Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 20 Ιαν 2022
Εκστρατεία της Κριμαίας (1919)
Κλίκ για μεγέθυνση

 














 
 

Η υπό τον λοχαγό Χριστόπουλο διλοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στους αυτοκρατορικούς στρατώνες Οδησσού – 1919

Με την ονομασία Εκστρατεία της Κριμαίας, ή Εκστρατεία της Ουκρανίας, ή (παλαιότερα) Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία, ειδικότερα στην ελληνική ιστορία, χαρακτηρίζεται η ελληνική συμμετοχή με εκστρατευτικό σώμα στην εκστρατεία που επιχείρησε η Γαλλία (ως κύριο μέλος της Αντάντ), κατά των Μπολσεβίκων, στην Κριμαία και γενικότερα στη περιοχή της Ουκρανίας το 1919.

Η εν λόγω εκστρατεία, πρώτη υπερπόντια του Βασιλείου της Ελλάδας, αποτελούσε μέρος της γενικότερης διασυμμαχικής επέμβασης στον τότε ρωσικό εμφύλιο πόλεμο υπέρ των Λευκών, που αναπτύχθηκε στην Κριμαία, τον Καύκασο, τη Βεσσαραβία, στη Βόρεια και Ανατολική Ρωσία – Σιβηρία, με ατυχή κατάληξη για τους δυτικούς συμμάχους, εκτός των Ιαπώνων στο μέτωπο της Άπω Ανατολής, όπου κατέλαβαν τη βόρεια Σαχαλίνη και διατήρησαν μέχρι το 1925.

Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία αυτή αποφασίστηκε από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και την κυβέρνησή του, που τελούσε από τον Ιούνιο του 1917 χωρίς την παρουσία αντιπολίτευσης. Η Ελλάδα προσφέρθηκε τότε να συμμετάσχει, (αρχικά), με τρεις μεραρχίες.
Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο υπήρξε ατυχής, γεγονός που διαφαινόταν εξ αρχής, εκ της περιορισμένης δύναμης σε μια ευρύτατη έκταση επιχειρήσεων, αλλά και πολύ καταστροφική για τον ελληνογενή πληθυσμό όλης της εκεί και γύρω περιοχής, από τα αντίποινα που ακολούθησαν στη συνέχεια σε βάρος του, από τους Μπολσεβίκους, με δολοφονίες, καταστροφές, διωγμούς, εκτοπίσεις κλπ.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός υπήρξε ο κίνδυνος που διέτρεξε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και τα ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν σε αυτή από την φαυλότητα των Γάλλων, εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε η «συμμαχική» εκστρατεία να εξελιχθεί σε αναμεταξύ σύρραξη – ναυμαχία, γεγονός που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή με την παρουσία αγγλικών θωρηκτών που προσκλήθηκαν επί τούτου.

Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση της εκστρατείας στη Νότια Ρωσία, η συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος σε αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέρ της δικαίωσης των ελληνικών αιτημάτων στη συνδιάσκεψη Ειρήνης που ακολούθησε και στη Συνθήκη των Σεβρών.

Με το πέρας της εκστρατείας αυτής το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία για ενίσχυση του μετώπου της μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και στην προσπάθεια των Μπολσεβίκων να κλείσουν άμεσα όλα τα υφιστάμενα πολεμικά μέτωπα, συνομολογώντας ανακωχή, (Νοέμβριος 1917), η κατάσταση που διαμορφώθηκε υπήρξε ιδιαίτερα επιβαρυντική στην Ανταντική Συμμαχία, παρέχοντας την ευκαιρία στη Γερμανία να αποδεσμεύσει τόσο από το Ανατολικό Μέτωπο, όσο και από εκείνο της Βαλκανικής, σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις της τις οποίες και μετέφερε στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτό συνέβη διότι μεταξύ των όρων της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) την οποία επέβαλε η Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στη “μπολσεβική Ρωσία” του Λένιν ήταν η ανεξαρτησία της Φινλανδίας και χωρών της Βαλτικής, η ίδρυση της Ουκρανίας, η ανεξαρτησία της Γεωργίας καθώς και η παραχώρηση μέρους της Αρμενίας (περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Μπατούμ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτής ακολούθησε νεότερη μεταξύ Γερμανίας και της λαϊκής κυβέρνησης του Χαρκόβου της Ουκρανίας με επισιτιστικές συμφωνίες.

Με τη συνθήκη αυτή η Γερμανία πέτυχε να διασπάσει κυριολεκτικά τον αποκλεισμό των Συμμάχων (της Αντάντ) και να εκμεταλλεύεται πλήρως τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της άλλοτε τσαρικής Ρωσίας, (σιτοβολώνες της Ουκρανίας, πετρέλαια της Κασπίας κ.ά.), μέχρι τη γραμμή Νάρβα—Κουρσκ—κοιλάδα Ντόνετς—Αζοφική, που απετέλεσε και το δυτικό τείχος κατά του Μπολσεβικισμού. Παράλληλα όμως στο Κίεβο αναδείχθηκε άλλη λαϊκή κυβέρνηση των καλουμένων Πετλιουριανών που στρέφονταν κατά των Γερμανών αλλά και των Μπολσεβίκων. Στο χάος που ακολούθησε αναγκάστηκε η Γερμανία να διατηρήσει στην περιοχή της Ουκρανίας πέντε μεραρχίες για την τήρηση της τάξης καταλαμβάνοντας το Κίεβο, την Οδησσό, το Νικολάιεφ, τη Χερσώνα, τη Σεβαστούπολη και το Ροστόβ, μετατρέποντας ουσιαστικά όλη τη χώρα σε γερμανικό προτεκτοράτο.
Μετά από αυτά οι δυνάμεις της Αντάντ που βρίσκονταν στη Βαλκανική περιήλθαν σε δυσμενή επιχειρησιακά θέση, περιοριζόμενες σε τοπικές επιχειρήσεις. Με την πάροδο όμως του χρόνου ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος είχε ανάψει σε όλες τις περιοχές από την Ουκρανία μέχρι τη Βαλτική, βόρεια, και τη Σιβηρία ανατολικά. Ειδικότερα όμως οι Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρώσοι δεν μάχονταν μόνο τους Μπολσεβίκους αλλά και αναμεταξύ τους.
Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα της σύναψης ανακωχής των Μπολσεβίκων με τους Γερμανούς, τρεις Ρώσοι στρατηγοί οι Μιχαήλ Αλεξέιφ, Λαβρ Κορνίλοβ και Αντόν Ντενίκιν ακολουθούμενοι από πιστούς Κοζάκους ύψωσαν σημαία αντεπαναστάσεως στην περιοχή του Ντον, ΒΑ της Κριμαίας, με σκοπό την καταστολή των Μπολσεβίκων, τη διατήρηση της ενιαίας Ρωσίας και τη συνέχιση του διασυμμαχικού πολέμου κατά των Γερμανών.

Οι Αγγλο-Γάλλοι με την εξέλιξη αυτή, επιθυμώντας την διάλυση των Μπολσεβίκων, προκειμένου η Ρωσία να επανέλθει στη συμμαχία και να ανασυσταθεί το Ανατολικό Μέτωπο, για να αποκλειστεί η Γερμανία, μετά τη μεταξύ τους Συμφωνία ζωνών δράσης (1917) άρχισαν να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τις μεγαλύτερες αντιμπολσεβικές δυνάμεις, που τον Οκτώβριο του 1918 ήταν η στρατιά του Αντόν Ντενίκιν, που δρούσε στη νότια Ρωσία, και η στρατιά του Αλ. Κολτσάκ, που δρούσε στη Σιβηρία. Τελικά η Γαλλία αποφάσισε να στείλει εκστρατευτικό σώμα με συμμετοχή και ελληνικού τμήματος προς βοήθεια των δυνάμεων του Ντενίκιν.

Ανάληψη εκστρατείας

Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό ενημέρωσε τον Γάλλο στρατηγό του Μακεδονικού Μετώπου Φρανσέ ντ’ Εσπεραί ότι πρόθεση της Αντάντ είναι να επέμβει στην Κριμαία με κύριο σκοπό κατά δήλωσή του: «… να συνεχίσωμεν εκεί την πάλην κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και όπως πραγματοποιήσωμεν τον οικονομικόν αποκλεισμόν του Μπολσεβικισμού και προκαλέσωμεν την πτώσιν του».
Επ’ αυτού ο στρατηγός Nτ’ Εσπεραί, πιο σώφρων, εξέφρασε αντίθετη άποψη, στηριζόμενος αφενός στον περιορισμένο αριθμό στρατού που διέθετε για μια τέτοια επιχείρηση, και αφετέρου τόσο στη τετραετή μέχρι τότε καταπόνησή του στρατού του, όσο και στην ακαταλληλότητα της εποχής, επισείοντας έτσι τον κίνδυνο οδυνηρών συνεπειών. Δυστυχώς όμως δεν εισακούστηκε. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν παράλληλα ότι κανείς μέχρι τότε δεν είχε τη στοιχειώδη διορατικότητα για το τέλος του πολέμου που πλησίαζε από ημέρα σε ημέρα.

Έτσι και παρότι τρεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου υπογραφόταν η (τουρκική) Ανακωχή του Μούδρου, στις δε 3 Νοεμβρίου η (αυστρο-ουγγρική) Ανακωχή της Βίλλας Τζιούστι και στις 11 Νοεμβρίου η (γερμανική) Ανακωχή της Κομπιέν (1918), όπου ουσιαστικά με την τρίτη έληξε και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα μήνα μετά, στις 18 Δεκεμβρίου, του ίδιου έτους, αποβιβάστηκε στην Οδησσό η 156η γαλλική μεραρχία, υπό τον στρατηγό Μποριούς και υπό την προστασία μιας μοίρας θωρηκτών του γαλλικού στόλου που τελούσε υπό τον ναύαρχο Λεζαί. Οκτώ μέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, τμήμα αυτής της μεραρχίας μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη.
Στην ενέργεια αυτή προέβη η Γαλλία επωφελούμενη το άνοιγμα των Δαρδανελλίων και την συμμαχική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε μετά την ανακωχή του Μούδρου με βασικούς στόχους, αφενός μεν, την προάσπιση των οικονομικών απαιτήσεων Γάλλων πιστωτών, έναντι παλαιότερων δανείων προς τη Ρωσία που η μπολσεβική κυβέρνηση αρνούνταν ν΄ αναγνωρίσει, – σημειωτέον ότι τέτοια δάνεια, (πολεμικά), είχαν διαθέσει στην τσαρική Ρωσία τόσο η Αγγλία όσο και οι ΗΠΑ που ακολουθούσαν την ίδια τύχη -, αφετέρου δε την ανατολικότερη μετακίνηση των συνόρων Πολωνίας και Ρουμανίας, συμμάχων της Γαλλίας, ευθυγραμμιζόμενα από Βαλτικής μέχρι Ευξείνου κατά την προ του Μεγάλου Πολέμου κατάσταση. Κατόπιν αυτών, αν και είχε εξαλειφθεί ο λόγος του αποκλεισμού της Γερμανίας, ακολούθησε η αγγλο-γαλλική συμφωνία ζωνών δράσης (1918) καταλήγοντας στη διασυμμαχική επέμβαση στη Ρωσία με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και των επιμέρους συμμάχων χωρών.

Διευκρινίζεται ότι η διασυμμαχική επέμβαση στη Ρωσία άρχισε να σχεδιάζεται από τα μέσα του 1918, η δε υλοποίησή της δημιούργησε τα μέτωπα Καυκάσου και Κασπίας, της Ουκρανίας, της Εσθονίας, της Βαλτικής και Βορείου Ρωσίας καθώς και εκείνο της Σιβηρίας.

Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα

Ο Ε. Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναμη Σώματος Στρατού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι. Χαρακτηριστικό το τηλεγράφημα που έστειλε από το Λονδίνο που βρισκόταν, στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Α. Ρωμανό:
Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιμοποιηθεί δια κοινό αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».
Προ αυτής της προσφοράς του Έλληνα πρωθυπουργού όπου η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη, φέρονται να παρασχέθηκαν κάποιες «υποσχέσεις» περί υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως καμία δέσμευση.
Ουσιαστικά το τηλεγράφημα αυτό αποτελούσε απάντηση σε σχετικό αίτημα των παραπάνω προσώπων (Κλεμανσώ και Πισόν) στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι όπου και διαβιβάστηκε δια του τελευταίου στον Ε. Βενιζέλο.

Στη συνέχεια, μετά και από σχετική τηλεγραφική εντολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς υπουργείο Στρατιωτικών ξεκίνησε με άκρα μυστικότητα η προπαρασκευή του υπό τον στρατηγό Κ. Νίδερ Α’ Σώματος Στρατού (Α΄ ΣΣ) για την αποστολή στην Κριμαία χωρίς να εκδηλωθεί, από ελληνικής πλευράς, καμία ανησυχία περί της έκβασής της.

Κατάρρευση μετώπου

Στις 2 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση στην αμυντική γραμμή Καπιτάνσκα–Αλεξανδρόφσκα, υποχρεώνοντας την εκεί ρωσική ταξιαρχία σε υποχώρηση στο Αμίσκοβ. Αλλά και εκεί οι αμυνόμενοι, μετά από σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν την υποχώρηση. Παράλληλα οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να προσβάλλουν με θωρακισμένα οχήματα και τη θέση των ελληνικών τμημάτων. Η επιθετική ορμή τους αρχικά ανακόπηκε. Μπροστά στην πίεση όμως αυτή και με διαφαινόμενο τον κίνδυνο τα τμήματα αυτά να κυκλωθούν μετά την υποχώρηση των Ρώσων, ο στρατηγός Νερέλ διέταξε γενική υποχώρηση και σύμπτυξη στη γραμμή Κουπάνκ -Μαλ Μπουγιαλίκ. Κατά τη σύμπτυξη αυτή το ελληνικό τάγμα που βρισκόταν στη Παβλίνκα απομονώθηκε και, δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου, κατόρθωσε τη νύχτα να διαφύγει.
Έτσι οι νέες θέσεις άμυνας των Ρώσων ήταν το Κρεμύντοβο και η Γρηγοριέφκα κοντά στα παράλια.

Στις 5 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση, την οποία επέκρουσε με επιτυχία το υπό τον Κονδύλη 3ο Σύνταγμα Πεζικού, ενώ αντίθετα οι Ρώσοι συνέχισαν και πάλι να υποχωρούν άτακτα προς Οδησσό, εγκαταλείποντας τη συνοχή με τις άλλες δυνάμεις. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η υποχώρηση να συμπαρασύρει και άλλα τμήματα, εξαναγκάζοντας έτσι τον στρατηγό Νερέλ να διατάξει γενική υποχώρηση και νέα σύμπτυξη στο παρά την Οδησσό τελευταίο προγεφύρωμα, το οποίο και είχε οργανώσει αμυντικά το ελληνικό 7ο Σύνταγμα Πεζικού μετά τη μεταφορά του από το μέτωπο του Νικολάιεφ.

Εκκένωση Οδησσού

 

 

Γαλλικά και ελληνικά πολεμικά πλοία στην Οδησσό – 1919

Τελικά η υποχώρηση ήταν τόσο ορμητική που ούτε και στο τελευταίο προγεφύρωμα κρατήθηκε άμυνα, με συνέπεια να διαταχθεί η εκκένωση της Οδησσού. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η εχθρική στάση των κατοίκων απέναντι στις εκστρατευτικές δυνάμεις, τις οποίες θεωρούσαν δυνάμεις κατοχής, και εναντίον των οποίων έβαλλαν από τα νώτα.

Προ της δημιουργούμενης νέας κατάστασης ο στρατηγός Νερέλ διέταξε τότε όλες οι δυνάμεις να διεκπεραιωθούν στη δεξιά όχθη του Δνείστερου μεταξύ Μπεντέρι και Άκερμαν, προκειμένου να κρατηθεί πλέον εκεί η άμυνα της Βεσσαραβίας μαζί με ρουμανικές και πολωνικές δυνάμεις. Τελικά οι Μπολσεβίκοι σταμάτησαν την προέλασή τους στον Δνείστερο.

Άμυνα ισθμού Περεκόπ

Κατά το χρόνο που επερχόταν το τέλος των επιχειρήσεων στην Ουκρανία το 2ο Σύνταγμα της ΧΙΙΙς ελληνικής Μεραρχίας που είχε αποβιβαστεί από τις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη υποστήριζε τις υπό τον Ρώσο στρατηγό ρωσικές δυνάμεις (4η και 5η Μεραρχία) κατά των Μπολσεβίκων στην άμυνα της Κριμαίας παρά τον Ισθμό του Περεκόπ. Επίσης μία δύναμη 2.000 Γάλλων ασχολούνταν με την τήρηση της τάξης σε διάφορες πόλεις της Κριμαίας.
Τελικά και η γραμμή άμυνας του ισθμού Περεκόπ υποχώρησε, αφενός λόγω των ανεπαρκών δυνάμεων έναντι των Μπολσεβίκων αφετέρου λόγω του πολύ χαμηλού ηθικού των ρωσικών μονάδων. Παρά ταύτα το ελληνικό σύνταγμα σύναψε σφοδρές μάχες κατά μεμονωμένων δυνάμεων ειδικά στο Γιουσούν (25 χλμ. νότια του Περεκόπ) και στο Εσκήκιοϊ—Ζάμα (50 χλμ. νότια του Περεκόπ). Τελικά, λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης, το ελληνικό σύνταγμα συμπτύχθηκε με τις υπάρχουσες γαλλικές δυνάμεις γύρω από τη Σεβαστούπολη, όπου και οργάνωσε την εγγύς άμυνα της πόλης, ενώ η κύρια ρωσική δύναμη υποχώρησε στη Θεοδοσία.

Στις 15 Απριλίου ξεκίνησε η σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων, που εξακολούθησε και την επόμενη ημέρα. Στην επίθεση αυτή ομόφρονες κάτοικοι έβαλαν από τα νώτα τα συμμαχικά στρατεύματα. Στο λιμένα της πόλης μεταξύ των άλλων πολεμικών πλοίων, γαλλικών και ρωσικών κυρίως θωρηκτών, ήταν και δύο ελληνικά, το θωρηκτό Κιλκίς και το αντιτορπιλικό Πάνθηρ, που με δραστικά πυρά έβαλαν κατά των θέσεων των Μπολσεβίκων. Τελικά όλη εκείνη η επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία, ενώ την επομένη κλείστηκε ανακωχή.

Ανακωχή

Η ανακωχή στο μέτωπο της Κριμαίας συνάφθηκε στις 17 Απριλίου, και είχε δεκαήμερη διάρκεια, που έληγε στις 27 Απριλίου. Κατά το διάστημα αυτό αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας και η μεταφορά όλου του συμμαχικού υλικού στη Κωνσταντινούπολη.

Τέλος εκστρατείας

Τελικά, μία εβδομάδα μετά το περιστατικό άρχισε η εκκένωση της Κριμαίας. Στις 28 Απριλίου 1919, μία ημέρα μετά τη λήξη της ανακωχής, επιβιβάστηκε το ελληνικό σύνταγμα, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, και το βράδυ της ίδιας ημέρας όλα τα πλοία απέπλευσαν για Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου και έληξε η εκστρατεία της Κριμαίας.

Συνέπειες

Οι συνέπειες εκ της παραπάνω συμμετοχής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξαν ολέθριες για τον ελληνισμό της Κριμαίας μέχρι και στην περιοχή του Βατούμ. Δύο μόλις μήνες αργότερα οι Μπολσεβίκοι, ως αντίποινα, εξαπέλυσαν διωγμούς και δολοφονίες Ελλήνων της περιοχής, ενώ ένα τεράστιο κύμα προσφύγων άρχισε να φθάνει στην Ελλάδα, μετά μάλιστα και την άρνηση των συμμάχων Αγγλο-Γάλλων για την αποβίβασή τους στην Κωνσταντινούπολη που ήταν ο αρχικός προορισμός τους. Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσαν ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μόνο στο πρώτο δίμηνο που ακολούθησε μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων 103 Έλληνες, ρωσικής υπηκοότητας, τουφεκίστηκαν μεταξύ των οποίων ο επιφανής Αμπατιέλος με το πρόσχημα ότι δεν κατέβαλαν τις αναγκαστικές εισφορές που τους επιβλήθηκαν.
Η ελληνική παροικία της Οδησσού φερόταν να υπέστη τα μέγιστα. Η δε κατάσταση των απόρων Ελλήνων, σύμφωνα με αναφορά του προξενείου της Ολλανδίας, στο οποίο είχαν καταφύγει προκειμένου να μεριμνήσει για την τελικά επάνοδό τους στην Ελλάδα, ήταν απελπιστική και ιδιαίτερα κρίσιμη, κάνοντας λόγο για επιτακτική ανάγκη διορισμού προξένου. Ειδικότερα για τις ελληνικές παροικίες του Κιέβου, Χερσώνας και Νικολάιεφ, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού προξενείου σημειώθηκαν μεγάλες διαρπαγές. Τα αρχεία κάηκαν, τα έπιπλα κλάπηκαν ή καταστράφηκαν, ενώ οι προξενικές σφραγίδες αφαιρέθηκαν και τα οικήματα αποδόθηκαν σε άλλους ενοικιαστές. Τα δε οικήματα και εμπορεύματα επιφανών Ελλήνων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν καταφέρνοντας να διαφύγουν κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι παραπάνω καταστροφές του ελληνισμού της Κριμαίας άρχισαν να γίνονται γνωστές στην ελληνική ειδησεογραφία, τρεις μήνες αργότερα, κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (1919). ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου