδαμε νωρίτερα να μιλά παθιασμένα για ολοκληρωτική επανάσταση. Νωρίς στη ζωή του, εξέφρασε την λογική, και την αιτιολόγηση, της αναρχικής βίας ως μια δυσάρεστη αναγκαιότητα.

«Είναι η φιλοδοξία μας και ο στόχος μας πως όλοι πρέπει να αποκτήσουν κοινωνική συνειδητοί και ενεργοί· για να το πετύχουμε όμως αυτό το σκοπό, είναι αναγκαίο να δώσουμε σε όλους τα μέσα να ζήσουν και να εξελιχθούν, και είναι έτσι αναγκαίο να καταστρέψουμε με βία, καθώς κάποιος δεν μπορεί διαφορετικά, τη βία που αρνείται αυτά τα μέσα στους εργάτες».

Η γενική άποψη των αναρχικών του πρώτου και του δεύτερου κύματος (δηλαδή, περίπου από το 1840 ως το 1920) ήταν πως η βία ήταν μέρος της λύσης για εκείνους που μιλούσαν για δικαιοσύνη και ισότητα επειδή η προνομιούχα μειονότητα δεν θα παραχωρούσε διαφορετικά ούτε εκατοστό. Ως οριστική τακτική ωστόσο, οι βίαιες τακτικές απορρίπτονταν τελικά ως αναποτελεσματικές. Η Emma Goldman, ο Peter Kropotkin και άλλοι σημαντικές αναρχικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα θα εξέφραζαν τελικά θέσεις παρόμοιες με εκείνη της παθιασμένης έκκλησης του Malatesta εναντίον της βίας στο Βία ως Κοινωνικός παράγοντας. Με δεδομένο το γεγονός πως ο αναρχισμός είναι τόσο έντονα χαρακτηρισμένος, στη δημόσια άποψη, ως αδικαιολόγητα βίαιος, παραθέτω την ώριμη άποψη του Malatesta ολόκληρη πριν αναλύσω πιο βαθιά για τον αναγνώστη.

«Η βία δηλαδή, η σωματική δύναμη, που χρησιμοποιείται για το τραυματισμό του άλλου, που είναι η πιο βάρβαρη μορφή που μπορεί να πάρει η πάλη μεταξύ ανθρώπων, είναι έμφυτα διαβρωτική. Από τη φύση της τείνει να πνίξει τα καλύτερα συναισθήματα του ανθρώπου, και να αναπτύξει όλες τις αντικοινωνικές ιδιότητες, αγριότητα, μίσος, εκδίκηση, το πνεύμα της κυριαρχίας και της τυραννίας, την περιφρόνηση του αδυνάμου, τη δουλικότητα προς το δυνατό. Και αυτή η βλαβερή τάση προκύπτει και όταν ακόμα η βία χρησιμοποιείται για καλό σκοπό. Πόσοι πολλοί άνθρωποι που μπαίνουν σε ένα πολιτικό αγώνα εμπνευσμένοι από την αγάπη για την ανθρωπότητα, την ελευθερία και την ανοχή, καταλήγουν να γίνουν σκληροί και αδιάλλακτοι καταπιεστές. Οι αναρχικοί που επαναστατούν εναντίον κάθε είδους καταπίεσης και παλεύουν για την εσωτερική ελευθερία του καθένα και που πρέπει έτσι ενστικτωδώς να αποφεύγουν κάθε είδος βίας που δεν είναι απλά πράξη αντίστασης σε καταπίεση και γίνονται καταπιεστικοί με τη σειρά τους και είναι επίσης σε κίνδυνο να πέσουν στην άβυσσο της βάναυσης βίας…. Ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε από κάποιες πρόσφατες εκρήξεις και το δέος για το κουράγιο με το οποίο οι βομβιστές αντιμετώπισαν το θάνατο, αρκεί για να κάνει πολλούς αναρχικούς να ξεχάσουν το πρόγραμμα τους, και να μπουν σε ένα μονοπάτι που είναι η πιο απόλυτη ακύρωση όλων αναρχικών ιδεών και συναισθημάτων. Με λίγα λόγια είναι καθήκον μας να προειδοποιήσουμε για τους κινδύνους που συνοδεύουν τη χρήση της βίας, να επιμείνουμε στην αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης ζωής, να πολεμήσουμε το πνεύμα του μίσους και της εκδίκησης, και να κηρύξουμε την αγάπη και την ανοχή».

Το ζενίθ της αναρχικής βίας ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1870 και στις αρχές του 1900. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μια τακτική που αποκαλείται «προπαγάνδα της πράξης». Όπως η «προπαγάνδα του λόγου» (μια περίπτωση της οποίας είναι και αυτό εδώ το μανιφέστο» η προπαγάνδα της πράξης θεωρήθηκε ως «ισχυρό μέσο αφύπνισης της λαϊκής συνείδησης». Ο Peter Kropotkin, πρώιμος υποστηρικτής και αργότερα αρνητής της τακτικής αυτής, πίστευε πως ιδιαίτερες πράξεις βίας είχαν μια καταλυτική δυνατότητα να «αφυπνίσουν το θάρρος και το πνεύμα της επανάστασης μέσω του κηρύγματος με το παράδειγμα». Η «αφύπνιση» που αναφέρεται από τον Kropotkin περιλαμβάνει κριτική επίγνωση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που η αναδυόμενη σοσιαλιστική ανάλυση θεωρεί πως συνεργούν για τη συλλογική μας καταπίεση, όπως και η δυνατότητα κάθε ατόμου να αντισταθεί σε αυτές τις δυνάμεις. Το «παράδειγμα» που δείχνει η προπαγάνδα της πράξης αφορά την αναγκαστικά παραβατική εκδήλωση της ατομικής ή συλλογικής αυτόνομης δύναμης. Έτσι σε όποιο βαθμό ένα άτομο μπορεί να πειστεί στη θεωρία για την αξία του αναρχισμού ως ανάλυσης των δομικών αιτίων της κοινωνικής δυστυχίας, είναι μόνο μέσω άμεσων επιθέσεων είτε σε ατομικούς είτε σε συλλογικούς αυτουργούς αυτών των δομών, σύμφωνα με αυτή τη σκέψη, μπορεί να έρθει μια πραγματική αλλαγή. Για λόγους που έχουν νόημα μέσα στο πλαίσιο του ύστερου 19ου αιώνα η τακτική, η συγκέντρωση ακτιβιστών που μιλούσαν για τον εργατικό κόσμο παγκοσμίως, με τον τίτλο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, που δήλωσε στο Λονδίνο στις 14 Ιουλίου 1881 πως «ο καιρός ήρθε για να δράσουμε, και να προσθέσουμε προπαγάνδα της πράξης και εξεγερσιακές δράσεις στην γραπτή και προφορική προπαγάνδα, που αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές». Αναποτελεσματικές για ποιο σκοπό; Φυσικά προς την καταστροφή καταπιεστικών δομών. Η προπαγάνδα της πράξης είχε στόχο να προσθέσει βάρος στο γραπτό και προφορικό λόγο. Το έκανε τοποθετώντας «το ξίφος, το τουφέκι και το δυναμίτη» στο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο του αναρχικού.

Όπως σωστά λένε οι κριτικοί του αναρχισμού, η «πράξη» περιλάμβανε υπερβολική φυσική βία. Μην φανταστείτε όμως συμμορίες ενόπλων που να περιφέρονται στους δρόμους, και πολύ λιγότερο μια οργανωμένη επίθεση πολιτοφυλακών ή στρατών εναντίον του κράτους. Οι παρατηρητές της πιο πρόσφατης αναρχικής βίας μπορεί να μπουν στο πειρασμό να φανταστούν τις συγκρούσεις με μολότοφ των Γερμανών Αυτόνομων εναντίον της αστυνομίας στο Βερολίνο στα 1970 και 1980, ή την πιο πρόσφατη ενσάρκωση τους ως το black bloc το 1999 στη διάρκεια της αντιπαγκοσμιοποιητικής «Μάχης του Σιάτλ», ή ακόμη τις αντιφασιστικές παρεμβάσεις εναντίον νεοφασιστών και λευκών εθνικιστών στο Σάρλοτσβιλ το 2017. Αυτές οι πρόσφατες περιπτώσεις, στις οποίες θα επιστρέψω αργότερα, είναι ξεκάθαρα ο απόγονος της παλιότερης γενιάς προπαγανδιστών της πράξης, τέτοιες όμως σύγχρονες μεγάλης κλίμακας τακτικές διαδήλωσης δεν θα χρησίμευαν για τους σκοπούς τους. Αντίθετα, πρότειναν την ακριβή στόχευση πανίσχυρων ατόμων που ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι στην διατήρηση του μηχανισμού καταπίεσης. Ανάμεσα στα σημαντικότερα παραδείγματα είναι οι δολοφονίες μελών της κυρίαρχης τάξης, όπως ο Βασιλιάς Umberto I της Ιταλίας το 1900· τον Sadi Carnot, πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1897· την Αυτοκράτειρα Elizabeth της Αυστρίας το 1898· τον Antonio Canovas, τον πρόεδρο του Ισπανικού Συμβουλίου Υπουργών το 1897· και φυσικά τον πρόεδρο William McKinley των ΗΠΑ το 1901. Ηγέτες της βιομηχανίας ήταν επίσης στο στόχαστρο. Μια ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση είναι η απόπειρα δολοφονίας του Αμερικάνου βιομηχάνου, προέδρου της χαλυβουργίας Καρνέγκι από τον  το 1892. Σε μια τουλάχιστον περίπτωση – την βομβιστική επίθεση στο Καφέ Τέρμινους το 1894 – ο στόχος ήταν η τάξη ανθρώπων στους οποίου ανήκαν και διεύθυναν ή αποσπούσαν αλλιώς πλούτο από τα εργοστάσια και διάφορες αναδυόμενες βιομηχανίες και θεωρούνταν υπεύθυνη για την εκμετάλλευση των εργατών, δηλαδή η «αστική τάξη».

Η πράξη έτσι, σε μεγάλο βαθμό, πραγματοποιούνταν από ένα μοναχικό επιτιθέμενο που στόχευε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο επιρροής. Τουλάχιστον έτσι υποτίθεται πως η λειτουργούσε η πρακτική. Σε μια διάσημη περίπτωση – την βομβιστική επίθεση το 1906 στην γαμήλια παρέλαση του Ισπανού βασιλιά Alfonso XIII και της νύφης του Victoria Eugenie – 24 περαστικοί σκοτώθηκαν και πάνω από 100 τραυματίστηκαν, αλλά ο βασιλιάς και η γυναίκα του παρέμειναν ανέπαφοι. Εντυπωσιακό όμως είναι ωστόσο, υπολογίζει ένας ιστορικός πως σε όλες τις δεκαετίες που η προπαγάνδα της πράξης ασκούνταν, «αναρχικοί και υποστηρικτές τους έκαναν περίπου 40 βίαιες επιθέσεις… και ευθύνονταν για 100 θανάτους παγκοσμίως».

Ελπίζω να αισθάνεστε έκπληξη από αυτά τα νούμερα, όσο υποθετικά και αν είναι. Το ελπίζω μόνο εξαιτίας της διόρθωσης που κάνει σε μια στρεβλή ιστορική καταγραφή.. αναζητώντας την έκπληξη ωστόσο, δεν επιζητώ την συγχώρεση σας για τους δράστες. Γράφοντας στο ζενίθ της προπαγάνδας της πράξης, ο Malatesta θα μας απομάκρυνε από κάθε υπόθεση δικαιολόγησης τύπου «το κάνουν γιατί».

«Το μίσος και η εκδίκηση έμοιαζαν να έχουν γίνει η ηθική βάση του Αναρχισμού. ‘Η αστική τάξη κάνει τα ίδια και χειρότερα’. Αυτό ήταν το επιχείρημα με το οποίο προσπάθησαν να δικαιολογήσουν και να χαιρετήσουν κάθε βάναυση πράξη».

Εξαπολύοντας ίσως την μεγαλύτερη δυνατή προσβολή προς κάποιον αυτοχρισμένο αναρχικό («εξουσιαστής!»), ο Malatesta προσθέτει, «Είναι αλήθεια πως αυτοί οι υπερ-εξουσιαστές, που επιμένουν τόσο παράδοξα να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αναρχικούς, δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό που απέκτησε στιγμιαία σπουδαιότητα χάρη σε εξαιρετικές περιστάσεις».

Έχοντας αναφέρει αυτά, τόσο χαμηλοί αριθμοί φυσικά προκαλούν ερωτήσεις: γιατί ήταν η επίσημη αντίδραση προς τον αναρχισμό τόσο βαθιά αρνητική; Γιατί ο τύπος των ημερών είχε τίτλους όπως «Μαχαιροβγάλτες στη Φυλακή», «Αναρχικός Ηγέτης και οι Σατανικοί Υποχθόνιοι του Φυλακισμένοι στο Σικάγο», «Τα Δειλά Σκυλιά Ησύχασαν;». γιατί ο πρόεδρος των ΗΠΑ Theodore Roosvelt, αυτοχρισμένος «προοδευτικός», είπε το 1908, «Μπροστά στο ζήτημα της καταπολέμησης της αναρχίας, κάθε άλλο ζήτημα βυθίζεται στην ασημαντότητα»; Γιατί υπήρχαν πολλοί δρακόντειοι αντισοσιαλιστικοί νόμοι ψηφισμένοι σε όλο το κόσμο; Και πιο ειδικά για τους σκοπούς μας, γιατί αυτή η φήμη επιμένει ως τη σημερινή μέρα, ακόμη και μεταξύ ευφυιών, κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων, όπως υποθέτω πως είναι οι αναγνώστες μου;

Μια εξήγηση είναι πως ο φόνος ενός κρατικού επίσημου αποτελούσε, ή θεωρούνταν, απειλή για τη σταθερότητα. Εν τέλει, όλοι οι ιστορικοί θεωρούν την εκτέλεση του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διάδοχο του θρόνου του Αυστρο-Ουγγαρίας το 1917 ως βασική αφορμή για τον 1ο ΠΠ και την καταστροφή που έφερε. Όμως άλλες αποσταθεροποιητικές απειλές εκείνης της εποχής – οικονομική ύφεση, εξωτερικές εχθρότητες, η άνοδος του κομμουνισμού – δεν φαίνεται να προκάλεσαν μια αντίστοιχη αρνητική αντίδραση. Η υπόθεση μου είναι πως η «βίαιη» απειλή του αναρχισμού ήταν, όπως είπα στην αρχή, κοινωνική στη φύση της. Όπως θα δείξω αργότερα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, οι αναρχικοί ήταν στη πρώτη γραμμή των κινημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης της εποχής τους. Αναρχικοί ομιλητές, γνωστοί για την ρητορική τους ικανότητας, σάρωναν τις Ηνωμένες Πολιτείες, μιλώντας μπροστά από εκατοντάδες ακόμα και χιλιάδες δεκτικούς ακροατές. Μια από τις πιο δημοφιλείς ήταν η Emma Goldman, που «η παθιασμένη υπεράσπιση αντιδημοφιλών ιδεών και στόχων ΄΄όπως ο ελεύθερος έρωτας, ο αναρχισμός, και ο αθεϊσμός… έκαναν πολλούς από τους ισχυρούς να τη φοβούνται και να τη μισούν». Είναι γνωστό, ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Francis Caffey την αποκάλεσε «γυναίκα υψηλής ικανότητας και προσωπικού μαγνητισμού, και οι δύναμη της πειθούς της την κάνουν μια τρομερά επικίνδυνη γυναίκα». Ίσως η πραγματική απειλή των αναρχικών ρητόρων βρίσκεται στην σχέση τους με τις καταπονημένες μάζες ως εκπαιδευτές, «που σε περιοδείες σε όλη τη χώρα διαδίδουν μοντέρνες ιδέες σε μια νέα και στενόμυαλη χώρα».

Επιστρέφοντας στην σκληρή αλήθεια της προπαγάνδας της πράξης, ελπίζω πως εκθέτοντας τους αναγνώστες στην αιτιολόγηση πίσω από τη βία που άσκησε ένας πραγματικός προπαγανδιστής, θα προσφέρει μια οπτική αυτής της περιόδου της αναρχικής ιστορίας. Ο σκοπός μου κάνοντάς το αυτό σκοπεύω να θέσω τις βάσεις για την αναθεωρημένη αντίληψη του αναγνώστη τόσο των πραγματικών δραστών της βίας όσο και της πραγματικής εκδοχής της βίας που αντιπροσωπεύει ο αναρχισμός, τότε και σήμερα. Δεν μπορούμε παρά να ακούσουμε τον Auguste Valliant (1861-1894). Το 1893, ο Vaillant, αφοσιωμένος αναρχικός, συνελήφθηκε επειδή έριξε μια βόμβα από το θεωρείο του κοινού του Παλέ Μπουρμπόν στο Παρίσι στην Αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης. Όπως πολλοί άλλοι, ο Vaillant ήταν αγανακτισμένος από την αδυναμία του να στηρίξει τη γυναίκα και το παιδί του με τους ακραία άδικους μισθούς του εργάτη. Ο Vaillant εγκλωβίστηκε σε αναπόδραστα σε απόλυτη ανέχεια δίχως διέξοδο. Στη δίκη του ομολόγησε πως είχε σκεφτεί την αυτοκτονία, αλλά αποφάσισε αντίθετα να πεθάνει που θα συμβόλιζε αποτελεσματικά «την κραυγή μιας ολόκληρης τάξης που απαιτεί τα δικαιώματα τους και συχνά θα προσθέσει πράξεις στα λόγια». (Ακούμε στη δήλωση αυτή πως ο Vaillant ασπάζονταν την άποψη του Kropotkin πως η προπαγάνδα της πράξης ήταν ένα ισχυρό μέσο για την αφύπνιση της συνείδησης και «αφύπνισης του θάρρους και του πνεύματος της επανάστασης»). Ο Vaillant, στη δίκη του, εξήγησε εύγλωττα το γενικό αναρχικό κίνητρο για την προπαγάνδιση, είτε αφορά πάνω στο ίδιο είτε πάνω σε άλλους:

Είδα το κεφάλαιο να έρχεται, σαν βρικόλακας, να ρουφήξει την τελευταία σταγόνα των δυστυχισμένων παριών. Τότε επέστρεψα [από μια προσπάθεια να βρω δουλειά και αξιοπρέπεια στην Αργεντινή] στη Γαλλία όπου με περίμενε το θέαμα της οικογένειας μου που υπέφερε τρομερά. Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι της θλίψης μου. Κουράστηκα να κάνω αυτή τη ζωή μαρτυρίου και δειλίας, πήγα αυτή τη βόμβα σε εκείνους που είναι κυρίως υπεύθυνοι για την κοινωνική δυστυχία».

Η αυτοσχέδια βόμβα με καρφιά του Vailant ήταν τόσο αδύναμη που μόνο μερικοί βουλευτές τραυματίστηκαν ελαφρά. Το ισχνό αποτέλεσμα, είπε ο Vallant, ήταν ο σκοπός του εξαρχής. Παρόλα αυτά κρίθηκε γρήγορα ένοχος για απόπειρα δολοφονίας και στάλθηκε στην γκιλοτίνα.

«Κύριοι, σύντομα θα με σκοτώσετε. Αλλά δεχόμενος την απόφαση σας, θα έχω τουλάχιστον την ικανοποίηση να έχω πληγώσει την υπάρχουσα κοινωνία, αυτή τη καταραμένη κοινωνία στην οποία μπορεί να δει κανείς έναν άνθρωπο να σπαταλά, άσκοπα, αρκετά για να θρέψει χιλιάδες οικογένειες· μια κακή κοινωνία που επιτρέπει σε λίγα άτομα να μονοπωλούν τον κοινωνικό πλούτο».

Πρέπει να αναλογιστούμε πολλές περισσότερες περιπτώσεις αναρχικής βίας, πραγματικής ή φανταστικής. Οι αναγνώστες ίσως γνωρίζουν, για παράδειγμα, δυο τέτοιες περιβόητες αμερικάνικες περιπτώσεις: την υπόθεση του Χέιμαρκετ και την υπόθεση των Sacco και Vanzetti.

Η Υπόθεση Χέιμαρκετ – που αναφέρεται ως η Εξέγερση του Χέιμαρκετ, η Σφαγή, το Επεισόδιο, το Συμβάν ή Τραγωδία, ανάλογα, πιστεύω, με τις πολιτικές τάσεις κάποιου – θεωρείται ακόμη τόσο «διαρκές σύμβολο της αναρχικής τρομοκρατίας της εποχής» και το μοναδικό γεγονός που «επηρέασε την ιστορία του εργατικού κινήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακόμη και στο κόσμο που οι συνέπειες του είναι αισθητές ακόμη και σήμερα». Στις 3 Μαΐου 1886, εργάτες που ζητούσαν το οκτάωρο είχαν συγκεντρωθεί στην Πλατεία Χέιμαρκετ του Σικάγο. (Αισθάνομαι την ανάγκη να το επαναλάβω με το κατάλληλο τονισμό: ζητώντας το οκτάωρο!). το εμπρηστικό σύνθημα της ημέρας ήταν: «Οχτώ ώρες για δουλειά! Οχτώ ώρες για ξεκούραση! Οχτώ ώρες για ότι θέλουμε!». Το γεγονός αυτό ήταν μέρος ενός οργανωμένου κινήματος σε εθνικό επίπεδο που ξεκίνησε την 1η Μαΐου 1886. Κάπου 350000-500000 εργάτες συμμετείχαν σε πανεθνική αποχή από την εργασία. Ο στόχος ήταν απλός: να εξαναγκάσουν τους εργοδότες και την κυβέρνηση να υιοθετήσουν το οκτάωρο. Το webisode, «The Rise of Labor», δίνει το πλαίσιο αυτής της διεκδίκησης:

«οι εργάτες στο χάλυβα δούλευαν δώδεκα ώρες, έξι μέρες την εβδομάδα, για ελάχιστα χρήματα. Οι εργάτες στην υφαντουργία – πολλοί από αυτούς παιδιά – δούλευαν εξήντα με ογδόντα ώρες την εβδομάδα. Οι συνθήκες ήταν συχνά επικίνδυνες. Οι εργάτες στα ορυχεία δούλευαν κάτω από το έδαφος με εκρηκτικά αλλά δίχως κανονισμούς ασφαλείας. Σε μια χρονιά, 250000 εργάτες πέθαναν στη δουλειά· πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν. Τα παιδιά εργάτες είχαν τα τριπλάσια ατυχήματα από τους ενήλικες. Αν ένα άτομο έχανε ένα χέρι σε ατύχημα, κανείς δεν τον βοηθούσε με τους λογαριασμούς του γιατρού. Αν ένας εργάτης παραπονιόνταν, απολύονταν. Και οι γυναίκες συχνά πληρώνονταν το μισό μισθό του άνδρα».

Είναι αυτή η στιγμή που γεννά τα εργατικά σωματεία. Ο εμφανής σκοπός του συνδικαλισμού ήταν η προστασία των εργατών και η αποτελεσματική διαπραγμάτευση μέσα από τη δύναμη του αριθμού. Έτσι, με δεδομένο πως η συγκέντρωση στο Χέιμαρκετ ήταν εργατικό γεγονός, ας ακούσουμε έναν από τους οργανωτές του, το Γερμανό μετανάστη August Spies (1855-1877), ταπετσέρη και ναι, αφοσιωμένο αναρχικό. Από την αυτοσχέδια πλατφόρμα των ομιλητών, ο Spies είπε:

«Μοιάζει σε κάποιους χώρους να υπερισχύει η άποψη πως αυτή η συνάντηση έγινε με σκοπό να ξεκινήσει μια ταραχή, για αυτό αυτές οι πολεμικές προετοιμασίες από την πλευρά του αποκαλούμενου ‘νόμου και τάξης’. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να σας πω στην αρχή αυτής της συνάντησης δεν έγινε με τέτοιο σκοπό. Ο σκοπός της συνάντησης είναι να εξηγήσει τη γενική θέση του κινήματος του οκταώρου και να ρίξει φως σε διάφορα γεγονότα  σε σχέση με αυτό».

Η ένταση στο Σικάγο ήταν αυξημένη. Δυο μέρες πριν, η lucy Parsons ηγήθηκε μιας ειρηνικής διαδήλωσης περίπου 35000 εργατών στην Λεωφόρο Μίτσιγκαν με συνθήματα για «Οχτάωρο δίχως περικοπές». Η επόμενη μέρα όμως ξέσπασε σε βία, όταν οι αστυνομικοί του «νόμου και της τάξης» που ανέφερε ο Spies, δηλαδή η αστυνομία του Σικάγο επιτέθηκε και σκότωσε διαδηλωτές βιομηχανικούς εργάτες, κυρίως Αμερικανοϊρλανδούς, στο εργοστάσιο Θεριστικών Μηχανών Μακόρμικ. Ίσως ήταν τύχη που στην πλατεία του Χέιμαρκετ η αναμενόμενη προσέλευση των 20000 κατέληξε σε μόλις 200 άτομα ή και λιγότερα. Η εκδήλωση γίνονταν γρήγορα αποκαρδιωτική. Ξεκίνησε με μια ώρα καθυστέρηση. Οι περισσότεροι από τους προγραμματισμένους ομιλητές δεν εμφανίστηκαν. Όπως έπεσε το σκοτάδι, ξεκίνησε ένας παγωμένος αέρας, και ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Ακόμη και ο φιλεργατικός δήμαρχος του Σικάγο, Carter Harrison Sr., πήγε σπίτι του νωρίς. Τότε κάπου 200 αστυνομικοί έκαναν την εμφάνιση τους, βαδίζοντας ώμο με ώμο, με ρόπαλα στα χέρια, κατά μήκος του δρόμου προς την πλατεία. Ο αρχηγός φώναξε στον ομιλητή να σταματήσει και στο πλήθος να διαλυθεί. Κάποιος – μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν – πέταξε μια βόμβα στις γραμμές των αστυνομικών. Η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί με τα όπλα της μέσα στο σκοτάδι και απόλυτο χάος. Ενώ η βόμβα σκότωσε έναν αστυνομικό, έξι ακόμη πέθαναν αργότερα από τραύματα όπλου και εξήντα τραυματίστηκαν. Τέσσερις εργάτες σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Το πλήθος έτρεχε πανικόβλητο να φύγει. Σε μια ακόλουθη έρευνα, ένας αστυνομικός ομολόγησε ανώνυμα στην Chicago Tribune πως «Ένας μεγάλος αριθμός των αστυνομικών τραυματίστηκε από τα περίστροφα άλλων αστυνομικών… Ήταν ο καθένας για τον εαυτό του, και ενώ κάποιοι πήγαν δυο ή τρία τετράγωνα πιο πέρα, οι υπόλοιποι άδειασαν τα περίστροφά τους, κυρίως ο ένας πάνω στον άλλο». Η ανώνυμη δήλωση κερδίζει σε εγκυρότητα από μια επίσημη αναφορά, που περιέχει αυτή την μαρτυρία:

«[Η αστυνομία] γάζωσε και τα δυο πεζοδρόμια με αληθινά και συνεχή πυρά, και σε λίγα λεπτά οι Αναρχικοί έφευγαν προς κάθε κατεύθυνση. Τότε έδωσα την διαταγή για παύση πυρών, από φόβο πως κάποιοι από τους άνδρες μας, μέσα στο σκοτάδι μπορεί να πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο».

Προφανώς έκαναν ακριβώς αυτό. Όμως οχτώ αναρχικοί καταδικάστηκαν τελικά για συνωμοσία με σκοπό το φόνο, αν και ούτε αυτός που έριξε την βόμβα, και ούτε η προέλευση της δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο στη δίκη που να συνδέει, με οποιονδήποτε τρόπο, κάποιον από τους οχτώ αναρχικούς με την βόμβα. Στην πραγματικότητα, κάποιοι από αυτούς δεν ήταν καν παρόν στο Χέιμαρκετ ή στο Σικάγο εκείνο το απόγευμα. Ο Spies, ο ομιλητής μας, ήταν ένας από τους τέσσερις που απαγχονίστηκαν τελικά. Πάνω στο ικρίωμα, με σκεπασμένο το κεφάλι, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ο Spies φώναξε καθώς ο δήμιος περνούσε τη θηλιά γύρω από το λαιμό του, «Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγεται σήμερα!».

Μόλις μερικά χρόνια αργότερα, το 1893, ο John Peter Altgeld, ο κυβερνήτης του Ιλινόις, έδωσε χάρη στους τρείς αναρχικούς του Χέιμαρκετ που ζούσαν ακόμη. Όπως είπε στη κηδεία του ο θρυλικός δικηγόρος Clarence Darrow το 1920, ο Altgeld «άφοβα και συνειδητά έφερε το αφοσιωμένο του κεφάλι στην πιο σκληρή, πιο εκδικητική κριτική που έπεσε ποτέ πάνω σε δημόσιο άνδρα, επειδή αγαπούσε την δικαιοσύνη και τόλμησε να κάνει το σωστό». Το σωστό που έκανε ο Altgeld ήταν το να «διορθώσει μια από τις πιο ντροπιαστικές αδικίες στην ιστορία της πολιτείας» την δίκη του Χέιμαρκετ. Θα ήταν χρήσιμο να σημειωθούν οι λόγοι του κυβερνήτη που πήρε την απίστευτα σπάνια πράξη της έκδοσης μιας απόφασης που τελείωσε την καριέρα του για κάποιους ασήμαντους εργάτες:

ΠΡΩΤΟ: το ότι οι ένορκοι που δίκασαν την υπόθεση ήταν ένορκοι που επιλέχτηκαν ειδικά για να καταδικάσουν

ΔΕΥΤΕΡΟ: Ότι σύμφωνα με το νόμο όπως διατυπώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο, τόσο πριν όσο και ξανά μετά την εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, οι ένορκοι, σύμφωνα με τις δικές τους απαντήσεις, δεν ήταν κατάλληλοι ένορκοι και έτσι η δίκη δεν ήταν νόμιμη.

ΤΡΙΤΟ: Το ότι οι κατηγορούμενοι δεν αποδείχτηκαν ένοχοι για το έγκλημα που κατηγορήθηκαν στην παραπομπή.

ΤΕΤΑΡΤΟ: Ότι πως ειδικά για τον κατηγορούμενο Neebe, ο εισαγγελέας είχε πει στο τέλος της παρουσίασης των στοιχείων πως δεν στέκει η κατηγορία εναντίον του, παρόλα αυτά έμεινε όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή.

ΠΕΜΠΤΟ: Το ότι ο δικαστής στη δίκη είτε ήταν τόσο προκατειλημμένος έναντι των κατηγορούμενων, ή αποφασισμένος με κάποιο τρόπο να κερδίσει το χειροκρότημα μιας συγκεκριμένης τάξης στην κοινότητα που δεν μπορούσε να διεξάγει και δεν διεξήγαγε δίκαιη δίκη.

Η δεύτερη γνωστή αμερικάνικη περίπτωση επίσης τελείωσε με την αμήχανη αμνηστία ενός κυβερνήτη. Η περίπτωση αυτή γνωστή ως η υπόθεση των Sacco & Vanzetti, αφορά τους Nicolo Sacco, τσαγκάρη στο επάγγελμα και τον Bartolomeo Vanzetti, ιχθυοπώλη. Το 1920, οι δύο αυτοί Ιταλοί μετανάστες, και αναρχικοί, κατηγορήθηκαν για το φόνο δύο υπαλλήλων στη διάρκεια μιας ληστείας με αναρχικά κίνητρα σε ένα εργοστάσιο του Μπρέιντρι της Μασαχουσέτης. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία εδώ. Αυτό που έχει είναι η ανεπάρκεια των στοιχείων και την σημαντική ύπαρξη αντι-ιταλικών και αντι-αριστερών συναισθημάτων στην περίπτωση που ήταν τόσο φανερά που έγινε διεθνές ζήτημα της ημέρας, με συγγραφείς, ακαδημαϊκούς, ηθοποιούς, θρησκευτικούς ηγέτες, και ακόμη και τον μελλοντικό δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Felix Frankfurter να ζητούν να αποδοθεί χάρη όταν οι Sacco και Vanzetti καταδικάστηκαν. Αντίθετα, φυσικά, οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Το μόνο καθαρό αποτέλεσμα αυτής της «καταστροφής», σύμφωνα με έναν επιφανή Ευρωπαίο παρατηρητή , ήταν πως έδειχνε ανοιχτά «αυτή τη τρομακτική Αμερική, που η καρδιά της είναι από πέτρα, για την οποία δεν υπάρχει ανθρωπότητα». Πενήντα χρόνια αργότερα, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, Michael Dukakis, παραδεχόμενος δημόσια την τραγική ανικανότητα του συστήματος δικαιοσύνης να αποδώσει μια δίκαιη απόφαση στους Sacco και Vanzetti, εξέδωσε ένα διάταγμα πως «κάθε κηλίδα θα αφαιρούνταν από το όνομα τους».

Τι μπορεί να προκάλεσε αδικίες τόσο βαθιά ντροπιαστικές που ακόμη και εκπρόσωποι του Κράτους αναγκάστηκαν να την καταγγείλουν; Καθώς ζητώ από τον αναγνώστη μου, έστω και στιγμιαία, την βία από την πλευρά του αναρχισμού, θα παρουσιάσω την απάντηση στην ερώτηση αυτή από την πλευρά του εργατικού κινήματος. Σήμερα το εργατικό κίνημα φυσικά δεν είναι κοντά στον αναρχισμό είτε σε αυτό-κατανόηση ή διατύπωση αρχών. Στην πραγματικότητα, στο πολιτικό φάσμα, το εργατικό κίνημα είναι πιο κοντά στο κέντρο, εκεί που οι συντηρητικοί συναντούν τους προοδευτικούς. Το εργατικό κίνημα ωστόσο, έχει τουλάχιστον κοινό ένα σημαντικό σημείο με τον αναρχισμό. Και είναι στη πραγματικότητα πίσω από αυτό το σημείο που μας δίνει το κατάλληλο πλαίσιο για την βία του αναρχισμού – και του εργατικού κινήματος. Δείτε αυτή την εξήγηση από την Εταιρεία Ιστορία Εργατικού Κινήματος του Ιλινόις, κάτω από τη καταχώρηση «Ο Κυβερνήτης John Peter Altgeld απονέμει αμνηστία στους φυλακισμένους του Χέιμαρκετ»:

«Όσοι απολάμβαναν όλο και περισσότερο συγκεντρωμένο πλούτο στο Σικάγο είχαν ελάχιστη ανοχή για τον εργατικό κόσμο, ιδιαίτερα εκείνον ξένης καταγωγής, που είχαν το θράσος να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Αυτές οι δραστηριότητες αντιμετωπίζονταν ως απειλή για την ελεύθερη αγορά, το δικαίωμα του ατόμου να εργάζεται για 10 με 12 ώρες τη μέρα για ψίχουλα. Το κατεστημένο του Σικάγο, υπό την Tribune του Joseph Medill, έβλεπαν το περιστατικό ως ευκαιρία να καθαρίσουν την ηγεσία του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος της πόλης και να στείλουν μήνυμα σε όλους όσους απαιτούσαν δίκαιους μισθούς, αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, και μειωμένο ωράριο για τους εργαζόμενους και εργαζόμενες».

Θα μπορούσα να παραθέσω επιπλέον παραδείγματα βίας. Δεν χρειάζεται όμως. Είτε είσαι έτοιμος να πιστέψεις πως «Τα περιβόητα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Σικάγο το 1886 [και αλλού] είχαν περισσότερο να κάνουν με αυτοάμυνα από ότι τρομοκρατική δράση», όπως αναφέρει ένα ακαδημαϊκός, ελπίζω να αναλογιστείτε τις γραμμές μιας απλής λογικής. Σε γενικές γραμμές αυτή η λογική λέει: Υπόθεση 1. Καταπιεσμένοι άνθρωποι – οι φτωχοί, μισθωτοί εργάτες, και πολιτικά ριζοσπάστες μετανάστες, στα παραδείγματα μας – δεν έχουν πίστη στο «σύστημα». Η εμπειρία τους έχει δείξει πως οι νόμοι, με τα δικαστήρια και την αστυνομία· οι πολιτικοί, με την μαζική τους κυβερνητική γραφειοκρατία· ακόμη και η «σεβαστή» τάξη των πολιτών γνωστή, στην παλιότερη έκφρασή τους ως αστική, ή σήμερα ως μεσαία τάξη, με το συμφέρον τους στη διαιώνιση της τάξης πραγμάτων και της προνομιούχας θέσης τους μέσα της, θα εμποδίσουν την πρόσβαση με κάθε μέσο. Υπόθεση 2. Τα μέσα της καταπίεσης, εκμετάλλευσης και στέρησης των κοινωνικών αγαθών μπορεί να συνοψιστεί με μια λέξη: βία. Η υπόθεση αυτή θεωρεί πως οι ίδιες οι δομές που αποτελούν το στάτους κβο, περιλαμβανόμενων εκείνων που αναφέρθηκαν μόλις, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα μέσα, η βιομηχανία ψυχαγωγίας, ο επιχειρηματικός κόσμος, τα χρηματιστήρια και οι τράπεζες, και ούτω καθεξής, λειτουργούν με τρόπους που προκαλούν ευρεία ζημιά. Ο όρος για αυτή μορφή κοινωνικής βλάβης είναι «δομική βία»:

«Η δομική βία είναι ένας τρόπος για να περιγραφούν κοινωνικές σχέσεις που θέτουν άτομα και πληθυσμούς σε κίνδυνο…. Οι σχέσεις είναι δομικές επειδή είναι ενσωματωμένες στην πολιτική και οικονομική οργάνωση του κοινωνικού μας κόσμου· είναι βίαιες επειδή προκαλούν βλάβες σε ανθρώπους…. Ούτε η κουλτούρα ούτε και η απόλυτη θέληση κάποιου ατόμου ευθύνεται· αντίθετα, ιστορικά δεδομένες (και οικονομικά υποκινούμενες) διαδικασίες και δυνάμεις συνέρχονται για να περιορίσουν την ατομική αυτονομία. Η δομική βία πέφτει πάνω σε όλους εκείνους που η κοινωνική τους θέση τους στερεί τους καρπούς της επιστημονικής και κοινωνικής προόδου».

Θυμηθείτε πως ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός», όπως διατυπώθηκε από τον Mark Fisher, λειτουργεί γενικά απαρατήρητος, σαν μια «διάχυτη ατμόσφαιρα», που διαμορφώνει και περιορίζει ταυτόχρονα προοπτικές, απόψεις και νοοτροπίες. Είμαι σίγουρος πως κάποιοι από τους αναγνώστες μου θα χαρακτήριζαν το αμερικάνικο σύστημα υγείας ως εγγενώς «βίαιο». Ο ισχυρισμός όμως εδώ είναι πως η δομική βία είναι τυπικά αόρατη ακόμη και στον εαυτό της, ακόμη, δηλαδή, και στους ίδιους τους ανθρώπους που υποβάλλονται στη δομή, τόσο ως δράστες και, κυριολεκτικά στη περίπτωση αυτή, ως παθόντες.

«Πάνω από 20 χρόνια μελετών δείχνουν πως τα μέλη φυλετικών μειονοτήτων που φτάνουν σε νοσοκομείο ενώ υποφέρουν από καρδιακή προσβολή είναι πολύ λιγότερο πιθανό να τους χορηγηθεί ασπιρίνη, β-αναστολείς, αντιπηκτικά φάρμακα, καθετηριασμός της αορτής, αγγειοπλαστική, ή μπάιπας. Φυλή, τάξη και φύλο προκαλούν διαφορές στο πως γίνεται η διάγνωση και η αντιμετώπιση ασθενών».

Η δεύτερη υπόθεση ισχυρίζεται, επιπλέον, πως η δομική βία διευκολύνεται από ένα προσωπείο φυσικότητας και αναπόφευκτου. Δηλαδή έχουμε εξοικειωθεί τόσο «με το τρόπο που έχουν τα πράγματα» που δεν μπορούμε να δούμε – σαν την παρατήρηση της Ursula Le Guin σχετικά με το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων, που για χιλιετίες έμοιαζε τόσο φυσιολογικό όσο και η ανατολή του ήλιου – πως οι τωρινοί βλαπτικοί κοινωνικοί σχηματισμοί είναι απόλυτα ανθρώπινες δημιουργίες. Αυτό που  κάνει δύσκολο να δούμε το γεγονός αυτό είναι πως η κοινή μας κοινωνική εμπειρία είναι κορεσμένη από χαρακτηριστικά που νομιμοποιούν τη βία.

«Πτυχές της κουλτούρας και της κοινωνικής ζωής – όπως φαίνεται από τη θρησκεία, την ιδεολογία, τη γλώσσα, τη τέχνη, το νόμο, και την επιστήμη – που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν ή να νομιμοποιήσουν την άμεση ή δομική βία, κάνοντας την άμεση και τη δομική βία να μοιάζει, ή ακόμη και να γίνεται αντιληπτή ως δίκαιη – ή τουλάχιστον όχι λάθος».

Μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα τη δομή που, μετά την υγεία, φαντάζομαι πολλοί άνθρωποι θεωρούν πιο απίθανο να είναι «βίαιη». Πρακτικά κάθε περίπτωση μαυρότητας και σκοταδιού που ανέφερα προηγουμένως – ο θυμωμένος μαύρος άνδρας «αλήτης», η υπερσεξουαλική μαύρη γυναίκα, η μαύρη βασίλισσα της πρόνοιας, ο αμελής μαύρος πατέρας κλπ – διαδόθηκαν μέσω της αμερικάνικης κουλτούρας ως ψυχαγωγία, είτε  μέσα από το διαδίκτυο, τη τηλεόραση, το σινεμά, τη διαφήμιση, τις νυχτερινές ειδήσεις (που πλασάρεται κυρίως ως διασκέδαση), ή την λογοτεχνία, υψηλή ή χαμηλή. Η διάχυση τέτοιων εικόνων έχει τη συνέπεια της δημιουργίας ενός κοινωνικού φαντασιακού για το οποίο οι εικόνες αυτές είναι, πρακτικά αλήθεια. Έτσι όταν ένας νεαρός μαύρος άνδρας δολοφονείται από αστυνομικό, είμαστε εκπαιδευμένοι από πριν να υποθέσουμε την ενοχή του πρώτου, ή τουλάχιστον πως με κάποιο τρόπο του άξιζε.

Στα παραπάνω παραδείγματα μας του 19ου αιώνα, το κοινωνικό φαντασιακό αντλούσε από ένα πλούσιο απόθεμα εικόνων που σχετίζονταν με μετανάστες, εργάτες, και τους φτωχούς. Πολλές από τις ηγετικές μορφές στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής ήταν, όπως ο August Spies, τον ρήτορα του Χέιμαρκετ, Γερμανοί μετανάστες. Από τους οχτώ άνδρες που συνέλαβε η αστυνομία  για τη Σφαγή του Χέιμαρκετ οι πέντε ήταν Γερμανοί μετανάστες. Το σατυρικό στερεότυπο του Γερμανού άνδρα ήταν ένας δυσκίνητος με μεγάλη κοιλιά, με μεγάλο πιγούνι, πότης χασάπης ή ιδιοκτήτης μπαρ με βαριά προφορά. Η σατυρική εικόνα αυτή επισκιάστηκε από μια πολύ πιο ζοφερή, που ζούσε στη φαντασία της αμερικάνικης μεσαίας τάξης και τη βαθιά ριζωμένη υποψία και φόβο για τον «Deinameit Schwatz». Αγαπημένος στόχος του λαϊκού τύπου ήταν ο Johann Most (1846-1906). Μετά την απελευθέρωση του από μια γερμανική φυλακή για την επαναστατική του δημοσιογραφία, ο most ήρθε στην Αμερική και αφοσιώθηκε σε σοσιαλιστικούς αγώνες ως αρχισυντάκτης και ρήτορας. Οι παθιασμένοι λόγοι του με βαριά γερμανική προσφορά πρόσφερε στο τύπο της μεσαίας τάξης μια πρόσφορη καρικατούρα:

«Το όνομά του ήταν Deinameit Schwartz

Είχε γεννηθείς το Βερολίνο.

Την μπύρα του έπινε σε τέταρτα

Είχε πλούσιο ‘πιγούνι’

Έφτασε στις όχθες της Αμερικής

Με μια νέα πατέντα για βόμβα ή μπάλα,

Με δίψα για καταστροφή και θάνατο,

Και με συκώτι γεμάτο χολή.

Τον υποδέχτηκαν δέκα θρασύδειλες συμμορίες·

Τον συνόδεψαν κάτω από κόκκινα λάβαρα,

Και μέσα σε αναρχικές φωνές και απαιτήσεις

Για ένα λόγο, στο σπίτι του τον πήγαν».

Το αστείο, ή μάλλον απάνθρωπα γελοία, εικόνα ενός άνδρα Ιταλού μετανάστη ήταν εκείνη ενός αξύριστου, με γυριστό μουστάκι, πλανόδιου μουσικού ή οικοδόμου που τραγουδάει λιμπρέτα από όπερες καθώς εργάζονταν. Όπως και με το Γερμανό συνάδελφο του, ωστόσο, οι συχνά αναρχικές τάσεις  του Ιταλού μετανάστη τον έκαναν «θερμόαιμο και εκρηκτικό, έρμαιο γρήγορου θυμού και συχνής βίας. Ακόμη και οι φτωχοί και οι εργάτες ήταν στόχος για το τύπο. Οι εργάτες ήταν αχάριστοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που η αδαής αλαζονεία τους τους έδινε το θράσος να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ευγενικότερων μεσαίων και ανωτέρων τάξεων με το να απαιτούν, για παράδειγμα, οχτάωρη εργασία. Οι φτωχοί απεικονίζονταν ως μοχθηροί, αμόρφωτοι, τεμπέληδες, αρρωστιάρηδες, μη άνθρωποι που κέρδιζαν και άξιζαν κάθε πόνο και στέρηση που τους έβρισκε. Όλα αυτά τα παραδείγματα εμφανίζονταν στα ανθηρά «χιουμοριστικά» περιοδικά της εποχής. Δηλαδή, εμφανίζονταν, υποκριτικά, με μια μορφή που έκανε την κατανάλωση τους ευκολότερη, δηλαδή με το προσωπείο της ψυχαγωγίας:

«Γραμμένα κυρίως για την μεσαία τάξη των πόλεων, η επιρροή των εικονογραφημένων σατυρικών περιοδικών έφτανε πολύ πέρα από την αθροιστική τους κυκλοφορία των 500000 αντιτύπων. Πωλούνταν σε δημόσιους χώρους – κουρεία, τραίνα και κομμωτήρια – και κάθε αντίτυπο μπορεί να είχε πολλούς αναγνώστες. Εφημερίδες ενσωμάτωναν το υλικό τους και διέδιδαν τις απόψεις τους περισσότερο. Η επίδραση τους στην κοινή γνώμη δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Δεν κατέγραφαν μόνο την εποχή, βοηθούσαν να δημιουργηθεί η εποχή».

Ας δούμε την σκέψη μας για την αναρχική βία: Υπόθεση 1. Οι καταπιεσμένοι άνθρωποι – οι φτωχοί, μισθωτοί εργάτες, και πολιτικά ριζοσπάστες μετανάστες στα παραδείγματα μας – στερούνται πίστης στο «σύστημα». Ο αναγνώστης πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται πως ο αναρχισμός βρίσκεται με την πλευρά του καταπιεσμένου. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση του κάθε αναρχικού. (Αν και εσύ βρίσκεσαι εκεί, τότε είσαι σε καλή θέση για να γίνεις αφοσιωμένος αναρχικός). Υπόθεση 2. Τα μέσα της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης, και στέρησης των κοινωνικών αγαθών μπορεί να συνοψιστεί με μια λέξη: βία. Η βία, επιπλέον, δεν είναι απλά η βάναυση φυσική, σωματική βία της αστυνόμευσης, της τιμωρίας και της φυλακής· συμπεριλαμβάνει μοχθηρές καθημερινές μορφές δομικής και πολιτισμικής βίας. Ας ολοκληρώσουμε με ένα ερώτημα: Συμπέρασμα: «δεν είναι απάνθρωπο να ζητάμε ειρήνη από εκείνους που δεν τους επιτρέπεται να τη βιώσουν;». Και ακόμη ένα ερώτημα: «Έσπασαν μερικά παράθυρά. Γιατί 214 άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με δέκα χρόνια φυλακής;». Αυτά τα ερωτήματα υπάρχουν στο βιβλίο της Natasha Lennard, Being Numerous: Essays on Non-Fascist Life. Το πρώτο ερώτημα είναι η εκδοχή της Lennard πάνω στη θέση του φιλοσόφου Bernard Williams πως «το να μιλάς για ειρήνη όταν δεν υπάρχει ειρήνη είναι σα να μη λες τίποτα». Το δεύτερο ερώτημα τέθηκε από μια 23χρονη διαδηλώτρια στην ορκωμοσία του Donald Trump, που ονομάζεται Olivia Alsip, που, μαζί με άλλους διαδηλωτές, δημοσιογράφους, γιατρούς και νομικούς παρατηρητές, κατηγορήθηκαν για κακουργήματα.

Το επιχείρημα της Lennard θα είναι χρήσιμο να το σκεφτούμε, ιδιαίτερα καθώς μας μεταφέρει στη δική μας εποχή. Ζητάω από τον αναγνώστη να σκεφτεί πως ενώ οι όροι έχουν αλλάξει από το 19ο αιώνα, η λογική έχει παραμείνει ακριβώς η ίδια. Δηλαδή, Μεξικάνοι, Νοτιαμερικανοί και Άραβες μετανάστες έχουν αντικαταστήσει Γερμανούς, Ιταλούς και Ιρλανδούς  ως τη μάστιγα που απειλεί την Αμερική. Οι φτωχοί έχουν αντικατασταθεί από το «99%», εκείνους που παλεύουν να κρατήσουν τα κεφάλια τους πάνω από την οικονομική παλίρροια εργάζονται σε υποαμοιβόμενες εργασίες και σε τυπικά ανούσιες εργασίες, περιλαμβανόμενης της κάποτε εξασφαλισμένης επαγγελματικής τάξης. Το 99% είναι σε απόλυτη αντίθεση με το «1%», που τους ανήκει τόσος πλούτος όσος σε όλους του υπόλοιπους. Η ταξική συνείδηση και το κοινωνικό φαντασιακό που χρησίμευε για την αναγνώριση των «εργατών» έχει καταστραφεί από δεκαετίες συνεχών, και συχνά παράνομων και βίαιων, δραστηριοτήτων εναντίον των εργατικών σωματείων από τους εργοδότες και συχνά με τη στήριξη του Κράτους. Έτσι, οι «εργάτες», ή με μαρξιστικούς όρους, «το προλεταριάτο», έχει αντικατασταθεί από το «πρεκαριάτο», την όλο και μεγαλύτερη τάξη των μόνιμα επισφαλών εργαζομένων που παράγουν τον εξωφρενικό πλούτο της εταιρικής Αμερικής. (Μερικοί τίτλοι της περιόδου της πανδημίας του Covid-19 γράφουν: «Ο Jeff Bezos Προσθέτει 13 Δισεκατομμύρια Δολάρια Στη Περιουσία Του Σε Μια Μέρα»· και «Αυτή Είναι Η Τελευταία Βδομάδα Του Επιδόματος Ανεργίας των 600$»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως δύο όροι της καταστροφολογικής χυδαιολογίας έχουν παραμείνει ίδιοι: σοσιαλισμός και αναρχία. Το καλοκαίρι του 2020, ο Donald Trump, σε ένα συνδυασμό αντιριζοσπαστικής ρητορικής του 19ου αιώνα και την πλατφόρμα του νόμου και της τάξης του Richard Nixon το 1968, ξεκίνησε την καμπάνια της επανεκλογής του υποδαυλίζοντας το φόβο για αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το άμεσο, επείγον έργο του ήταν να διώξει από τους δρόμους του «ακροαριστερούς αναρχικούς» στον απόηχο των διαδηλώσεων που πυροδοτήθηκαν από την δολοφονία από την αστυνομία του George Floyd επειδή οι αναρχικό «έκαναν ότι μπορούσαν για να δημιουργήσουν μίσος και αναρχία», η κυβέρνηση ονόμασε τους αντιφασίστες ως τρομοκρατική οργάνωση. Όπως ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας William Bar, «Η βία που προκαλείται και πραγματοποιείται από τους Αντίφα και άλλες παρόμοιες ομάδες σε σχέση με τις ταραχές είναι εσωτερική τρομοκρατία και θα αντιμετωπίζεται αναλόγως». Η πρόθεση του Trump είναι να ορίσει μακροπρόθεσμα το σοσιαλισμό ως σοβαρή απειλή για την Αμερική. Σε μια πρόσφατη ομιλία, το υποκατάστατό του, ο Αντιπρόεδρος Mike Pence, είπε έξι φορές με την σχεδόν πανομοιότυπη φράση: «Συμπατριώτες μου Αμερικάνοι… Μπροστά μας ανοίγονται δυο μονοπάτια: το ένα της ελευθερίας και της ευκαιρίας, το άλλο του σοσιαλισμού και της παρακμής». Με δεδομένη την άνοδο σε δημοτικότητα αριστερών τάσεων πολιτικών όπως η Alexandria Ocasio-Cortez και ο Bernie Sanders μεταξύ των νεαρών ψηφοφόρων, ακόμη και φιλελεύθεροι όπως η πρόεδρος της βουλής των αντιπροσώπων, Nancy Pelosi αισθάνονται αναγκασμένοι να πουν: «Απορρίπτω το σοσιαλισμό… Αν κάποιοι έχουν αυτή την θέση, είναι η δική τους θέση. Αυτή δεν είναι η θέση του Δημοκρατικού Κόμματος». Στη πραγματικότητα, τόσο μακριά είναι οι φιλελεύθεροι ή οι ελάχιστα αριστεροί από τους Δημοκράτες Σοσιαλιστές, που ένα πρόσφατο άρθρο έλεγε πως «Η Γερουσιαστής Alexandria Ocasio-Cortez προετοιμάζεται για την πιθανότητα οι Δημοκρατικοί στη Νέα Υόρκη να αναχαράξουν την περιφέρεια της μετά τις εκλογές του 2020». Οι Δημοκρατικοί!

Τι γίνεται εδώ και τι έχει να κάνει με τη βία; Πρώτα από όλα, θέλω να τονίσω πως, ακόμη και αν διαβάζετε αυτό το μανιφέστο χρόνια αφού δημοσιεύτηκε, πιστεύω πως θα ανακαλύψετε ότι, στην ανάλυση της τωρινής σας κατάστασης, η λογική που περιγράφω, αν όχι με τους ίδιους όρους, παραμένει επίκαιρη. Δεύτερο, θέλω να προειδοποιήσω τον αναγνώστη πως αυτό που ακολουθεί μπορεί αν είναι άβολο και ζητώ μόνο να διαβάσετε μέχρι το τέλος και με ανοιχτό μυαλό.

Σύμφωνα με την Lennard, η βία που είναι ενδημική στη τωρινή μας κατάσταση είναι «ατύχημα» του φιλελευθερισμού. (Είναι ένα περίπλοκο επιχείρημα με παλιά προέλευση. Εδώ μπορώ μόνο να δώσω μια ευρεία έννοια  του τι λέει το επιχείρημα). Με το «ατύχημα», η Lennard εννοεί κάτι σαν μια αθέλητη συνέπεια. Για παράδειγμα, 1,35 εκατομμύρια θάνατοι και περίπου 50 εκατομμύρια τραυματισμοί σε τροχαία είναι το ατύχημα της επινόησης του αυτοκινήτου· μια τρύπα στο στρώμα του όζοντος είναι ατύχημα της εκβιομηχάνισης· ο δυσανάλογος αριθμός φόνων νεαρών μαύρων ανδρών από την αστυνομία είναι ατύχημα  των αντιλήψεων του Διαφωτισμού περί «φυλετικών» ιεραρχιών, και ούτω καθεξής. Ως «ατυχήματα», τέτοιες συνέπειες είναι, όπως λέει, είναι «ενσωματωμένες στο πλαίσιο». Το παρόν «πλαίσιο» μας διαμορφώνεται από τον σύγχρονο φιλελευθερισμό, του είδους που αντιπροσωπεύει το αμερικάνικο Δημοκρατικό κόμμα. Ο «φιλελεύθερος κεντρισμός», αναφέρει η Lennard, που συμφωνεί με την άποψη μου, «είναι συντηρητικός». Αν και οι φιλελεύθεροι τυπικά θεωρούν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά προοδευτικούς, καλούς τύπους, η ιστορική καταγραφή δείχνει πως «Πολλές προοδευτικές νίκες  που διεκδικούνται από τους οπαδούς του είναι χτισμένες πάνω στη βάση, τουλάχιστον εν μέρει, σε ριζοσπαστικούς αγώνες δεκαετιών». Τέτοιοι οικειοποιημένοι αγώνες περιλαμβάνουν την ψήφο των γυναικών, την κατάργηση της δουλείας, η οχτάωρη εργασία, η κατάργηση της παιδικής εργασίας, οι κανόνες ασφαλείας στην εργασία, τα πολιτικά δικαιώματα, η συλλογική διαπραγμάτευση, και, πιο πρόσφατα το Στόουνγουώλ και τα LGBTQ δικαιώματα, και το Black Lives Matter. Τυπικά μόνο εκ των υστέρων, πολύ μετά από την αντιμετώπιση των κινδύνων, και των εμπόδιων και έχουν υπάρξει απώλειες, που οι φιλελεύθεροι αξιώνουν μερίδιο στον αγώνα. Η Lennard ωστόσο, διατυπώνει μια ακόμα πιο σοβαρή κατηγορία εναντίον των σύγχρονων φιλελεύθερων. Συνδέει δηλαδή τις συμπεριφορές τους, τις απόψεις και τους τρόπους ύπαρξης, ή «συνήθειες» με το φασισμό

«Απρόθυμοι να αναγνωρίσουν ατυχήματα που συνδέονται με επιτεύγματα που κατά τα άλλα επικροτούν, που δεν είναι λάθη, οι κεντρώοι ιδεολόγοι είναι ανίκανοι να προσφέρουν όπλα, πόσο μάλλον μια γερή ασπίδα, εναντίον του φασισμού του κράτους, τους λευκούς σοβινιστικούς σχηματισμούς που ενθαρρύνει, και τους μικροφασισμούς που διαπερνούν την καθημερινή ζωή και συνήθεια».

Η εξήγηση της γιατί η φιλελεύθερη ιδεολογία δεν προστατεύει την κοινωνία από το φασισμό είναι η πιο καταγγελτική από όλες θέση της Lennard. Η σημασία της συνδέεται με τον όρο «μικροφασισμοί». Ο «φασισμός» εδώ δεν σημαίνει τα μεγάλης κλίμακας απολυταρχικά καθεστώτα του 20ου αιώνα, όπως του Hitler και του Mussolini. Δεν χρησιμοποιείται ως πολιτικός χαρακτηρισμός για τους σύγχρονους λευκούς σοβινιστικούς οργανισμούς, το νεοναζιστικό κίνημα, ή την alt-right. Ούτε έχει σκοπό να ορίσει τάσεις μέσα στην κυβέρνηση του Trump, η οποία την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έχει στείλει ομοσπονδιακές δυνάμεις δίχως διακριτικά για να πολεμήσει του «κακούς αναρχικούς» στο Πόρτλαντ, και απείλησε να κάνει το ίδιο στο Σικάγο, την Φιλαδέλφεια, την Νέα Υόρκη, το Ντιτρόιτ, τη Βαλτιμόρη και το Ώκλαντ. Ο φασισμός είναι όλα αυτά, και περισσότερα – ή ίσως και λιγότερα. Όπως μιλώ για τον αναρχισμό στο μανιφέστο αυτό, η Lennard υποστηρίζει πως αυτές οι μεγάλης κλίμακας εκδηλώσεις του φασισμού είναι εφικτές μόνο εξαιτίας της καθημερινής «φασιστικής έξης» που διαμορφώνει μεγάλο μέρος της ζωής μας στις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας. Πολύ πριν αυτή η συνήθεια καταλήξει στην επιθυμία του πολιτικού σώματος «να κυριαρχήσει, να καταπιέσει, και να εξολοθρεύσει το κατονομαζόμενο ‘άλλο’», εμφανίζεται ως καθημερινή, επιβολή και καταπίεση σε μικρο-επίπεδο, αποδοχή της ιεραρχίας, το σεβασμό για το νόμο και τη τάξη, την υποτέλεια στην εξουσία, συμβιβασμό με από τα πάνω κάθετη ηγεσία, και ούτω καθεξής. Το σπουδαιότερο, η φιλελεύθερη «έξη» των φασιστικών τάσεων εκδηλώνεται ως αμφισημία σχετικά με τη θέση της βίας στον αγώνα για κοινωνική αλλαγή. Με δεδομένο πως κάθε μια ξεχωριστά από τις ριζοσπαστικές νίκες που ανέφερα πιο πάνω ήρθαν στον απόηχο αστυνομικών κλομπ, δακρυγόνων, ξυλοδαρμών σε φυλακές, σακατεμάτων, διασείσεων, εκδορών, φυλάκισης, και θανάτου, αυτή η αμφισημία είναι αποκαλυπτική.

Η Lennard μας προσφέρει ένα μέτρο για το που μπορεί να στέκεται ένας αναγνώστης στο συνεχές από φιλελεύθερος-συντηρητικός-φασίστας ως σοσιαλιστής-ελευθεριακός-αναρχικός. Θυμάστε την περίπτωση που ο Αμερικάνος νεοναζιστής ηγέτης Richard Spencer έδινε συνέντευξη σε ένα αυστραλιανό ειδησεογραφικό συνεργείο στους δρόμους της Ουάσιγκτον μετά την ορκωμοσία του Donald Trump; Αν όχι σταμάτησε το διάβασμα και δείτε το. Όπως θα δείτε, ο Spencer χτυπήθηκε δυνατά στο πρόσωπο από μια μαυροφορεμένη φιγούρα που μπήκε ξαφνικά στο κάδρο. Η Lennard που ήταν στο δρόμο διαδηλώνοντας εκείνη την σκοτεινή, βροχερή μέρα του Ιανουαρίου γράφει: «Πίστευα πως όλοι εμείς μάλλον  συμφωνούσαμε: ένας γνωστός νεοναζί δέχτηκε μια γροθιά· ήταν κάτι καλό, είχα κάνει λάθος στο ‘όλοι εμείς’». Έτσι μπορούμε να μετατρέψουμε την αντίδραση της Lennard σε πολιτικό τεστ. Τι νομίζεται, ήταν «κάτι καλό»; Η Lennard συμπέρανε πως αφού τα φιλελεύθερα μέσα – The New York Times, The Washington Post, CNN, MSNBC, NPR, κλπ -–έσφιγγαν τα χέρια για τις φασιστικές τάσεις  που επιδείκνυε η μόλις ορκισμένη κυβέρνηση Trump, θα χαιρέτιζαν την ξεκάθαρη φίμωση μιας γνωστής φασιστικής φωνής. έκανε λάθος, απόλυτα. Η γροθιά «αντιμετωπίστηκε με λογοκρισία από τα ίδιους φιλελεύθερους μιντιακούς μικρόκοσμους που είχαν περάσει τις προηγούμενες βδομάδες τρώγοντας με αγωνία τα νύχια τους εξαιτίας του φασισμού».

Γιατί να εκπλαγεί η Lennard με αυτή την αποδοκιμασία, και γιατί είναι καθοριστικό τέστ για την πολιτική τοποθέτηση; Έχει να κάνει με την στάση σας προς τη βία. Μετά το συλλαλητήριο «Unite the Right» στο Σάρλοτσβιλ το  2017, όπου ένας νεοναζί έπεσε με το αυτοκίνητό του σε μια ομάδα διαδηλωτών, σκοτώνοντας την Heather Heyer, «οι φιλελεύθεροι σχολιαστές που πριν έγραφαν ανόητους φιλιππικούς συγκρίνοντας την απειλή των ακροαριστερών αντιφασιστών με εκείνη του λευκού εθνικισμού θα το σκέφτονταν σοβαρά να γράψουν για μια τέτοια ψευδή αναλογία». Όχι, αυτό δεν έγινε. Αφού άκουσαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ να λέει, στον απόηχο της σύγκρουσης μεταξύ των λευκών εθνικιστών και του Σάρλοτσβιλ, πως «υπάρχουν ευθύνες και στις δυο πλευρές». Η Lennard αισθάνθηκε σίγουρη πως τα φιλελεύθερα μέσα θα άφηναν την ψευδή αναλογία  μεταξύ ακροαριστεράς και ακροδεξιάς βίας.

«Αντίθετα, την στήριξαν περισσότερο. Το μήνα που ακολούθησε τα απαράδεκτα γεγονότα του Σάρλοτσβιλ, οι έξι κορυφαίες εφημερίδες της Αμερικής είχαν είκοσι-οχτώ άρθρα γνώμης που καταδίκαζαν την αντιφασιστική δράση, αλλά μόνο είκοσι εφτά καταδίκαζαν  τους νεοναζί, τους λευκούς σοβινιστές και την μη αποκήρυξη τους από τον Trump».

Αυτό που γίνονταν ήταν η προβλέψιμη διαδικασία της κανονικοποίησης των φασιστικών τάσεων μέσα στην φιλελεύθερη δημοκρατία, μια διαδικασία για την οποία τα φιλελεύθερα μέσα προειδοποιούσαν πρόσφατα. Η διαδικασία αυτή στηρίζονταν στην «προσφορά βήματος», για παράδειγμα, στον «’ευγενικό’ οπαδό του Hitler από τα Μεσοδυτικά με το τατουάζ του Τουίν Πικς και που οι τρόποι του ‘θα ικανοποιούσαν την μητέρα οποιουδήποτε’… ο ‘κομψός’ λευκός σοβινιστής», και φυσικά, ο εξίσου κομψός, με μόρφωση στα κορυφαία πανεπιστήμια, εκπρόσωπος του φασισμού, γιός ενός γιατρού και μιας κληρονόμου, Richard Spencer. Αυτό είναι βασικό στοιχείο του τέστ μας. Πρέπει μια φιλελεύθερη δημοκρατία να επιτρέπει σε εχθρούς βασικών αξιών όπως για παράδειγμα, της ισότητας, της συμπερίληψης και του πολυπολιτισμού, να έχουν βήμα στο δημόσιο λόγο; Συμφωνείται με την στρατηγική του φιλελεύθερου ινδάλματος Michelle Obama να πηγαίνει ψηλά όταν εκείνοι πηγαίνουν χαμηλά; Ή συμφωνείται με το ότι καμιά φιλελεύθερη επίκληση, όσο και έντονη, στην καλοσύνη και την ηθική ανωτερότητα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά «μια φασιστική επιστημολογία εξουσίας και κυριαρχίας – που είναι οι βασικές αρχές του Spencer και του σιναφιού του». Θα ήθελα να πω πως έχουμε φτάσει σε ένα σταυροδρόμι. Η αμφισημία δεν είναι ουδέτερη. Η αμφισημία είναι με την πλευρά του στάτους κβο. Και το «στάτους κβο» είναι το όνομα για ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η βία είναι ήδη ο κανόνας. Η αναρχική βία, αν δέχεσαι αυτή την υπόθεση, τότε ορίζεται ορθότερα ως «αντιβία», ή ακόμη ακριβέστερα, «ανέφικτη μη-βία». Είναι:

«όχι η πρόκληση βίας σε ένα πεδίο προϋπάρχουσας ειρήνης. Μια κατάσταση στην οποία οι φασίστες μπορούν να συγκεντρωθούν και να κηρύξουν το μίσος και να φωνάξουν ‘αίμα και γη’ – αυτό είναι το υπόβαθρο για βία. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι τόσο εκείνο της αναγκαίας βία, όσο εκείνο της ανέφικτης μη-βίας».

Είναι δύσκολη υπόθεση να δεχτούμε, αλλά επαναλαμβάνει: ο όρος «φασιστικός» δεν περιορίζεται τελικά στα εμφανή παραδείγματα που αντιπροσωπεύουν οι μπράβοι με τους πυρσούς και που φωνάζουν «αίμα και γη», ή από κρατικές λατρείες θανάτου όπως το ναζιστικό κόμμα του Hitler. Αντίθετα ο όρος είναι κωδικός για μοχθηρές «έξεις» μέσα στην ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η πιο καθοριστική για αυτές τις έξεις είναι επίσης η πιο δύσκολη να αποκηρυχθεί από τους φιλελευθέρους: η αφοσίωση στο νόμο και τη τάξη. Από την άποψη αυτή, τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή των Aguste Vailant, Sacco και Vanzetti, και των προπαγανδιστών της πράξης. Για όσο τα «ατυχήματα» του φιλελευθερισμού είναι μαζί μας (ο καπιταλισμό, για παράδειγμα) η λογική της βίας θα παραμείνει έγκυρη. Από ειρωνεία της τύχης, είναι ένα φαινόμενο που αναγνωρίζεται από μια από τις αγαπημένες μορφές των λευκών φιλελευθέρων στην οποία ανατρέχουν για θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η «Επιστολή Από Τη Φυλακή του Μπέρμινγχαμ» του Martin Luther King Jr. το 1963 είναι μια αξιόλογη καταδίκη του γεγονότος πως ο νόμος και η τάξη, και οι αναρίθμητες συνοδές αξίες και δομές που τα επιτρέπουν, είναι ενσωματωμένα στην Αμερικάνικη φιλελεύθερη ιδεολογία. Ο King έγραψε αυτή την επιστολή ως απάντηση σε μια άλλη επιστολή με τίτλο «Κάλεσμα για Ενότητα», που έγραψαν και δημοσιοποίησαν οκτώ λευκοί κληρικοί ζητώντας από τους διαδηλωτές «να ακολουθήσουν τις αρχές του νόμου και της τάξης; Και την κοινή λογική». Οι κληρικοί αυτοί, αντιπροσωπεύοντας διάφορα χριστιανικά δόγματα, όπως και ένας ραβίνος, είχαν την «ειλικρινή πεποίθηση πως τα φυλετικά ζητήματα μπορούσαν να διεκδικηθούν στα δικαστήρια αλλά τόνιζαν πως οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών έπρεπε στο μεταξύ να γίνονται ειρηνικά δεκτές». Επιπλέον πίστευαν πως «το μίσος και η βία δεν έχουν αξία στην θρησκευτική και πολιτική μας παράδοση». Ο King κάνει δυο «εξομολογήσεις» σχετικά με την απάντηση στην επιστολή. Οι εξομολογήσεις του έχουν άμεση ομοιότητα με το επιχείρημα που κάνω. Θα είναι χρήσιμο να παραθέσουμε σχεδόν ολόκληρη την έντονη, εύγλωττη και απόλυτα καταδικαστική «εξομολόγηση» του Δρ. King:

«Πρώτα, πρέπει να ομολογήσω πως τα τελευταία χρόνια έχω απογοητευτεί με τους λευκούς μετριοπαθείς. Έχω φτάσει σχεδόν στο δυσάρεστο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο εμπόδιο του Νέγρου στη πορεία του προς την ελευθερία δεν είναι το μέλος του Συμβουλίου των Λευκών Πολιτών ή της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά ο λευκός μετριοπαθής, που είναι πιο αφοσιωμένος στη ‘τάξη’  από ότι στη δικαιοσύνη, που προτιμά μια αρνητική ειρήνη που είναι η απουσία έντασης από μια θετική ειρήνη που είναι η παρουσία δικαιοσύνης, που λέει συνεχώς: ‘Συμφωνώ μαζί σου στο στόχο σου, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πρακτικές άμεσης δράσης σου’, που πατερναλιστικά πιστεύει πως μπορεί να θέσει το χρονοδιάγραμμα για την ελευθερία ενός άλλου ανθρώπου, που με μια μυθική έννοια του χρόνου και συμβουλεύει συνεχώς το Νέγρο να περιμένει για μια ‘περισσότερο ευνοϊκή εποχή’. Ρηχή αντίληψη από τους ανθρώπους καλών προθέσεων είναι περισσότερο απογοητευτική από την απόλυτη παρανόηση ανθρώπων με κακή πρόθεση. Η χλιαρή αποδοχή είναι περισσότερο αποκαρδιωτική από την απόλυτη απόρριψη.

Είχα την ελπίδα πως ο λευκός μετριοπαθής θα καταλάβαινε πως ο νόμος και η τάξη υπάρχουν με σκοπό την εγκαθίδρυσης δικαιοσύνης και πως δεν επιτυγχάνουν αυτό το σκοπό γίνονται επικίνδυνα δομημένα φράγματα που εμποδίζουν την ροή της κοινωνικής προόδου. Είχα την ελπίδα πως ο λευκός μετριοπαθής θα κατανοούσε πως η τωρινή ένταση στο Νότο είναι μια αναγκαία φάση της μετάβασης από μια απεχθή αρνητική ειρήνη, μέσα στην οποία ο Νέγρος δέχεται παθητικά την άδικη κατάστασή του, προς μια ουσιαστική και θετική ειρήνη, στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα σέβονται την αξιοπρέπεια και την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας. Στην πραγματικότητα, εμείς που συμμετέχουμε στην μη βίαιη άμεση δράση δεν είμαστε οι δημιουργοί της έντασης . φέρνουμε απλά στην επιφάνεια την κρυφή ένταση που είναι ήδη εδώ. Την φέρνουμε στα ανοιχτά, εκεί που μπορεί να ιδωθεί και να αντιμετωπιστεί. Σαν ένα σπυρί που δεν μπορεί να θεραπευτεί ποτέ για όσο είναι καλυμμένη αλλά πρέπει να ανοιχτεί σε όλη της ασχήμια στα φυσικά φάρμακα του αέρα και του φωτός, η αδικία πρέπει να εκτεθεί, με όλη την ένταση που δημιουργεί η έκθεση της, στο φως της ανθρώπινης συνείδησης και του αέρα της εθνικής γνώμης πριν θεραπευτεί.

Αν σκέφτεστε πως η λογική της βίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιον που ασκεί μη βία, όπως ήταν ο King, ζητώ να αναλογιστείτε δυο ανταπαντήσεις. Πρώτα, η μεταφορά του King για το άνοιγμα του σπυριού «με όλη την ασχήμια του» δείχνει, η μη βία, είτε στην Ινδία του Gandhi, την Νότια Αφρική του Mandela ή την Αμερική του King, στηρίζεται ακριβώς από την έκρηξη της βίας, της βίας που ήδη υπάρχει μόλις κάτω από την επιφάνεια. Η βία με άλλα λόγια είναι η αναγκαία συνθήκη για την αποτελεσματική βία. Δεύτερο, όπως σημειώνει η Vicky Osterwell, ο φιλελεύθερος ισχυρισμός πως η πρόοδος στα πολιτικά δικαιώματα έγινε εξαιτίας της μη βίας παραβλέπει το γεγονός πως οι επίμονες, φαινομενικά ατελείωτες, καταστροφικές εξεγέρσεις έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην «Αναφορά προς τον Αμερικάνικο Λαό για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του John F. Kennedy, που οδήγησε στην ιστορική υπογραφή από τον Lyndon Johnson της νομοθέτησης των πολιτικών δικαιωμάτων: «Το να υποστηρίζεις πως το κίνημα πέτυχε αυτό που πέτυχε παρά αντί ως αποτέλεσμα του του συνδυασμού μη-βίαιης και βίαιης δράσης είναι τουλάχιστον αναληθής».

Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: Που στέκεσαι; Θυμηθείτε τον ορισμό του φιλελεύθερου από τον John Dewey ως κάποιον με συγκεκριμένες «ηθικές νοοτροπίες και επιθυμίες». Παρόμοια, αυτή η άσκηση έχει σκοπό να αποκαλύψει μια ξεκάθαρη συμπεριφορική-φιλόδοξη επιλογή – κυριολεκτικά, μια τομή ή ρήγμα, που μας δείχνει μπροστά στα μάτια μας το χάσμα που χωρίζει τον Vaillant και τους κατήγορους του· τον Alexander Berkamn και τον Henry Clay Frick τον πρόεδρο της Χαλυβουργίας Καρνέγκι που ο Berkamn προσπάθησε να σκοτώσει· τα θύματα του Χέιμαρκετ και το σύμπλεγμα κράτους-επιχειρήσεων που ήθελαν να τους «εξαφανίσουν»· του George Floyd, του Tamir Rice, του Michael Brown, του Eric Garner, του Philando Castile, της Breonna Taylor και άλλων772 άλλοι μαύροι Αμερικανοί και των αστυνομικών που τους δολοφόνησαν. Το τεστ έχει σκοπό να αναγκάσει το καθένα μας να πάρει θέση στην μια ή στην άλλη πλευρά· και κάνοντάς το αυτό, αν όχι με πρακτική δράση, τότε τουλάχιστον με τις «ηθικές νοοτροπίες και φιλοδοξίες» μας. Μπορείτε να σκεφτείτε κάποιον άλλο τρόπο αποφυγής της διαιώνισης της «μεγάλης φιλελεύθερης παράδοσης του να στέκεσαι στη λάθος πλευρά της ιστορίας μέχρι αυτή η ιστορία να ανήκει βολικά παρελθόν»;

 
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com