Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 31 Μάι 2021
Στέφανος Σαράφης: εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, αρχικά του Φιλελεύθερου-βενιζελικού χώρου και αργότερα της Αριστεράς
Κλίκ για μεγέθυνση

 









Ο Στέφανος Σαράφης (Τρίκαλα, 23 Οκτωβρίου 1890 – Αθήνα, 31 Μαΐου 1957) ήταν στρατιωτικός, επαναστάτης εναντίον της μοναρχίας, υποστράτηγος, ηγέτης του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) στην Εθνική Αντίσταση και εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, αρχικά του Φιλελεύθερου-βενιζελικού χώρου και αργότερα της Αριστεράς.
 
 
Ο Στέφανος Σαράφης γεννήθηκε στο Τρίκαλα το 1890. Το 1908 εισήλθε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να καταταχθεί εθελοντικά στον Ελληνικό Στρατό επηρεασμένος από τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής, όπως ο Μακεδονικός αγώνας, η εξέγερση του Κιλελέρ, το Κίνημα των Νεοτούρκων, όπου και ακολούθησε το Κίνημα στο Γουδί. Έτσι, εγκαταλείποντας τις σπουδές του επέστρεψε στη πατρίδα του και κατατάχθηκε εθελοντής στο σύνταγμα Τρικάλων λαμβάνοντας το βαθμό του λοχία. Λοχαγός του τότε ήταν ο Αλέξανδρος Οθωναίος με τον οποίο και συνδέθηκε με στενή φιλία.
 
Με το βαθμό του λοχία συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και διακρίθηκε σε μάχες όπως στη Μάχη του Σαραντάπορου. Έπειτα εισήλθε σε Σχολή Αξιωματικών και αναβαθμίστηκε σε ανθυπολοχαγό. Το 1916 υποστηρίζοντας το βενιζελικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη και στη προσπάθειά του να μεταβεί κρυφά συνελήφθη και διατάχθηκε η φυλάκισή του στις στρατιωτικές φυλακές της Αθήνας (Παραπήγματα) απ΄ όπου κατάφερε όμως να δραπετεύσει, να φθάσει στον προορισμό του και να τεθεί τελικά στην υπηρεσία του κινήματος. Το 1917, στη Θεσσαλονίκη, ονομάστηκε κατ΄ επιλογή λοχαγός, και στη συνέχεια, το 1918, διορίστηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1919 ως Ταγματάρχης πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία στο επιτελείο της Μεραρχίας Κυδωνιών (Αϊβαλί) υπό τον Οθωναίο. Μετά την εκλογική ήττα όμως του Βενιζέλου (Νοέμβριος 1920) απομακρύνθηκε από το Μέτωπο και εκτοπίσθηκε ως βενιζελικός και φίλος του Στρατηγού Οθωναίου αρχικά στη Καλαμάτα και στη συνέχεια στο Γύθειο.
 
Επανήλθε το 1922, μετά το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 που ενήργησαν οι κατά το στρατιωτικό ποινικό κώδικα «φυγάδες» της μικρασιατικής εκστρατείας, που επικράτησε να λέγεται Επανάσταση του 1922, από τον αρχηγό (της Επανάστασης) Νικόλαο Πλαστήρα, όπου ένα χρόνο μετά συνέβαλε στη καταστολή του κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Αμέσως μετά, το 1924, στάλθηκε στη Γαλλία για εκπαίδευση, από όπου επέστρεψε ως Αντισυνταγματάρχης. Την εποχή εκείνη θήτευσε ως υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων. Το 1930 προάχθηκε σε Συνταγματάρχη και τοποθετήθηκε στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι. Τρία χρόνια μετά, το 1933, η τότε ελληνική κυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος τον ανακάλεσε με την κατηγορία ότι συναναστρεφόταν και είχε επαφές με τον Βενιζέλο, τον Πλαστήρα και άλλους παράγοντες του βενιζελικού χώρου.
 
Το 1935 έπαιξε ιδιαίτερο πρωταγωνιστικό ρόλο στο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα 1ης Μαρτίου 1935 αποτελώντας μέλος της κινηματικής τριανδρίας μαζί με τους Αλέξανδρο Ζάννα, πρώην υπουργό της Αεροπορίας και τον πλοίαρχο Ανδρέα Κολιαλέξη. Συγκεκριμένα μαζί με τους αντισυνταγματάρχες Χριστόδουλο Τσιγάντε και Στεφανάκο και τους λοχαγούς Οδ. Παπαμαντέλο και Οικονόμου κ.ά. είχε καταλάβει το πρότυπο τάγμα Ευζώνων του Μακρυγιάννη. Μετά την αποτυχία του κινήματος συνελήφθη και καταδικάστηκε στις 30 Μαρτίου, από το Στρατοδικείο Αθηνών που συνήλθε στη Σχολή Χωροφυλακής, υπό την προεδρεία του στρατηγού Δ. Μπακόπουλου, σε ισόβια δεσμά και στρατιωτική καθαίρεση, μαζί με τους αντισυνταγματάρχες Χ. Τσιγάντε και Στεφανάκο. Η καθαίρεσή τους έγινε στο Γουδή, παρουσία πολιτών που τους λοιδορούσαν και δυσφορούσαν για τη μη θανατική τους καταδίκη. Τελικά αμνηστεύτηκε μετά την παλινόρθωση της Βασιλείας στην Ελλάδα με την γενική αμνηστία που έδωσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (1935), όπου και επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό που κατείχε πριν την καθαίρεση.
 
Στη συνέχεια υπό το καθεστώς της μεταξικής δικτατορίας που ακολούθησε, φερόμενος από τον τότε υφυπουργό ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη να είχε μυηθεί σε κινήσεις που οδήγησαν στο κίνημα του 1938, συνελήφθη και εκτοπίστηκε στη Μήλο. Λίγο αργότερα με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά απέρριψε αίτησή του να συμμετάσχει στον πόλεμο.
 
 
Αμέσως μετά την κατάρρευση της Ελλάδας ο Σαράφης κινητοποιήθηκε αμέσως ούτως ώστε να συγκροτηθεί άμεσα αντιστασιακό-αντιφασιστικό κίνημα. Ωστόσο, η συνεννόησή του με παλιά στελέχη του φιλελεύθερου χώρου δεν έφεραν αποτελέσματα. Τελικά, το 1942 συγκροτεί μαζί με άλλους στρατιωτικούς την αντιστασιακή «Οργάνωση 3Α», (Αγών Ανόρθωση Ανεξαρτησία). Ο Σαράφης βρέθηκε κατά τις αρχές του Φεβρουαρίου 1943 σε συνεννόηση με τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) στον Μεσόπυργο Άρτας και την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) ζητώντας την ένωση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων, αλλά ύστερα από αφοπλισμό της οργάνωσης του, την 1η Μαρτίου 1943 και σύντομη αιχμαλωσία από τον ΕΛΑΣ, ο Σαράφης δέχτηκε να προσχωρήσει σε αυτόν και να αναλάβει ηγετικά καθήκοντα. Στον ΕΛΑΣ ο Σαράφης επανέλαβε τη θέση του για ένωση των δυνάμεων της Αντίστασης. Ύστερα από τη συγκρότηση Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, ο Στέφανος Σαράφης ανέλαβε Στρατιωτικός Αρχηγός, ο Άρης Βελουχιώτης Γενικός Καπετάνιος και ο Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρινιώτης) Πολιτικός Εκπρόσωπος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Με τη θέση του αυτή απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό και τους Έλληνες αξιωματικούς και κάλεσε σε αντιστασιακή συστράτευση και συνεργασία με το ΕΑΜ. Το κάλεσμα του σημείωσε σημαντική επιτυχία, εξαιτίας και της προσωπικής του εμβέλειας. Υπό την ηγεσία του ο ΕΛΑΣ κατέστη μαζικός, ισχυρός και αποτελεσματικός Αντάρτικος στρατός. Αυτήν την περίοδο ο Σαράφης προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), εγκαταλείποντας τον φιλελεύθερο χώρο όπου ανήκε προηγουμένως.
 
Το Μάιο του 1944, ο Σαράφης, ως μέλος της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συμμετείχε στο Συνέδριο του Λιβάνου και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους στην Συμφωνία της Καζέρτας.
 
Τον Ιανουάριο του 1943 ο Σαράφης συναντιέται με τον απότακτο Ταγματάρχη Γεώργιο Κωστόπουλο στην περιοχή της Μονής Δουσίκου της κοινότητος Αγίου Βησσαρίωνος κοντά στα Τρίκαλα, όπου ήταν η έδρα της ομάδος του. Ο Γεώργιος Κωστόπουλος αρχικώς, είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ διαφώνησε όμως, με τους εκπροσώπους του και διέλυσε το τμήμα του και δημιουργεί τον Οκτώβριο την αντάρτικη οργάνωση, ΕΣΑΠ (Ελληνικός Στρατός Απελευθερωτικής Προσπάθειας). Σκοπός της συναντήσεως αυτής, του Συνταγματάρχου Στεφάνου Σαράφη μετά του Ταγματάρχου Γεωργίου Κωστοπούλου ήταν να αναλάβει την διοίκηση της ανταρτικής δυνάμεως του Κωστοπούλου και με πυρήνα την ομάδα αυτή να οργανώσει την αντίσταση στην Θεσσαλία. Ένα μήνα αργότερα συναντιέται στο Αυλάκι Βάλτου με τους Κομνηνό Πυρομάγλου, Έντυ Μάγιερς κ.α, στους οποίους κατά τις συζητήσεις τους φάνηκε αντικομμουνιστής. Παρόλο που οι Βρετανοί δεν θέλησαν την δημιουργία νέων αντάρτικων ομάδων ο Σαράφης τους αναπτύσσει σχέδιο για ένωση των ανταρτοομάδων σε γεωγραφικές σφαίρες επιρροής. Πιο συγκεκριμένα η περιοχή της Ηπείρου θα παρέμενε στον Ναπολέοντα Ζέρβα, ο Σαράφης θα αναλάμβανε την Θεσσαλία και ο Δημήτριος Ψαρρός την Ρούμελη, ενώ σε περίπτωση άρνησης της κομμουνιστικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ θα έπρεπε να απομονωθεί και να αφομοιωθεί η δημοκρατική πλειονότητα των ανταρτών στις επιμέρους ανταρτοομάδες. Από τους συντηρητικούς αντάρτες όμως μόνο ο Ζέρβας είχε τις απαιτούμενες συστάσεις αφού ο Σαράφης και Ψαρρός δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει αντάρτικες οργανώσεις ή δεν είχαν επαρκή δύναμη σε αντάρτες για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο Σαράφης αργότερα επέστρεψε στην Θεσσαλία όπου και πληροφορείται τον αφοπλισμό δύο υποομάδων Κωστόπουλου από τον Καπετάνιο Κόζιακα και δυο ημέρες αργότερα ο Καπετάνιος του ΕΛΑΣ Νικηταράς συλλαμβάνει τον Ταγματάρχη Αντωνόπουλο που προσπαθούσε να δημιουργήσει ανταρτοομάδα στα πλαίσια του ΕΣΑΠ. Για το ΕΑΜ όμως εχθρός είναι ο Σαράφης που λόγω της φήμης του στο κίνημα του 1935 μπορούσε να εξελιχθεί σε επικίνδυνο αντίπαλο, έτσι χαρακτηρίζεται προδότης για την άδεια κυκλοφορίας παράτασης που είχε λάβει από τις Ιταλικές αρχές κατοχής. Ο Σαράφης ακολουθεί τον εξοργισμένο Κωστόπουλο στο χωριό Βούνεσι (Μορφοβούνι) σκεπτόμενος ότι πρόκειται για παγίδα, όπου συναντώνται με τον καπετάνιο Νικηταρά στις 1 Μαρτίου 1943 και λόγω της προχωρημένης ώρας, οι συνομιλίες διακόπτονται για την επόμενη μέρα. Τελικώς οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τους αιφνιδιάζουν, εισέρχονται στα καταλύματα και τους πιάνουν κυριολεκτικώς στον ύπνο, όπου και τους συλλαμβάνουν. Εκτελείται ο Eπισμηνίας Ν. Κωστορίζος μαζί άλλους τρεις ως λιποτάκτες αφού προηγουμένως είχαν αυτομολήσει από τον ΕΛΑΣ προς τον ΕΣΑΠ, ενώ οι υπόλοιποι αξιωματικοί μεταφέρθηκαν στην Κολοκυθιά Φθιώτιδας, όπου βρισκόταν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Εκεί τους ζητήθηκε με την απειλή του θανάτου (Συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, Ταγματάρχης Γεώργιος Κωστόπουλος, Λοχαγός Θ. Καραμπέκος, Ανθυπασπιστής Νικόλαος Χονδρός) να ενταχθούν στο ΕΛΑΣ. Ο Ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς μόλις πληροφορήθηκε τον αφοπλισμό μετέβη την 7η Μαρτίου στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ για να ζητήσει την απελευθέρωση των αξιωματικών και λοιπών ανταρτών όπως και έγινε. Ο Σαράφης αφού είχε ζητήσει μικρό περιθώριο χρόνου για να σκεφτεί αν θα ήθελε να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ αναφέρει στο Έντυ Μάγιερς ότι δέχεται την πρόσκληση.
 
Ο Κομνηνός Πυρομάγλου υπαρχηγός του ΕΔΕΣ, μνημονεύει για την προσωπικότητα του Σαράφη και το γεγονός του αφοπλισμού του ότι δεν ελήφθη υπό την απειλή του όπλου όπως ισχυρίζονται όσοι τον επικρίνουν αφού η ψυχική αντοχή του αποδεικνύει την γενναιότητα του αντρός αυτού αφού είχε ήδη πάρει μέρος στο κίνημα του 1935.
 
Ο Γεώργιος Καρτάλης, πολιτικός αρχηγός της ΕΚΚΑ, σε μία αποστροφή του λόγου του κατά το συνέδριου του Λιβάνου αναφερόμενος στον Σαράφη του είπε: «Ανηγορεύθης αρχιστράτηγος του ΕΛΑΣ δι΄ εμπτυσμού» υπονοώντας τις ταπεινωτικές συνθήκες προσχώρησής του.
 
Μετά την Απελευθέρωση ο Στέφανος Σαράφης ονομάστηκε Υποστράτηγος. Πριν το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη και τον επιτελάρχη Θεόδωρο Μακρίδη, ως ηγέτες του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, βρίσκονταν στη Λαμία και ήταν όλοι υπέρμαχοι της σύγκρουσης με τους Άγγλους. Δεν θα τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στα Δεκεμβριανά και στα τέλη του Δεκέμβρη η ηγεσία του ΕΑΜ-ΚΚΕ θα τους στείλει στην Ήπειρο να διαλύσουν τις εκεί δυνάμεις του ΕΔΕΣ, πράγμα που θα καταφέρουν σε ελάχιστες μέρες. Μετά την ήττα του Δεκέμβρη ο Σαράφης θα μετέχει στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΚΚΕ ως στρατιωτικός σύμβουλος στη Συμφωνία της Βάρκιζας.
 
Εντούτοις, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και το αυταρχικό ξέσπασμα της Λευκής Τρομοκρατίας, ο Σαράφης και άλλοι στρατιωτικοί που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν διαδοχικά στη Σέριφο, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Την εξορία του διέκοψε η εκλογή του στο ελληνικό Κοινοβούλιο το 1951 με το ψηφοδέλτιο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Η εκλογή του τελικά ακυρώθηκε, αλλά επιτεύχθηκε η απελευθέρωσή του. Στα τέλη αυτού του έτους εκλέχθηκε και αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ενώ το 1952 εκλέχθηκε στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ. Το 1956 εξελέγη πάλι στη Βουλή.
 
Έχασε την ζωή του το 1957, στον Άλιμο, όταν αυτοκίνητο της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής που οδηγούσε ο αεροπόρος Μάριο Μουζάλι τον χτύπησε θανάσιμα και τραυμάτισε την σύζυγο του, Μάριον Σαράφη-Πάσκοου. Το τροχαίο δυστύχημα αυτό θεωρήθηκε, από την Αριστερά (ΕΔΑ), ως στοχευμένη δολοφονία. Στο σημείο όπου σκοτώθηκε, σήμερα έχει στηθεί έφιππος ανδριάντας προς τιμή του.
 
Μετά θάνατον, ο Σύνδεσμος Φίλων των Ελλήνων Εβραίων τίμησε τους ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ανάμεσά του και τον Υποστράτηγο Στέφανο Σαράφη για το ρόλο τους στη σωτηρία των Εβραίων της Ελλάδας από τους ναζί Γερμανούς και το Ολοκαύτωμα.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου