Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 07 Νοέ 2020
Νέστορ Μαχνό, Ουκρανός αναρχοκομμουνιστής και διοικητής ενός ανεξάρτητου στρατού αναρχικών στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου
Κλίκ για μεγέθυνση

 







 
 

Ο Νέστορ Ιβάνοβιτς Μαχνό (Не́стор Іва́нович Махно́, 7 Νοεμβρίου 1888 – 6 Ιουλίου 1934), γνωστός και ως «Μπάτκο» (батько, πατέρας), ήταν Ουκρανός επαναστατικός αναρχοκομμουνιστής και διοικητής ενός ανεξάρτητου στρατού αναρχικών στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου του 1917-1922.

Ως διοικητής του Επαναστατικού εξεγερσιακού Στρατού της Ουκρανίας, πιο συχνά αναφέρεται ως Μαχνοβτσίνα, ο Μαχνό οδήγησε ένα στράτευμα ανταρτών κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου.

Ο Μαχνό πολέμησε όλες τις δυνάμεις που επιχείρησαν να επιβάλουν οποιαδήποτε εξωτερική αρχή πάνω στη νότια Ουκρανία, μαχόμενος διαδοχικά τους Ουκρανούς εθνικιστές, τη στρατιωτική κατοχή της αυτοκρατορικής Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, την Δημοκρατία του Χέτμαν, τον Λευκό Στρατό, τον Κόκκινο Στρατό, και άλλες μικρότερες δυνάμεις υπό την ηγεσία των Ουκρανών Αταμάνων. Ο Μαχνό και το κίνημά του επανειλημμένα επιχείρησαν να αναδιοργανώσουν τη ζωή στο Χιουλάι-Πόλιε πάνω σε αναρχοκομμουνιστικές βάσεις, ωστόσο οι αναταραχές του εμφυλίου πολέμου απέκλεισαν οποιαδήποτε μακροπρόθεσμα κοινωνικά πειράματα. Παρά το γεγονός ότι ο Μαχνό θεωρούσε τους Μπολσεβίκους απειλή για την ανάπτυξη μιας αναρχικής ελεύθερης περιοχής στο εσωτερικό της Ουκρανίας, δύο φορές προσχώρησε σε στρατιωτική συμμαχία μαζί τους για να νικήσει το Λευκό Στρατό. Στον απόηχο της τελικής ήττας του Λευκού Στρατού, το Νοέμβριο του 1920, οι Μπολσεβίκοι ξεκίνησαν μια στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του Μαχνό, η οποία ολοκληρώθηκε με τη διαφυγή του πέρα από τα σύνορα της Ρουμανίας τον Αύγουστο του 1921. Μετά από μια σειρά φυλακίσεων και δραπετεύσεων, ο Μαχνό τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με τη σύζυγό του Γκαλίνα του και την κόρη του Γιέλενα. Στην εξορία ο Μαχνό έγραψε τρεις τόμους των απομνημονευμάτων του.

Ο Μαχνό πέθανε στην εξορία στην ηλικία των 45 από φυματίωση. Επίσης πιστώνεται την εφεύρεση της τατσάνκα (tachanka), ενός κάρου που έφερε τοποθετημένο ένα βαρύ πολυβόλο.
 
Γεννήθηκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια στο Χιουλάι-Πόλιε, στο Κυβερνείο του Εκατερίνοσλαβ στην περιοχή Νοβορωσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (τώρα Ζαπορίζια Oblast, Ουκρανία). Ήταν ο νεότερος από πέντε παιδιά. Τα αρχεία της εκκλησίας δείχνουν ημερομηνία βάφτισης την 27 Οκτώβρη 1888, αλλά οι γονείς του Νέστορ Μαχνό καταχώρησαν ως χρονολογία γέννησής του το 1889 (σε μια προσπάθεια να αναβάλουν την στρατολογία).

Πιοτρ Αρσίνοφ

Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν δέκα μηνών. Λόγω της ακραίας φτώχειας, έπρεπε να δουλέψει ως βοσκός στην ηλικία των επτά ετών. Στην ηλικία των οκτώ ετών το χειμώνα πήγαινε στο Δεύτερο δημοτικό σχολείο του Χιουλάι-Πόλιε και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εργαζόταν για τους τοπικούς γαιοκτήμονες. Άφησε το σχολείο στην ηλικία των δώδεκα ετών και εργαζόταν ως αγρότης στα κτήματα των ευγενών και στις γεωργικές επιχειρήσεις των πλούσιων αγροτών ή κουλάκων. Στην ηλικία των δεκαεπτά εργάστηκε στο Χιουλάι-Πόλιε ως μαθητευόμενος ζωγράφος, ενώ στη συνέχεια, ως εργαζόμενος σε ένα τοπικό χυτήριο σιδήρου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ασχολήθηκε με την επαναστατική πολιτική. Η συμμετοχή του ήταν με βάση τις εμπειρίες του από την αδικία στην εργασία και στην τρομοκρατία του τσαρικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905. Το 1906 ο Μαχνό προσχώρησε στην αναρχική οργάνωση του Χιουλάι-Πόλιε. Συνελήφθη το 1906 και αθωώθηκε. Συνελήφθη ξανά το 1907, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κατηγορήσουν και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Η τρίτη σύλληψη έγινε το 1908, όταν ένας ρουφιάνος ήταν σε θέση να καταθέσει εναντίον του Μαχνό. Το 1910 ο Μαχνό καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και τον έστειλαν στη φυλακή Butyrskaya στη Μόσχα. Στη φυλακή βρέθηκε υπό την επιρροή του διανοούμενου συγκρατούμενου του Πιοτρ Αρσίνοφ. Αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917.

Οργανώνοντας το κίνημα των αγροτών

Μετά την απελευθέρωση από τη φυλακή ο Μαχνό οργάνωσε μια ένωση αγροτών. Αυτό του προσέδιδε μια είκονα «Ρομπέν των Δασών», καθώς απαλλοτρίωσε μεγάλα κτήματα από τους γαιοκτήμονες και διένεμε τη γη στους αγρότες. Το Μαρτίο του 1918 η νέα κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία υπέγραψε τη Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ για την σύναψη ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις, αλλά παραχώρησε μεγάλες εκτάσεις εδάφους, μεταξύ αυτών και εδάφη της Ουκρανίας. Δεδομένου ότι η κεντρική επαναστατική Βουλή (Ράντα) της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (UNR) αποδείχθηκε ανίκανη να διατηρήσει την τάξη, ένα πραξικόπημα από τον πρώην τσαρικό στρατηγό Πάβελ Σκοροπάντσκυ τον Απρίλιο του 1918 είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση μιας προσωπικής δικτατορίας υπό τον Σκοροπάντσκυ ως Αταμάνο. Οι αγρότες, ήδη δυσαρεστημένοι από την αποτυχία του UNR να επιλύσει το ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης, στη μεγάλη πλειοψηφία τους αρνήθηκαν να υποστηρίξουν μια συντηρητική κυβέρνηση που διοικούνταν από πρώην αυτοκρατορικούς αξιωματούχους και υποστηριζόταν από την Αυστροουγγαρία και τους Γερμανούς κατακτητές. Οι αγροτικές μάζες, υπό διάφορους αυτόκλητους αταμάνους, που ανήκαν κατ’ όνομα στο στρατό του UNR, επιτέθηκαν τώρα στους Γερμανούς, για να μεταστραφούν αργότερα προς το Ουκρανικό Διευθυντήριο (Dyrektoriya) το καλοκαίρι του 1918 ή στους μπολσεβίκους στα τέλη του 1918 ή αρχές του 1919, ή να επιστρέψουν στα σπίτια τους για να προστατεύσουν τα τοπικά συμφέροντα. Σε πολλές περιπτώσεις άλλαζαν πεποιθήσεις, λεηλατώντας τους λεγόμενους ταξικούς εχθρούς και εκτονώνοντας την μακραίωνη δυσαρέσκειά τους. Τελικά, περί τα μέσα του 1919 κυριάρχησαν στην ύπαιθρο. Το μεγαλύτερο μέρος τους ακολούθησε είτε τον σοσιαλιστή επαναστάτη Αταμάνο Γρηγόριεφ ​​ή τη σημαία των αναρχικών του Μαχνό. Στην επαρχία Εκατερίνοσλαβ η εξέγερση σύντομα πήρε αναρχική πολιτική χροιά. Ο Νέστορ Μαχνό προσκολλήθηκε σε μια αναρχική ομάδα (με επικεφαλής τον λιποτάκτη ναύτη Φεντίρ Στσους) και τελικά έγινε διοικητής της. Λόγω της εντυπωσιακής προσωπικότητάς του, όλα των ουκρανικά αποσπάσματα αναρχικών και αντάρτικων ομάδων από αγρότες της περιοχής έγιναν στη συνέχεια γνωστά ως Μαχνοβίτες (ρωσικά: махновцы). Όλες αυτές τελικά οι ομάδες συνενώθηκαν στον Επαναστατικό Εξεγερσιακό Στρατό της Ουκρανίας (RIAU), επονομαζόμενο επίσης Μαύρο Στρατό (επειδή πολεμούσε κάτω από την αναρχική μαύρη σημαία). Η RIAU μαχόταν εναντίον των Λευκών (Τσαρικών) (αντεπαναστατικών) δυνάμεων, των Ουκρανών εθνικιστών, και διαφόρων ανεξάρτητων παραστρατιωτικών σχηματισμών που διεξήγαγαν αντισημιτικά πογκρόμ. Το αναρχικό κίνημα στην Ουκρανία άρχισε να αναφέρεται ως Μαύρος Στρατός, Μαχνοβισμός ή υποτιμητικά Μαχνοβτσίνα. Σε περιοχές όπου έδιωξαν αντιτιθέμενους στρατούς, οι χωρικοί (και οι εργαζόμενοι) προσπάθησαν να καταργήσουν τον καπιταλισμό και το κράτος, οργανώνοντας τους εαυτούς τους σε συνελεύσεις κατά χωριά, κοινότητες (κομούνες) και ελεύθερα συμβούλια. Η γη και τα εργοστάσια απαλλοτριώθηκαν και τέθηκαν υπό τον ονομαστικό έλεγχο των αγροτών και των εργαζομένων μέσα από αυτοδιοικητικές (αυτοοργανωμένες) επιτροπές. Ωστόσο οι δήμαρχοι των κωμοπόλεων και πολλοί αξιωματούχοι προέρχονταν απευθείας από τις τάξεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του Μαχνό.

Οι Μαχνοβίτες και ο σχηματισμός του Αναρχικού Μαύρου Στρατού

Xετμάν Σκοροπάντσκι

Ο Αταμάνος Πάβελ Σκοροπάντσκυ, επικεφαλής του κράτους της Ουκρανίας (ενός καθεστώτος που θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς μαριονέτα), μετά την κατάρρευση της Γερμανίας στο Δυτικό Μέτωπο είχε χάσει την υποστήριξη των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και Αυστρο-Ουγγαρίας, οι οποίες διέθεταν ένοπλες δυνάμεις και τον είχαν εγκαταστήσει στην εξουσία). Όντας δημοφιλής μεταξύ των νοτίων Ουκρανών, ο Αταμάνος είδε τις καλύτερες δυνάμεις του να εξαφανίζονται, και εκτοπίστηκε από το Κίεβο από το Διευθυντήριο. Τον Μάρτιο του 1918 οι δυνάμεις του Μαχνό και των συναφών αναρχικών ομάδων ανταρτών κέρδισαν νίκες εναντίον των Γερμανών, των Αυστριακών, και των δυνάμεων των Ουκρανών εθνικιστικών (όπως ο στρατός του Σιμόν Πετλιούρα), καθώς και μονάδων του Λευκού Στρατού, συλλαμβάνοντας πολλά πολεμοφόδια από τα γερμανικά και αυστροουγγρικά στρατεύματα. Οι νίκες αυτές ενάντια σε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις του εχθρού στερέωσαν τη φήμη του Μαχνό ως στρατιωτικού οργανωτή. Έγινε γνωστός ως Batko («Πατέρας») από τους θαυμαστές του. Την εποχή εκείνη η έμφαση στις στρατιωτικές εκστρατείες που ο Μαχνό είχε υιοθετήσει κατά το προηγούμενο έτος μετατοπίστηκε σε πολιτικό προβληματισμό. Το πρώτο συνέδριο της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων, με την επωνυμία Ναμπάτ, εξέδωσε πέντε βασικές αρχές:

  1. απόρριψη όλων των πολιτικών κομμάτων, απόρριψη κάθε μορφής δικτατορίας (συμπεριλαμβανομένης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, θεωρούμενης από τους Μαχνοβίτες και πολλούς αναρχικούς ως όρου συνώνυμου με τη δικτατορία του Μπολσεβικικού Κομμουνιστικού Κόμματος),
  2. άρνηση κάθε έννοιας ενός κεντρικού κράτους, απόρριψη της λεγόμενης «μεταβατικής περιόδου» με την επακόλουθη αναγκαιότητα μιας προσωρινής δικτατορίας του προλεταριάτου
  3. αυτοδιαχείριση όλων των εργαζομένων μέσω των τοπικών ελεύθερων συμβουλίων εργαζομένων (σοβιέτ). Ενώ οι Μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι η ιδέα τους της δικτατορίας του προλεταριάτου σημαίνει ακριβώς «κυβέρνηση από τα συμβούλια των εργαζομένων, η μαχνοβίτικη πλατφόρμα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το «προσωρινό» μπολσεβικικό μέτρο της «δικτατορίας του κόμματος».

Η Ναμπάτ σε καμία περίπτωση δεν ήταν μαριονέτα του Μαχνό και οι υποστηρικτές της από καιρό σε καιρό επέκριναν τον Μαύρο Στρατό και την συμπεριφορά του στον πόλεμο.

 Η μαύρη σημαία του μαχνοβίτικου κινήματος

Το 1918, έχοντας στρατολογήσει μεγάλο αριθμό από Ουκρανούς αγρότες, καθώς και Εβραίους, αναρχικούς, ναλέτσκι(naletchki), και στρατολογημένους που προέρχονταν από άλλες χώρες, ο Μαχνό συγκρότησε τον Επαναστατικό Εξεγερσιακό Στρατό της Ουκρανίας, αλλιώς γνωστό ως Αναρχικό Μαύρο Στρατό. Κατά τη δημιουργία του ο Μαύρος Στρατός αποτελούνταν από περίπου 15.000 οπλισμένους στρατιώτες, οργανωμένους σε ταξιαρχίες πεζικού και ιππικού (τόσο τακτικούς όσο και άτακτους). Αποσπάσματα πυροβολικού είχαν ενσωματωθεί σε κάθε τάγμα. Από τον Νοέμβριο του 1918 έως τον Ιούνιο του 1919, χρησιμοποιώντας το Μαύρο Στρατό για να εξασφαλίσουν την θέση τους στην εξουσία, οι Μαχνοβίτες επιχείρησαν να δημιουργήσουν μια αναρχική κοινωνία στην Ουκρανία, διοικούμενη σε τοπικό επίπεδο από τα αυτόνομα συμβούλια αγροτών και εργατών.

Νέες σχέσεις και αξίες δημιουργήθηκαν από αυτό το νέο κοινωνικό παράδειγμα, που οδήγησε τους Μαχνοβίτες στο να επισημοποιήσουν την πολιτική των ελεύθερων κοινοτήτων ως την υψηλότερη μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης.

 Ομάδα Μαχνοβιτών

Η εκπαίδευση διοργανώθηκε στις αρχές του Φραντσίσκο Φερέρ, και η οικονομία βασίστηκε στην ελεύθερη ανταλλαγή μεταξύ αγροτικών και αστικών κοινοτήτων, από γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα μέχρι προϊόντα βιομηχανίας, σύμφωνα με τις διαδικασίες που πρότεινε Πιοτρ Κροπότκιν. Ο Μαχνό αποκαλούσε τους Μπολσεβίκους δικτάτορες και αντιτάχθηκε στην «Τσέκα [μυστική αστυνομία] … και άλλα παρόμοια υποχρεωτικά καταπιεστικά και πειθαρχικά όργανα» και μίλησε για «ελευθερία του λόγου, του τύπου, του συνέρχεσθαι, των συνδικάτων κ.ά.». Οι Μπολσεβίκοι, με τη σειρά τους, κατηγορούσαν τους Μαχνοβίτες για την επιβολή τυπικής κυβέρνησης, σαν όλες τις άλλες, στην περιοχή την οποία ήλεγχαν. Ισχυρίζονταν επίσης ότι οι Μαχνοβίτες χρησιμοποιούσαν αναγκαστική στρατολόγηση, έκαναν εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, και είχαν δύο στρατιωτικές και αντικατασκοπευτικές δυνάμεις: την Kontrrazvedka, με ποινικές αρμοδιότητες, οι οποίες μεταφέρθηκαν το 1920 στην Επιτροπή για την Καταπολέμηση Αντι-Μαχνοβίτικων Ενεργειών (Kommissiya Protivmakhnovskikh Del). Οι Μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι ήταν αδύνατο για μια μικρή, αγροτική κοινωνία να οργανωθεί σε αναρχική κοινωνία τόσο γρήγορα. Ωστόσο, η Ανατολική Ουκρανία διέθετε πολλά ανθρακωρυχεία και ήταν μία από τις πιο βιομηχανοποιημένες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Οι Έλληνες στο Μαχνοβίτικο Κίνημα

Η ανάμειξη των Ελλήνων στο συγκεκριμένο κίνημα εντάσσεται στις ευρύτερες πολιτικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα στις ελληνικές περιοχές της νότιας Ουκρανίας και ιδιαίτερα της Μαριούπολης με τα 25 ελληνικά χωριά την περίοδο 1918-19. Ήδη από το 1918 αντάρτικα αποσπάσματα μαχνοβιτών δρούσαν στα ελληνικά χωριά Μαγκούς, Γιάλτα, Μ. Γιανισόλ, Σ. Κερεμεντσίκ κ.ά.

Έλληνες ένοπλοι αγωνιστές του Πόντου

Αρνούμενα την υποχρεωτική στρατολόγηση στα στρατεύματα των Λευκών, εκδικούμενα για τη λεηλασία των αποθηκών τροφίμων από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα, τα ελληνικά χωριά όχι μόνο λειτουργούσαν σαν καταφύγιο των μαχνοβιτών ανταρτών, αλλά και στελέχωναν το αντάρτικο με έμψυχο δυναμικό. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία του 9ου Συντάγματος της 3ης Μεραρχίας του Ζαντνεπρόβσκ (Μεραχία «Μπάτκο Μαχνό»), το οποίο ήταν αμιγώς ελληνικό, αλλά και στη συμμετοχή Ελλήνων στα υπόλοιπα αντάρτικα τάγματα. Έπειτα έχουμε και τη δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού συντάγματος, για το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές, πέρα από τα γραφόμενα του Β. Μπιελάς (Οι δρόμοι του Νέστορ Μαχνό). Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι μαχνοβίτικες μεραρχίες δεν είχαν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Σε διάφορες μεραρχίες υπήρχαν μάλιστα τάσεις φιλομπολσεβικικές. Παρ’ όλα αυτά, στην 3η Μεραρχία επικρατούσαν οι αναρχικές ιδέες. Οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το 20% των δυνάμεων του Μαχνό. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες Μαχνοβίτες, που η μνήμη του έχει διασωθεί, ήταν ο Παπαδόπουλος, υπαρχηγός του «Μπάτκο Μαχνό», και αρκετές δεκαετίες μετά τραγουδιόταν το μαχνοβίτικο τραγούδι που ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν.

Σύμφωνα με πολλές αναφορές, οι Έλληνες θεωρούνταν από τα πιο αξιόμαχα κομμάτια του αντάρτικου στρατού και αυτό μάλλον αληθεύει, από τη στιγμή που οι στρατιωτικές επιτυχίες των ελληνικών συνταγμάτων διαδέχονταν η μία την άλλη. Χαρακτηριστική είναι η ανακατάληψη του ελληνικού χωριού Μ. Γιανισόλ, που είχε καταληφθεί από τους Κοζάκους, οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε σφαγές εναντίον του γηγενούς πληθυσμού. Σε αυτή τη μάχη σημειώθηκε πλήθος εκτελέσεων Κοζάκων στις αυλές των σπιτιών ως εκδίκηση.

Από το 1920 κι έπειτα, όπου και το κίνημα του Μαχνό αρχίζει να παρουσιάζει κάμψη εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τους μπολσεβίκους, ξεκινά μια νέα περίοδος στη σχέση των ελληνικών χωριών με τα μαχνοβίτικα στρατεύματα. Οι Έλληνες αντιλαμβάνονται ότι οι μπολσεβίκοι θα επικρατήσουν ολοκληρωτικά κι αρχίζουν και παίρνουν αποστάσεις από τους μαχνοβίτες. Σύντομα θα σταματήσουν να εφοδιάζουν και τα αντάρτικα σώματα με έμψυχο δυναμικό, κάτι που θα προκαλέσει μάλιστα τον εκνευρισμό και την απογοήτευση του ίδιου του Μαχνό. Ο φόβος τους μάλιστα για αντεκδικήσεις από την πλευρά των μπολσεβίκων θα καταλήξει και στο οριστικό πάγωμα των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνηγορήσουν στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή των Ελλήνων στο μαχνοβίτικο κίνημα δεν είχε πολιτικο-ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλά περισσότερο ωφελιμιστικό, καθώς τα ελληνικά χωριά αντιμετώπισαν τους αντάρτες ως απελευθερωτές κι όχι ως πολιτικούς πάτρονες και καθοδηγητές. Οι αναφορές που συναντάμε σε αρχεία για Έλληνες αναρχικούς που κατέλαβαν καίριες θέσεις στα μαχνοβίτικα στρατεύματα, αλλά και αναφορές για την πολιτική κατάσταση του ελληνικού συντάγματος, μας δείχνουν το αντίθετο.

Αυτό που μπορούμε να θεωρήσουμε αυτή τη στιγμή ως δεδομένο είναι ότι οι Έλληνες αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του μαχνοβίτικου κινήματος και πολέμησαν για την απελευθέρωση των περιοχών τους από τους Λευκούς.

Νόμισμα με την εικόνα του Νέστορ Μαχνό

Στα πλαίσια της έξαρσης της διαμάχης Ρωσίας – Ουκρανίας στις αρχές του 2014 και του αυξανόμενου εθνικιστικού αισθήματος, η ουκρανική κεντρική τράπεζα επέλεξε να βγάλει νόμισμα με την εικόνα του επαναστάτη Νέστορ Μαχνό, εκμεταλλευόμενη την γέννηση του Μαχνό στην Ουκρανία και την ιστορική του διαμάχη με τον Κόκκινο Στρατό και τους Μπολσεβίκους, που αποτελούσαν αντίστοιχα την στρατιωτική και πολιτική έκφραση της νεοσύστατης τότε Σοβιετικής Ένωσης με πυρήνα την Ρωσία. Υπήρξαν διεθνής αντιδράσεις από το αναρχοαυτόνομο κίνημα για αυτή την ιστορική “παραχάραξη” – εκμετάλευση, εκ μέρους της ακροδεξιάς ηγεσίας της Ουκρανίας, όπως χαρακτηρίστηκε.

Βιβλιογραφία

  • Νέστορ Μάχνο, “Η πάλη κατά του κράτους και άλλες θέσεις”
  • Πιοτρ Αρσίνοφ,”Η ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος(1918-1921)”
  • “Οι Δρόμοι του Νέστορ Μαχνό” | 2 Τόμοι, Α. Μπιελάς & Β. Μπιελάς, εκδ.Βαβυλωνία, 2007-2008.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου