Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 30 Μάι 2021
Dieter Nelles: Αναρχοσυνδικαλισμός και το Κίνημα της Σεξουαλικής Μεταρρύθμισης στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Κλίκ για μεγέθυνση



Δημοσιεύθηκε την 30 Μαΐου, 2021



Κείμενο που παρουσιάστηκε για το σεμινάριο Free Love and the Labor Movement στη σειρά σεμιναρίων Socialism and Sexuality του International Institute of Social History που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ τον Οκτώβριο του 2000. Ο Dieter Nelles είναι πολιτικός επιστήμονας και ερευνητής στο Κέντρο Έρευνας των Εργατικών Κινημάτων στο Βούπερταλ.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας



«Όλες οι εργατικές οργανώσεις ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Και τα κόμματα και οι ενώσεις αντιμετωπίζουν το ζήτημα του σεξ ως αδιάφορο, ασήμαντο. Κάποτε υπήρξε μια εποχή που θεωρούνταν ασέβεια να μιλάς δημόσια  για προβλήματα σχετικά με σεξουαλικές σχέσεις. Και όμως είναι τόσο σημαντικό να αντιμετωπιστεί το σεξουαλικό ζήτημα δίχως ίχνος διστακτικότητας, όπως και το ζήτημα της πείνας. Γιατί η πείνα και ο έρωτας είναι οι δυο πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφεται κάθε ανθρώπινη ζωή και ορμή. Αυτά τα δυο ζητήματα είναι τόσο στενά συνδεδεμένα που είναι δύσκολο δυνητικά να συζητηθεί το ένα δίχως να αναλογιστούμε το άλλο».

Το 1925, ο Γερμανός αναρχοσυνδικαλιστής Max Winkler έγραψε αυτές τις λέξεις ως πρόλογο στο φυλλάδιο Das Geburtenproblem und die Verhütung der Schwangerschaft (Το Πρόβλημα του Πληθυσμού και η Πρόληψη της Εγκυμοσύνης) στο οποίο οι μέθοδοι αντισύλληψης που ήταν τότε δημοφιλείς περιεγράφηκαν με ψυχραιμία και με λεπτομέρεια. Οι προγραμματικές εκκλήσεις του Winkle λήφθηκαν σοβαρά μέσα στην Freie Arbeiter Union Deutschlands, την FAUD (Ελεύθερη Εργατική Ένωση της Γερμανίας). Η FAUD αποδέχτηκε την βασική ιδέα  πως το «σεξουαλικό ζήτημα δεν ήταν ιδιωτική υπόθεση» αλλά άνηκε «στη δημόσια σφαίρα και στην ατζέντα όλων των εργατικών οργανώσεων». Αυτή η άποψη φαίνεται όχι μόνο από τις πολλές  συνεισφορές  σε ένα ευρύ φάσμα πτυχών που αφορούν την σεξουαλικότητα και που εντοπίζονται σε έντυπα της FAUD, αλλά το κυριότερο από την σημαντική συμμετοχή στο κίνημα για την σεξουαλική μεταρρύθμιση πολλών αναρχοσυνδικαλιστών, και ανδρών και γυναικών, σε λαϊκές οργανώσεις, που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 190 σε μαζικές οργανώσεις  με περισσότερα από 150000 μέλη.

Αντίθετα από άλλα μέρη στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα σεξουαλικής μεταρρύθμισης στη Γερμανία καλλιεργούνταν κυρίως από αυτές τις λαϊκές οργανώσεις και όχι από γιατρούς, διανοούμενους, ή ειδικούς της μεσαίας τάξεις. Η ιστορία αυτών των λαϊκών οργανώσεων δεν έχει μελετηθεί ακόμη σε βάθος. Ωστόσο, ο Hartmut Rübner έχει δείξει πως η FAUD επηρέασε την δημιουργία και την πολιτική ενός από τους σημαντικότερους λαϊκούς οργανισμούς, την Ένωση Αντισύλληψης και Σεξουαλικής Υγιεινής του Ράιχ, ή RV (Reichsverband für Geburtenregelung und Sexualhygiene). Στο παρακάτω κείμενο, θα περιγράψω τις δραστηριότητες των Γερμανών αναρχοσυνδικαλιστών που αφορούν τις σεξουαλικές πολιτικές και τη συμμετοχή τους στο κίνημα της σεξουαλικής μεταρρύθμισης.

Το γεγονός πως «ο συνδικαλισμός έγινε σημαντικός υπέρμαχος τόσο της αντισύλληψης για το προλεταριάτο σε θεωρία και πράξη» στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αποδίδεται από τον Ulrich Linse στην ενθουσιώδη υποδοχή της ιδέας της «απεργίας τεκνοποιίας» (Gebärstreikidee) στους αναρχοσυνδικαλιστικούς κύκλους. Το 1913, οι Βερολινέζοι γιατροί  Alfred Bernstein και Julius Moses, και οι δυο σοσιαλδημοκράτες, προπαγάνδισαν την «απεργία τεκνοποιίας» ως «προλεταριακό όπλο». Αυτό το σύνθημα έγινε γνώρισε την θερμή υποδοχή μεταξύ των γυναικών της εργατικής τάξης, αν και όχι από την εκτελεστική επιτροπή του SPD ούτε και από επιφανείς σοσιαλδημοκράτριες όπως η Clara Zerkin και η Rosa Luxemburg, που πίστευαν πως η έκτρωση και η αντισύλληψη ήταν «ιδιωτικά ζητήματα» προς συζήτηση αποκλειστικά στο γραφείο ενός γιατρού ή στη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Μετά από παράκληση της συνδικαλιστικής οργάνωσης Ελεύθερη Ένωση Γερμανικών Σωματείων (Freie Vereinigungdeutscher Gewerkschaften, FVDG), ο Bernstein έγραψε το φυλλάδιο Wie fördern wir den kulturellen Rückgang der Geburten? (Πως να προωθήσουμε την πολιτισμική μείωση των γεννήσεων) που τυπώθηκε το 1913 από τις εκδόσεις της FVDG. Το φυλλάδιο αυτό πούλησε γρήγορα, αν και πιθανότερα επίσης εξαιτίας των πρακτικών οδηγιών πάνω στην αντισύλληψη που περιείχε: 31000 αντίτυπα πωλήθηκαν μέχρι το Μάιο του 1914.

Η προπαγάνδα για την απεργία τεκνοποιίας, ως μεθόδου αντισύλληψης, προωθήθηκε ξανά μετά το πόλεμο, ιδιαίτερα από την Συνδικαλιστική Ένωση Γυναικών (Syndikalistische Frauenbund, SFB) που δημιουργήθηκε το 1920. Σε ένα άρθρο για το έντυπο Der Frauenbund, η Milly Witkop-Rocker έγραψε το 1921 πως το «πιο σημαντικό ζήτημα» που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει η SFB θα έπρεπε να είναι το «σεξουαλικό ζήτημα» επειδή «η πρόοδος στην πνευματική εξέλιξη των γυναικών» δεν μπορούσε «να είναι δυνατή δίχως από την απελευθέρωση από την σκλαβιά της τεκνοποιίας». Φαίνεται πως οι γυναίκες της εργατικής τάξης αγκάλιασαν μάλλον με ενθουσιασμό την προπαγάνδα για την αντισύλληψη επειδή στις δημόσιες συναντήσεις για την «απεργία τεκνοποιίας» ήταν ασφυκτικά γεμάτες και πολλές τοπικές ομάδες της SFB δημιουργήθηκαν μετά από τέτοιες συναντήσεις. Μια αναρχοσυνδικαλίστρια από την Άνω Σιλεσία παραπονέθηκε: «Πολλές γυναίκες εντάσσονται στην Γυναικεία Ένωση μόνο επειδή έχουν συγκεκριμένα ερωτήματα γύρω από την αντισύλληψη. Μόλις αυτές απαντηθούν, τα παρατάνε».

Σε δημόσιες συγκεντρώσεις, η FAUD και η SFB απαιτούσαν συνεχώς την ανάκληση της αποκαλούμενης «παραγράφου ηθικών και σεξουαλικών παραπτωμάτων», §184.3 που ποινικοποιούσε την προώθηση των αντισυλληπτικών, και της παραγράφου §218 που απαγόρευε την έκτρωση. Στις συναντήσεις αυτές, επίσης συχνά μιλούσαν γιατροί, νομικοί ειδήμονες, και συγγραφείς. Μια ιδιαίτερα στενή σχέση υπήρχε με τον νεομαλθουσιανό μεταρρυθμιστή Δρ. Felix A. Theilhaber, που είχε ιδρύσει την Εταιρεία για την Σεξουαλική Μεταρρύθμιση ή Gessex (Gesellschaft für Sexual-Reform) to 1913. Αρχίζοντας από το 1925, o Theilhaberδημοσίευσε μια σειρά δεκαεννέα φυλλαδίων με τίτλο Το Σεξουαλικό Ζήτημα (Beiträge zum Sexualproblem) με τον εκδοτικό οίκο Der Syndikalist.

Αυτό το πλαίσιο εξηγεί την ανάμειξη πολλών αναρχοσυνδικαλιστών στιςλαϊκές οργανώσεις που εμφανίστηκαν σε πολλά μέρη σε όλη την Γερμανία τη δεκαετία του 1920. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι οργανώσεις δημιουργήθηκαν από παραγωγούς αντισυληπτικών, που ενδιαφέρονταν στις λαϊκές οργανώσεις για επιχειρηματικούς λόγους που προήλθαν από τους περιορισμούς της παραγράφου §184.3. θεωρητικά τουλάχιστον, οι απαγορεύσεις αυτής της παραγράφου δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στις αποκαλούμενες «εκδηλώσεις κεκλεισμένων θυρών». Τα εμπορικά συμφέροντα αυτών των επιχειρηματιών συναντήθηκαν με τα συμφέροντα των πελατών τους της εργατικής τάξης για φτηνά αντισυλληπτικά. Η Atina Grossman αναφέρεται σε αυτό ως τον «χαρούμενο γάμο εμπορίου και πολιτικής».

Η επιρροή αυτών των επιχειρηματιών άρχισε να φθίνει μετά το 1923-4, και δημιουργήθηκαν ανεξάρτητες λαϊκές οργανώσεις για την αντισύλληψη. Μέλη της FAUD δημιούργησαν το 1923 την Ένωση για την Σεξουαλική Υγιεινή και Μεταρρύθμισης της Ζωής (Verein für Sexualhygiene und Lebensreform,, VSL). Η ένωση δημιούργησε το κεντρικό της γραφείο στο Κέμνιτς και ήταν δραστήρια σε Βαυαρία, Σαξονία, και τη Θουριγγία. Οι αρχές επιβολής του νόμου περιέγραψαν την ένωση το 1925 ως «μια ένωση στενά συνδεδεμένη με τους συνδικαλιστές, που στρατολογούσε τα μέλη της κυρίως από αυτούς τους κύκλους».

Το 1928, η VSL συγχωνεύτηκε με άλλες λαϊκές οργανώσεις για να σχηματίσουν τηνRV που αναφέρθηκε ήδη. Το στέλεχος της FAUD στη Νυρεμβέργη, Franz Grampe εκλέχθηκε πρόεδρος. Ως το 1930, η RV είχε 15526 μέλη σε 192 τοπικά παραρτήματα και είχε επεκτείνει την επιρροή της σε Βερολίνο-Βραδεμβούργο, Βρέμη, Βάρτενμπεργκ και την Κάτω Σιλεσία. Επιπλέον, μια σειρά τοπικές ενώσεις και η Gessex είχαν ενταχθεί ως αυτόνομα παραρτήματα της RV. Στο Βερολίνο, τη Βρέμη, το Ντέλμενχοσρστ και το Σόμερντς, στελέχη της FAUD ανέλαβαν ηγετικά πόστα στην RV. Είναι επίσης εμφανές πως αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές, τόσο άνδρες και γυναίκες, συμμετείχαν σε λαϊκές οργανώσεις σε άλλες περιοχές σε όλη τη Γερμανία. Στη Ρηνανία, αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές ήταν ενεργοί σε κορυφαίες θέσεις στην Επιτροπή Ειδικών της Ένωσης των Ελεύθερων Μεταρρυθμιστών της Σεξουαλικότητας (ArbeitsgemeinschaftFreierSexual-Reformer-Verein).

Μια συστηματική μελέτη αυτών των λαϊκών οργανώσεων δίχως αμφιβολία αποκαλύπτουν επιπλέον αποδείξεις πως οι αναρχοσυνδικαλιστές συμμετείχαν ιδιαίτερα σε αυτές τις οργανώσεις. Το γεγονός πως η FAUD πέτυχε στην επίτευξη «τόσο σημαντική θέση στη γέννηση ενός εξελισσόμενου μαζικού κινήματος», μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός πως απέδιδαν τόσο μεγάλη σημασία στο «σεξουαλικό ζήτημα» και πως δεν χρησιμοποιούσαν την συμμετοχή τους στις λαϊκές οργανώσεις ως τακτικό εργαλείο να οργανώσουν τους εργάτες, όπως έκανε το KPD. Αντίθετα, ο Franz Gampe τόνισε το 1928 στο Syndikalist πως η RV ήταν, κατά τα λόγια του, «αυστηρά ουδέτερη σχετικά με τη θρησκεία, την πολιτική, τα εργατικά σωματεία, και τη θρησκεία». Επειδή ο Gampe και άλλοι αναρχοσυνδικαλιστές, που δημοσίευαν συχνά άρθρα στο περιοδικό της RV, Sexualhygiene, ακολουθούσαν αυτή την αρχή, συχνά πιστεύονταν πως τα μέλη της RV ήταν «κυρίως νεομαλθουσιανοί και σοσιαλιστές» ή πως προτιμούσαν πολιτικά το SPD. Ενώ το δεύτερο ήταν ίσως αλήθεια για την πλειοψηφία των γιατρών που συνεργάζονταν με την RV, δεν ίσχυε το ίδιο για τα στελέχη της.

Το 1932, ο Hans Lehfeldt, μέλος της Gessex και επικεφαλής του συμβουλευτικού κέντρου της RV, συνόψισε τους στόχους των λαϊκών οργανώσεων ως εξής: «κατά προτίμηση σεξουαλική εκπαίδευση,  αγώνα για σεξουαλική και ποινική μεταρρύθμιση, διανομή αντισυλληπτικών στα μέλη». Για εύληπτους λόγους, ο Lehfeldt δεν ανέφερε πως η λαϊκή οργάνωση επίσης βοηθούσε σε περιπτώσεις ανεπιθύμητων εγκυμοσυνών. Γυναίκες που αναζητούσαν βοήθεια στέλνονταν σε συμπαθούντες γιατρούς. Ωστόσο, μόνο πολύ λίγες γυναίκες λάμβαναν επαγγελματική βοήθεια, στη πραγματικότητα, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία του ιατρικού κλάδου υποστήριζε την απαγόρευση της έκτρωσης και ήταν επικριτικός ως προς τις δραστηριότητες των λαϊκών οργανώσεων. Αυτό εξηγεί γιατί η RV, με τα περίπου 200 τοπικά της τμήματα σε όλη τη χώρα, βρήκε γιατρούς μόνο σε τέσσερις μεγάλες πόλεις – Βερολίνο, Αμβούργο, Νυρεμβέργη και Στουτγάρδη – που υποστήριζαν ανοιχτά την ένωση.

Για αυτό, οι εκτρώσεις πραγματοποιούνταν επίσης από μέλη των λαϊκών οργανώσεων. Ο Hans Schmitz, που γεννήθηκε το 1914 και που ο πατέρας του ήταν κορυφαίος ακτιβιστής στην FAUD και στην Εταιρεία για την Προστασία των Μητέρων και την Κοινωνική Οικογενειακή Υγιεινή (Liga für Mutterschutz und soziale Familienhygiene) στο Βούπερταλ, θυμόνταν στα γραπτά του: «Ο πατέρας ήταν ενεργός στην Εταιρεία […] Κρυφά αυτή επίσης βοηθούσε γυναίκες να κάνουν εκτρώσεις. Υπήρχαν πολλές γυναίκες που μπορούσαν να κληθούν όταν ήταν να γίνει μια έκτρωση. Η μητέρα μου είχε αρκετή εμπειρία σε αυτό και ήταν μια από αυτές τις γυναίκες. Φυσικά δεν επιτρέπονταν να είμαστε εκεί, αλλά το διαμέρισμα ήταν τόσο μικρό που δεν μπορούσαν να το κρύψουν από εμάς. […] Μερικές φορές, η μητέρα μου με έστελνε να φέρω τον Δρ. Β. […] έρχονταν όταν υπήρχαν επιπλοκές ή για να κάνει την απόξεση όταν η μητέρα μου είχε προκαλέσει την έκτρωση.

Υπάρχουν τέσσερις γνωστές περιπτώσεις στις οποίες συγκεκριμένοι αναρχοσυνδικαλιστές καταδικάστηκαν. Το 1930, μια γυναίκα και ακτιβίστρια της FAUD με το όνομα Albrecht καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλάκισης σε μια ιδιαίτερα δημοσιοποιημένη δίκη επειδή είχε πραγματοποιήσει πάνω από 100 εκτρώσεις για το τοπικό παράρτημα της Εταιρείας για την Προστασία των Μητέρων και της Σεξουαλικής Υγιεινής (Volksbund für Mutterschutz und Sexualhygiene) στο Χίντενμπεργκ στην Άνω Σιλεσία. Η Luise Wich από το Λούντβιγκσχαφεν καταδικάστηκε το 1933 σε φυλάκιση για 18 μήνες. Ο Otto Bench, πρόεδρος της RV  στη Σομέρντα στη Θουριγγία, στάλθηκε στη φυλακή. Μετά το πόλεμο,  γυναίκα του Franz Gampe πέρασε προφυλάκιση στη Νυρεμβέργη, κατηγορούμενη για παράνομες εκτρώσεις.

Οι γυναίκες στις λαϊκές οργανώσεις εμφανίζονταν να έχουν, όπως έγραφε η Communist Arbeiter-Illustrierte Zeitung (AIZ) για την κυρία Albrect, «φτάσει σε ιατρική ικανότητα  με τον μεγαλύτερο βαθμό προσοχής», για να κάνουν εκτρώσεις. Η AIZ ανέφερε ξεκάθαρα πως αυτές οι γυναίκες δεν ήταν «κομπογιαννίτισσες» και δεν έπαιρναν χρήματα για τις εκτρώσεις.

Μπροστά στις υπολογιζόμενες ένα εκατομμύριο εκτρώσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1930, το έργο των λαϊκών οργανώσεων δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως. Πρόσφεραν σεξουαλική εκπαίδευση, πληροφορούσαν κόσμο για τις μεθόδους αντισύλληψης και τα αντισυλληπτικά, και τα έδιναν φτηνά σε όσες αναζητούσαν βοήθεια. Με το τρόπο αυτό, συνέβαλαν σημαντικά στην σεξουαλική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Ωστόσο, αυτή η «σεξουαλική επανάσταση» όπως την ονομάζει η Atina Grossmann, ήταν περίπλοκη και αντιφατική. «Αν και η σεξουαλική ικανοποίηση για της γυναίκες ήταν ζητούμενο, διακηρύσσονταν και ορίζονταν κυρίως από άνδρες». Αυτή η εκτίμηση επίσης ισχύει για την FAUD, παρά το γεγονός πως ήταν περισσότερο ανοιχτή από άλλες εργατικές οργανώσεις  σχετικά με το ζήτημα της σεξουαλικότητας. «Βλέπουμε συνεχώς», σημείωνε η Trautchen Caspers, ακτιβίστρια στη FAUD και στην SFB στο Σάχτεϊν (Ρηνανίας), «πως οι άνδρες στο κίνημα μας βλέπουν τις γυναίκες μόνο σαν σκλάβες, υπηρέτριες, και μηχανές τεκνοποιίας, αλλά όχι ως ανθρώπους και συντρόφους». Η Trauchen Caspers ήταν μια από τις λίγες προλετάριες γυναίκες στη FAUD που προωθούσαν και ασκούσαν το ιδανικό του «ελεύθερου έρωτα». Ο ορισμός της αυτού του ιδανικού ήταν κάθε άλλο παρά μια «εξαγνισμένη μορφή του αστικού γάμου» (που προωθούνταν κατά τα άλλα μεταξύ αναρχικών της εργατικής τάξης). Έγραψε για αυτό στην Syndikalist: «Ακόμη και εμείς οι προλετάριοι πρέπει να ξέρουμε  πως η ανθρώπινη ελευθερία περιλαμβάνει επίσης σεξουαλικές σχέσεις. Κάποιος μπορεί να παρατηρήσει πως ένας άνδρας, λόγω της κυριαρχικής του θέσης, αναγκάζει την γυναίκα να υποταχθεί σε αυτόν, αν και ξέρει πως η αγάπη της κατευθύνεται αλλού. Τέτοια συμπεριφορά είναι το ίδιο αποτρόπαια όσο εκείνη του βρωμιάρη που βιάζει ένα ανυπεράσπιστο κορίτσι. Η απληστία του να σου ανήκει μια γυναίκα είναι από μόνη της βάρβαρη και μια εξόφθαλμη αντίφαση με την ευρέως διακηρυγμένη ισότητα των γυναικών». Την ίδια στιγμή, πίστευε πως «η σεξουαλική ικανοποίηση δίχως αγάπη (οδηγούσε) σε διαστροφή». Οι απόψεις της και ο τρόπος ζωής της έκαναν την Trautchen Caspers μια ξεχωριστή περίπτωση μέσα στην FAUD. Υπήρχαν όμως πράγματι άλλες προλετάριες γυναίκες  στη FAUD που σκέφτονταν και ζούσαν με παρόμοιο τρόπο. Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, από την αλληλογραφία μεταξύ της προαναφερθείσας Luise Wich και του συζύγου της, Georg, που μετανάστευσε το 1933, στα οποία υπάρχουν αποδείξεις πως η σεξουαλική αυτονομία των γυναικών δεν ήταν μόνο θεωρητικό ζήτημα μεταξύ των ακτιβιστών της βάσης της FAUD.


https://geniusloci2017.wordpress.com
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου