Ένα νέο ψυχολογικό και συνειδησιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι και ήρθε να προστεθεί σε δεκάδες άλλα είναι αυτό που οι ειδικοί ψυχολόγοι περιγράφουν ως «παράδοξο του κρέατος».

Η καινούργια αυτή έννοια περιγράφει την αντίφαση που αισθάνεται κάποιος ή κάποια, που ενώ του αρέσει να τρώει κρέας, δυσφορεί στη σκέψη ότι ένα ζώο ανατράφηκε σε αφύσικες συνθήκες και σφαγιάσθηκε με σκοπό να βρεθεί στο πιάτο του.

 

Μάλιστα οι ψυχολόγοι έχουν επιδοθεί σε μελέτες, έρευνες και διαπιστώσεις που αφορούν το νέο αυτό πρόβλημα και όπως αποκαλύπτουν όσοι βιώνουν το παράδοξο του κρέατος επινοούν διάφορα γνωστικά-νοητικά τρικ, ώστε να αντιμετωπίσουν αυτήν την παραδοξότητα και κυρίως να μειώσουν τις ενοχές τους.

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος επίλυσης του προβλήματος όπως αυτό του κρέατος είναι το να το αγνοήσουμε. «Αυτή είναι η πρωταρχική στρατηγική: το να μη σκέφτεται κανείς καθόλου την προέλευση του κρέατος», υποστηρίζει ο ψυχολόγος Hank Rothgerber, στην έρευνά του που δημοσιεύτηκε το 2015 στο ειδικό περιοδικό «Appetite».

Παράλληλα, μελέτες από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Όσλο στη Νορβηγία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την ψυχολογία του καταναλωτή-κρεατοφάγου. Ο Jonas Kunst από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου στο Όσλο ανέφερε πως ο τρόπος που παρουσιάζεται το κρέας από τις βιομηχανίες έχει επηρεάσει την προθυμία μας να το φάμε. Για παράδειγμα, αγοράζοντας κρέας από το σούπερ-μάρκετ, αγνοούμε τη σχέση του με την αρχική του κατάσταση. Οι ερευνητές λοιπόν μέτρησαν τη σχέση των συμμετεχόντων με το ζώο και την ευαισθησία τους γι’ αυτό. Συμπερασματικά, όσο πιο επεξεργασμένο ήταν το κρέας, τόσο πιο εύκολο ήταν να αποστασιοποιηθούν από την αρχική του μορφή.

Όπως αναφέρει και το BBC, η ψυχολόγος Julia Shaw του Πανεπιστημίου του Bedfordshire στην Μεγάλη Βρετανία, στο νέο βιβλίο της εξηγεί με τη σειρά της τι μπορεί να μας πει το «παράδοξο του κρέατος» για την ηθική λήψη αποφάσεων. Σύμφωνα με την Shaw, το χρήμα αλλάζει τη σχέση μας με την ηθική. Η ίδια η ύπαρξη χρημάτων λειτουργεί ως ρυθμιστικό στοιχείο μεταξύ των εαυτών μας και της προέλευσης των προϊόντων μας. Αυτό μπορεί να μας κάνει να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που είναι βαθιά ανήθικοι.

Με την ανασυγκρότηση σε επί μέρους στοιχεία του ίδιου πράγματος ή προϊόντος και την προσθήκη μιας τιμής, κάποιες πράξεις φαίνονται πολύ λιγότερο ενοχλητικές ή επιθετικές. Δεν μπορούμε να τα δούμε από πρώτο χέρι, έτσι αισθανόμαστε ότι δεν έχουν σχέση με εμάς. Το μόνο που μπορούμε να δούμε είναι η τιμή.

Εξάλλου αν σκεφτούμε γιατί τρώμε κρέας το οποίο γνωρίζουμε ότι έχει εκτραφεί σε κακές συνθήκες, θα αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε και για πολλές άλλες συμπεριφορές μας που έρχονται σε σύγκρουση με βαθύτατες ηθικές αρχές.

Εσωτερική σύγκρουση

Σύμφωνα με τους ψυχολόγους Brock Bastian και Steve Loughnan, οι οποίοι διερευνούν το θέμα στην Αυστραλία, το «παράδοξο του κρέατος» είναι η «ψυχολογική σύγκρουση μεταξύ της διατροφικής προτίμησης των ανθρώπων για το κρέας και της ηθικής απάντησής τους στα ζωϊκά βάσανα». Υποστηρίζουν ότι «η πρόκληση βλάβης στους άλλους είναι ασυμβίβαστη με την αντίληψη του εαυτού ως ηθικού προσώπου. Ως εκ τούτου, η κατανάλωση κρέατος έχει αρνητικές συνέπειες για τους κρεατοφάγους, επειδή αντιμετωπίζουν μια αρνητική αυτοπαρατήρηση: πώς μπορώ να είμαι καλός άνθρωπος και επίσης να τρώω κρέας;».

Αυτή η ηθική σύγκρουση δεν απειλεί απλώς την απόλαυση της κατανάλωσης κρέατος, απειλεί την ταυτότητά μας. Έτσι, προκειμένου να προστατεύσουμε την ταυτότητά μας, δημιουργούμε συνήθειες και κοινωνικές αντιλήψεις ή δομές που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα. Για παράδειγμα, η κατανάλωση κρέατος συνδέεται με κοινωνικά έθιμα, με λαϊκές εκφράσεις και εκδηλώσεις, ακόμη και παράλογες αντιλήψεις όπως αυτή που συνδέει την κατανάλωση κρέατος με την ανδροπρέπεια.

Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε τις δικαιολογίες, αλλιώς νιώθουμε κακοί.

Γνωστική ασυμφωνία

Όταν πιστεύουμε σε κάτι αλλά πράττουμε αντίθετα, οι ψυχολόγοι το ονομάζουν γνωστική ασυμφωνία. Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε από τον Leon Festinger, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1957. Το κλασικό πείραμα στον τομέα αυτό δημοσιεύθηκε από τον Festinger και τον James Carlsmith το 1959.

Οι συμμετέχοντες είχαν κληθεί να εκτελέσουν μια σειρά από πολύ βαρετά έργα και στη συνέχεια τους ζητήθηκε να πουν στους επόμενους συμμετέχοντες ότι τα έργα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Μία ομάδα των συμμετεχόντων αμείφθηκε 1 δολάριο για να το πει ενώ μια δεύτερη ομάδα συμμετεχόντων αμείφθηκε με 20 δολάρια για να κάνει ακριβώς το ίδιο, να πει στους επόμενους ότι ήταν πολύ ενδιαφέροντα έργα. Σε δεύτερο χρόνο ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες και των δυο ομάδων να βαθμολογήσουν τα έργα ως προς το πόσο ενδιαφέρον είχαν. 

Οι συμμετέχοντες της πρώτης ομάδας έδωσαν υψηλότερες τιμές ενδιαφέροντος για τα έργα από ότι οι συμμετέχοντες τις δεύτερης ομάδας. Το να πληρώνεσαι μόνο 1 δολάριο δεν είναι επαρκές κίνητρο για ψέματα και για αυτό όσοι πληρώθηκαν 1 δολάριο βρέθηκαν σε γνωστική ασυμφωνία. Θα μπορούσαν μόνο να ξεπεράσουν αυτή τη δυσαρέσκεια πιστεύοντας ότι τα καθήκοντα ήταν πραγματικά ενδιαφέροντα και ευχάριστα. Το να πληρώνεσαι 20 δολάρια παρέχει έναν λόγο για να κάνεις τα βαρετά έργα και επομένως δεν υπάρχει καμία γνωστική ασυμφωνία και έτσι κράτησαν ανέπαφη την αρχική τους εκτίμηση για τα έργα.

Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι ο ερευνητής Festinger περιέγραψε την ουσία των ερευνών του ως εξής: «φτάνουμε να αγαπάμε αυτό για το οποίο έχουμε υποφέρει».

Άλλο ζώο, άλλο κρέας

Για την τροφή του κρέατος, υπάρχουν δύο τρόποι για να λύσουμε τη δυσαρέσκειά και την ασυμφωνία μας: μπορούμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας ή να αλλάξουμε την πεποίθησή μας. Μπορούμε να σταματήσουμε να τρώμε κρέας ή να βρούμε λόγους για τους οποίους η κατανάλωση κρέατος είναι ηθικά ορθή.

Εκτός από τις προσπάθειές μας να δικαιολογούμε την κατανάλωση κρέατος, η διαφήμιση και το μάρκετινγκ σίγουρα μας διευκολύνουν. Σύμφωνα με έρευνες της κοινωνιολόγου Liz Grauerholz σχετικά με τις εικόνες των ζώων στη λαϊκή κουλτούρα, ένας τρόπος να φανεί αποδεκτή η κατανάλωση κρέατος είναι να διαχωριστεί από το ζώο από το οποίο προήλθε. Η Grauerholz υποστηρίζει ότι το κάνουμε αυτό με το να μεταμορφώνουμε τα αγαπημένα ζώα σε κρέατα που καταναλώνονται, έτσι ώστε οι έννοιες των «ζώων» και των «κρεάτων» να φαίνονται ξεχωριστές και άσχετες. Το ονομάζουμε μοσχάρι αντί για αγελάδα, ζαμπόν αντί για χοίρο και συσκευάζουμε τα νεκρά ζώα σε πακέτα, όμορφα συσκευασμένα, απομακρύνοντας τον εαυτό μας από την πραγματική προέλευση του φαγητού μας.

Αν παρατηρήσει κανείς τις εμπορικές απεικονίσεις κρέατος, διαπιστώνει ότι αυτή η αποστασιοποίηση γίνεται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας δείχνει το κρέας ως απολυμασμένο, πλαστικοποιημένο, τεμαχισμένο σε κομμάτια - καθιστώντας δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από ένα ζώο. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την «απομυθοποίηση», καθιστώντας τα ζώα πιο διασκεδαστικά απ 'ό, τι στην πραγματικότητα. Περισσότερο από οπουδήποτε, αυτό υιοθετείται ως στρατηγική μάρκετινγκ σε μέρη της Ασίας όπως η Ιαπωνία. Οι διαφημίσεις εκεί παρουσιάζουν ζώα με μεγάλα μάτια, μικρά, στρογγυλά χαρακτηριστικά, όπως βλέπει κανείς στα παιδικά βιβλία, δίνοντας την εντύπωση ότι αυτό το κρέας προέρχεται από χαρούμενα, φανταστικά ζώα. Και τα δύο συμβάλλουν στην απομάκρυνση από την πραγματικότητα της σκληρότητας των ζώων.

Αυτό δεν έχει σημασία μόνο για την κατανάλωση κρέατος. Όταν μετατρέπουμε τα ζώα ή τους ανθρώπους σε αντικείμενα και έτσι αποφεύγουμε την ταλαιπωρία που προκαλείται από τη γνώση για τα βάσανα πίσω από τα καταναλωτικά αγαθά, γινόμαστε ευκολότερα σκληροί. Οι ίδιες διαδικασίες που μας κάνουν να βλέπουμε το κρέας αθώο, μας κάνουνε να βλέπουμε κάθε είδους άλλες ηθικά απαράδεκτες αλλά κοινές ανθρώπινες συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με τα χρήματα, αθώες.

Γνωρίζουμε ότι η φτώχεια προκαλεί μεγάλη δυστυχία, αλλά αντί να μοιραζόμαστε τον πλούτο μας, αγοράζουμε άλλο ζευγάρι ακριβά παπούτσια. Διαφωνούμε ριζικά με την ιδέα της παιδικής εργασίας ή των ενηλίκων που εργάζονται υπό άσχημες συνθήκες, αλλά συνεχίζουμε να ψωνίζουμε σε καταστήματα με έκπτωση. Μένουμε αυτοβούλως στο σκοτάδι ή περνάμε στην απάθεια για να προστατέψουμε τις ευαίσθητες μας ταυτότητες, για να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε συνεπείς και ηθικά ευαίσθητοι άνθρωποι.

Και βέβαια δεν θέλουμε συνεχείς υπενθυμίσεις. Η υποκρισία για να ανθίσει θέλει κοινωνικές συνήθειες ικανές να ρίξουν ένα πέπλο πάνω από τις ηθικές μας συγκρούσεις, ομαλοποιώντας τις συμπεριφορές μας και κάνοντάς τες ανθεκτικές στην αλλαγή.

Το ερώτημα βέβαια δεν είναι αν πρέπει, αν χρειάζεται να τρώμε κρέας ή όχι. Οι επιστήμονες εξάλλου συγκλίνουν στην άποψη περί ισορροπημένης κατανάλωσης τόσο φυτικών όσο και ζωικών τροφών.

Το ερώτημα είναι αν πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια στις αφύσικες συνθήκες μαζικής εκτροφής, σφαγής και συντήρησης των ζώων από τις μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής ζωικών τροφών, οι οποίες μπροστά στο κέρδος, αφού μόνο αυτό βλέπουν ως φυσικό, εκμεταλλεύονται τα ζώα αλλά και την ανθρώπινη υγεία.

Ηθικά το θέμα βρίσκεται όχι στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού, την οποία έχουμε οι περισσότεροι κάνει, αλλά στο να ενεργήσουμε με βάση αυτήν. Εκεί είναι η διαφορά.  

https://tvxs.gr