Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 08 Ιούν 2023
Πόλεμος – Αιχμαλωσία – Μπουζούκι – Σπαρτακιστές και πάλι Πόλεμος
Κλίκ για μεγέθυνση









Μια ιστορία εγκλημάτων της εξουσίας με αφετηρία την Α΄ παγκόσμια ανθρωποσφαγή, την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι, μέχρι την κοινωνική επανάσταση στη Γερμανία και τον πόλεμο στην Μικρά Ασία

Ηχογράφηση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκέρλιτς

Τι σχέση μπορεί να έχει η πρώτη παγκόσμια ανθρωποσφαγή με την πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού και την επανάσταση στην Γερμανία το 1918-1919; Ίσως η σχέση αυτή να μπορούσε να αποτυπωθεί μονάχα σε μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη! «Μα, τι ακατανόητη εισαγωγή», θα αναρωτηθείτε και έχετε δίκιο· μα η ιστορία έχει τόσες πολλές πτυχές και οι διαδρομές της μπορεί να ενώνουν πράγματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους. Αλλά, για να γίνουν κατανοητές οι παραπάνω συνδέσεις θα πρέπει να γίνει απαραίτητα μια εισαγωγή στο ιστορικό πλαίσιό τους, που αφορά την εμπλοκή του ελλαδικού κράτους στην Α΄ παγκόσμια ανθρωποσφαγή.

 

Στην ιστορία που ακολουθεί φαίνεται ξεκάθαρα πως τα κράτη και οι εξουσίες χρησιμοποιούν τους ανθρώπους για τις κυριαρχικές τους επιδιώξεις, αδιαφορώντας για την ζωή τους· και όταν χρησιμοποιηθούν αφήνονται έρμαιοι και τσακισμένοι, έχοντας χάσει κομμάτια της ζωής τους και του εαυτού τους.

Η αιχμαλωσία 7.000 ανθρώπων στην Καβάλα

Το ελλαδικό κράτος συμμετείχε στην πρώτη παγκόσμια ανθρωποσφαγή μόλις κατά το τέλος της, σε μάχες που έγιναν στην περιοχή της Μακεδονίας. Όλη την προηγούμενη περίοδο του πολέμου, το ελλαδικό κράτος με τον βασιλιά Κωνσταντίνο προέκρινε την πολιτική της ουδετερότητας. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Αρχικά υπήρχαν οι δεσμοί του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον βασιλιά της Γερμανίας Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄, καθώς ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την αδερφή του Κάιζερ. Επιπλέον, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου. Η απόφαση για ουδετερότητα είχε παρθεί σε πλήρη συνεννόησή του με τον βασιλιά Κάιζερ με τον οποίο είχαν συνεχή επικοινωνία. Επίσης, ένας ανασταλτικός παράγοντας για την μη ευθεία στήριξη της Γερμανίας, ήταν πως στο πλευρό της Γερμανίας είχε συνταχθεί η Οθωμανική αυτοκρατορία, καθώς και το κράτος της Βουλγαρίας. Η στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου βρήκε απήχηση σε αρκετό κόσμο από τα λαϊκά στρώματα, που δεν ήθελε να συνεχίσει να πολεμά, καθώς μόλις είχαν τελειώσει οι πολεμικές αναμετρήσεις από τους βαλκανικούς πολέμους και είχε επιστρέψει σπίτι του, έχοντας βιώσει και επιβιώσει από την φρίκη του πολέμου. Ακόμα, η στάση αυτή εξυπηρετούσε και πολλά μικροαστικά στρώματα που έβλεπαν με καχυποψία την εισροή νέων εξωελλαδικών ισχυρών κεφαλαίων στον ελλαδικό χώρο μετά από ενδεχόμενη νίκη, τα οποία δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν. Με τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε, πως η ουδετερότητα δεν αφορούσε, βέβαια, την τήρηση ίσων αποστάσεων, αλλά στην προκειμένη ήταν η μόνη στάση που μπορούσε να ήταν φιλική προς την Γερμανία, δεδομένων των συνθηκών και των ισορροπιών που έπρεπε να διατηρηθούν.

Λίγο πριν την αναχώρηση για το στρατόπεδο συγκέντρωσης

Τα παραπάνω, βέβαια, είναι εξουσιαστικά αλισβερίσια που βλέπουν τους εξουσιαζόμενους ως πιόνια στην σκακιέρα της κυριαρχίας. Σ’ αυτά τα αλισβερίσια οι ανθρώπινες ζωές είναι μόνο αριθμοί που εξυπηρετούν ή όχι τους κυριαρχικούς σχεδιασμούς. Στον ουδέτερο, λοιπόν, ελλαδικό χώρο, η συμμαχία της Αντάντ αποβιβάζει στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη και μετά την κατάρρευση του σερβικού μετώπου, τα στρατεύματα της Σερβίας, η οποία είναι σύμμαχος της Αντάντ, εισέρχονται στην Μακεδονία. Το βουλγαρικό κράτος παίρνει το πράσινο φως από την Γερμανία να εισέλθει και αυτό στη Μακεδονία, για να αντιπαρατεθεί στην αυξανόμενη ανάπτυξη των δυνάμεων της Αντάντ στην περιοχή. Στην Καβάλα, βρισκόταν το ελλαδικό Δ΄ Σώμα Στρατού, το οποίο λόγω ουδετερότητας είχε εντολή να μην αντιπαρατεθεί στην βουλγαρική προώθηση. Μετά από πολλές και δαιδαλώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ Βρετανών, Βουλγάρων, Γερμανών, ελληνικής κυβέρνησης της Αθήνας, κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και διοίκησης του στρατιωτικού σώματος, το Δ΄ Σώμα Στρατού, με απόφαση του φιλοβασιλικού διοικητή Χατζοπούλου και με την σκιώδη επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου, συμφωνήθηκε να αιχμαλωτιστεί οικειοθελώς από τους Γερμανούς και όχι από τους Βούλγαρους, θεωρώντας πως στην Γερμανία οι αιχμάλωτοι θα είχαν καλύτερη αντιμετώπιση και πως αυτό θα είχε θετικό αντίκτυπο για την εικόνα της Γερμανίας στον ελλαδικό χώρο. Επιπλέον, στον πόλεμο προπαγάνδας, η Γερμανία θα μπορούσε να εμφανίσει την εξαναγκαστική παράδοση ενός ουδέτερου στρατεύματος από κράτος φιλικά προσκείμενο στην Γερμανία, ως πράξη γενναιοδωρίας, προστασίας και φιλοξενίας και όχι αιχμαλωσίας. Αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, η αιχμαλωσία όπως και να φτιασιδώνεται παραμένει αιχμαλωσία. Έτσι, λοιπόν, στις 2 Σεπτεμβρίου το 1916 (νέο ημερολόγιο 15 Σεπτεμβρίου), 6.100 στρατιώτες, 430 αξιωματικοί, στρατιωτικοί υπάλληλοι, 93 γυναίκες και 5 παιδιά μεταφέρθηκαν αρχικά στην Δράμα και εκεί φορτώθηκαν σε δέκα τρένα συνολικά με τελικό προορισμό το στρατόπεδο της πόλης Γκέρλιτς της Γερμανίας. Το ταξίδι κράτησε 12 μέρες και η ιδιότυπη αιχμαλωσία σχεδόν τρία χρόνια.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πόλη Γκέρλιτς

Η είσοδος του στρατοπέδου συγκέντρωσης

Ο βασιλιάς Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ είχε προετοιμάσει θερμή υποδοχή στους αιχμαλώτους, με μπάντες και στρατιωτικά αγήματα, ενώ τους έβαλε να παρελάσουν στους δρόμους της πόλης. Στην είσοδο του στρατοπέδου συγκέντρωσης υπήρχε μια μεγάλη πινακίδα με την λέξη «ΧΑΙΡΕΤΕ». Φαίνεται πως οι εξουσιαστές Γερμανοί είχαν από τότε έφεση στις σκωπτικές ταμπέλες –λίγες δεκαετίες μετά, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης θα έγραφαν το γνωστό «Arbeit macht frei». Βέβαια, κανείς δεν χαιρόταν, παρά τους «ευνοϊκούς» όρους της αιχμαλωσίας που υπογράφτηκαν από τον υπουργό στρατιωτικών του γερμανικού κράτους, τον πρέσβη του ελλαδικού κράτους και τον διοικητή του Δ΄ Σώματος. Οι 430 αξιωματικοί θα συνέχιζαν να παίρνουν τον μισθό τους σε γερμανικά μάρκα σε αναλογία 1 προς 1 και θα είχαν την δυνατότητα να σιτίζονται επιπλέον σε λέσχες της πόλης με πληρωμή. Δεν επιτρέπονταν τα ταξίδια εντός του γερμανικού χώρου, παρά μόνο με ειδική άδεια και οι αιχμάλωτοι του Σώματος θα ανήκαν στο γερμανικό υπουργείο στρατιωτικών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν υπάρχει καλή και κακή αιχμαλωσία. Από την στιγμή που οι άνθρωποι είναι εξαναγκασμένοι να ζουν σύμφωνα με κανόνες τρίτων, σε συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο, η αιχμαλωσία παραμένει αιχμαλωσία και μάλιστα από αναρχική σκοπιά είναι είδος βασανιστηρίου. 400 άτομα πέθαναν σ’ εκείνο το στρατόπεδο από διάφορες αιτίες, όπως το πολικό ψύχος που αναφέρεται πως την περίοδο 1916-’17 έφτασε τους -22°, την πείνα, την κακή και ελλιπέστατη διατροφή και μέσα σ’ όλα αυτά την ισπανική γρίπη, την φυματίωση και την μηνιγγίτιδα. Με το τέλος του πολέμου, 150 βαριά ασθενείς, επέστρεψαν στον ελλαδικό χώρο ετοιμοθάνατοι. Τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και κυβέρνησε ο Βενιζέλος που έβαλε το ελλαδικό κράτος στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ. Πλέον το γερμανικό κράτος δεν είχε να κάνει με ένα αιχμάλωτο ουδέτερο στράτευμα, αλλά μ’ ένα στράτευμα εχθρικού προς αυτό κράτους. Εντός του στρατοπέδου, μετά την επικράτηση του Βενιζέλου, πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες εκδηλώθηκαν ανοιχτά ως βενιζελικοί, με αποτέλεσμα να υπάρχουν προστριβές με αποκορύφωμα τον ξαφνικό θάνατο από εγκεφαλική αιμορραγία του φιλοβασιλικού διοικητή του Δ΄ Σώματος Χατζόπουλου. Τον θάνατο αυτόν ο ελλαδικός τύπος τον χαρακτήρισε δολοφονία από βενιζελικούς. Εξαιτίας της πολιτικής αλλαγής στα πολιτικά πράγματα του ελλαδικού κράτους, οι Γερμανοί άρχισαν να δυσπιστούν απέναντι στο ελλαδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και απαίτησαν εγγυήσεις από την διοίκηση για να μην υπάρξουν φιλοβενιζελικές δράσεις. Κάπως έτσι «βγήκαν τα μαχαίρια» στο στρατόπεδο και άρχισαν οι προδοσίες, με αποτέλεσμα 36 αξιωματικοί, τον Ιανουάριο του 1918, να οδηγηθούν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Βερλ της Βεστφαλίας (Ιανουάριος 1918) και 5.000 στρατιώτες να διασκορπιστούν κυριολεκτικά σε ολόκληρο τον γερμανικό χώρο προσφέροντας εργασία κυρίως στην πολεμική βιομηχανία του γερμανικού κράτους έναντι κάποιας αμοιβής. Συγχρόνως, το 1918 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος χρησιμοποίησε δύο φορές κάποιους από το στρατόπεδο ως πράκτορες στον ελλαδικό χώρο για την ανατροπή του Βενιζέλου και την παλινόρθωσή του. Την πρώτη φορά οι πράκτορες πιάστηκαν και εκτελέστηκαν, ενώ την δεύτερη έμειναν για δύο χρόνια κρυμμένοι στα βουνά της Μεσσηνίας.
Επίσης, η «συγκατοίκηση» των στρατιωτών με τους κατοίκους της πόλης δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη. Να επισημάνουμε, πως οι άνθρωποι στο γερμανικό χώρο, ζούσαν με πολλές στερήσεις εξαιτίας του πολέμου και του συνεχούς «ταΐσματος» της κρατικής πολεμικής μηχανής. Οι αξιωματικοί του στρατοπέδου του Γκέρλιτς, που ακόμα έπαιρναν τον μισθό τους, προκαλούσαν επιπλέον ελλείψεις στα λιγοστά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης από τα καταστήματα. Συνέπεια αυτής της ζήτησης και αγοραστικής ικανότητας των αξιωματικών ήταν οι καταστηματάρχες να ανεβάζουν τις τιμές, πράγμα που εξόργιζε τους ντόπιους. Ένα άλλο σημείο τριβής ήταν και οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των ελλήνων στρατιωτικών και γερμανίδων, οι οποίες ή δεν έβρισκαν άντρες λόγω του πολέμου ή απατούσαν τους άντρες τους που βρίσκονταν στο μέτωπο. Γεννήθηκαν αρκετά παιδιά από αυτές τις σχέσεις, ενώ υπήρχαν και κάποιοι στρατιωτικοί που επέλεξαν να ζήσουν εκεί, ενώ κάποιες γυναίκες τους ακολούθησαν στην επιστροφή τους, αλλά λόγω των μεγάλων δυσκολιών διαβίωσης στον ελλαδικό χώρο, τελικά γυρίσαν πίσω.

Η επιτόπια έρευνα των ακαδημαϊκών στους αιχμαλώτους

Αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο βρέθηκαν και πολλοί καλλιτέχνες, όπως ο ποιητής Λέων Κουκούλας, ο θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης, ο Ζακυνθινός μαέστρος και συνθέτης καντάδων Πιέρρος Πανταζής, ο Λευκαδίτης φλαουτίστας Ευάγγελος Αλβανίτης και άλλοι πολλοί ερασιτέχνες οργανοπαίχτες και τραγουδιστές.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνέρρεαν στην πόλη του Γκέρλιτς πολλοί φιλέλληνες καθηγητές πανεπιστημίων που θέλησαν να μελετήσουν τις συνήθειες και τα έθιμα των στρατιωτών. Η φωνογραφική επιτροπή του Βασιλείου της Πρωσίας, Koniglich-Preu-ische Phonographische Kommission, με επικεφαλής τον Karl Stumf και τον Georg Schunemann, ήθελε να δημιουργήσει ένα είδος ηχητικού μουσείου από πολλές περιοχές της Ευρώπης το οποίο θα περιλάμβανε τραγούδια, αφηγήσεις, παραμύθια κλπ.
Με βάση την παραπάνω ιδέα που εμπνεύστηκε ο εθνολόγος Wilhelm Dogen, η φωνογραφική επιτροπή κατέγραψε υλικό σε κυλίνδρους κεριού και δίσκους από πολλές περιοχές της Ευρώπης, που πάρθηκε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 2.600 ηχογραφήσεις από όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ από το στρατόπεδο του Γκέρλιτς δημιουργήθηκαν 70 δίσκοι των 78 στροφών που περιλαμβάνουν αφηγήσεις παραμυθιών, μοιρολογιών κ.λπ. με τις χαρακτηριστικές ντοπιολαλιές κάθε περιοχής. Το υλικό αυτό σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Χούμπολτ στο Βερολίνο. Είναι προφανές, πως οι ακαδημαϊκοί είχαν ένα ανέλπιστο δώρο από το κράτος της Γερμανίας το οποίο τους έδωσε την άδεια να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ ένα τόσο μεγάλο δείγμα από όλο τον ευρωπαϊκό χώρο. Το δείγμα, βέβαια, ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, γεγονός που δεν τους δημιουργούσε κάποιο ηθικό ενδοιασμό. Άλλωστε λίγες δεκαετίες μετά, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, θα χρησιμοποιηθούν πάλι αιχμάλωτοι για να γίνουν «έρευνες» και πειράματα.
Εκεί λοιπόν, στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς, μεταξύ 12-17 Ιουλίου το 1917 που έγιναν οι ηχογραφήσεις, καταγράφηκε και το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι με μπουζούκι. Το τραγούδι έχει τον τίτλο «Χήρα ν’ αλλάξεις όνομα», ένας μανές με χαρακτηριστικό σμυρναίικο ύφος και το τραγουδά ο Απόστολος Παπαδιαμάντης ο οποίος είναι ο ανιψιός του συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ενώ μπουζούκι παίζει ο Κώστας Καλαμαράς από την Σύρο.

Η συμμετοχή των αιχμαλώτων στην κοινωνική επανάσταση στη Γερμανία

Σπαρτακιστές

Παρ’ όλο που πλησίαζε η ανακωχή και ήταν κοντά η λήξη του πολέμου, οι ελπίδες για επιστροφή στον ελλαδικό χώρο λιγόστευαν καθώς οι ανώτεροι αξιωματικοί, με ενδεχόμενη συνεννόηση με τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο, δεν επιθυμούσαν την επιστροφή τους με βενιζελική κυβέρνηση, συν τοις άλλοις γιατί θα κινδύνευαν με ποινές προδοσίας. Έτσι, η ιδιότυπη αιχμαλωσία συνεχίζεται και μετά το τέλος του πολέμου. Η δυσαρέσκεια είναι μεγάλη και συμπίπτει με την λεγόμενη επανάσταση των «Σπαρτακιστών»1 , με πρωτεργάτρια την Ρόζα Λούξεμπουρκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ. Η εξέγερση που ξέσπασε στη γερμανική επικράτεια τις μέρες του Νοέμβρη πέρασε και το κατώφλι του Γκέρλιτς. Έτσι, στις 9 Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα εξεγερμένων σπαρτακιστών αποκαθηλώνουν όλα τα βασιλικά σύμβολα, απελευθερώνοντας τους κρατούμενους στην φυλακή Kaisertrutz και ξεσηκώνοντας τους κατοίκους αλλά και το στρατόπεδο στο οποίο βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι από τον ελλαδικό χώρο. Τους παροτρύνουν να αψηφήσουν τις διαταγές των ανωτέρων τους και να φτιάξουν δικό τους συμβούλιο, πράγμα που έγινε στις 11 Νοεμβρίου. Το συμβούλιο ιστορικά αναφέρεται ως «ελληνικό σοβιέτ του Γκέρλιτς». Οι στασιαστές στρατιώτες καθαιρούν τη φιλοβασιλική διοίκηση και τοποθετούν στη θέση του διοικητή τον συνταγματάρχη Λάμπρο Σινανιώτη. Στέλνεται αντιπροσωπία στην κυβέρνηση στο Βερολίνο με αιτήματα που αφορούν την αγανάκτηση προς τους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς, καθώς και επιστροφής στον ελλαδικό χώρο. Οι τοπικές αρχές στο Γκέρλιτς αρχικά αναγνωρίζουν το νεοσύστατο συμβούλιο με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα επιστρέψει στην διοίκηση ο φιλοβασιλικός διοικητής Καρακάλος, κάτι που οι εξεγερμένοι στρατιώτες αρνούνται. Από εκεί και ύστερα και εν μέσω των επαναστατικών διεργασιών που υπήρχαν στη Γερμανία, το κράτος, για να κάμψει το ηθικό των εξεγερμένων, μειώνει κατά πολύ τον εφοδιασμό του στρατοπέδου προσπαθώντας να δημιουργηθεί ασφυκτική πίεση και να καμφθεί το ηθικό των αιχμάλωτων στρατιωτών. Το «ελληνικό σοβιέτ του Γκέρλιτς» κρατάει λιγότερο από ένα μήνα. Στις 9 Δεκεμβρίου οι τοπικές αρχές καλούν κάποιους εξεγερμένους να πάρουν μέρος σε μια συνέλευση στο κέντρο της πόλης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά συνέλευση και οι εξεγερμένοι πέφτουν στην παγίδα να βγουν απ’ το στρατόπεδο με αποτέλεσμα να συλληφθούν 32 άτομα από αυτούς. Την ίδια στιγμή το κράτος περικυκλώνει το στρατόπεδο με πολυβόλα και δίνει τελεσίγραφο στους εξεγερμένους στρατιώτες να επαναφέρουν τους καθαιρεμένους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς τους. Οι στρατιώτες προσπαθούν να διαφύγουν. Ύστερα από πυροβολισμούς σκοτώνεται ένας και τραυματίζονται άλλοι δύο. Στην συνέχεια σκοτώνονται από συνοριοφύλακες άλλοι τέσσερις στρατιώτες που είχαν καταφέρει να διαφύγουν.

Η απελευθέρωση και η συνέχεια των δυσκολιών στον ελλαδικό χώρο

Καθώς τα πράγματα είχαν πάρει άγρια τροπή και υπό τον φόβο πως τα γεγονότα με τις δολοφονίες των στρατιωτών θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πράξεις που παραβιάζουν τους όρους ανακωχής με την Αντάντ, το γερμανικό κράτος αποφασίζει να ανοίξει τις πύλες του στρατοπέδου. Ξεκίνησε, έτσι, η άτακτη φυγή με όλα τα μέσα, των χιλιάδων εγκλείστων προς τον ελλαδικό χώρο. Πίσω έμειναν 360 αξιωματικοί και 200 βαριά ασθενείς, οι οποίοι, μετά από 3 μήνες και πολλές διαβουλεύσεις, γύρισαν στον ελλαδικό χώρο. Στις 24 Φεβρουαρίου, το στρατόπεδο του Γκέρλιτς είχε αδειάσει, είχαν μείνει πίσω μόνο όσοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος.
Η επιστροφή, όμως, δεν ήταν όπως την περίμεναν. Το ελλαδικό κράτος, με κυβέρνηση Βενιζέλου, τους αντιμετώπισε ως «εθνοπροδότες» και τους έστειλε σε στρατόπεδο στη Σούδα της Κρήτης, όπου τους ανέκρινε έναν προς έναν. Η διαδικασία διήρκησε 6 μήνες. 320 αξιωματικοί στάλθηκαν εξορία, σε μια ακατοίκητη νησίδα που χρησίμευε ως λοιμοκαθαρτήριο, τον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου, που βρίσκεται στην είσοδο του όρμου της Σαλαμίνας. Η διαβίωση τους εκεί ήταν τόσο άθλια που ακόμα και φιλοβενιζελικές εφημερίδες επέκριναν την κυβέρνηση. Αποτέλεσμα της κατακραυγής ήταν κάποιοι να μεταφερθούν στις «ανθρωπιστικές» φυλακές Αβέρωφ, άλλοι να σταλούν σε «ανθρωπιστική» εξορία στη Μήλο και κάποιοι να απελευθερωθούν. Οι βασανιστικές περιπέτειες, όμως, δεν τελειώνουν εδώ. Μετά την ήττα του Βενιζέλου, στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, όλοι οι αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα και στάλθηκαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας μαζί με τους οπλίτες του Σώματος. Όσοι επέζησαν μετά και από το μικρασιατικό μέτωπο έζησαν στιγματισμένοι ως προδότες και με το στίγμα της κοινωνικής επανάστασης στη Γερμανία. Ένα επιπλέον δείγμα για το πως το κράτος θεωρούσε τους συγκεκριμένους στρατιώτες είναι και η εξαίρεσή τους από τον νόμο 4278, ο οποίος ψηφίστηκε επί Βενιζέλου το 1929 και προέβλεπε έκδοση δανείου 700 εκατομμυρίων δραχμών ως αποζημίωση για όσους υπέστησαν ζημιά από τον ευρωπαϊκό πόλεμο: «περί εκδόσεως δανείου μέχρις 700.000.000 δραχ. δι’ αποζημίωσιν των υποστάντων ζημίας εκ του Ευρωπαϊκού πολέμου» (ΦΕΚ 278, Α΄ 6.08.1929).

Η χρησιμοποίηση των ανθρώπων ως καύσιμο στην κρεατομηχανή της εξουσίας

Παρέλαση των αιχμαλώτων στην πόλη Γκέρλιτς

Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι χρησιμοποιήθηκαν από την εξουσία ως πιόνια και ως ιδιότυπο ενέχυρο. Πολλοί πολεμούσαν για το ελλαδικό κράτος από το 1897, άλλοι από τους Βαλκανικούς πολέμους, συνέχισαν να είναι στρατεύσιμοι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αιχμαλωτίστηκαν μετά από διαβουλεύσεις μακριά από τα σπίτια τους, έγιναν αντικείμενο μελέτης, χλευασμού, διώξεων και μετά το ελλαδικό κράτος τους ξαναχρησιμοποίησε ως καύσιμο στην πολεμική του μηχανή. Ζωές διαλυμένες στα χέρια του κράτους, στις πολιτικές φιλοδοξίες των εξουσιαστών και στα κέρδη τους.
Είδαμε πως χιλιάδες άνθρωποι δόθηκαν για αιχμαλωσία ώστε να διατηρηθούν οι κυριαρχικές ισορροπίες μεταξύ ελλαδικού κράτους, Αντάντ και Γερμανίας, αλλά και επιπλέον για να μην χαλάσουν οι σχέσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον βασιλιά της Γερμανίας Γουλιέλμο Κάιζερ Β΄.
Είδαμε πως το γερμανικό κράτος χρησιμοποίησε την ιδιότυπη αιχμαλωσία για να διαφημίσει τον ανθρωπισμό του και να αυξήσει την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο που βρισκόταν χωρισμένος ανάμεσα σε δύο εξουσίες, του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, παίρνοντας ξεκάθαρα θέση υπέρ του Κωνσταντίνου.
Είδαμε πως δεν υπάρχει καλή και κακή αιχμαλωσία. Το καλό ή το κακό δεν είναι παρά μόνο τρόποι πολιτικής διαχείρισης της αιχμαλωσίας.
Επίσης, είδαμε την γέννηση των απελευθερωτικών προοπτικών που δημιουργεί μια επανάσταση, ακόμα και αποτυχημένη, αλλά και το στίγμα που φοριέται αργότερα από την εξουσία σ’ αυτούς τους επαναστάτες που απέτυχαν.
Είδαμε πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να γίνονται λάδι στην πολεμική κρεατομηχανή, που αλέθει τις ίδιες τους τις σάρκες, άλλοτε αργά και βασανιστικά, άλλοτε μια και έξω. Η φυσική ροπή του ανθρώπου είναι να είναι ελεύθερος, να αντιστέκεται και να διαλύει κάθε εξουσία που θέλει να του επιβληθεί, παρεκτρέποντάς τον σε αφύσικους δρόμους και χρησιμοποιώντας τον ως μέσο για την εδραίωσή της.

Ελευθερόκοκκος

[1] Περισσότερα για την Επανάσταση των Σπαρτακιστών στο άρθρο «Μία αδικοχαμένη επανάσταση (Γερμανία 1918-1919)» στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 42, Σεπτέμβριος 2005 και ηλεκτρονικά εδώ.

Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο: «Οι Έλληνες του Γκέρλιτς 1916 -1919», Γεράσιμος Αλεξάτος, εκδόσεις Κυριακίδη.
Από σχετική συζήτηση στο: https://rembetiko.gr/

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.238, Ιούνιος 2023

πηγη: https://anarchypress.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου