Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 03 Μάι 2022

 

Γκιον Καστριότι
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση 14ος αιώνας
Επαρχία του Ματ
Θάνατος 2  Μαΐου 1437
Τόπος ταφής Ελλάδα
Εθνικότητα Αλβανοί
Χώρα πολιτογράφησης Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητα στρατιωτικός
Οικογένεια
Σύζυγος Βοϊσάβα Τριπάλντα
Τέκνα Σκεντέρμπεης
Γονείς Παλ Καστριότι (Παύλος Καστριώτης)
Οικογένεια Οικογένεια Καστριότι

Ο Ιωάννης Καστριώτης Α΄ ο Πρεσβύτερος (αλβανικά: Gjon Kastrioti, 1380 - 2 Μαΐου 1437)[1], γνωστός και υπό τον αλβανικό νεολογισμό[2] Γκιον Καστριότι, ήταν Αλβανός ή Έλληνας[3][4] άρχοντας στην περιοχή της Αλβανίας, πατέρας του εθνικού ήρωα των Αλβανών, Σκεντέρμπεη και παππούς του Γκιόν Καστριότι του νεότερου (ιταλικά: Giovanni Castriota).

Όνομα

Η αλβανική μορφή του ονόματος (Gjon) δεν απαντάται στις μεσαιωνικές πηγές και σύμφωνα με τον Καναδό αλβανολόγο, Ρόμπερτ Έλζι, πρόκειται για νεολογισμό[2]. Στις μεσαιωνικές πηγές αναφέρεται ως «Ivan», «Ivanus» και «Ιβάνης» (στον Χαλκοκονδύλη). Σε ιταλικές και βενετικές πηγές συναντάται ως «Johannes» και «Zuan». Στις τουρκικές πηγές η περιοχή του ονομάζεται «Yvan-ili» δηλ. «γη του Jovan».[5]. Από τους σύγχρονους ιστορικούς, ο αλβανολόγος Όλιβερ Σμιτ υιοθετεί τα ονόματα «Ιβάν»[6] και «Γκιον»[7].

Καταγωγή

Πηγή του 1366 αναφέρει κάποιον Καστριώτη ως κεφαλή (διοικητή) της ακρόπολης του Αυλώνα (σημ. Vlorë, στην Αλβανία). Ο σύγχρονος ιστορικός John V. A. Fine θεωρεί αυτό το πρόσωπο πιθανό πρόγονο του Ιωάννη Καστριώτη.[8] Ο επίσης σύγχρονος ιστορικός Anthony Bryer θεωρεί ότι η οικογένεια Καστριότι ήταν γκέγκικης καταγωγής[9]. Ο συγγραφέας Σαράντος Καργάκος εικάζει ότι ο αρχηγέτης της σχετιζόταν με την περιοχή της Ηπείρου.[10].

Δράση

Παντρεύτηκε τη σερβικής καταγωγής Βοϊσάβα, γόνο της αρχοντικής οικογένειας των Μπράνκοβιτς[11]. Μαζί της απέκτησε εννέα παιδιά. Γνωστά είναι τα ονόματα των γιών του: Στανίσλαος (Stanisha, Στάνισα), Ρεπόζιο (Reposh, Ρεπός), Κωνσταντίνος (Kostandin, Κοσταντίν) και Γεώργιος (Gjergj, Τζερτζ ή Γκεργκ). Επίσης είναι γνωστό το όνομα μιας κόρης του, της Μάρα, η οποία παντρεύτηκε Σέρβο ευγενή, άρχοντα του πριγκηπάτου της Ζέτας[12].

Ήδη από το 1393, οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν καταλάβει το Σκαντάρ (σημ. Σκόδρα), τo Ντριβάστ (σημ. χωριό Ντριστ) και άλλες θέσεις της βόρειας Αλβανίας[13]. Ωστόσο αυτές οι θέσεις επανήλθαν στον έλεγχο Αλβανών αρχηγών, οι οποίοι όμως μέχρι το 1402 είχαν ήδη καταστεί υποτελείς των Τούρκων. Το 1402, ο Καστριώτης συνόδευσε, μαζί με άλλους Αλβανούς υποτελείς, τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζίτ στη Μικρά Ασία, στην εκστρατεία του τελευταίου εναντίον των Μογγόλων του Ταμερλάνου η οποία κατέληξε στη μοιραία μάχη της Άγκυρας.[14]

Μετά τη δεινή ήττα των Τούρκων από τους Μογγόλους στη μάχη εκείνη, διάφοροι υποτελείς των πρώτων στην Αλβανία ζήτησαν και έλαβαν την προστασία των Βενετών. Επίσης, οι Βενετοί έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη Σκόδρα και το φρούριο της Κρόια (σημ. Kruje).[15] Μετά από αυτές τις εξελίξεις, ο σουλτάνος Μεχμέτ Α' θεώρησε αναγκαίο να επαναφέρει την οθωμανική ισχύ στην περιοχή. Έτσι, το 1415, εξαπέλυσε ισχυρή επίθεση η οποία οδήγησε στην κατάληψη της Κρόια και μερικών δευτερευόντων οχυρών. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, οι δύο ισχυρότερες οικογένειες της Αλβανίας, οι Balsic και οι Τόπια, σταδιακά έχασαν τη δύναμή τους. Τη θέση τους πήραν οι Arianiti της νότιας Αλβανίας και οι Καστριότι, οι οποίοι μέχρι το 1420 έγιναν η ισχυρότερη δύναμη στον βορρά, με επικεφαλής τον Ιωάννη.[16] Ο Καστριώτης, όντας υποτελής των Βενετών και πολίτης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από το 1413[17] και, στη συνέχεια, υποτελής των Τούρκων (1415), ξεκίνησε από την περιοχή μεταξύ του άνω Mati (σημ. Ματ) και του άνω Δρίνου και, πιέζοντας προς τα βόρεια, κατέλαβε τα Τίρανα, καθιστώντας υποτελείς του διάφορες φυλές που έλεγχαν εδάφη στα ανατολικά, σχεδόν μέχρι το Πρίζρεν. Φαίνεται ότι μέχρι το 1420 είχε ήδη φτάσει μέχρι τις εκβολές του Mati, με την έγκριση του Σουλτάνου, αποκτώντας έτσι πρόσβαση στη θάλασσα. Η πρόσβαση αυτή έδωσε στον Καστριώτη, τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το εμπόριο ξυλείας την οποία διέθετε άφθονη η περιοχή που αυτός ήλεγχε. Επίσης ήλθε σε συμφωνία με τους εμπόρους του Ντουμπρόβνικ, επιτρέποντάς τους να δρουν στην επικράτειά του.[16]

To 1420 ή το 1421 οι Οθωμανοί είχαν θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό τους την κεντρική Αλβανία και τη μοίρασαν ως στρατιωτικά τιμάρια. Το 80% αυτών των τιμαριούχων φαίνεται να ήταν έποικοι από την Ανατολία και το υπόλοιπο ντόπιοι. Μέσα στην ίδια δεκαετία ξεκίνησε ισχυρή τοπική αντίσταση στους εισβολείς, ενώ στο βορρά οι Καστριότι και οι υπόλοιπες ισχυρές οικογένειες διατήρησαν τα εδάφη τους χάρη στη σχέση υποτέλειας προς τους Τούρκους.[17]

Έως το 1423, ο Καστριώτης είχε επεκτείνει την επικράτειά του έως το Αλέσιο (σημ. Lezhë) και, δωροδοκούμενος από τους Βενετούς, προσχώρησε σε αυτούς, μαζί με άλλους Αλβανούς φυλάρχους[18]. Όμως την ίδια χρονιά οι Τούρκοι είχαν ήδη τελειώσει τη δική τους δυναστική σύρραξη και εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι επαναφορά των Καστριότι και Arianiti στην υποτέλεια προς τον Σουλτάνο. Ως εγγύηση για τη νομιμοφροσύνη του, ο Ιωάννης Καστριώτης έστειλε τους γιους του ως ομήρους στην οθωμανική πρωτεύουσα, Αδριανούπολη, το 1423. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γεώργιος, μετέπειτα γνωστός ως Σκεντέρμπεης, ο οποίος σύντομα εξισλαμίστηκε και ανήλθε σε ψηλά στρατιωτικά αξιώματα.[19]

Το 1430, μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης, ο σουλτάνος Μουράτ αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την εκ νέου ανοιχτή δίοδο προς τα δυτικά για να επιτεθεί εναντίον της Ηπείρου της οποίας ο ηγεμόνας Κάρολος Τόκο είχε μόλις πεθάνει. Ωστόσο, ο Μουράτ διέθετε αρκετές ακόμη δυνάμεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της γειτονικής Αλβανίας, καταλαμβάνοντας το Δυρράχιο. Επίσης κατέλαβε και το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεων του Καστριώτη, με τον οποίο ήταν έντονα εξοργισμένος, λόγω των στενών σχέσεών του με τους Βενετούς. Στις περιοχές του Καστριώτη, οι Τούρκοι εγκατέστησαν φρουρές σε δυο οχυρά και λεηλάτησαν την υπόλοιπη χώρα.[20] Στη συνέχεια, μοίρασαν τη χώρα σε τιμαριούχους από την Ανατολία, όπως είχαν πράξει και το 1420. Το ένα τέταρτο των τιμαρίων το έδωσαν σε πιστούς τους Αλβανούς άρχοντες, από τους οποίους κάποιοι είχαν ήδη προσηλυτιστεί στον μουσουλμανισμό. Μεγάλο μέρος των υπόλοιπων αρχηγών κατέφυγε στα βουνά, ιδιαίτερα γύρω από το Τεπελένι, συνεχίζοντας την αντίσταση κατά των Τούρκων.[20]

Ο Καστριώτης πέθανε το 1437, ως μοναχός με το όνομα Ιωακείμ, στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους, γεγονός που μαρτυρά τις μακρόχρονες και στενές σχέσεις των Αλβανών φεουδαρχών με το σερβικό αυτό μοναστήρι[21]. Τότε ο Σουλτάνος έδωσε εντολή στον Οθωμανό κυβερνήτη της Κρόια να αφαιρέσει και τις τελευταίες κτήσεις από την οικογένεια του Καστριώτη. Όμως, το 1443, ο Σκεντέρμπεης, εξοργισμένος από τη μεταχείριση των Τούρκων προς την οικογένειά του, επαναστάτησε και, για περίπου δύο δεκαετίες, έγινε η κεντρική μορφή της αντίστασης κατά των Οθωμανών στην Αλβανία.[22]

Παραπομπές

  1.  
  1. Fine 1994, σελ. 556.

Πηγές

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 32, λήμμα Καστριώτης.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 6, λήμματα Αλβανία, Ιστορία της Αλβανίας.
  • Σαράντος Καργάκος, Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες, Β' Έκδοση, 2000.
  • Fine, John Van Antwerp (1994). The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. University of Michigan Press. ISBN 978-0-472-08260-5.
  • Schmitt, Jens Oliver (2009). Skanderbeg: Der neue Alexander auf dem Balkan,. Pustet. ISBN 3791722298.

Βιβλιογραφία

  • Dictionarium Latino Epiroticum, Fransiscus Blanchus
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ε', μέρος Β', Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σχολιασμός Καρολίδη
  • Ιστορία του Σουλίου και Πάργας, Χριστόφορος Περραιβός
  • Αλβανία, Αχ. Λαζάρου, Νέα Εστία, 1994
  • Encyclopedia Britannica, λήμμα Albania, Medieval Culture, 2007
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου