Αυτή τη φορά δεν ήταν κάποια μη κυβερνητική οργάνωση, έστω του μεγέθους και του κύρους των Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα ή του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου. Ήταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δηλαδή η διοίκηση του Αμερικανικού κράτους που σκιαγράφησε μια διόλου κολακευτική εικόνα της Ελλάδας σχετικά με την ελευθερία του Τύπου.

Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει αρνηθεί πολλές φορές πως υφίσταται τέτοιο πρόβλημα στην χώρα αλλά την κυβέρνηση να πανηγυρίζει πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο διαχρονικά επίπεδο, δεν πρέπει να εκπλήσσει η αμηχανία και ουσιαστικά η μη απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου όταν ρωτήθηκε σχετικά με την έκθεση.

«Δεν είναι σε καμία περίπτωση business as usual», δηλαδή υποθέσεις ρουτίνας, τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα γύρω από τα ΜΜΕ, παρατηρεί μιλώντας στο tvxs.gr η ανεξάρτητη δημοσιογράφος και διαχειρίστρια διασυνοριακών έργων δημοσιογραφίας, Ελίνα Μακρή. Τις δικές τους μαρτυρίες καταθέτουν ο Τάσος Τέλλογλου και ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, δύο από τους δημοσιογράφους που έχουν ξεσκεπάσει το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων αλλά βιώνουν την κατάσταση παράλληλα ως θύματα.

Από τα fake news στις παρακολουθήσεις και από τον Καραϊβάζ στα SLAPPs

Η κατηφόρα για την Ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα αποτυπώθηκε στην διολίσθηση της Ελλάδας μέσα σε έναν χρόνο από την 70η στην 108η θέση της σχετικής κατάταξης των Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα (RSF). Στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αυτή η κατηφόρα περιγράφεται με λεπτομέρεια, με αναφορές σε σωρεία καταγγελιών και δημοσιευμάτων.

 

 

Λίστα Πέτσα, διάταξη στον Ποινικό Κώδικα που τιμωρεί τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την εκάστοτε κυβέρνηση κατά το δοκούν, εμπρησμός στις εγκαταστάσεις του Real Media Group, η δίκη του Νίκου Παππά για απόπειρα χειραγώγησης της διαδικασίας με τις τηλεοπτικές άδειες, καταγράφονται στην έκθεση ως προβληματικά σημεία σχετικά με την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Όμως πρώτο στις επισημάνσεις των Αμερικανών εμφανίζεται το γεγονός πως από τον Απρίλιο του 2021 οι ελληνικές Αρχές δεν έχουν εντοπίσει τους δράστες της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ.

«Το έχω συζητήσει με δημοσιογράφους και ανταποκριτές που εργάζονται κυρίως στην Ευρώπη. Βλέπουν τη μηδαμινή πρόοδο στις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ ως ένα πολύ σοβαρό θέμα. Σε καμία περίπτωση μια τέτοια εξέλιξη, απουσία εξέλιξης εν προκειμένω, δε θα περνούσε με τόσο μικρή μιντιακή κάλυψη στις χώρες της δυτικής και της βόρειας Ευρώπης», τονίζει η Ελίνα Μακρή.

«Και γίνεται πιο ανησυχητική σε συνδυασμό με τις παρακολουθήσεις και τις υποθέσεις διαφθοράς. Δημιουργείται ένα πλαίσιο που λειτουργεί πολύ περιοριστικά για την ελευθερία του Τύπου, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα, όντως, ο καθένας μπορεί να πει ή να γράψει ό, τι θέλει», προσθέτει η δημοσιογράφος που λόγω της δουλειάς της επικοινωνεί καθημερινά με δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο.

«Τώρα πλέον στο τηλέφωνο μιλάμε μόνο για εντελώς ‘ανώδυνα’ ζητήματα»

Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν έλαβε την μιντιακή κάλυψη που θα αναλογούσε στην βαρύτητα των καταγγελλόμενων πράξεων, όμως οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές περιγράφουν μια πολύ ζοφερή εικόνα.

«Τώρα έχει επέλθει μια σχετική κανονικότητα στη δουλειά μας. Το καλοκαίρι του 2022 τα πράγματα είχαν φτάσει σε πολύ δύσκολο σημείο», λέει στο tvxs.gr ο Τάσος Τέλλογλου, ο οποίος το περασμένο φθινόπωρο κατήγγειλε πως είχε πέσει θύμα φυσικής παρακολούθησης στο κέντρο της Αθήνας, ενώ το καλοκαίρι του 2021 δήλωνε ότι παρακολουθούνταν και τα δεδομένα του κινητού του τηλεφώνου, όπως αναφέρουν και οι συντάκτες της έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

«Γνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε σε συνθήκη φυσικής παρακολούθησης, υπήρχαν άνθρωποι που δεν μπορούσαμε να συναντήσουμε», συμπληρώνει και τονίζει πόσο προβληματικό είναι για την ποιότητα της δημοσιογραφίας να αίρεται η αρχή της προστασίας των πηγών. «Τώρα πλέον στο τηλέφωνο μιλάμε μόνο για εντελώς ‘ανώδυνα’ ζητήματα», προσθέτει ο έμπειρος δημοσιογράφος αστειευόμενος, τονίζοντας ωστόσο ότι το θέμα των παρακολουθήσεων δημοσιογράφων στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σοβαρό.

«Δεν είναι σε καμία περίπτωση business as usual», σχολιάζει η Ελίνα Μακρή για τις παρακολουθήσεις. «Δεν νοείται να παρακολουθούνται πολίτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και όλο αυτό να συγκαλύπτεται. Κάτι τέτοιο θα είχε σίγουρα σημαντική κάλυψη από τα ΜΜΕ. Όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο της Άρτεμις Σίφορντ στους New York Times, Αμερικανίδα συνάδελφος επικοινώνησε μαζί μου έκπληκτη αν το έχουμε διαβάσει. Στην Ελλάδα πέρασε ‘στα ψιλά’. Είναι τρομακτικό κάτι τέτοιο να παρουσιάζεται ως μια συνηθισμένη και άρα, σιωπηρά αποδεκτή πρακτική από την πλευρά της εκάστοτε εξουσίας», επισημαίνει η δημοσιογράφος.

Και τις αγωγές με στόχο τη φίμωση παρατηρούν οι Αμερικανοί

Από την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν λείπουν και οι καταγγελίες για αγωγές κατά ΜΜΕ και δημοσιογράφων με πιθανό στόχο τη φίμωση (SLAPPs). Ειδικότερα οι συντάκτες αναλύουν τις αγωγές που έκανε για συκοφαντική δυσφήμηση, λίγες ημέρες μετά την παραίτησή του για το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, ο πρώην γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού και ανιψιός του Κυριάκου Μητσοτάκη, Γρηγόρης Δημητριάδης, ζητώντας από το Reporters United, την Εφημερίδα των Συντακτών και τον Θανάση Κουκάκη ποσά που αθροιστικά ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο ευρώ.  

«Είναι πολύ σημαντικό ότι μεγάλο μέρος της, διεθνούς πλέον, κοινής γνώμης αναγνωρίζει πως στην αγωγή αυτή υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι πρόκειται για μια στρατηγική νομική κίνηση, με στόχο να φιμώσει τη δημοσιογραφική έρευνα», λέει στο tvxs.gr ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, που μαζί με τον Νικόλα Λεοντόπουλο έχουν υπογράψει επίμαχα ρεπορτάζ τόσο στην πλατφόρμα του Reporters United όσο και στην Εφημερίδα των Συντακτών.

«Μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι δεν είμαστε συκοφάντες αλλά πως ό,τι γράψαμε είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και άρα ο κ. Δημητριάδης πρέπει να λογοδοτήσει ως γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού. Δημιουργεί επίσης ένα πλαίσιο προστασίας, αποθαρρύνοντας όποιον άλλο τυχόν σκεφτεί να κάνει κάτι παρόμοιο», σημειώνει ο ερευνητής δημοσιογράφος.

Ακόμα και αν τα μέσα που ασκούν δημοσιογραφία τελικά απαλλαχθούν από τις κατηγορίες στα δικαστήρια, το διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση της αγωγής μέχρι τη δικαίωση - πολλές φορές παίρνει χρόνια - αφήνει πληγές και επηρεάζει τη δουλειά των δημοσιογράφων.

«Εμείς συνεχίζουμε την έρευνα, έκτοτε έχουμε δημοσιεύσει κείμενα, έχουμε ξαναρωτήσει τον κ. Δημητριάδη σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Ωστόσο, όταν γίνεται μια αγωγή εναντίον νέων ανεξάρτητων δημοσιογραφικών μέσων, στα οποία επουδενί δεν περισσεύει ούτε χρόνος, ούτε χρήμα, κάτι τέτοιο μπορεί να τα γονατίσει. Σκεφτείτε πόσο χρόνο στερεί από το ρεπορτάζ η συγκέντρωση των τεκμηρίων και η όλη οργάνωση της υπεράσπισης. Στη δική μας περίπτωση, έχουμε την τύχη τα δικαστικά έξοδα που μας αναλογούν να καλύπτονται από τους Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα, όμως και πάλι... Υπάρχει η ανάγκη για μια νομοθετική παρέμβαση με σκοπό την αντιμετώπιση των SLAPPs», υποστηρίζει ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικάνοι βρίσκουν προβληματικά τα ελληνικά ΜΜΕ

Πίσω στο 2006, μια άλλη έκθεση της διοίκησης των ΗΠΑ για την Ελλάδα που είχε αποκαλύψει το Wikileaks, έκανε λόγο για «μια ελληνική μιντιακή βιομηχανία που ελέγχεται από πανίσχυρους επιχειρηματίες των οποίων οι υπόλοιπες επιτυχημένες δουλειές τους επιτρέπουν να συντηρούν ζημιογόνες επιχειρήσεις ΜΜΕ». Στην ίδια έκθεση σημειωνόταν πως «είναι αυτές οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ που τους δίνουν τη δυνατότητα να ασκούν πολιτική και οικονομική επιρροή».

«Δυστυχώς, διαβάζοντας εκείνη την έκθεση και την πρόσφατη, βλέπει κανείς ότι τα πράγματα στα ελληνικά ΜΜΕ δεν έχουν βελτιωθεί. Ενδεχομένως κάποιος να πίστευε ότι η κρίση θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει το μιντιακό τοπίο, ωστόσο αυτό δεν έχει γίνει», παρατηρεί η Ελίνα Μακρή.

«Τα ΜΜΕ στην Ελλάδα συνεχίζουν να λειτουργούν με βάση την ενασχόληση των ιδιοκτητών τους σε άλλους τομείς της επιχειρηματικής ζωής και την στενή τους σχέση με την πολιτική εξουσία. Αυτά δεν συναντώνται βέβαια μόνο στην Ελλάδα. Και οι Γάλλοι συνάδελφοι κάνουν παρόμοιες διαπιστώσεις για τα δικά τους μέσα. Όμως είναι η δόση μιας ουσίας που την κάνει δηλητήριο. Και στην Ελλάδα η δόση αυτής της διαπλοκής είναι πολύ μεγάλη», καταλήγει η δημοσιογράφος.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα εδώ.

πηγη: https://tvxs.gr