Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 19 Φεβ 2024
Οι δικαστές ως πολιτικοί
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να καταγγείλει το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καταδίκαζε τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου αποκάλυψε κάτι που ξέρουν οι νομικοί, παρ’ ότι δεν το παραδέχεται η νομική ιδεολογία: τα ανώτερα δικαστήρια εξαρτώνται από την πολιτική, αποφασίζουν πολιτικά, ενεργούν πολιτικά. Ανέκαθεν η Δικαιοσύνη με τα δεμένα μάτια έριχνε κρυφές ματιές επιθυμίας προς τους χρηματιστές, τους πλούσιους, τις εξουσίες.

Σε μια καταφανή προσπάθεια αντιστροφής του αρνητικού για την κυβέρνηση κλίματος στην Ευρώπη η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επιτέθηκε στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καταδίκαζε τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η Ολομέλεια με ψήφους 49-13 αποδέχτηκε την εισήγηση που καταγγέλλει το ψήφισμα. Η απόφαση αναφέρεται σε όλα τα μεγάλα θέματα της επικαιρότητας: στην έρευνα για το δυστύχημα στα Τέμπη, στην υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, στη λίστα Πέτσα και στις καταχρηστικές αγωγές SLAPP, στην έρευνα για το ναυάγιο της Πύλου, στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, στον θάνατο του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου, στην αντιμετώπιση των θυμάτων βιασμού και σεξουαλικής βίας.

Συζήτησε δηλαδή η Ολομέλεια τη Μαύρη Βίβλο της δημόσιας ζωής, αλλά υπερασπίζεται τις επιθέσεις της κυβέρνησης στη δημοκρατία, την ελευθερία του Τύπου και τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η Ολομέλεια αποδοκιμάζει έντονα το ευρωπαϊκό ψήφισμα γιατί οι καταγγελίες βασίζονται σε «αόριστες και ατεκμηρίωτες αιτιάσεις», σε «αμφισβητούμενα δεδομένα και συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί χωρίς τεκμηρίωση με την παράθεση ψευδών και μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών» και αποτελούν «παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης». Οι δικαστές δεν φαίνεται να έχουν διαβάσει εφημερίδες πρόσφατα.

Η καθολικά αρνητική αντίδραση στην πρωτοφανή πρωτοβουλία του Αρείου Πάγου έφερε στο κέντρο τον ρόλο των δικαστών. Αυτή τη φορά όχι μέσω της πολιτικής διάστασης σημαντικών δικαστικών αποφάσεων, αλλά με την άμεση ανάμιξη του ανώτατου δικαστηρίου στην πολιτική και τις δημόσιες σχέσεις. Χρειάζεται λοιπόν να ρίξουμε πάλι μια ματιά στη σχέση πολιτικής και δικαίου, την πιο σημαντική αλλά παραγνωρισμένη στο σύγχρονο πολίτευμα. Η φιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει ότι «το κράτος δικαίου δεν είναι παρά το δίκαιο των κανόνων και όχι των ανθρώπων». Προσπαθεί δηλαδή να διαχωρίσει το δίκαιο από την πολιτική και την ηθική των δικαστών, αλλά αποτυγχάνει (https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/379234_dikaio-kai-politiki-2-oi-dikastes). Ας δούμε μερικές χαρακτηριστικά ιδεολογικές εφαρμογές της θεωρίας.

Το ιδιωτικό δίκαιο μετατρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις σε τεχνικές διαφορές και αναθέτει την επίλυσή τους σε τεχνοκράτες των κανόνων και διαδικασιών, δικηγόρους και δικαστές. Το δημόσιο επιβάλλει συνταγματικά όρια και κανονιστικούς περιορισμούς στην οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Οι κανόνες αποπροσωποποιούν την εξουσία και οργανώνουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας αποκλείοντας τις υποκειμενικές προτιμήσεις και περιορίζοντας τις επιλογές των δικαστών. Και αυτό γιατί η λειτουργία του κράτους δικαίου δεν πρέπει να μολύνεται από εξωγενείς παράγοντες. Οι δικαστές αποτελούν φερέφωνα του νόμου και δεν εκφράζουν ιδεολογικές πολιτικές ή ηθικές απόψεις. Βρίσκουμε την άποψη αυτή στην επιμονή στον διακηρυκτικό, μη δημιουργικό, ρόλο των δικαστικών αποφάσεων και στην «αυστηρότητα» του δεδικασμένου. Τη βρίσκουμε στην έμφαση στον «γραμματικό» κανόνα ερμηνείας που υποτίθεται ότι αποκλείει τις υποκειμενικές προτιμήσεις και ιδεολογίες.

Αλλά αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τον ρόλο των δικαστών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι περισσότερες κρίσιμες δικαστικές αποφάσεις υποκαθιστούν λειτουργικά τη νομοθετική εξουσία –που ανήκει βέβαια στην κυβέρνηση ουσιαστικά και στη Βουλή εικονικά. Οι δικαστές συστηματικά νομοθετούν υπό το πρόσχημα ότι ερμηνεύουν τον νόμο. Οι νομικοί το ξέρουν, αλλά δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι η δικαστική «νομοθέτηση» προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Ετσι επιλέγουν τον μύθο της «ουδετερότητας» και της «αντικειμενικότητας» του δικαίου.

Οι δικαστές όμως δεν ερμηνεύουν απλώς, αλλά διαμορφώνουν τους νόμους. Ας θυμίσουμε μερικές μόνο αποφάσεις με έντονο και μονόπλευρο πολιτικό χαρακτήρα. Το πρώτο και δεύτερο Μνημόνιο ήταν συνταγματικά (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2012). Ο νόμος Παππά για την αδειοδότηση τηλεοπτικών καναλιών αντισυνταγματικός (ΣτΕ, 2017). Αντισυνταγματική η πρακτική του Δημοσίου να παρατείνει την δυνατότητα φορολογικού ελέγχου φυσικών και νομικών προσώπων που εμπλέκονται στις λίστες φοροδιαφυγής (ΣτΕ, 2017). Η μείωση αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, στρατιωτικών και αστυνομικών είναι αντισυνταγματικές αναδρομικά, ενώ των πανεπιστημιακών όχι (Μισθοδικείο και ΣτΕ, 2016, 2019). Το ΣτΕ κατάργησε την υπουργική απόφαση που επέβαλε σε δικαστές την υποβολή δηλώσεων «πόθεν έσχες» (ΣτΕ, 2017).

Η μη καταβολή δεδουλευμένων, ακόμη και μακροχρόνια, από εργοδότες δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της συμβατικής σχέσης (Αρειος Πάγος, 2017). Το ΣτΕ ακύρωσε το 2018 το νέο πρόγραμμα του μαθήματος Θρησκευτικών, επειδή δεν έχει ορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα και δίνει πληροφορίες για άλλα δόγματα και θρησκείες. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ομόφωνα συνταγματικό τον νόμο για την ιδιωτική διαμεσολάβηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ είχε κρίνει αντισυνταγματικό τον ίδιο ακριβώς νόμο του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ολομέλεια πάλι αποφάσισε ότι οι εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων (servicers) μπορούν να βγάζουν σε πλειστηριασμό σπίτια. Ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Κάποιοι δικαστές ακολουθούν τις λεκτικές διατυπώσεις του νόμου όταν σπανίως είναι δυνατό. Τις περισσότερες φορές όμως γίνονται νομοθέτες, καθώς η προσήλωση στο γράμμα του νόμου έχει ξεπεραστεί από τις γενικές και αφηρημένες έννοιες της νομοθεσίας. Αν η δικαστική λειτουργία ήταν αμιγώς τεχνική, ένας υπολογιστής θα συνέδεε τον νόμο με τα πραγματικά περιστατικά και θα είχαμε την απόφαση. Ομως η γλώσσα αντιστέκεται σε τέτοιες μηχανιστικές απόψεις. Ολοι οι δικαστές λειτουργούν υποχρεωτικά, είτε το αναγνωρίζουν είτε όχι, ως δημιουργοί κανόνων και ως πολιτικοί παράγοντες. Οι συνειδητές ή ασυνείδητες πεποιθήσεις των δικαστών επηρεάζουν αναγκαστικά τις αποφάσεις και την αιτιολόγησή τους. Οι δικαστικές αποφάσεις που αναφέραμε δεν οφείλονται αποκλειστικά στην ιδεολογία των δικαστών. Οι δομικές προτεραιότητες του φιλελεύθερου δικαίου υπέρ του πλούτου και της εξουσίας («νόμος και τάξη») αρκούν. Αν οι δικαστές συμφωνούν ιδεολογικά, αυτό κάνει τις αποφάσεις τους να φαίνονται πιο πειστικές. Ετσι το «κράτος των δικαστών» υποκαθιστά τη λαϊκή κυριαρχία.

Ας δούμε τι συμβαίνει με τον δεύτερο πυλώνα του κράτους δικαίου, τη διάκριση των εξουσιών. Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση διοικεί, η Βουλή νομοθετεί και ελέγχει την κυβέρνηση και τα δικαστήρια ερμηνεύουν τους νόμους και ελέγχουν τη διοίκηση. Εν τούτοις η διάκριση των εξουσιών δεν ισχύει ούτε σήμερα, ούτε στην εποχή του Μοντεσκιέ. Ο έλεγχος που ασκεί η Βουλή στην κυβέρνηση -κεντρικό χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτισμού- αποτελεί νομιμοποιητικό μύθο παρά πραγματικότητα. Κάθε κυβέρνηση με την πλειοψηφία της είναι σίγουρη ότι δεν θα χάσει καμία σημαντική ψηφοφορία, μια και οι κυβερνητικοί βουλευτές ενδιαφέρονται περισσότερο για το πολιτικό τους μέλλον πάρα για τις αρχές και τη συνείδησή τους. Αντί για κοινοβουλευτικό έλεγχο, η κυβέρνηση ελέγχει και επιβάλλεται στη Βουλή.

Από την άλλη πλευρά η δικαστική εξουσία υποτίθεται ότι ελέγχει την κυβέρνηση. Αλλά η διοίκηση των ανώτερων δικαστηρίων επιλέγεται από τον ελεγχόμενο. Θεωρητικά η Βουλή προτείνει τους υποψηφίους για τις θέσεις μετά από ακρόαση και ψηφοφορία της Διάσκεψης των Προέδρων. Θυμάμαι ότι πριν από τις συνεδριάσεις της Διάσκεψης οι βουλευτές έπαιρναν χαρτάκια με τις επιλογές της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων. Οι ψήφοι επιβεβαιώνουν τις προτιμήσεις των κομματικών ηγεσιών χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση. Ολες οι διοικήσεις των ανώτερων δικαστηρίων έχουν διοριστεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και από αυτήν εξαρτώνται οι προαγωγές τους.

Ο τύπος χωρίς ουσία, η θεσμική υποκρισία, το χάσμα μεταξύ επίφασης και περιεχόμενου χαρακτηρίζουν το κράτος των δικαστών στην Ελλάδα. Η απόφαση του Αρείου Πάγου αποκάλυψε κάτι που ξέρουν οι νομικοί, παρ’ ότι δεν το παραδέχεται η νομική ιδεολογία: τα ανώτερα δικαστήρια εξαρτώνται από την πολιτική, αποφασίζουν πολιτικά, ενεργούν πολιτικά. Ανέκαθεν η Δικαιοσύνη με τα δεμένα μάτια έριχνε κρυφές ματιές επιθυμίας προς τους χρηματιστές, τους πλούσιους, τις εξουσίες.

* Καθηγητής Πανεπιστημίου του Λονδίνου

από:  https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου