Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 14 Νοέ 2021
Οι Νοέμβρηδες της Αντίδρασης
Κλίκ για μεγέθυνση
 
Η λαϊκή εξέγερση των «Ευαγγελικών» και τα «Ορεστειακά» του 1903

▶▶ Μέρος Α'. Η κοινωνική δυναμική

Ηταν η μεγαλύτερη λαϊκή έκρηξη που γνώρισε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μέσα στον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του. Στις διαδηλώσεις μετείχε το ένα τέταρτο, περίπου, του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά· η κυβέρνηση ανατράπηκε, ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε ειρηνικούς καιρούς και το κέντρο της Αθήνας έζησε τις βιαιότερες σκηνές της μέχρι τότε ιστορίας του, αν εξαιρέσουμε τον μίνι εμφύλιο πόλεμο των «Ιουνιανών» του 1863.

Στην πρωτοπορία της εξέγερσης βρέθηκαν οι φοιτητές, ταμπουρωμένοι με περίστροφα και τουφέκια στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο, για δεύτερη φορά μέσα σε μια πενταετία. Εξαιρετικά μαζική υπήρξε και η συμμετοχή των συντεχνιών, της υβριδικής εκείνης μορφής κοινωνικής οργάνωσης που συνάσπιζε μικροαστούς και «νοικοκυραίους» εργάτες, πριν από την ανάδυση του ταξικού εργατικού κινήματος. Από το σκηνικό της οργής δεν έλειψε ούτε η απειλητική σκιά του (υπο)προλεταριάτου, που για πρώτη φορά βγήκε μαζικά στους δρόμους, τρομοκρατώντας με την παρουσία του τόσο την εξουσία όσο και τους ξεσηκωμένους νοικοκυραίους.

Ολα τα συστατικά μιας αυθεντικής λαϊκής εξέγερσης ήταν εκεί πριν από ακριβώς 120 χρόνια, όταν η Αθήνα –σύμφωνα με μια φιλική προς τους ξεσηκωμένους εφημερίδα– «εκυβερνήθη από τον λαόν. Ούτε αστυφύλακες, ούτε στρατός, ούτε υπουργεία, ούτε υπάλληλοι, ούτε νόμοι» («Καιροί» 13/11/1901). Το κοινωνικό υπόβαθρο της οργής των μαζών φαντάζει επίσης εξαιρετικά οικείο. Κι όμως, ο σπινθήρας που πυροδότησε εκείνη τη βραχύβια συλλογική έκρηξη δεν ήταν καθόλου μα καθόλου προοδευτικός, αλλά ό,τι αντιδραστικότερο μπορεί κανείς να φανταστεί: η προάσπιση της «καθαρότητας» των γραφών ενάντια στο νεωτερικό εγχείρημα της μετάφρασης των Ευαγγελίων (και του δημοτικισμού γενικότερα), μ’ ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα που συνδύαζε τον πιο στείρο «ελληνοχριστιανισμό» και φαντασιώσεις φυλετικής ανωτερότητας μ’ έναν μνησίκακο, ταπεινωμένο εθνικισμό. Κι όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η μάσκα του πατριωτισμού λειτούργησε σαν βολικό όχημα για την προστασία ή την προώθηση ταπεινότατων συμφερόντων: από τη διαιώνιση ιεραρχικών δομών που εξασφάλιζαν την απομύζηση των λαϊκών τάξεων απ’ όσους μπορούσαν να χειριστούν μια επίσημη γλώσσα απροσπέλαστη στους πολλούς, μέχρι επιδιώξεις ξένων δυνάμεων για ανατροπή των εσωτερικών συσχετισμών της εγχώριας δυναστείας.

Δυο χρόνια μετά, η επανάληψη του εγχειρήματος με στόχο την αντίστοιχη «προστασία» της αρχαίας τραγωδίας αποδείχτηκε απείρως λιγότερο μαζική, αν και αρκούντως θανατηφόρα· μολονότι η αιχμή του δόρατος –οι καθαρευουσιάνοι φοιτητές– παρέμεινε αναλλοίωτη, η λαϊκή συμμετοχή υπήρξε πολύ πιο ισχνή και η θεσμική στήριξη του κινήματος μάλλον περιθωριακή. Φως φανάρι πως η αρχαία γραμματεία δεν συγκινούσε όσο η Ορθοδοξία, αλλά και πως η αστική τάξη είχε επαρκώς αφομοιώσει στο μεσοδιάστημα τα μαθήματά της από τους κινδύνους που εγκυμονούσαν παρόμοια παιχνίδια με τη φωτιά.

Η παραδοσιακή ενασχόληση με τα «Ευαγγελικά» του 1901 και τα «Ορεστειακά» του 1903 περιορίστηκε κατά κανόνα είτε στην ιδεολογική διάσταση είτε στα μικροπολιτικά συμφραζόμενά τους. Στο σημερινό μας αφιέρωμα θα επικεντρωθούμε αντίθετα στην κοινωνική δυναμική τους, αποκαλυπτική των κατευθύνσεων που μπορεί να πάρει η εκδήλωση της λαϊκής αγανάκτησης σε καιρούς ιδεολογικής ηγεμονίας όχι των προοδευτικών, αλλά των άκρως συντηρητικών κοσμοθεωριών.

Από τη Σλάβα στον βαμβακέμπορο

Η υπόθεση της μετάφρασης του Ευαγγελίου ξεκίνησε, ως γνωστόν, από τη βασίλισσα Ολγα, κόρη Ρώσου Μεγάλου Δούκα, που συνδύαζε μιαν ακραία χριστιανορθόδοξη θρησκευτικότητα και κουλτούρα αριστοκρατικής φιλανθρωπίας μ’ έναν εξίσου βαθύ ρωσικό εθνικισμό.

«Εάν ο Λαός δεν εξεγείρεται αμέσως κατά των σφετεριστών των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, ουδ’ επί στιγμή όμως δέχεται την ιεροσυλίαν της γλώσσης και της πίστεως αυτού» | Νικόλαος Λεβίδης (βουλευτής Αττικής), στον επικήδειο των θυμάτων των «Ευαγγελικών» (9/11/1901)

Αν ο Δανός σύζυγός της καταριόταν κατ’ ιδίαν την ώρα και τη στιγμή που βρισκόταν στην Αθήνα κι όχι στο Λονδίνο ή το Παρίσι, η ίδια έκανε κάθε χρόνο διακοπές στην πατρίδα της, εκδήλωνε την αποστροφή της για τις (ανταγωνιστικές προς τις ρωσικές) μεγαλοϊδεατικές ελληνικές βλέψεις πάνω στην Κωνσταντινούπολη κι επιδιδόταν σε δημόσια (και «προκλητική», για τα τότε ήθη) συναναστροφή με τους αξιωματικούς των ρωσικών πλοίων –υφισταμένους του αρχιναυάρχου πατέρα της– που ναυλοχούσαν στον Πειραιά. Η αντίδραση του συντηρητικού μικροαστικού κοινού σ’ αυτή την τελευταία πρακτική αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια μιας ρωσόφοβης υστερίας από μερίδα του τότε Τύπου απαθανατίστηκαν από τον Γεώργιο Σουρή στο διάσημο ποιηματάκι του για την «Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα / κυρά Γιώργαινα μπεκρού», όπου η σύζυγος του Φασουλή/βασιλιά Γεωργίου εμφανίζεται να διακηρύσσει: «Τώρα πλέον Ρωσσική / κυβερνά πολιτική / και θα γίνω βέρα Ρούσσα και θα πάω στον Περαία / με τους Ρούσσους τους μπεκρήδες να γλεντήσωμε παρέα. / Η Ρωσσία μένει μόνη βασιλίς της οικουμένης / κι αν δεν είσαι τώρα Ρούσσος μια πεντάρα δε σημαίνεις. / Μ’ ένα νεύμα της αρκούδας όλοι οι κόποι παν αδίκως / τρώγε Ρούσσικες ζακούσκαις, πίνε βότκα σαν Μουζίκος / κι ενώ τώρα με τους Ρούσσους η γυναίκα σου θα πίνη / ρίξε το κι εσύ στο γλέντι, κυρ Γιωργάκη μου τσακπίνη» («Ο Ρωμηός», 25/1/1897).

Αυτή καθ’ αυτή η μετάφραση του Ευαγγελίου δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με τα παραπάνω. Στη διάρκεια του πολέμου του 1897, όταν για πρώτη φορά ήρθε «εις άμεσον συνάφειαν με τον λαόν εις τα νοσοκομεία», η θρησκευόμενη βασίλισσα διαπίστωσε με φρίκη πως οι περισσότεροι υπήκοοί της αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα ιερά κείμενα, θεωρώντας τη γλώσσα τους είτε «βαθειά Ελληνικά, για τους γραμματιζούμενους» είτε ακαταλαβίστικα «Φράγκικα» (Καρόλου 1934, σ. 125-6). Ανέθεσε έτσι στην ιδιαίτερη γραμματέα της να μεταφράσει τα Ευαγγέλια «εις την γλώσσαν του λαού», για να γίνουν προσιτά στις κατώτερες τάξεις, έργο που ολοκληρώθηκε μέσα στο 1898. Εχοντας πληροφορηθεί αορίστως το σχετικό ενδιαφέρον της βασίλισσας, «πολλοί καθηγηταί της Θεολογικής Σχολής, άλλοι μεν απ’ ευθείας, άλλοι δε διά τρίτων» βολιδοσκόπησαν στο μεσοδιάστημα τη γραμματέα, «επιζητούντες να αναλάβουν την εκτέλεσιν του έργου» και προσδιορίζοντας ενίοτε την αμοιβή τους (ό.π., σ. 136).

Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου πρωτότυπο. Την ίδια εποχή ετοιμάστηκε –και κυκλοφόρησε το 1900– «ερμηνευτική παράφρασις» (στην πραγματικότητα: απλή μετάφραση) του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον θρησκευτικό σύλλογο «Ανάπλασις». Ηδη από το 1892 προβλεπόταν επίσης διά νόμου η διδασκαλία ευαγγελικών περικοπών, σε μετάφραση που εξέδωσε ο πανεπιστημιακός Ιγνάτιος Μοσχάκης.

Στην περίπτωση της Ολγας, ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Οταν ο εκδότης ζήτησε έγκριση της Ιεράς Συνόδου, αυτή αρνήθηκε να την παραχωρήσει επικαλούμενη σχετική απαγόρευση που είχε εκδώσει το 1839 το Πατριαρχείο για να παρακωλύσει τη διάδοση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής από τις προτεσταντικές αποστολές. Η πρωτοβουλία μιας Σλάβας, έστω και βασίλισσας των Ελλήνων, προκαλούσε γαρ αυτόματα υποψίες για υπονόμευση του εθνικού επιχειρήματος περί θεόσταλτης ελληνοφωνίας, σε μια εποχή που ο αντίπαλος βουλγαρικός εθνικισμός πρόβαλλε ως κεντρικό του επιχείρημα την εκπαίδευση κι εκκλησιαστική λειτουργία στη μητρική γλώσσα των σλαβόφωνων κατοίκων της Μακεδονίας.

Μια Ρωσίδα Μεγάλη Δούκισσα δεν ήταν όμως διατεθειμένη να διαπραγματεύεται με απλούς θνητούς, ιδίως όταν είχε η ίδια διορίσει αρχιεπίσκοπο τον κληρικό της αρεσκείας της, όπως συνέβαινε με τον Αθηνών Προκόπιο. Η επίμαχη έκδοση είδε έτσι το φως τον Φλεβάρη του 1901, έστω κι αν η διακίνησή της έγινε με πολλή διακριτικότητα. Η ανταπόκριση μιας μερίδας του κοινού υπήρξε δε αρκούντως ενθαρρυντική.

Εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά είχε το τρίτο μεταφραστικό εγχείρημα της περιόδου, που πυροδότησε και την τελική έκρηξη. Αρχιτέκτονές του υπήρξαν ένας λόγιος μεγαλέμπορος βαμβακιού εγκαταστημένος στην Αγγλία, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ήδη γνωστός ως μεταφραστής της Ιλιάδας στην καθομιλουμένη, κι ένας εκδότης αθηναϊκής εφημερίδας, ο Βλάσης Γαβριηλίδης της «Ακροπόλεως», χρηματοδοτούμενος από κύκλους δημοτικιστών της Διασποράς, όπως ο Πάλλης κι ο (ανταγωνιστής του) Γιάννης Ψυχάρης.

Η μετάφραση του Ευαγγελίου από τον Πάλλη δεν ήταν μονάχα πολύ πιο προωθημένη από τις προηγούμενες, με χρήση προκλητικών στοιχείων του λαϊκού λεξιλογίου· δεν πήρε καν την «ευπρόσωπη» μορφή βιβλίου, αλλά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολι». Στο εισαγωγικό δημοσίευμά της (9/9/1901), η εφημερίδα την εμφάνισε μάλιστα παραπλανητικά σαν προέκταση κι ολοκλήρωση της πρωτοβουλίας της Ολγας, καλυπτόμενη πίσω από το θεσμικό κύρος αυτής της τελευταίας.

Εξίσου ρητή υπήρξε η σύνδεση, στο ίδιο άρθρο, των δυο εγχειρημάτων με τις σύγχρονες τότε μεθόδους προληπτικής διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης: «Αι κατώτεραι τάξεις δεν κατακτούν μόνον, αλλά και αποκτούν· δεν ζητούν μόνον, αλλά και λαμβάνουν· δεν μάχονται μόνον, αλλά και κληρονομούν. Οι σοφώτεροι δε των κοινωνιολόγων απέδειξαν ότι περισσότερον είνε το μερίδιον, το οποίον οι μικροί έλαβον παρά των μεγάλων ως δωρεάν, ως έλεος, ως παραχώρησιν, ως πίστιν, ως ανθρωπισμόν, από εκείνο το οποίον κατέκτησαν. [...] Ούτως εξηγούνται όλαι αι ελευθερίαι, όλαι αι ισότητες, όλαι αι ευκολίαι, όλαι αι ευθηνίαι, όλαι αι ανοχαί έναντι του εργατικού κόσμου».

Η επιχειρηματολογία αυτή έδρασε τελικά σαν μπούμερανγκ. Οχι μόνο ταύτιζε την πρωτοβουλία της εστεμμένης Σλάβας με την προκλητικότητα του εξ Εσπερίας Πάλλη, αλλά και τις συνέδεε –σαν «παραχώρηση» προς τις λαϊκές τάξεις– μ’ ένα συνολικό πρόγραμμα απροκάλυπτα εχθρικό προς αυτές. Τον ίδιο ακριβώς καιρό, η «Ακρόπολις» επιδιδόταν γαρ σε συστηματική καμπάνια υπέρ της αντικατάστασης του «πελατειακού», «ισοπεδωτικού» κοινοβουλευτισμού που γέννησαν οι επαναστάσεις του 1821, του 1844 και του 1862 από μια αυθαίρετη εξουσία «επιλέκτων» που θα ποδηγετούσαν το «εκλογικό κοπάδι» – κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τη σημερινή αντικοινωνική φιλολογία περί «αριστείας».

Τα υλικά συμφραζόμενα αυτής της αναμόρφωσης, που προωθούσαν ιδίως ευκατάστατοι ομογενείς της Διασποράς, έχουν αναλυθεί εκτενώς σε παλαιότερο άρθρο μας («Εφ.Συν», 16/3/2019). Για την εγγενή δε αντιδημοκρατικότητά της, θυμίζουμε ότι, στις αμέσως επόμενες εκλογές (17/11/1902), ο βραχύβιος σεβασμός της δεδηλωμένης επιβλήθηκε στον απρόθυμο βασιλιά Γεώργιο με μιαν ακόμη λαϊκή εξέγερση, τα περίφημα «Σανιδικά».

Σε αντίθεση με ό,τι θ’ ακολουθούσε στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η απάντηση των μαζών σ’ αυτό τον αντιδημοκρατικό ελιτισμό πήρε ωστόσο τη μορφή μιας συλλογικής απαίτησης για λιγότερες ελευθερίες, στο όνομα της προάσπισης των παραδοσιακών αξιών. Σε μια εποχή που η επαγγελία μιας αυτοτελούς χειραφέτησης των «από κάτω» δεν είχε ακόμη αποκτήσει στοιχειώδες έρεισμα στην κοινωνία, αυτές οι αξίες (και οι ιεραρχίες που τις στήριζαν) φάνταζαν, βλέπεις, σαν το μοναδικό αποκούμπι του μικρονοικοκύρη απέναντι σε μια νεωτερικότητα που αποσταθεροποιούσε τη ζωή του.

Ταξικά και συμφέροντα

Τα επίσημα ιδεολογήματα των πολεμίων της μετάφρασης αντλήθηκαν φυσικά από το γενικό οπλοστάσιο του γλωσσαμυντορισμού, βασικές σταθερές του οποίου επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας: «Το επ’ εμοί δεν γιγνώσκω αρχαίαν γλώσσαν και νέαν ουδέ δύναμαι να χαράξω τα όρια αυτών, αλλά μίαν μόνην ενιαίαν και αδιαίρετον», έγραφε λ.χ. ο ιδεολογικός καθοδηγητής των φοιτητών, πανεπιστημιακός Γεώργιος Μιστριώτης («Ρητορικοί λόγοι», Εν Αθήναις 1903, σ. 17). Η αρχαία ελληνική περιγράφεται από τον ίδιο όχι μόνο ως «η εθνική ημών γλώσσα», αλλά και ως «το πτυχίον της ημετέρας ευγενείας», «η βασίλισσα των γλωσσών, δι’ ης υπερέχομεν πάντων των λαών της Ανατολής». Οι Ελληνες είμαστε, άλλωστε, «το έθνος, όπερ εδημιούργησε τον πολιτισμόν» (ό.π., σ. 17-23).

Λειτουργικότερα αποδείχθηκαν πάντως στην πράξη όσα επιχειρήματα νομιμοποιούσαν την εξέγερση στα μάτια των επιμέρους υποκειμένων της, αντανακλώντας υλικά συμφέροντά τους. Οι φοιτητές, που αυτοπροβάλλονταν ως «οι μόνοι θεματοφύλακες και κλειδοκράτορες των προγονικών Κειμιλίων», «οι γνησιώτεροι αντιπρόσωποι του Ελληνισμού, εις τους οποίους ο Ελληνισμός ως μόνην άγκυραν σωτηρίας προσβλέπει» (Σωτηρίου - Ματλής - Λεονταρίτης 1902, σ. 30), στην πραγματικότητα ανέμεναν να βιοποριστούν ως προνομιακοί διαμεσολαβητές του λαού στο κράτος, χάρη στη δεξιότητα χειρισμού της επίσημης γλώσσας που είχαν αποκτήσει με τις σπουδές τους. Ο δημοτικισμός δεν απειλούσε έτσι μόνο τα ιερά και όσια της φυλής, αλλά και την κοινωνική ηγεμονία όσων είχαν φάει τη ζωή τους με δοτικές και απαρέμφατα κι έτρεμαν όσο τίποτα το ενδεχόμενο να εξισωθούν ξαφνικά με την πλέμπα. «Οι αντεθνικοί ούτοι άνθρωποι [οι δημοτικιστές] αποδιώκουσιν από των σχολείων την γλώσσαν, ην εδημιούργησαν αι άρισται του έθνους διάνοιαι, και εισάγουσι το φύραμα των γλωσσών διδάσκοντες τα τέκνα ημών ίνα τον οίκον λέγωσι φαμίλιαν, τον φόρον χαράτσι και την δουλείαν σκλαβιάν. Προς τοιαύτην όμως διδασκαλίαν δεν είναι ικανοί οι υπάρχοντες καθηγηταί και διδάσκαλοι και είναι ανάγκη, όπως μορφώσωμεν τοιούτους εν τοις καπηλείοις και εν τοις ευτελεστάτοις στρώμασι του ελληνικού λαού», προειδοποιούσε τους οπαδούς του ο Μιστριώτης (ό.π., σ. 17).

Για την κοινωνική ηγεμονία του γλωσσαμυντορισμού μεταξύ των τότε μορφωμένων, αποκαλυπτικό είναι το «πανελλήνιον δημοψήφισμα» που επιχείρησε τον Οκτώβριο του 1900 η «Ακρόπολις», καλώντας τους αναγνώστες της να ταχθούν με επιστολές τους υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς: οι περισσότεροι απ’ όσους ανταποκρίθηκαν υποστήριξαν ρητά την καθαρεύουσα (Peter Mackridge, «Language and National Identity in Greece, 1766-1976», Ν. Υόρκη 2009, σ. 243).

Αρνούμενος ευγενικά τη θέση του επόπτη της όλης διαδικασίας, ο Κωστής Παλαμάς –γραμματέας τότε του Πανεπιστημίου– είχε από την πλευρά του έγκαιρα προειδοποιήσει πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν είναι δυνατό να κριθεί με γκάλοπ: «Γυρεύετε να μάθετε ποια γλώσσα θέλει ο ελληνικός λαός. Νομίζω πως μια κάποια σκέψη ψυχολογική θα έφθανε να μας κρυφοδείξη πως είνε σχεδόν αδύνατο να μάθουμε την αγνή και την ανυπόκριτη θέληση του ελληνικού λαού απάνου στο ζήτημα τούτο, με δημοψηφίσματα. Επειτα, εκείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είνε όχι ποια γλώσσα θέλει αλλά ποια γλώσσα έχει ο ελληνικός λαός. Και τούτο είνε ακόμα ολιγώτερο κατορθωτό με δημοψηφίσματα. Και ποια γλώσσα έχει αληθινά ο λαός, το λέει, χωρίς να το υποψιάζεται, με του ασυνειδήτου την ιερότητα, όλη μέρα, στα λόγια του και στα μνημεία του. Κάθε άλλη σχετική συνειδητή μελέτη και αντίληψη δεν είναι δουλειά δική του. [...] Ο ελληνικός λαός, για το έργο που τον θέλετε, είνε ο χειρότερος σύμβουλος» («Ακρόπολις», 5/10/1901).

Παρόμοια συμφέροντα, στηριγμένα στην αποκλειστική νομή των ιερών κειμένων, καθόρισαν επίσης τη στάση του ανώτερου κλήρου και των θεολόγων. «Η δύναμις των Γραφών δεν ευρίσκεται εις την λέξιν, την οποίαν καταλαμβάνουσι και όλοι όσοι ηξεύρουσι την ελληνικήν γλώσσαν, αλλ’ ευρίσκεται εις την έννοιαν, την οποίαν δεν δύνανται ουδ’ αυτοί να καταλάβωσιν άνευ εξηγητών Θείων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ξεκαθαρίζει ένα πρώιμο σχετικό κανονιστικό κείμενο, η «Αντίρρησις» του Κυζίκου Ματθαίου του από Θεσσαλονίκης (Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, Εν Κωνσταντινουπόλει 1841, σ. 107). Με πηγή το ίδιο κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές των «Ευαγγελικών» θα τονίσει κι αυτός στην αρθρογραφία του πως «η Παλαιά και η Νέα Διαθήκη δεν ανακοινούται αμέσως προς τους πολλούς», για να έχουν ανάγκη κατανόησης των γραφομένων, «αλλ’ εμμέσως, διά των ιερέων και πρεσβυτέρων του Λαού» (Νικόλαος Λεβίδης [βουλευτής Αττικής], «Μελέτη κατά της μεταφράσεως των Ευαγγελίων», Εν Αθήναις 1901, σ. 28-29).

Ακόμη σαφέστεροι θα γίνουν, με το υπόμνημά τους προς την Ιερά Σύνοδο, οι καθηγητές της Θεολογικής: η Σχολή «πιστεύει αδύνατον την ακριβή και ορθήν κατανόησιν της Γραφής άνευ της χειραγωγίας της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως [...] Εάν, ο μη γένοιτο, ευδοκίμει παρ’ ημίν η άμεσος υπό του λαού ζήτησις των θρησκευτικών διδασκαλιών εν ταις Γραφαίς, επηκολούθει δε, ο εικός, η αυθαίρετος αυτών εύρεσις, ερμηνεία και αποδοχή, ας αναλογισθή τις ποία σύγχυσις Βαβέλ θα επήρχετο εν Λαώ ζητιτικώ, φιλομαθεί αλλά και φιλονίκω, άδειαν έχοντι να κρίνη και να φρονή αυτός κατά το δοκούν. Της αδείας ταύτης βλέπομεν τους καρπούς εν τη ελευθέρα κρίσει των πολιτικών ημών πραγμάτων» («Ιερός Σύνδεσμος», 15/10/1901, σ. 243 & 184).

Διόλου συμπτωματικά, το έναυσμα για τη φοιτητική εξέγερση δεν δόθηκε άλλωστε απ’ αυτή καθαυτή τη μετάφραση του Πάλλη, η δημοσίευση της οποίας είχε ολοκληρωθεί στις 20/10, αλλ’ από ένα επιθετικό σχόλιο της «Ακροπόλεως» (5/11) που αμφισβήτησε την αρμοδιότητα και τα κίνητρα της καταδίκης της από τη Θεολογική Σχολή: «Συνήχθησαν οι νεώτεροι Γραμματείς και Φαρισαίοι και είπαν: Κάτω το Ευαγγέλιον· το φως υπό το μόδιον. Δε μας συμφέρει να διαδοθή το Ευαγγέλιον. Βλάπτει το Ευαγγέλιο! Ολοι οι λαοί πρέπει να διαβάζουν το Ευαγγέλιο και να το εννοούν, ουχί όμως και οι Ελληνες! Διότι ημείς [παρατίθενται τα ονόματα των καθηγητών της Θεολογικής] δεν θέλομεν· τι είναι δε αυτοί που δεν θέλουν; Θεολόγοι! Δηλαδή; Δηλαδή ούτε αυτοί ξεύρουν τι είναι. Διότι Θεολόγοι είμεθα όλοι, οι εις Θεόν πιστεύοντες· ούτε ξεύρουν αυτοί περί Θεού περισσότερα, ούτε μια γιώτα, απ’ όσα ξεύρουμε συ και γω. Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτών και ημών είνε ότι αυτοί, διά να λένε ότι είνε Θεολόγοι, βγάνουν οι μεν πεντακοσίας, οι δε χιλίας και πλέον δραχμάς τον μήνα, ενώ ημείς οι άλλοι δεν εμπορευόμεθα την Θεολογίαν μας. Ή μήπως είναι τίποτε ήρωες της ηθικής ή μάρτυρες της αρετής; Οχι, χριστιανοί μου. Ανθρωπάκοι όλοι των, με τα συμφεροντάκια των, τα παθάκια των, τα χρηματάκια των, τα παιδάκια των, τα κεφάκια των, απαράλλακτα, όπως συ και εγώ». Ακολουθούν κάμποσες μπηχτές για τη φαγωμάρα και τα σκάνδαλα συγκεκριμένων καθηγητών της Σχολής και το συμπέρασμα: «Αυτοί είνε οι Θεολόγοι! Και από τέτοιες υψηλαίς εμπνεύσεις ξυγγράφονται τα κουτόσοφα υπομνήματά τους!».

Η «αποκατάστασις της τιμής του Πανεπιστημίου», με ρητή αποκήρυξη του συγκεκριμένου άρθρου από την εφημερίδα, θ’ αποτελέσει το βασικό αίτημα των πρώτων διαδηλώσεων, το ίδιο κιόλας απόγευμα.

Αρκετά πιο σύνθετη υπήρξε η κοινωνική λειτουργία της εθνοθρησκευτικής ιδεολογίας όσον αφορά τη συμμετοχή των συντεχνιών. Η κινητοποίησή τους στα «Ευαγγελικά» συμπίπτει με την κορύφωση «ενός κύκλου λαϊκών κινητοποιήσεων στο φόντο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης της δεκαετίας του 1890»· αισθητά μαχητικότεροι αποδείχθηκαν δε οι εκπρόσωποι των βιοτεχνικών επαγγελμάτων, που είχαν υποστεί την κρίση –κι απειλούνταν από τις νέες τεχνολογίες– περισσότερο από τα εμπορικά (Νίκος Ποταμιάνος, «Οι νοικοκυραίοι», Ηράκλειο 2016, σ. 364-366). Στην ομιλία του προέδρου των Συντεχνιών σε μια συγκέντρωση φοιτητών και «λαού» στα Προπύλαια (11/11), κατηγορηματική ήταν έτσι η αντιδιαστολή ανάμεσα στον «Λαόν εκείνον, όστις αγογγύστως καταβάλλει πολλαπλούς φόρους, οι πλείονες των οποίων διατίθενται εις συντήρησιν ικανών κηφήνων και μπράβων», και τον «φημιζόμενο ως Ευρωπαίο πολιτευτή», εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό Θεοτόκη (Σωτηρίου κ.ά. 1902, σ. 118-9).

Με δεδομένη την απόλυτη –ακόμα– ιδεολογική ηγεμονία της θρησκείας και του εθνικισμού στη συλλογική συνείδηση αυτών των στρωμάτων, τα τελευταία ήταν έτσι ευκολότερο (και, πιθανότατα, θεωρούσαν προσφορότερο) να κινητοποιηθούν μαζικά κατά της «προόδου» με αφορμή αυτές τις αξίες, παρά για την υπεράσπιση επί μέρους (και θεωρητικά «ταπεινότερων») συμφερόντων. «Εάν ο Λαός δεν εξεγείρεται αμέσως κατά των σφετεριστών των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, ουδ’ επί στιγμή όμως δέχεται την ιεροσυλίαν της γλώσσης και της πίστεως αυτού», θα τονίσει χαρακτηριστικά ο Λεβίδης κατά τον επικήδειο που εκφώνησε στην κηδεία των θυμάτων της εξέγερσης (Σωτηρίου κ.ά., ό.π., σ. 113).

Μακεδονία και Βερολίνο

Κερασάκι στην τούρτα των γλωσσαμυντόρων αποτελούσε –τι άλλο;– η εθνική κινδυνολογία. Μια πρώτη εκδοχή της εστιαζόταν στον κίνδυνο κατακερματισμού του εθνικού συνόλου από τις (ελληνικές) διαλέκτους, κατά το πρότυπο της «Βαβυλωνίας» του Χουρμούζη. Το κέντρο βάρους βρισκόταν όμως αλλού: στην απώλεια των «ξενόφωνων» χριστιανών της βαλκανικής (κι ενδεχομένως της μικρασιατικής) ενδοχώρας, η σύμπλευση των οποίων με τον ελληνικό εθνικισμό ήταν δημογραφικά απαραίτητη για την κατίσχυση του τελευταίου στις «αλύτρωτες» οθωμανικές επαρχίες. Εξ ου και ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ' θα καταδικάσει την επίμαχη μετάφραση ήδη από τις 8/10, έναν ολόκληρο μήνα πριν από την εγχώρια Ιερά Σύνοδο (7/11).

«Από εθνικής απόψεως κρίνων το πράγμα», εξηγεί ο πανεπιστημιακός καθηγητής Παύλος Καρολίδης στην «Ακρόπολι» (29/10), «θεωρώ την εις την απλήν δήθεν γλώσσαν μετάφρασιν του Ευαγγελίου ολεθριωτάτην εις τα εθνικά συμφέροντα. Αν ημείς οι Ελληνες κηρύξωμεν εις τον κόσμον ότι ο λαός ο Ελληνικός δεν εννοεί την γλώσσαν του Ευαγγελίου και έχει ανάγκην μεταφράσεως, πώς θα διαμαρτυρηθώμεν κατά της εν Βλαχική, Βουλγαρική και Αλβανική μεταφράσει διαδόσεως του Ευαγγελίου μεταξύ των Βλαχοφώνων, Βουλγαροφώνων και Αλβανοφώνων Ορθοδόξων, πώς θα κωλύσωμεν δε την εκ της γλώσσης ταύτης μετάφρασιν πάντων των εκκλησιαστικών βιβλίων και την εισαγωγήν τοιαύτης γλώσσης εις την εκκλησίαν αυτών; Δεν θα εξυπηρετούμεν ούτω τα σχέδια των ασπόνδων εχθρών του ορθοδόξου Ελληνισμού;»

«Εάν μεταφράσωμεν το Ευαγγέλιον διά τους μη εννοούντας την γλώσσαν αυτού», επαναλαμβάνει σε κύριο άρθρο του το «Εμπρός» (7/11), «τότε πρέπει να το μεταφράσωμεν και εις την Αλβανικήν διά τους Αλβανούς των χωρίων [της Αττικοβοιωτίας] και εις την Βουλγαρικήν διά τα βουλγαρόφωνα ελληνικά χωρία της Μακεδονίας. Πού δε υφίσταται τότε η περίφημος ενότης της θρησκείας και της γλώσσης, ήτις αποτελεί την βάσιν της εθνικής ημών υπάρξεως;». Το ίδιο άρθρο, με τον εύγλωττο τίτλο «Διά ροπάλου», υποστήριξε πως το Βυζάντιο κατέρρευσε λόγω... δημοκρατικότητας και πρότεινε μια ριζική επίλυση του αντίστοιχου εγχώριου προβλήματος: «να κηρύξωμεν τώρα και εις τας Αθήνας μίαν νύκταν ή μίαν ημέραν Αγίου Βαρθολομαίου και αντί των κεφαλών να κόψωμεν τα μαλλιά όλων εκείνων των μαλλιαρών, οίτινες καταισχύνουσι την γλώσσαν».

Η ρωσική καταγωγή της βασίλισσας καθιστούσε αυτονόητη την πηγή της υποτιθέμενης συνωμοσίας: οι μεταφραστές πληρώνονταν από τον διεθνή πανσλαβισμό για να πλήξουν εκ των ένδον τον ελληνισμό. «Τα κατώτερα του χυδαϊσμού στρώματα είναι αμαθείς, παράφρονες ή πειναλέοι, αλλ’ οι τούτους διευθύνοντες είναι όργανα προδοσίας», διακηρύσσει ο Μιστριώτης («Ρητορικοί λόγοι», τ.Β', Εν Αθήναις 1906, σ. 123). Καθοριστική για τη μετατόπιση της φοιτητικής οργής, από την «προκλητική» μετάφραση του Πάλλη και την «προσβολή» της αυθεντίας των πανεπιστημιακών από την «Ακρόπολι» στην υποτιθέμενη συνωμοσία της βασίλισσας, θα σταθεί κυρίως η αρθρογραφία των «Καιρών» του Κανελλίδη. Μέσω της καθημερινής αρθρογραφίας τους στις αρχές Νοεμβρίου για τις «ανθελληνικές» ενέργειες των Ρώσων στην... Παλαιστίνη (υπέρ του εγχώριου αραβικού κινήματος σε βάρος τού εκεί «ελληνισμού»), εξηγεί εκ των υστέρων η ημιεπίσημη ιστορία της φοιτητικής εξέγερσης, «το ζήτημα ήδη εκτοπίζεται· η μετάφρασις του Πάλλη είνε η αφορμή και μόνο· αιτία δ’ είνε η μετάφρασις η πρώτη!» (Σωτηρίου κ.ά., ό.π., σ. 141-2).

«Κάτω τα ρούβλια!» και «Κάτω η Σλάβα!» θα γίνουν έτσι τα δημοφιλέστερα συνθήματα των Νοεμβριανών. Δεν πρόκειται για συγκαλυμμένο αντιμοναρχισμό αλλά για επιλογή ξένου πάτρωνα: οι ίδιοι διαδηλωτές φωνάζουν «Ζήτω ο διάδοχος!», δηλαδή ο μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος – γερμανοσπουδαγμένος, γερμανολάτρης και παντρεμένος με την αδερφή του Κάιζερ, Σοφία, που ασκούσε πάνω του καθοδηγητική επιρροή. Οι εφημερίδες που ξεσάλωσαν προς αυτή την κατεύθυνση οι «Καιροί» και το «Εμπρός», θα κάνουν άλλωστε τα επόμενα χρόνια το ίδιο υπέρ των γερμανικών πολεμικών εταιρειών, κατά τον ανταγωνισμό τους με τις γαλλικές για τα εγχώρια εξοπλιστικά συμβόλαια – περιγραφόμενες, από τον εδώ Γερμανό πρέσβη, ως έντυπα «της Κρουπ» («Εφ.Συν», 25/10/2020).

Γι’ αυτή την τελευταία διάσταση, και κυρίως για την πρόσληψή της από τα τότε κυβερνητικά κλιμάκια, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του Βολιώτη πολιτικού Κωνσταντίνου Τοπάλη (που ως υπουργός Δικαιοσύνης το 1901-1902 επέβλεψε τις σχετικές ανακρίσεις), δημοσιευμένο το 1927 από τον συμπατριώτη του Γιάνη Κορδάτο: «Τον ρόλον της Α.Υ. [δηλαδή της Σοφίας] εις τα ευαγγελικά κανείς δεν πρέπει να τον μάθη. Διότι αύριον θα γίνη η σεπτή Βασίλισσα, η σύζυγος εκείνου όστις ενσαρκώνει τα ιδανικά της Φυλής. Το συμφέρον του Εθνους απαιτεί να λησμονήσωμεν τους υπαιτίους των ευαγγελικών. Εάν οι περισσότεροι εκ των εφημεριδογράφων υπήρξαν ελεεινοί πατριδοκάπηλοι, καθ’ ην ώραν μάλιστα ξένη Πρεσβεία συνδεομένη με την μέλλουσαν Βασίλισσαν επιδαψίλευεν εις αυτούς υλικάς και ηθικάς παροχάς, το συμφέρον του τόπου και ιδιαιτέρως το συμφέρον του Εθνους απαιτούν την λήθην επ’ αυτών» («Δημοτικισμός και Λογιωτατισμός», σ. 107).

Από την ίδια την Ολγα, που δύσκολα μπορούσε λόγω θέσης να δημοσιοποιήσει ό,τι ακριβώς σκεφτόταν, ο ξένος δάκτυλος περιγράφηκε κάπως διαφορετικά: «αισθάνεται κανείς την επίδραση της Ρώμης» (δηλαδή του Πάπα και κατά προέκταση της Δύσης), έγραφε στις 12/1/1902 στον παλιό της φίλο, στρατηγό Κιρέγεφ (Соколовская 2001, σ. 103).

Προς την έκρηξη

Στις 8 Οκτωβρίου 1901, ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ' απευθύνει –εν ονόματι της εκεί Ιεράς Συνόδου– επιστολή προς την Εκκλησία της Ελλάδος, καλώντας τη να προχωρήσει, «οις αν εγκρίνη μέτροις», στην πλήρη «απαγόρευσιν» των μεταφράσεων του Ευαγγελίου, «ων η κυκλοφορία ού μόνον ανά τας επαρχίας του Θεοστηρίκτου Βασιλείου, αλλά και πέραν αυτού και πανταχού, όπου λαλείται η γλώσσα ημών, επεκτεινόμεναι κοινήν συνεπάγονται την βλάβην και κοινήν άρα προκαλούσι την πρόνοιαν προς εκρίζωσιν των ζιζανίων από του αγρού του Κυρίου». Ο αντίκτυπός της στη συντηρητική κοινή γνώμη υπήρξε καταλυτικός.

Στις 17/10, η Ιερά Σύνοδος της ελληνικής εκκλησίας συνεδρίασε, απέφυγε όμως ν’ ανακοινώσει οποιαδήποτε απόφαση, με πρόσχημα την έκτακτη αποχώρηση του προκαθημένου της λόγω... ασθένειας της μητέρας του... Ακολούθησε (;) η δημοσίευση του υπομνήματος των καθηγητών της Θεολογικής προς την Ιερά Σύνοδο, καταδικαστικού για κάθε μετάφραση, της βασιλικής ρητά συμπεριλαμβανομένης. Σημείο αποκαλυπτικό της θεσμικής έντασης των ημερών: το υπόμνημα φέρει ημερομηνία 3/11, δημοσιεύτηκε όμως σε τεύχος του θεολογικού περιοδικού «Ιερός Σύνδεσμος» με ημερομηνία 15/10... Στις 20/10, η «Ακρόπολις» ολοκληρώνει τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου – και σταματά, παρ’ όλο που αρχικά είχε εξαγγείλει δημοσίευση και των τεσσάρων.

Στις 24/10 ο Πάλλης απαντά στον πατριάρχη, από τις στήλες όχι της «Ακροπόλεως» αλλά του (αριστοκρατικού) «Αστεως», σε ειρωνικότατα άψογη αττική διάλεκτο: «Ου γαρ δήπου Σε λανθάνει, Παναγιώτατε, πατέρα γε των Ορθοδόξων όντα, ότι ουχ οίον λοιδωρείν κοινή προσήκει, αλλ’ ουδ’ επιτιμάν τοις Σοις εν Χριστώ τέκνοις, ειμή ει προυνουθετήσας δήλον τ’ εποίησας ων ηδίκησαν πέρι. Αξιώ Σε τοίνυν, Παναγιώτατε, διασαφήσαί μοι την εμήν αμαρτίαν, ή γουν την εις εμέ επιτίμησιν κοινή αναιλείν, επειδή και κοινή επετίμησας» κ.ο.κ.

Στις 5/11, έρχεται η σειρά της «Ακροπόλεως» ν’ απαντήσει στο Υπόμνημα της Θεολογικής, με τον τρόπο που είδαμε παραπάνω. Το γάντι έχει ριχτεί – κι όσα ακολούθησαν θα τα δούμε αναλυτικά στο ερχόμενο φύλλο.


Διαβάστε
 
 Γ. Σωτηρίου - Λ. Ματλής - Δ. Λεονταρίτης, Φοιτητικαί σελίδες του 1901 (Εν Αθήναις 1902, εκδ. Τυπογραφείον Αδελφών Κτενά). Ημιεπίσημη εξιστόρηση των «Ευαγγελικών» από τρία στελέχη του τότε φοιτητικού κινήματος, συνταγμένη αμέσως μετά τα γεγονότα.
 Ευαγγελικά (1901) - Ορεστειακά (1903). Νεωτερικές πιέσεις και κοινωνικές αντιστάσεις (Αθήνα 2005, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας). Συλλογή εισηγήσεων σε συνέδριο που οργάνωσε η Σχολή Μωραΐτη, επικεντρωμένη κυρίως στις ιδεολογικές και διπλωματικές παραμέτρους της υπόθεσης.
 Γιάνης Κορδάτος, Δημοτικισμός και λογιωτατισμός (Αθήνα 1974, εκδ. Μπουκουμάνη). Το πρώτο βιβλίο του παλαίμαχου ιστορικού και δημοσιογράφου για το γλωσσικό ζήτημα (πρωτοεκδόθηκε το 1927). Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το απόσπασμα των απομνημονευμάτων του υπουργού Δικαιοσύνης που επέβλεψε τις ανακρίσεις, το σχετικό με το κουκούλωμα της εμπλοκής της πριγκίπισσας Σοφίας.
 Ιουλία Ν. Καρόλου, Ολγα, η βασίλισσα των Ελλήνων (Εν Αθήναις 1934). Βιογραφία της Ολγας από την ιδιαίτερη γραμματέα της και μεταφράστρια των Ευαγγελίων. Την προσωπική μαρτυρία της για το ζήτημα συμπληρώνει η παράθεση της σχετικής αλληλογραφίας της βασίλισσας με την Ιερά Σύνοδο.
 Ольга В. Соколовская, Греческая королева Ольга -“под молотом судьбы” (Μόσχα 2011. εκδ. Институт Славяноведения РАН). Ανάλογη βιογραφία από μια σύγχρονη ιστορικό, βασισμένη εν πολλοίς σε ρωσικό αρχειακό υλικό. Ειδικό κεφάλαιο για τα «Ευαγγελικά».
 Νίκη Μαρωνίτη, Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα, 1880-1909 (Αθήνα 2009, εκδ. Αλεξάνδρεια). Η πληρέστερη εξιστόρηση και ανάλυση της εγχώριας πολιτικής ζωής στο γύρισμα του αιώνα περιλαμβάνει, φυσικά, κι αυτή ειδικό κεφάλαιο για τα «Ευαγγελικά».
 Νίκος Ποταμιάνος, Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα, 1880-1925 (Ηράκλειο 2016, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Εξαιρετική ανατομία της μικροαστικής τάξης της πρωτεύουσας κατά την ίδια περίοδο. Επιμέρους κεφάλαια για τις συντεχνίες, τον σύνδεσμό τους και την εμπλοκή του κλάδου στις λαϊκές κινητοποιήσεις της περιόδου 1894-1902.



----------------------------------------------------------------------------------







Η πασίγνωστη, εξιδανικευτική αλλά ιστορικά ανακριβής αναπαράσταση του μακελειού της 8ης Νοεμβρίου 1901

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ


14.11.2021, 10:43

 

 
Η λαϊκή εξέγερση των «Ευαγγελικών» και τα «Ορεστειακά» του 1903

▶▶ Μέρος Β'. Τα γεγονότα

Στο προηγούμενο φύλλο είδαμε αναλυτικά τους παράγοντες που επικαθόρισαν, πριν από 120 ακριβώς χρόνια, τη μαζική συμμετοχή των φοιτητών και των συντεχνιών της Αθήνας στον αντιδραστικό ξεσηκωμό κατά της μετάφρασης των Ευαγγελίων –τη μεγαλύτερη, βιαιότερη κι αιματηρότερη λαϊκή εξέγερση που γνώρισε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους στον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του.

Ο πληγωμένος και μνησίκακος εθνικισμός που γέννησε η στρατιωτική πανωλεθρία του 1897, η συστηματική καλλιέργεια του αντισλαβισμού και της ρωσοφοβίας τα προηγούμενα χρόνια (με ενσάρκωση του εσωτερικού εχθρού την ίδια τη -Ρωσίδα στην καταγωγή και τη συνείδηση- βασίλισσα Ολγα) και οι παρενέργειες του Μακεδονικού, που αναγόρευσε την ελληνόγλωσση εκκλησιαστική λατρεία κι εκπαίδευση των «αλλοφώνων» σε Α και Ω της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, πρόσφεραν το ιδεολογικό πλαίσιο για την προάσπιση πολύ πιο πεζών ατομικών και συλλογικών συμφερόντων: από την προνομιακή θέση των πανεπιστημιακών αποφοίτων ως διαμεσολαβητών στο κράτος όσων δεν μπορούσαν να χειριστούν επαρκώς την επίσημη γλώσσα του (και των θεολόγων σαν αποκλειστικών ερμηνευτών των Γραφών), μέχρι την εχθρότητα των παραδοσιακών μεσοστρωμάτων προς τους εξ Εσπερίας «μεταρρυθμιστές», που προπαγάνδιζαν τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και του βιοτικού τους επιπέδου στο όνομα της ευρωπαϊκής «κανονικότητας» και μιας άκρως αμφίβολης «αριστείας».

Στη σημερινή, δεύτερη και τελευταία συνέχεια του αφιερώματός μας, θα ασχοληθούμε με την εξέγερση αυτή καθεαυτή, τα χαρακτηριστικά και τα όριά της.

Για την «τιμή» του Πανεπιστημίου

Η φοιτητική εξέγερση δεν πυροδοτήθηκε απ’ καθεαυτή τη δημοσίευση της «βέβηλης» μετάφρασης στην «Ακρόπολι» (9/9-20/10/1901), αλλά από ένα ειρωνικό άρθρο της τελευταίας (5/11/1901), με το οποίο αμφισβητούνταν δραστικά η αυθεντία των καθηγητών της Θεολογικής –και κατ’ επέκταση της ακαδημαϊκής κοινότητας, που εξισωνόταν με τους απλούς πολίτες. Κατά το πρώτο διήμερο των ταραχών, στόχος θα γίνουν έτσι πρωτίστως δυο αντιφρονούσες εφημερίδες: η ίδια η «Ακρόπολις» και το (αριστοκρατικότερο) «Αστυ», που κατηγορούνταν πως «έβλεπε τα πράγματα αλλοίως και ουχί ως πας τις ορθοφρονών» (Σωτηρίου-Ματλής-Λεονταρίτης, «Φοιτητικαί σελίδες», Εν Αθήναις 1902, σ.45).

Ως πρότυπο δε των βανδαλισμών προβαλλόταν η ολοσχερής καταστροφή της «Ακροπόλεως», λίγα χρόνια νωρίτερα (20/8/1894) και για παρεμφερείς «λόγους τιμής», από μερικές δεκάδες αξιωματικούς με προεξάρχοντα τον Παύλο Μελά· αγριότητα που επιβραβεύθηκε από το αρμόδιο στρατοδικείο, όταν απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους ακόμη κι από την ήπια κατηγορία της φθοράς ξένης περιουσίας.

«Ηθελα να ’μαι φοιτητής, καθώς εις άλλα χρόνια / να φλέγωμαι, να πιάνωμαι, να ρίχνω και κοτρώνια» || Γεώργιος Σουρής («Ο Ρωμηός», 10/11/1901)

Το απόγευμα της Δευτέρας 5 Νοεμβρίου, 500 φοιτητές εκστρατεύουν έτσι από τα Προπύλαια προς τα γραφεία της «Ακροπόλεως», στην οδό Σωκράτους. Τον αρχικό πυρήνα αποτελούν φοιτητές της Θεολογίας και της Ιατρικής, που ξεσήκωσαν τις άλλες σχολές. Κάποιοι καθηγητές, όπως ο Μιστριώτης της Φιλολογίας ή ο Διομήδης Κυριακός της Θεολογικής, διέκοψαν τα μαθήματά τους για να διευκολύνουν την κινητοποίηση (όπ.π., σ.30-1)· καθ’ οδόν, προστέθηκε επίσης «πλήθος λαϊκών». Οταν οι εξηγήσεις του αρχισυντάκτη προς τους εκπροσώπους τους κρίθηκαν ανεπαρκείς, οι συγκεντρωμένοι σπάνε την πόρτα και βιαιοπραγούν: «Φύλλα της “Ακροπόλεως” εσκορπίσθησαν τήδε κακείσε, πολλά δ’ εξ αυτών παρεδόθησαν εις το πυρ, ως εξιλαστήριος θυσία της προσβληθείσης τιμής του Πανεπιστημίου», καμαρώνει η ημιεπίσημη ιστορία του κινήματος. Οι επιδρομείς αποσύρθηκαν μονάχα όταν ο αστυνομικός διευθυντής Βούλτσος τους διαβεβαίωσε, εν ονόματι της εφημερίδας, πως «αι κατά των καθηγητών του Πανεπιστημίου ύβρεις θ’ αναιρεθώσιν» (όπ.π., σ.31-33).

Τα ίδια περίπου θα επαναληφθούν και στο «Αστυ», στην οδό Φιλελλήνων. Μια εικοσαριά διαδηλωτές εισβάλλουν στο κτίριο κι ένας απ’ αυτούς επιχειρεί να βάλει φωτιά, πείθεται όμως με το επιχείρημα πως, «εάν εκαίετο το σπίτι θα επάθαιναν και πολλοί, οι οποίοι δεν είχαν καμμίαν σχέσιν με τα φρονήματα της εφημερίδος» (Αστυ, 6/11). Αντί για τα γραφεία καίγονται έτσι «πανηγυρικώς επί του εξώστου πολλά φύλλα» της τελευταίας (Σωτηρίου κ.α., σ.34). Η αγωνιστική βραδιά θα ολοκληρωθεί με πολιορκία του μητροπολιτικού μεγάρου, στην Πλάκα, κι απόσπαση από τον αρχιεπίσκοπο Προκόπιο της δήλωσης ότι «ως άτομον και ως αρχή είνε κατά των μεταφράσεων του Ευαγγελίου» («Αστυ», 6/11). Ικανοποιημένοι, οι φοιτητές κάνουν πηγαδάκια στη μητρόπολη και διαλύονται, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί.

Η παράλειψη της υπεσχημένης αυτοκριτικής από τα δυο φύλλα πολλαπλασίασε τις αντιδράσεις. Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου, εκατοντάδες φοιτητές διαλύουν με τη βία τα μαθήματα όσων καθηγητών επιχειρούν να διδάξουν, σπάζοντας τζάμια και προπηλακίζοντας τον Γεώργιο Χατζηδάκι με την κραυγή «Κάτω ο δαρβινιστής!». Μάταια ο πρύτανης Σακελλαρόπουλος τους παρακαλεί να μη δώσουν -ως «ταραξίες»- αφορμή «να χάση το Πανεπιστήμιον την εκτίμησιν της Κοινωνίας».

Μια νέα διαδήλωση 800-1.000 φοιτητών γιουχάρει το σπίτι του αστυνομικού διευθυντή κι επαναλαμβάνει τις εφόδους στην «Ακρόπολι» και το «Αστυ», με μεγαλύτερη επιθετικότητα τούτη τη φορά: οι πινακίδες των δυο εφημερίδων καταστρέφονται «με την συγκατάθεσιν της φρουρούσης αστυνομίας» («Αστυ», 71/11), η εισβολή στα ταμπουρωμένα γραφεία αποτρέπεται όμως με επέμβαση του ιππικού. Κάποιοι διαδηλωτές -«μη φοιτηταί», διευκρινίζει η «Πρωία»- έσπασαν με πετροπόλεμο μερικά τζάμια, τους σταμάτησαν όμως «οι ψυχραιμότεροι, θεωρήσαντες το τοιούτον ως μικροπρέπειαν» (Σωτηρίου κ.α., σ.45). Κάποιες άλλες λεπτομέρειες περιγελούν ωστόσο τις σημερινές κραυγές περί πρωτάκουστης νεανικής ανομίας: όταν «μικρόνους τις ιππεύς σύρει την σπάθην του και την επιδεικνύει αυθαδώς» προς τους διαδηλωτές, λ.χ., «άπειρα» χέρια φοιτητών τον συνετίζουν τραβώντας περίστροφα (όπ.π., σ.46).

Η κινητοποίηση ολοκληρώθηκε με υποβολή στον βασιλιά του αιτήματος να «διαταχθή η Κυβέρνησις προς ταχείαν λήψιν απαγορευτικών της κυκλοφορίας των Μεταφράσεων μέτρων και τιμωρίαν των εις ύβρεις κατά των καθηγητών του Πανεπιστημίου εκτραπεισών εφημερίδων». Με παρέμβαση ορισμένων καθηγητών, μια δεύτερη συγκέντρωση στα Προπύλαια, στις 3 μ.μ., θα αποφύγει να εξελιχθεί σε πορεία, αναμένοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου που θα συνεδρίαζε την επομένη.

Αντιμέτωπος με τη «διορία» που του έθεσαν οι φοιτητές, να αποσπάσει δήλωση μετανοίας από την «Ακρόπολι» μέχρι τις 10 π.μ., ο πρύτανης στέλνει το απόγευμα στην εφημερίδα ως μεσολαβητή τον (δημοτικιστή) γραμματέα του Πανεπιστημίου, Κωστή Παλαμά –και, ταυτόχρονα, εισηγείται στη Σύγκλητο δραστικά μέτρα: «φρονών ότι το ζήτημα δεν είναι μεν καθαρώς πανεπιστημιακόν, αλλά επειδή ήρχιζε να φανατίζη και ανθρώπους του όχλου, και κίνδυνος είναι να παραταθή», διαβάζουμε στα επίσημα πρακτικά, θεωρεί πως «επιβάλλεται να κλείσωμεν το Πανεπιστήμιον». Το σώμα «συμφωνεί κατ’ αρχήν», αναβάλλει όμως τη λήψη απόφασης για αργότερα, «αν επιστή ανάγκη». Εχοντας πιθανότατα κάτι πληροφορηθεί και για να αποτρέψουν παρόμοιο ενδεχόμενο, 50-60 φοιτητές -«οι ενθουσιωδέστεροι»- θα διανυκτερεύσουν ωστόσο στο κτίριο, «εφοδιασμένοι διά πολυκρότων [περιστρόφων] τελευταίου συστήματος» (Σωτηρίου κ.α. σ.55). Η δεύτερη κατάληψη στην ιστορία του ιδρύματος, πέντε χρόνια μετά τα «Γαλβανικά» του 1897, ήταν γεγονός.

Μπορεί τα μεγέθη να ήταν ακόμη μικρά, ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε όμως ήδη αποσαφηνιστεί. «Διήλθομεν και χθες ημέραν ημιεπαναστατικήν», διαπιστώνει με ανησυχία στο κύριο άρθρο του το «Αστυ» της επομένης. «Η εξέγερσις των φοιτητών ελπίζομεν ότι θα χρησιμεύση ως μάθημα εις όλους τους θέλοντας να νεωτερίζουν εκεί όπου δεν χωρούν νεωτερισμοί», ξεσπαθώνει απ’ την πλευρά του το «Σκριπ», διαλαλώντας τη «ζωηρωτάτην χαράν» του που βλέπει «το φοιτητικόν σώμα τόσον βαθέως αντιλαμβανόμενον τα εθνικά του τόπου ζητήματα».

Οι πρωτοσέλιδες «δηλώσεις προς τους κ.κ. φοιτητάς» που απέσπασε ο πρύτανης από την «Ακρόπολι» (7/11) μέσω Παλαμά δεν περιορίστηκαν στη διευκρίνηση «ουδέποτε υβρίσαμεν ή ειρωνευθήκαμεν φοιτητάς ή το Πανεπιστήμιον». Περιέλαβαν και διαβεβαιώσεις υποταγής στην επίδικη εθνοθρησκευτική ορθότητα: «Η “Ακρόπολις”», διαβάζουμε, όχι μόνο «είνε πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντος αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει ν’ αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινάν γλώσσαν», αλλά και «φρονεί ότι η Ιερά Σύνοδος έχει καθήκον πάσαν μετάφρασιν του Ευαγγελίου δι’ οικογενείας και μαθητάς εκδιδομένη ν’ αποκηρύσση και να πρωτοστατεί εις την καταδίωξιν των μεταφραστών, εφ’ όσον παρερμηνεύωνται εξ αμαθείας ή εξ αντιχριστιανικής ατιμίας τα δόγματα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας». Υποχώρηση που, αντί να κατευνάσει τα πνεύματα, απλώς κλιμάκωσε τις απαιτήσεις όσων την επέβαλαν.

Η εξέγερση

Την Τετάρτη 7/11 η φοιτητική αναταραχή μετατράπηκε σε λαϊκό ξέσπασμα, με τη μαζική προσέλευση στον χώρο του Πανεπιστημίου χιλιάδων πολιτών κάθε λογής: ομοφρόνων, συμπαθούντων ή απλά περίεργων. Η όλη κινητοποίηση δεν στόχευε άλλωστε πια στην ικανοποίηση της τρωθείσας «τιμής» της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά σε κάτι απείρως σοβαρότερο: τον αφορισμό των μεταφραστών του Ευαγγελίου, αίτημα που έθιγε εμμέσως πλην σαφώς και την ίδια τη βασίλισσα.

Στις 10 π.μ., ενώ ο χώρος μπροστά στο Πανεπιστήμιο είχε ήδη πλημμυρίσει, το τετράγωνο περικυκλώθηκε από ίλες ιππικού και πεζούς χωροφύλακες με εφ’ όπλου λόγχη. Ο στρατιωτικός διοικητής της πρωτεύουσας ανακοίνωσε στον πρύτανη πως «έχουσι ληφθή πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως περιορισθώσιν οι φοιτηταί εντός των Προπυλαίων, χωρίς να δυνηθή τι να εξέλθη εκείθεν» («Αστυ», 8/11). Ο πρύτανης εκδίδει ανακοίνωση, καλώντας «τους φοιτητάς όπως διαλυθώσιν ησύχως, υποτασσόμενοι εις τους νόμους του Πανεπιστημίου», καθώς «δεν υφίσταται πλέον ζήτημα μεταφράσεως του Ευαγγελίου, κατόπιν των ληφθεισών μέτρων υπό της Κυβερνήσεως». Το μεσημέρι θα τους διαβάσει αυτοπροσώπως και την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, που «αποκρούει και αποδοκιμάζει και κατακρίνει ως βέβηλον πάσαν διά μεταφράσεως εις απλουστέραν Ελληνικήν γλώσσαν αλλοίωσιν ή μεταβολήν του πρωτοτύπου κειμένου του Ευαγγελίου», της βασιλικής πρωτοβουλίας συμπεριλαμβανομένης.

Μάταιος κόπος. Αυτό που κυριαρχεί πια είναι το αίτημα αφορισμού των «ενόχων». Μέσα στο επόμενο τρίωρο, το πλήθος θα προσπαθήσει τρεις φορές να σπάσει τον κλοιό με στόχο τη μητρόπολη· σε κάθε απόπειρα, το επίπεδο της βίας ανεβαίνει. Την πρώτη φορά, «οι ιππείς επέδραμον δεξιά και αριστερά. Μερικοί λίθοι εξεσφενδονίσθησαν, μερικαί ράβδοι ανυψώθησαν, φωναί αντήχησαν, γιουχαϊσμοί κατά των στρατιωτών και η έφοδος έληξεν» («Σκριπ», 8/11). Τη δεύτερη, το πλήθος υποχωρεί στα Προπύλαια κι εξαπολύει συστηματικότερες επιθέσεις με πέτρες και ξύλα. Στην τρίτη προσπάθεια σπάει τον κλοιό και προχωρά στην Κοραή, προτού κοπεί στα δυο από την επέλαση του ιππικού στην Πανεπιστημίου· καταφέρνει όμως να βάλει στο χέρι τα οικοδομικά υλικά παρακείμενου γιαπιού, με καταστροφικά για τους αντιπάλους του αποτελέσματα.

Η κοινωνική σύνθεση των μαχόμενων έχει αλλάξει στο μεσοδιάστημα αισθητά, όπως πιστοποιούν τα ρεπορτάζ της επομένης. Ακόμη και τα εχθρικά προς τους «ταραξίες» μιλούν, άλλωστε, πια για «λαό»: «Οι λίθοι έπιπτον κατά των πτωχών ιππέων βροχηδόν. [...] Ο λαός κατεδίωκε πλέον τους ιππείς. Πολλοί δε αγυιόπαιδες σύροντες τενεκέδες έτρεχον όπισθεν των ιππέων. [...] Προ του ζαχαροπλαστείου του Γιαννάκη όπισθεν των δένδρων κρυμμένοι δυο εργατικής τάξεως άνθρωποι επετέθησαν διά λίθων κατά του επί κεφαλής των ιλών, ανθυπιλάρχου κ. Π. Μπακατούση, τον οποίον ετραυμάτισαν επικινδύνως. [...] Εδέησε τέλος να παύση η επέλασις του λαού και οι ατυχείς ιππείς -όσοι εννοείται εκρατήθησαν επί των ίππων- [...] να επανέλθωσιν εις την προτέραν των προ του Πανεπιστημίου θέσιν» («Αστυ», 8/11).

Κατά την τελευταία αυτή σύγκρουση πέφτουν εκατέρωθεν δεκάδες πυροβολισμοί στον αέρα, με πρώτο διδάξαντα έναν φοιτητή («Σκριπ», 8/11). Οι εφημερίδες κατονομάζουν εννιά σοβαρά τραυματισμένους –τρεις στρατιωτικούς, τρεις φοιτητές και τρεις πολίτες.

Ενώ οι γύρω δρόμοι μετατρέπονται σε πεδίο μάχης, η Σύγκλητος σηκώνει τα χέρια: με πρόταση του πρύτανη, που είχε ήδη συνεννοηθεί με τον πρωθυπουργό, καλεί εγγράφως την κυβέρνηση, «επειδή αι πανεπιστημιακαί αρχαί ουδέν άλλο έχουσι μέσον κατασταλτικόν της αταξίας, να λάβη όσα μέτρα ήθελε κρίνη σκόπιμα και προσήκοντα προς κατίσχυσιν του κράτους του νόμου» (Πρακτικά 7/11/1901, σελ.478-9). Καλού-κακού, ο πρύτανης παραδίδει πάντως λίγο αργότερα τα κλειδιά του κτιρίου στον «φρούραρχο» των καταληψιών Αντώνιο Λουκιανό, τελειόφοιτο της Φιλοσοφικής κι έφεδρο αξιωματικό, βετεράνο του πρόσφατου πολέμου. Ο τελευταίος οργανώνει την κατάληψη, που αριθμεί πλέον 600 φοιτητές, σε καθαρά στρατιωτική βάση: με «λόχους», «λοχίες», «αρχιφύλακες», φρουρούς, ακόμη και «Μυστική Αστυνομία» που επιβλέπει τα πέριξ (Σωτηρίου κ.α., σ.71-74).

Η κορύφωση

Απείρως σοβαρότερη θα αποδειχθεί μια άλλη τομή της ίδιας ημέρας: η συνεννόηση με τις συντεχνίες. Αντιπροσωπεία των φοιτητών μετέχει στην έκτακτη απογευματινή σύσκεψη των προέδρων του Συνδέσμου Συντεχνιών Αθηνών-Πειριαώς, που αποφασίζει «πάνδημον λαϊκόν συλλαλητήριον» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός στις 2 μ.μ. της επομένης, απαιτώντας «να μένη άθικτον το Ιερόν Ευαγγέλιον» και «αφορισμόν κατά των βεβηλωσάντων αυτό». Ο Σύνδεσμος καταδικάζει ωστόσο ρητά «τας επιθέσεις κατά των γραφείων των εφημερίδων Ακροπόλεως και Αστεως» κι επιβάλλει στους φοιτητές, ως όρο οποιασδήποτε σύμπραξης, τη δήλωση ότι «θέλουσιν απέχει εφεξής» από κάθε παρόμοιο εγχείρημα (όπ.π., σ.66-68).

Οι οδομαχίες και η εμπλοκή των συντεχνιών επιφέρουν με τη σειρά τους σκλήρυνση της κυβέρνησης, που διαπιστώνει πως η εξέγερση στρέφεται πια ευθέως κατά της ίδιας και της βασίλισσας. Εκτακτο υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει έτσι το κλείσιμο του Πανεπιστημίου «δι' εν έτος», την ανάθεση της διατήρησης της τάξης στον στρατό κι ενίσχυση της φρουράς της Αθήνας με 500 πεζοναύτες (Ακρόπολις, 8/11).

Η επόμενη μέρα, Πέμπτη 8/11, φάνηκε από νωρίς ότι θα έμενε ιστορική. Ηδη από τις 9 π.μ. συρρέει στα Προπύλαια «πλήθος ανθρώπων πάσης τάξεως, πάσης ηλικίας, παντός επαγγέλματος» («Αστυ», 9/11). Οταν η πρυτανεία τοιχοκολλά διαταγή του αρχηγού της χωροφυλακής, συνταγματάρχη Στάικου, που επιτρέπει μεν στους φοιτητές «να μένωσιν ανενόχλητοι και ελεύθεροι, εφ’ όσον συσκέπτονται ή συζητούσιν εντός του Πανεπιστημίου και του περιβόλου του», αλλά απαγορεύει «απολύτως την ανά την πόλιν περιφοράν μεγάλων ομάδων διαδηλωτών, είτε εξ άλλων πολιτών», προειδοποιώντας ότι κάθε σχετική απόπειρα θα παρεμποδιστεί «και διά της βίας», οι σχετικές ανακοινώσεις «καταξεσχίζονται». Ο Σύνδεσμος Συντεχνιών ξεκαθαρίζει απ’ την πλευρά του στους φοιτητές ότι «το Συλλαλητήριον θα γίνη αντί πάσης θυσίας» (Σωτηρίου κ.α., σ.76-77). Για μεγαλύτερη ευελιξία, οι συνελεύσεις των σχολών εκλέγουν μια 15μελή «Κεντρική Επιτροπή», επιφορτισμένη με τη διεύθυνση της κινητοποίησης.

Κάτω από την πίεση των μαζών, η αστυνομική απαγόρευση θα σπάσει έτσι πανηγυρικά. Ενώ στους Στύλους του Ολυμπίου Διός έχει ήδη συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου, μια πελώρια -για τα δεδομένα της εποχής- διαδήλωση ξεκινά στις 2 μ.μ. από τα Προπύλαια, ανηφορίζοντας την Πανεπιστημίου. Το «Εμπρός» της επομένης κάνει λόγο για «σύμπλεγμα υπερδεκακισχιλίων ατόμων»· η «Ακρόπολις» το περιορίζει σε «υπέρ τας 5 χιλ. λαού», παραδέχεται όμως κι αυτή ότι «το θέαμα ήτο μεγαλοπρεπέστατον». Το ιππικό που ήταν παραταγμένο μπροστά στο Οφθαλμιατρείο παραμερίζει για να περάσουν· λίγο πριν από το Σύνταγμα συναντούν, ωστόσο, φραγμό πεζοναυτών με εφ’ όπλου λόγχη, που εμποδίζει την προσπέλαση προς τα ανάκτορα.

Υστερα από ένα γερό σπρώξιμο και πυροβολισμούς διαδηλωτών στον αέρα, η αλυσίδα σπάει και το πλήθος συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του. Πολλοί κόβουν δρόμο από την Αμαλίας, η οργανωμένη όμως πρωτοπορία θα φτάσει στους Στύλους μέσω της Ηρώδου Αττικού. Ο λόγος είναι απλός: εκεί βρίσκεται το παλάτι του γερμανόφιλου διαδόχου και της Γερμανίδας συζύγου του, αντίπαλου δέους στη «Σλάβα» –το σημερινό προεδρικό μέγαρο. Κατά το πέρασμά τους, οι διαδηλωτές «εκρήγνυνται εις ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς υπέρ του Διαδόχου και της πριγκηπίσσης Σοφίας» («Εμπρός», 9/11)· η «Ακρόπολις» κάνει λόγο για «φρενίτιδα». Στην Αμαλίας, πάλι, οι πολίτες γιουχάρουν το ιππικό που τους ακολουθεί, υπενθυμίζοντας ειρωνικά την πρόσφατη εξευτελιστική πανωλεθρία: «Εις τον Δομοκόν! Εκεί την ανδρείαν σου!» («Αστυ», 9/11).

Το συλλαλητήριο στους Στύλους υπήρξε κατά γενική ομολογία το μεγαλύτερο που είχε δει μέχρι τότε η Αθήνα. Το «Αστυ» το εκτιμά σε 50.000 ανθρώπους, σε μια πόλη με πληθυσμό μόλις 128.735 το 1896. Εύλογα μετριοπαθέστερη στις εκτιμήσεις της, η «Ακρόπολις» το μειώνει κι εδώ σε «υπέρ τας 10.000»· η έκτασή του, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, προϋποθέτει ωστόσο πολύ περισσότερους. Μετά τις ομιλίες του προέδρου των (αλύτρωτων) Κρητών, δύο φοιτητών και του προέδρου των συντεχνιών, εγκρίνεται διά βοής ψήφισμα που απαιτεί «το κείμενον του Ι. Ευαγγελίου [να] παραμείνη του λοιπού άθικτον και αμόλυντον, ως παρεδόθη ημίων από των αρχαιοτάτων χρόνων», αφορισμό των «βεβηλωσάντων» και, για πρώτη φορά, «κατάσχεσιν και εξαφάνισιν παντός αντιτύπου μεταφράσεως».

Η προγραμματισμένη εκδήλωση ολοκληρώνεται, το πλήθος δεν δείχνει όμως την παραμικρή διάθεση να διαλυθεί. Μεγάλο μέρος του κατευθύνεται έτσι ξανά προς το κέντρο. Τώρα πια, «την πρωτοπορίαν των διαδηλωτών απετέλουν οι αγυιόπαιδες, είποντο δε οι των διαφόρων εργατικών τάξεων άνθρωποι και τέλος οι φοιτηταί»· στην κορυφή, μια σημαία «προεφυλάσσετο υπό πλήθους εργατικών».

Στη ρωσική και την αγγλικανική εκκλησία «τα στίφη εφάνησαν προς στιγμήν ως αποπειραθέντα να προβούν εις εκτροπάς, ημποδίσθησαν όμως υπό των σωφρονεστέρων και των προσδραμόντων αξιωματικών». Η πομπή διασπάται εκεί σε δύο σκέλη. Το ένα, με επικεφαλής τους φοιτητές, επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο μέσω Φιλελλήνων και Σταδίου· όταν μπαίνει στη δεύτερη, η ουρά του βρίσκεται ακόμη στην αρχή της πρώτης. Το δεύτερο, λαϊκότερο, ανεβαίνει την Αμαλίας· όταν βλέπουν στον εξώστη των ανακτόρων τον βασιλιά με τους γιους του να τους παρακολουθούν με τα κιάλια, «τινές εκ των της εργατικής τάξεως προέβαινον εις διαφόρους χειρονομίας» («Αστυ», 9/11). Η ίδια εφημερίδα εκτιμά σε 20.000 το πλήθος που καταλήγει στην Πανεπιστημίου, «από του Αρσακείου μέχρι και του ζαχαροπλαστείου Γιαννάκη», στη διασταύρωση με την Κριεζώτου.

Αμήχανη μπροστά σ’ αυτή τη λαοθάλασσα, η Κεντρική Επιτροπή των φοιτητών καλεί τον κόσμο να διαλυθεί. Ο σκληρός πυρήνας του, όμως, είχε «μεθυσθή από ενθουσιασμόν» («Εμπρός», 9/11). Με τη σημαία και το πορτρέτο του πατριάρχη μπροστά, κατηφορίζει την Κοραή με προορισμό το μητροπολιτικό μέγαρο. Στη Σταδίου, ο στρατός τούς κλείνει τον δρόμο. Αψιμαχίες, επελάσεις ιππικού, πετροπόλεμος, πυροβολισμοί στον αέρα (πρώτα από διαδηλωτές, κατόπιν -ομαδικά- από τους πεζοναύτες) και, τελικά, στο ψαχνό. Στο οδόστρωμα μένουν έξι πτώματα (πέντε βιοπαλαιστών κι ενός 17χρονου μαθητή καλής οικογενείας) και μερικές δεκάδες τραυματίες.

Ακολουθούν δίωρες σφοδρές οδομαχίες σε πολλά σημεία του κέντρου· στο πιο εντυπωσιακό επεισόδιο, η άμαξα του πρωθυπουργού Θεοτόκη δέχεται καταιγισμό από πέτρες, ακόμη και πυροβολισμούς, ενώ επιστρέφει στο σπίτι του δίπλα στο Αρσάκειο. Οι δρόμοι θα ηρεμήσουν μονάχα με την απόσυρση του στρατού, που ο πρόεδρος των συντεχνιών κι επιτροπή φοιτητών υπέδειξαν στον βασιλιά ως μόνη λύση για να αποτραπεί «δευτέρα νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου εν μέσαις Αθήναις» (Σωτηρίου κ.α., σ.96). Τελικός απολογισμός: οκτώ τουλάχιστον επώνυμοι νεκροί (όλοι διαδηλωτές αλλά κανείς φοιτητής) και 80 σοβαρά τραυματίες –ανάμεσά τους κάμποσοι ιππείς (ορισμένοι από σφαίρες) κι ο αστυνομικός διευθυντής Βούλτσος, με το κεφάλι ανοιγμένο από «υπερεμεγέθη» πέτρα.

Η εκτόνωση

Ακολούθησαν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Ο αρχιεπίσκοπος Προκόπιος παραιτήθηκε το ίδιο βράδυ· ο Θεοτόκης απέσπασε οριακή ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή (10/11), παραιτήθηκε όμως κι αυτός την επομένη για να αντικατασταθεί από μια καθαρά ανακτορική κυβέρνηση Ζαΐμη. Με την πρωτόγνωρη λαϊκή έκρηξη να επισκιάζει τα πάντα, όλοι οι σοβαροί ή φιλόδοξοι παράγοντες έθεσαν ωστόσο ως πρώτη προτεραιότητα την επιστροφή στην κανονικότητα. Εκφωνώντας τον επικήδειο στην πάνδημη και ειρηνική κηδεία των θυμάτων (9/11), ο βουλευτής Λεβίδης -που μέχρι τότε ξεσήκωνε τα πλήθη- θα συστήσει έτσι την «τήρησιν της τάξεως, ήτις ουδέν άλλο εστίν, ειμή αυτή η ελευθερία». Η δε ημιεπίσημη ιστορία του κινήματος εξυμνεί την «σύνεσιν» της φοιτητικής ηγεσίας που, αποθαρρύνοντας τους θερμόαιμους, «έσωσε την Πολιτείαν από αφεύκτου εμφυλίου σπαραγμού» (Σωτηρίου κ.α., σ.95).

Η κατάληψη του Πανεπιστημίου από τους φοιτητές συνεχίστηκε μέχρι το πρωί της Τρίτης 13/11, όταν ο «φρούραρχος» παρέδωσε το κτίριο στην πρυτανεία έχοντας προηγουμένως «αποστρατεύσει» τους πολεμιστές του· οι διαμαρτυρίες των αδιαλλάκτων ήρθαν κατόπιν εορτής (Σωτηρίου κ.α., σ.131-2). Η έκβαση αυτή υπαγορεύθηκε από την πίεση των πανεπιστημιακών αρχών και καθηγητών, τη σταδιακή κοινωνική απομόνωση των εγκλείστων αλλά και από την επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονούσε η κόπωση κι η υπερένταση των ένοπλων «φρουρών». Αν τη νύχτα της 9-10/11 πέφτουν απλώς «πυροβολισμοί τινές εκ παρεξηγήσεως», δύο βράδια μετά εξαπολύονται κανονικές ομοβροντίες προς τον γειτονικό κήπο της Ακαδημίας, με αποτέλεσμα πανδαιμόνιο: «το εν τοις πέριξ του Πανεπιστημίου ευρισκόμενον πλήθος άμα τω ακούσματι των πυροβολισμών διασκορπίζεται, πολλοί δ’ εξάγουσι τα περίστροφά των και πυροβολούσιν εις τον αέρα, μη γνωρίζοντες περί τίνος πρόκειται» (όπ.π., σ.113-4 & 122-4).

Ο σκληρός πυρήνας των αδιαλλάκτων θα προσπαθήσει να δώσει συνέχεια, οι συντεχνίες όμως αρνούνται να συνδιοργανώσουν νέο συλλαλητήριο (8/12). Μια πρώτη φοιτητική διαδήλωση ματαιώνεται έτσι λόγω... βροχής (9/12)· η αμέσως επόμενη, με αίτημα την ποινικοποίηση όχι μόνο της μετάφρασης του Ευαγγελίου αλλά και της απλής κατοχής αντιτύπων της, έχει περιορισμένη μαζικότητα και κωμικοτραγική κατάληξη («Σκριπ», 13/12).

Η απόπειρα αναβίωσης του κινήματος τον επόμενο Οκτώβριο, ως αντίδραση στο άκρως απογοητευτικό δικαστικό βούλευμα για τα γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου, θα κατασταλεί δε δριμύτατα από τις πανεπιστημιακές αρχές, με πειθαρχικές διώξεις και αποβολή των «πρωτοστατησάντων», αλλά και από τις δικαστικές, με καταδίκες όσων ομιλητών «εξύβρισαν» στις συνελεύσεις τη Δικαιοσύνη. Από τους φυσικούς αυτουργούς του μακελειού, ο μόνος που προκύπτει να τιμωρήθηκε ήταν πάλι ένας αστυφύλακας, καταδικασμένος πρωτόδικα σε κάθειρξη 10½ χρόνων για τον φόνο του μαθητή καλής οικογενείας (5/5/1903).

Για την αλλαγή του κλίματος μεταξύ των φοιτητών, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η αλληλογραφία του καθαρευουσιάνου -τότε- πρωτοετή Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που τις μέρες της «μικράς επαναστάσεως» ήταν σκαρφαλωμένος (καταληψίας, γαρ) «εις την στέγην και το αέτωμα του Πανεπιστημίου». «Ανεκινήθη πάλιν υπό των φοιτητών το ζήτημα του Ευαγγελίου σχεδόν άνευ λόγου», γράφει στις 12/12 στον αδερφό του· «αλλά την φοράν ταύτην πολλοί είνε οι διαφωνούντες οι οποίοι το Σάββατον εξέφρασαν εις τον Πρύτανιν την αποδοκιμασίαν των κατά των άλλων. Σήμερον λοιπόν το απόγευμα, εάν μη βρέξη, θα γένη συλλαλητήριον. Ελπίζω ότι δεν θα έχη σοβαράς συνεπείας, ειδεμή θα κλεισθή το Πανεπιστήμιον επί τινα χρόνον».

Για τη γλώσσα του Αισχύλου

Τον Νοέμβριο του 1903, μια μερίδα φοιτητών θα ξαναβγεί στους δρόμους, διαμαρτυρόμενη για το ανέβασμα της «Ορέστειας» σε μετάφραση από το Βασιλικό Θέατρο. Πρωτεργάτης της κινητοποίησης είναι ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Μιστριώτης, που από το 1895 είχε δική του εταιρεία «προς διδασκαλίαν των αρχαίων δραμάτων» στο πρωτότυπο. Βασικό αίτημα των διαδηλωτών αποτελεί δε η απόλυση του Παλαμά, του προ πολλού στοχοποιημένου «Αρχιραββίνου» των δημοτικιστών, «όστις κατά διαβολικήν σύμπτωσιν, σύμπτωσιν όμως μόνον εν Ελλάδι επιτρεπομένην, τυγχάνει και γραμματεύς του Ανωτάτου Πανδιδακτηρίου» («Εμπρός», 7/11/1901). «Εάν το έθνος νομίζει ότι οι υπάλληλοι καλώς μισθοδοτούνται, εγώ παραιτούμαι κι ας έλθη ο Παλαμάς να διδάξη», αγορεύει χαρακτηριστικά ο Μιστριώτης, με μια κοινωνική υπεροψία που η Ιστορία κάθε άλλο παρά έμελλε να δικαιώσει («Ακρόπολις», 16/11/1903).

Οι κοινωνικές συμμαχίες των Ευαγγελικών απουσιάζουν ωστόσο από τα Ορεστειακά, με αποτέλεσμα την απομόνωση και καταστολή των «στασιαστών». Οταν οι φοιτητές διαδηλώνουν επί ώρες την τελευταία μέρα της επίμαχης παράστασης (16/11/1903), επιχειρώντας να τη σταματήσουν και πυρπολώντας καθ’ οδόν τις σχετικές αφίσες, επικεφαλής ενός λαϊκού πλήθους που βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει το κοινωνικό του μίσος, αστυνομία και στρατός πυροβολούν, σκοτώνοντας έναν νεαρό από την Κυνουρία, πρώην μετανάστη στο Κάιρο που περίμενε να φύγει στην Αμερική, και τσακίζουν στο ξύλο τους υπόλοιπους. Η ηγεσία των φοιτητών προφυλακίζεται κι ο Μιστριώτης ανακρίνεται για «πρόκληση σε στάση»· θα απαλλαγεί τελικά «προσωρινά» από το δικαστικό συμβούλιο (24/1/1904), με το μεσοβέζικο σκεπτικό πως η «περισσή επιπολαιότητά» του, που «προυκάλεσε [την] εξέγερσιν», δεν τεκμηριώνει πλήρως «δολίαν προαίρεσιν»...

Η σημαντικότερη ήττα του κινήματος υπήρξε, ωστόσο, ιδεολογική: σε αντίθεση με το εθνικά ορθό αμετάφραστο των θρησκευτικών κειμένων, η επιστροφή στη γλώσσα του Αισχύλου φαντάζει ήδη αυτόχρημα γελοία. Η εθνοπρεπέστατη «Εστία» θα το υπογραμμίσει με τον τρόπο της, εκδίδοντας ένα ολόκληρο φύλλο (11/11/1903) σε άπταιστη αττική διάλεκτο. «Και τα μεν περί γλώττας μάλα καλώς είρηται», διαβάζουμε στο κύριο άρθρο, «βέβηλοι δ’ οι ταν πάτριον παραλάττοντες, οίς ευλόγως αν είποι τις: έρρε, βέβηλος, εκάς, εκάς, όστις “αλιτρός”, όστις τε “καλήτερος” φησίν, αντί “κάρρων”, και τον άρνα “αρνάκι” καλεί, και τον κύνα σκύλλον, και το δοκεί “φαίνεται” λέγει, και το “άπειμι” “φεύγω”».

Εξίσου απολαυστικό και το ρεπορτάζ για μια απεργία στα πλοία: «Τοις των λεβήτων των εμπορίων νεών επινήοις Ηφαίστου θεράποσιν, ούς θερμαστές βάρβαροι καλέουσιν, έδοξεν απεργείν, οιομένοις ως τον νυν μισθόν ουκ εξαρκείν ταις του βίου οζιηραίς πάσαις ανάγκαις».

Η σύνδεση του δημοτικισμού με τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και το εργατικό κίνημα θα καθιστούσε τα επόμενα χρόνια αυτή την ήττα οριστική κι αμετάκλητη.

Ο τρόμος των αστών

Τα δύο διαδοχικά φύλλα του «Ρωμηού» που κυκλοφόρησαν στη διάρκεια των γεγονότων (11 και 17/11/1901) μας προσφέρουν την πιο εύγλωττη μαρτυρία για την αναδίπλωση των εξεγερμένων νοικοκυραίων της πρωτεύουσας, μπροστά στη θέα της απειλητικής καθόδου των «επικίνδυνων» τάξεων στο πεζοδρόμιο

Ατρόμητος λαός

Στο πρώτο, ο Σουρής εκφράζει κατ’ αρχάς τον θαυμασμό του για τον λαϊκό ξεσηκωμό:

«Λαός εβγήκε σύσσωμος για να ξεχάσει κόπους
κι εκύτταξε τους δρόμους του πολέμου μακελλιά
κι Αστυφυλάκων κουμπουριές εσκότωναν ανθρώπους
που λες αφορολόγητα πως σάρωναν σκυλιά.
Λαός ακούει κουμπουριές, μα τώρα δεν ξιππάζεται,
λύπες βαριές τον βάρυναν και θάνατο δε σκιάζεται».

Κι ο ίδιος ο στιχουργός συμφωνεί, άλλωστε, πλήρως με το σκεπτικό και τα συνθήματα της εξέγερσης:

«Τι μεταφράσεις θέλετε των ιερών βιβλίων
και των Ευαγγελίων;
Στην γλώσσαν ας τ’ αφήσωμεν, που τα ’βραμε γραμμένα
και με σφραγίδας ιεράς να μένουν σφραγισμένα,
κι εις τόσας ανοικτάς πληγάς και νέας μην ανοίγετε
και τ’ άθικτα μυστήρια γελώντες μην τα θίγετε».

Εξ ου και παροτρύνει ρητά τον αναγνώστη να μετάσχει στα συλλαλητήρια, επικροτώντας ακόμη και τις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς καταστολής:

«Τι μόνοι μας καθήμεθα; Τι μόνοι τραγουδούμε;
Πάμε συλλαλητήρια συντεχνιών να δούμε.
Λαός κυρίαρχος βοά και τον θυμό του δείχνει
λαός σε καβαλλάρηδες σωρό τις πέτρες ρίχνει».

Ξεπαπούτσωτη ρεμούλα

Μια βδομάδα μετά, η εικόνα έχει αλλάξει πλήρως. Κυριαρχεί πλέον ο πανικός μπροστά στην απειλητική εμφάνιση ενός (υπο)προλεταριάτου, που άδραξε την ευκαιρία για να συμβάλει με τον τρόπο του στα γεγονότα:

«Επλανάτο στας Αθήνας πνεύμα φρίκης, πνεύμα τρόμου
κι εβρυχώντο κι εγαυρίων οι Κανίβαλλοι του δρόμου.
Ερημώθησαν τα πάντα, λες και να ’πεσε πανώλης
σε κυρίους και κυρίες
κι ήταν έρμαιον η πόλις
λυσσασμένης μαγκαρίας.

[…]

και καμπόσοι κουρελήδες βρήκανε κι αυτοί καιρό
και βροντούσανε σανίδια
τενεκέδες πετρελαίων
κι εξεστόμιζαν βρισίδια
μ’ ένα στόμα πειναλέον.
Ελυμαίνετο τους δρόμους ξεπαπούτσωτη ρεμούλα
πήγαν και στου Σιμοπούλου κι εσφυρίξανε μια δούλα.

[…]

Μα τι Κράτος ήταν πάλι, τα Συντάγματα κουρέλια
κι αν γυρνούσες μέσ’ στην πόλη
σου ’κλεβαν το πορτοφόλι
μια χαρά για τα Βαγγέλια.
Κι ο λαός ο νοικοκύρης
των τιμίων εργατών
έφριττε στας πανηγύρεις
των αγρίων συρφετών».

Η νοσταλγία της αστικής ευταξίας κορυφώνεται έτσι με προτροπές προς τους φοιτητές να επιστρέψουν το ταχύτερο στην κανονικότητα:

«Ω νεότης των γραμμάτων, προς γενναία πάντα σφρίγα
κι αρηίφιλος ορθώνου στο κελάηδημα του Ρήγα.
Εξυμνούμεν με Συγκλήτους, εξυμνούμεν με Πρυτάνεις
τον αγώνα σου τον νέον, αλλά μην το παρακάνεις.
Καιρός είναι, σας φωνάζει κι η γλαυκώπις Αθηνά,
να ξεχάσετε Φρουράρχων αξιώματα τρανά
γιατί φθάνουν κι εξετάσεις, ω παιδιά μου κουρασμένα,
και μπορεί ν’ απορριφθήτε μετ’ επαίνων σαν κι εμένα».


πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου