Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 13 Φεβ 2022
13 Φλεβάρη 1945 ξεκινάει ο βομβαρδισμός της Δρέσδης - Μαρτυρία – ντοκουμέντο επιζήσασας
Κλίκ για μεγέθυνση

 






 

 
Μάργκαρερτ Φρέγερ
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, 14 Φεβρουαριου 1945

Η Δρέσδη , που φημιζόταν ως μια από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου – «Φλωρεντία επί του Έλβα» – καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, μεταξύ 13 και 14 Φεβρουαρίου 1945, από οχτακοσια βρετανικά και αμερικανικά αεροσκάφη.

Στάθηκα δίπλα στην πόρτα και περίμενα μέχρι που οι φλόγες φάνηκαν να υποχωρούν και μετά βγήκα βιαστικά στο δρόμο. Κρατούσα τη βαλίτσα μου και φορούσα ένα λευκό γούνινο παλτό που μόνο λευκό δεν ήταν. Επίσης φορούσα μπότες και μακρύ παντελόνι. Όπως αποδείχτηκε οι μπότες ήταν καλή επιλογή.

Οι σπίθες και οι φλόγες δεν άφηναν να δω και πράγματα στην αρχή. Ένα καζάνι μαγισσών με περίμενε εκεί έξω: δεν υπήρχε δρόμος, μόνο χαλάσματα ύψους ενός μέτρου, γυαλιά, πέτρες, χαλύβδινα δοκάρια , κρατήρες από βόμβες. Προσπάθησα ν΄απαλλαγώ από τις σπίθες τινάζοντές από το παλτό μου. Ήταν μάταιο. Σταμάτησα να το κάνω, σκόνταψα και κάποιος φώναξε πίσω μου: «Βγάλε το παλτό σου, έχει πιάσει φωτιά». Μέσα στην αποπνικτική ζέστη δεν το είχα προσέξει. Έβγαλα το παλτό και το πέταξα.

Δίπλα μου μια γυναίκα φώναζε συνεχώς: «Καίγεται το σπίτι μου, καίγεται το σπίτι μου» και χόρευε στο δρόμο. Καθώς απομακρύνομαι ακούω ακομα τις κραυγές της αλλά δεν την βλέπω πια. Τρέχω, σκοντάφτω. Δεν ξέρω πλέον ούτε που βρίσκομαι. Έχω χάσει την αίσθηση προσανατολισμου γιατι δε βλέπω ούτε τρία βήματα μπροστά.

Ξαφνικά πέφτω σε μια μεγάλη τρύπα – έναν κρατήρα βόμβας, πλάτους έξι μέτρων και βάθους δύο , και βρίσκομαι πάνω σε τρεις γυναίκες. Τις τραβάω από τα ρούχα κι αρχίζω να τους φωνάζω, λέγοντάς τους ότι πρέπει να βγουν από δω μέσα – αλλά δεν κινούνται πια. Πιστεύω ότι επηρεάστηκα σοβαρά από αυτό τα επεισόδιο· έχω την εντύπωση πώς έχασα κάθε συναίσθημα. Σκαρφάλωσα βιαστικά πάνω από τις γυναίκες, έσυρα πισω μου τη βαλίτσα μου και βγήκα μπουσουλώντας από τον κρατήρα.

Αριστερά μου βλέπω ξαφνικά μια γυναίκα.Τη βλέπω ακομη και σήμερα και δε θα την ξεχάσω ποτέ. Κρατάει ένα μπόγο στην αγκαλιά της. Είναι ένα μωρό. Τρέχει, πέφτει, και το μωρό της διαγράφει ένα τόξο και πέφτει στη φωτιά.Μόνο τα μάτια μου το αντιλαμβάνονται· εγώ προσωπικα δεν αισθανομαι τίποτα. Η γυναίκα παραμένει πεσμένη στο έδαφος, τελείως ακίνητη.Γιατί; Για ποιο λόγο; Δεν ξέρω, απλώς συνεχίζω να βαδίζω. Η πύρινη θύελλα είναι κάτι το απιστευτο, ακουω φωνές που ζητάνε βοήθεια και κραυγές από κάπου, αλλά το μονο που υπάρχει γύρω μου είναι μια κόλαση. Κρατάω ένα βρεγμένο μαντήλι πάνω στο στομα μου, τα χέρια μου και το προσωπό μου καίγονται·αισθάνομαι σαν να κομματιάζεται το δέρμα μου.

Δεξιά μου βλέπω ένα μεγάλο, καμένο κατάστημα όπου είναι συγκεντρωμένος πολύς κόσμος. Πλησιάζω, αλλά σκέφτομαι: «Όχι, δεν μπορώ να μείνω ούτε εδώ, το μέρος είναι ζωσμένο στις φλόγες». Τους αφήνω όλους πίσω μου και συνεχίζω το δρόμο μου; Προς τα πού; Κάθε φορα, προς τα σημεία εκείνα που είναι σκοτεινά, με την ελπίδα ότι δεν θα υπάρχει εκεί φωτιά. Δεν έχω ιδέα πώς ακριβώς ήταν ο δρόμος. Αλλα κυρίως απ΄αυτά τα σκοτεινά σημεία προβάλλουν άνθρωποι που λένε συνέχεια τα ίδια λόγια: «Μην προχωρήσεις άλλο, από κει προέρχονται, όλα καίγονται εκεί!». Οπουδήποτε και σ΄οποιονδήποτε κι αν στραφώ, πάντα η ίδια απάντηση.

Μπροστά μου υπάρχει κάτι που ίσως είναι ένας δρόμος πλημμυρισμένος από μια διαβολική βροχή από σπίθες οι οποίες μοιάζουν σαν πελώρια δαχτυλίδια φωτιάς όταν πέφτουν καταγής. Δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να περάσω ανάμεσά τους.Πιέζω άλλο ένα υγρό μαντήλι στο στομα μου και σχεδόν καταφέρνω να περάσω, αλλά πέφτω και είμαι σιγουρη ότι δεν μπορώ να συνεχίσω. Κάνει ζέστη. Φρικτή ζέστη! Τα χέρια καίνε σα φωτιά. Πεταώ τη βαλίτσα μου, δε μ΄ενδιαφέρει , και νιώθω και πολύ αδύναμη. Τουλάχιστον δεν έχω τίποτα πια να σέρνω μαζί μου.

Προχώρησα σκοντάφτοντας προς το μέρος που είχε σκοτάδι. Ξαφνικά, ξαναείδα ανθρώπους, ακριβώς μπροστά μου. Ξεφωνίζουν και χειρονομούν και μετα – προς απέραντη έκπληξη και φρίκη μου – βλέπω τον έναν μετα τον άλλο να σωριάζονται καταγής. Είχα την εντύπωση ότι είχαν πυροβοληθεί, αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Σήμερα ξέρω ότι οι άτυχοι εκείνοι άνθρωποι ήταν θύματα της έλλειψης οξυγονου.Λιποθύμησαν και μετα κάηκαν, απανθρακώθηκαν. Σκοντάφτω πάνω σε μια πεσμένη γυναίκα και καθως είμαι κι εγώ πεσμένη δίπλα της, βλέπω τα ρούχα της να καίγονται. Ένας τρελός φόβος με κυριεύει κι από κείνη τη στιγμή και μετα επαναλαμβάνω συνεχως μια απλή φράση : « Δε θέλω να καώ, δε θέλω να κάω !» Ξαναπέφτω κι αισθάνομαι ότι δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ, αλλά ο φόβος ότι μπορεί να καω μου δίνει κουράγιο να ξανασταθω στα πόδια μου. Σέρνομαι, παραπατάω με το τελευταίο μαντίλι μου κολλημένο στο στομα μου… Δε ξέρω πάνω σε πόσους σκονταψα.Μόνο ένα πράγμα ήξερα:ότι δεν πρέπει να καώ.

Aλλά τώρα τα μαντίλια μου έχουν τελειώσει – η ζέστη είναι φοβερή – δεν μπορώ να συνεχίσω και μένω πεσμένη στο χώμα. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μου ένας στρατιώτης. Κουνάω απεγνωσμένα το χέρι μου. Με πλησιάζει και ψιθυρίζω στ΄αυτί του( η φωνή μου έχει σχεδόν χαθεί): «Πάρε με μαζί σου δε θέλω να καώ». Αλλά ο στρατιώτης ήταν πολύ εξασθενημένος για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Σταύρωσε τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου και με προσπέρασε. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου μέχρι να εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι.

Προσπαθώ για άλλη μια φορά να σηκωθώ, αλλά το μονο που καταφέρνω είναι να συρθώ στα τέσσερα.Νιώθω ακομα το σώμα μου,ξέρω ότι ειμαι ακομα ζωντανή. Ξαφνικά στέκομαι όρθια, αλλα κάτι δε  πηγαινει καλά, όλα φαίνονται απομακρα και δεν ακούω ουτε βλέπω καλά. Όπως διαπιστωσα αργότερα, υπέφερα από έλλειψη οξυγονου σαν όλους τους άλλους. Πρέπει να έκανα κάπου δέκα βήματα μ΄αυτόν  τον τρόπο όταν, ξαφνικά , ανάσανα, καθαρά αέρα. Παίρνω άλλη μια ανάσα,εισπνεω βαθιά, και ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου. Μπροστα μου υπάρχει ένα σπασμένο δέντρο. Καθώς τρέχω προς το μέρος του, ξέρω ότι έχω σωθεί , αλλά δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι το παρκο έιναι το Μπιγκερβίζε.

Προχωρώ λιγο ακομα κι ανακαλύπτω ένα αυτοκίνητο. Χαίρομαι κι αποφασιζω να περασω τη νύχτα μέσα σ΄αυτό. Το αυτοκίνητο είναι γεμάτο βαλίτσες και κουτιά, αλλα βρίσκω αρκετό χρόνο στο πισω κάθισμα για να χωρέσω. Μια άλλη εύνοια της τύχης είναι πώς τα τζάμια του αυτοκινήτου έιναι όλα σπασμένα και πρέπει να παραμείνω ξύπνια για να σβήνω τις σπίθες που μπαίνουν μέσα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου και μια αντρική φωνή είπε: «Πρέπει να βγεις από κει».Τρόμαξα γιατί κάποιος ήταν αποφασισμένος να με βγάλει με το ζόρι από την ασφαλή κρυψώνα μου. Είπα με φωνή που έτρεμε από το φοβο :» Σε παρακαλώ, άσε με να μείνω εδώ , θα σου δώσω όλα τα λεφτά που έχω μαζί μου».(Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το βρίσκω αστείο).Αλλα  η απάντηση που πήρα ήταν:»Όχι, όχι δε θέλω τα λεφτα σου. Το αυτοκινητο καίγεται».

Θεέ μου! Πετάχτηκα αμέσως έξω και είδα ότι πραγματι καιγονταν οι τέσσερις ροδες. Δεν το έιχα αντιληφθεί εξαιτίας της τρομερής ζέστης.

Κοίταξα τον άντρα που με είχε προειδοποιήσει κι αναγνώρισα το στρατιώτη που ειχε σταυρώσει τα χερια μου στο στήθος μου. Όταν τον ρώτησα, το επιβεβαίωσε. Μετα άρχισε να κλαίει. Συνέχισε να μου χαϊδεύει την πλατη, να ψιθυρίζει λεξεις για γενναιότητα, για την εκστρατεία στη Ρωσσία…αλλά αυτό εδώ, αυτό ειναι κόλαση. Δεν καταλαβαινω τι εννοεί και του προσφέρω ένα τσιγάρο.

Προχωραμε για λίγο και ανακαλύπτω δυο σκυμμένες φιγούρες. Ήταν δυο άντρες, ο ένας σιδηροδρομικός που έκλαιγε επειδή (μεσα στον καπνο και τα χαλάσματα) δεν μπορούσε να βρει το δρομο για το σπίτι του. Ο άλλος ήταν ένας πολίτης που είχε γλιτώσει σ΄ένα υπόγειο μαζι με εξήντα άτομα, αλλά είχε υποχρεωθει να αφήσει πίσω τη γυναικα του και τα παιδιά του, εξαιτίας ορισμένων φρικτών συνθηκών. Οι τρεις άντρες έκλαιγαν τώρα όλοι μαζί, αλλά στεκομουν και τους κοίταζαα , αδυνατώντας να χύσω έστω κι ένα δάκρυ. Ήταν σαν να παρακολουθούσα ταινια. Περάσαμε τη νύχτα μαζί , καθισμενοι στο χωμα και τοσο κουρασμένοι, που δεν μπορουσαμε ούτε να συζητήσουμε. Οι συνεχείς εκρήξεις δε μας ενοχλουσαν, αλλά οι κραυγές που καλούσαν βοήθεια κι έρχονταν απ΄ολες τις κατευθύνσεις, ήταν εφιαλτικές. Γυρώ στις έξι το πρωί χωρίσαμε.

Πέρασα όλες τις επόμενες ώρες ψάχνοντας στην πόλη για τον αρραβωνιαστικό μου..Τον αναζήτησα ανάμεσα στους νεκρούς επειδή δε φαίνοντον ζωντανοί εκεί γύρω. Τα όσα είδα ειναι τόσο φριχτα που αδυνατώ να τα περιγράψω.Νεκροί, νεκροι, παντου νεκροί. Μερικοί τελέιως απανθρακωμενοι. Άλλοι τελείως ανέπαφοι, λες κι ήταν κοιμισμένοι.Γυναίκες με ποδιές, γυναίκες με παιδιά, καθισμένες μες στα τραμ λες και μολις είχαν αποκοιμηθει. Πολλές γυναίκες , πολλές κοπέλες, πολλά μικρα παιδιά, στρατιώτες που αναγνωρίζονταν μονο από τις μεταλλικες αγκράφες στις ζώνες τους, σχεδόν όλοι τους γυμνοί.

Μέσα από τα χαλάσματα εξείχαν χερια, κεφάλια, ποδια, σπασμενα κρανια. Οι δεξαμενές νερου ήταν γεμάτες μεχρι τα χείλη με πτώματα και με μεγάλα κομματια τσιμέντου από πάνω. Οι περισσότεροι , φαίνονταν πρησμένοι, με μεγάλα κίτρινα και καφέ σημάδια στα σώματα τους. Άνθρωποι που τα ρούχα τους εξακολουθούσαν να λάμπουν… Νομίζω ότι ήμουν ανίκανη ν΄αντιληφθώ τη σημασία αυτής της απάνθρωπης πραξης, γιατί υπήρχαν και παρα πολλά μωρά, φρικτα ακρωτηριασμένα κι οι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε σχηματιζες την εντύπωση ότι κάποιος τους είχε στριμώξει εκεί μέσα σκόπιμα.

Μετα διέσχισα τους Κήπους του Γκρόσερ και συνειδητοποίησα ότι χρειαζοταν ν΄απομακρύνω συνεχώς χερια, χέρια που ανήκαν σ΄ανθρώπους που ήθελαν να τους παρω μαζί μου, χέρια που προσπαθουσαν να πιαστουν από πάνω μου. Αλλά παραήμουν εξαντλημένη για να σηκώσω οποιονδήποτε. Το μυαλό μου τα  αφομοίωνε όλα αυτά ακαθοριστα, σαν να κοίταγα μεσα από ένα πέπλο. Ημουν , μάλιστα, σε τέτοια κατάσταση,ώστε δε συνειδητοποίησα,  ότι έγινε και μια τρίτη επίθεση εναντίον της Δρέσδης. Αργά εκείνο το απόγευμα κατέρρευσα στη λεωφόρα Όστρα, απ΄οπου με μάζεψαν δύο άντρες και με οδήγησαν σε μια φίλη που ζούσε τα περίχωρα.

Ζήτησα ένα καθρέφτη και δεν αναγνώρισα τον εαυτο μου. Το πρόσωπό μου είναι μια μαζα από φουσκάλες, το ίδιο και τα χέρια μου. Τα μάτια μου ήταν δυο στενές σχισμές και πρησμένα,το σώμα ήταν γεμάτο από μικρά μαύρα σημάδια. Μεχρι σήμερα δε μπορώ να καταλάβω πώς απέκτησα αυτά τα , γιατί φορούσα μακρύ παντελόνι και ζακέτα. Μάλλον οι σπιθεςθα διαπέρασαν τα ρούχα μου.

Μάργκαρετ Φρέγερ , Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης 14 Φεβρουαρίου , Τα μεγάλα ρεπορτάζ , Τόμος Β’ εκδόσεις Νάρκισσος.



Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ , Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022 | 2:00 μ.μ.
πηγη: http://tsak-giorgis.blogspot.com
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου