Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 12 Οκτ 2020
Το τέλος της γερμανικής κατοχής
Κλίκ για μεγέθυνση

Απελευθέρωση της Αθήνας | 12 Οκτωβρίου του 1944

 
 
 
Αθηναίοι γιορτάζουν την απελευθέρωση της πόλης τους, Οκτώβριος 1944
 
 

Με τη λέξη Απελευθέρωση συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός της εκκένωσης της Ελληνικής πρωτεύουσας από τα γερμανικά στρατεύματα, γεγονός που έλαβε χώρα στις 12 Οκτωβρίου του 1944 και θεωρείται ως επίσημη λήξη της κατοχικής περιόδου. Σε αντίθεση, πάντως, με τις υπόλοιπες χώρες, στην Ελλάδα δεν εορτάζεται η απελευθέρωση, αλλά η έναρξη του πολέμου (28η Οκτωβρίου 1940). Αντίθετα, η ημερομηνία της Απελευθέρωσης περνά, σχετικά απαρατήρητη.[1]

 

Το ιστορικό κτίριο απ’ το οποίο εκφωνήθηκε ο “λόγος της Απελευθέρωσης“, στις 18 Οκτωβρίου1944.

Η μέρα της Απελευθέρωσης

Την ιστορική εκείνη ημέρα, ο Αθηναϊκός λαός παρακολούθησε την κατάθεση στεφάνου από τον επικεφαλής των αποχωρούντων Γερμανών μαζί με τον κατοχικό (διορισμένο) δήμαρχο στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το χώρο της Πλατείας Συντάγματος, το πλήθος ποδοπάτησε το στεφάνι και στη συνέχεια εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς χαράς, γιορτάζοντας τη μεγάλη στιγμή που περίμεναν να έλθει τριάμισι ολόκληρα χρόνια.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαικές χώρες όπου υπήρξε μαζική άνευ δίκης τιμωρία των δοσίλογων, στην Αθήνα επικράτησε τάξη και ησυχία. Όπως πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133 τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.[2].

Ευρύτερο πλαίσιο

Μετά τη συμμαχική Απόβαση στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου του 1944 και ενώ ο Κόκκινος Στρατός επέλαυνε προς τα Βαλκάνια είχε καταστεί σε όλους σαφές ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής δεν θα αργούσε. Βάσει των συμφωνιών της Καζέρτας και του Λιβάνου οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχαν έλθει σε κατ’ αρχή συμφωνία για το χειρισμό της κατάστασης μετά την αποχώρηση των γερμανών. Για το σκοπό αυτό έφτασαν μυστικά στο αεροδρόμιο της Νεράϊδας ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας και ο ταγματάρχης Οδυσσέας Παπαμαντέλος, προκειμένου να συντονίσουν τις απαιτούμενες ενέργειες για την ομαλή ανάληψη της εξουσίας. Στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων πραγματοποιήθηκαν δυο κύριες συναντήσεις. Η πρώτη έλαβε χώρα στο Ψυχικό μεταξύ του επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων στρατηγού της αεροπορίας Χέλμουτ Φέλμι και του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η γερμανική πλευρά υποσχέθηκε να απέχει από δολιοφθορές κατά των βασικών υποδομών της Αθήνας όπως το φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα, με αντάλλαγμα την ανεμπόδιστη αποχώρηση των μονάδων τους. Προς επίρρωση της συμφωνίας ο Φέλμι δημοσίευσε στον “Ημερήσιο Τύπο” (τη μοναδική εφημερίδα που κυκλοφορούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή) της 20 Σεπτεμβρίου 1944 μια ανακοίνωση όπου διαβεβαίωνε τους Αθηναίους πως καμία πράξη δολιοφθοράς επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εκ μέρους των γερμανικών στρατευμάτων, με την αυστηρή όμως προϋπόθεση-ειδοποίηση να μην ενοχληθούν. Ωστόσο, πριν λάβουν την εντολή εκκένωσης της πρωτεύουσας, οι S-S προχώρησαν στην εκτέλεση 72 ελλήνων πατριωτών στο Δαφνί, ενώ εξόντωσαν και την ομάδα των συνεργατών τους διερμηνέων, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν λεπτομέρειες των εγκληματικών τους πράξεων.

Σιωπηρή συμφωνία

Τη συμφωνία μεταξύ των γερμανών και των ελληνικών αρχών αποδέχθηκαν σιωπηρά τόσο οι βρετανοί όσο και το ΕΑΜ με την ΠΕΕΑ. Στις 8 Οκτωβρίου το ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αποδεχόταν πλήρως το σχέδιο που είχε συμφωνηθεί, προκρίνοντας την εθνική ομοψυχία.

Η αποχώρηση

Το πρωΐ (8:00 π.μ.) της 12ης Οκτωβρίου 1944 ο στρατηγός Φέλμι συνοδευόμενος από το δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο κατάθεσε ένα στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ ήδη οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των γερμανών εγκατέλειπαν από νωρίς την Αθήνα διαμέσου της Ιεράς Οδού. Στις 9:15 π.μ. η γερμανική φρουρά της Ακρόπολης προχώρησε στην υποστολή της ναζιστικής σημαίας έπειτα από συνολικά 1.624 μέρες κατοχής (ή 3,5 έτη, που μεσολάβησαν από τον Απρίλιο του 1941 έως εκείνη την ημέρα) και ένας στρατιώτης τύλιξε βιαστικά το σύμβολο της κατοχής και αποχώρησε από τον Ιερό Βράχο. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ελλήνων εργατών με τους ναζί δολιοφθορείς, που απέτρεψαν την καταστροφή του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι. Από την άλλη, σημαντικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά ανατινάχθηκε από τους αποχωρούντες γερμανούς.

Η μάχη των διαδηλώσεων

Στις 15 Οκτώβρη 1944 (ημερομηνία κατά την οποία τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά) οργανώθηκε διαδήλωση από τις εθνικιστικές οργανώσεις η οποία χτυπήθηκε στη περιοχή της Ομόνοιας από οπαδούς του ΕΑΜ οι οποίοι λύντσαραν και προπηλάκισαν μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων[3]. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει όταν μέλη διαδήλωσης του ΕΑΜ πυροβολήθηκαν με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από ένοπλους που είχαν καταλύσει στα ξενοδοχεία της περιοχής[4]. Παρόλους τους νεκρους της η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο πλαίσιο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα[5]. Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82[6]. Το ΚΚΕ μέσω του Ζεβγού προσπάθησε και κατάφερε να αποφευχθούν οι αντεκδικήσεις των μελών του ΕΑΜ.

Άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας

Είσοδος της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην Αθήνα

Στις 18 Οκτωβρίου του 1944 έφτασε στην Αθήνα, μαζί με βρετανικές δυνάμεις υπό το στρατηγό Σκόμπυ και τους άνδρες του “Ιερού Λόχου” της Μέσης Ανατολής, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου με μέλη της κυβέρνησης και τους Σπηλιωτόπουλο, Ζέβγο, οι οποίοι έσπευσαν στην Ακρόπολη υψώνοντας σε πανηγυρικό κλίμα τη γαλανόλευκη. Την ελληνική σημαία παρέδωσε στον πρωθυπουργό ο νέος δήμαρχος, της απελευθερωμένης πια πόλης Αριστείδης Σκληρός παρουσία του βρετανού πρεσβευτή Λίπερ και του αντιναύαρχου Μάνσφιλντ. Αντίθετα, στις ανταρτικές δυνάμεις δεν επιτράπηκε η είσοδος στην πρωτεύουσα, πλην ενός μικρού τμήματος του 34ού συντάγματος του ΕΛΑΣ υπό τον λοχαγό Απόστολο Κοκμάδη το οποίο παραστάθηκε συμβολικά στην τελετή. Εν συνεχεία η πομπή των επισήμων κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη, όπου τελέσθηκε δοξολογία και ακολούθησε ο “λόγος της Απελευθέρωσης” από τον πρωθυπουργό, ο οποίος εκφωνήθηκε από κτίριο της Πλατείας Συντάγματος προς ένα σχεδόν παραληρούν ακροατήριο, το οποίο κραύγαζε συνθήματα για “λαοκρατία“, “τιμωρία των δωσιλόγων” κ.λ.π. Ο Παπανδρέου απέφυγε να εκδηλώσει τις σαφείς προθέσεις του επί του πολιτειακού ζητήματος.

Το κενό εξουσίας

Στις τρεις ημέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της γερμανικής αποχώρησης και της άφιξης των πρώτων βρετανικών μονάδων στο λιμάνι του Πειραιά, στην Αθήνα την εξουσία ασκούσε “σκιωδώς” ο διοικητικής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, υπό την ανοχή των υπολοίπων παραγόντων. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν εξεδήλωσαν την πρόθεση να καταλάβουν βίαια την ελληνική πρωτεύουσα (όπως διέθεταν τη στρατιωτική δυνατότητα). Αντίθετα, υπάρχουν αποδείξεις [7] [8] ότι ο βρετανικός παράγων, εκφρασμένος με την πολιτική του Ουίνστον Τσώρτσιλ, επεδίωξαν από πολύ πριν την διάσπαση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, δηλαδή για να επιβάλλουν στη μεταπολεμική Ελλάδα το καθεστώς της αρεσκείας τους.

Πηγή

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Μια ελληνική παραδοξότητα“, Τ. Κατσιμάρδος στο “Έθνος της Κυριακής” 19 Οκτωβρίου 2014, “ΙΣΤΟΡΙΑ, 70 χρόνια, Απελευθέρωση Αθήνας, η μεγάλη εβδομάδα 12-18 Οκτωβρίου 1944“, σελ. 64
  2. 68 χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
  3. ΠΕΑΝ (1941-1945): Πανελλήνιος Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων Ευάνθης Χατζηβασιλείου Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2004 σελ 256
  4. Αθήνα, Οκτώβριος 1944
  5. ΠΕΑΝ (1941-1945)…ό.π σελ 259
  6. 68 χρόνια από ό.π.
  7. «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, 1940-1945» Δοκίμιο, 7η έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 354
  8. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, “Δεκεμβριανά 1944, η Μάχη της Αθήνας”, σελ. 32




Πλήθος κόσμου πανηγυρίζει στην Πλατεία Συντάγματος

12 Οκτωβρίου 1944. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να ξεχυθούν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν το τέλος της γερμανικής κατοχής. Ως τις 3 Νοεμβρίου ο τελευταίος Γερμανός (και Βούλγαρος) στρατιώτης είχε αποχωρήσει από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων από την Ελλάδα είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 6 Ιουνίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία και άρχισαν να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Γερμανία μαζί τους προελαύνοντες Σοβιετικούς από την ανατολική πλευρά. Ήταν φανερό ότι οι ημέρες της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν μετρημένες.

Στο χρονικό διάστημα μέχρι την απελευθέρωση είχαν ενταθεί οι πολιτικές διαβουλεύσεις για τη μετακατοχική κατάσταση στην Ελλάδα. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί έψαχναν παρασκηνιακά τρόπους ασφαλούς αποχώρησής τους από τη χώρα μας. Από τις 26 Απριλίου 1944 της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης ηγείτο ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι Άγγλοι όμως ήταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα. Με τις συμφωνίες Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944) και Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) οι ανταρτικές ομάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ είχαν τεθεί υπό τις διαταγές της κυβέρνησης Παπανδρέου, που είχε εμπλουτισθεί και με στελέχη του ΕΑΜ.

Οι Γερμανοί άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά από την Αθήνα από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς Βορρά. Στις 8 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, οι ελάχιστοι Γερμανοί που είχαν απομείνει στην Αθήνα, συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί, σε μία πρόχειρη όσο και βιαστική τελετή, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, κατέθεσε στεφάνι.

Το μόνο που απέμενε ήταν η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη σβάστικα χωρίς καμία επισημότητα στις 9:15 το πρωί, την πήρε υπό μάλης και αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, σηματοδοτώντας το τέλος της γερμανικής κατοχής που διήρκεσε 1.625 μέρες και την αρχή ενός τρελού πανηγυριού στους δρόμους της Αθήνας.

Χιλιάδες κόσμου με τη γαλανόλευκη στα χέρια αλληλοασπάζονταν, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη», παιδιά σκαρφάλωναν στις οροφές των τραμ, ενώ απ' άκρη σ' άκρη αντηχούσε ο Εθνικός Ύμνος. Μετά από τριάμισι χρόνια δουλείας και σκλαβιάς οι Αθηναίοι ανάπνεαν για πρώτη φορά τον μεθυστικό αέρα της λευτεριάς.

Στις έξι ημέρες που πέρασαν μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης στην Αθήνα, την εξουσία ασκούσε τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους Θεμιστοκλή Τσάτσο, Φίλιππο Μανουηλίδη και Γιάννη Ζεύγο, συνεπικουρούμενη από τον διοικητή της Αστυνομίας Αθηνών, Άγγελο Έβερτ. Δύο ημέρες αργότερα άρχισαν καταφθάνουν στην πρωτεύουσα δυνάμεις του 3ου Σώματος του βρετανικού στρατού υπό τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους.

Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνησή του. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός σε μία συγκινητική τελετή ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και στη συνέχεια μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος που είχε γεμίσει ασφυκτικά την πλατεία Συντάγματος από τον εξώστη του Υπουργείου Οικονομικών.

Σε μία αριστοτεχνικά δομημένη ομιλία του εξήγγειλε τις προθέσεις της κυβέρνησής του, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ικανοποιηθούν οι εθνικές διεκδικήσεις, να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, να επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα μετά από ελεύθερο δημοψήφισμα και να τιμωρηθούν οι συνεργάτες των κατακτητών. Το πλήθος, που συχνά τον διέκοπτε με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, υποδέχθηκε τις εξαγγελίες του με κραυγές και ιαχές υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας. Ο Παπανδρέου, που ήταν αναγκασμένος να ακροβατεί συνεχώς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, απάντησε με τη χαρακτηριστική φράση που έμεινε στην ιστορία: «Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν».

Όμως, οι χαρές και τα πανηγύρια για την απελευθέρωση κράτησαν μόνο 53 ημέρες. Στις αρχές Δεκεμβρίου τα όπλα θα αντηχήσουν ξανά στους δρόμους της πρωτεύουσας, αλλά αυτή τη φορά θα είναι στραμμένα κατά αδελφών («Δεκεμβριανά»).

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου