Οι εκλογές της 21ης Μαΐου/2ας Ιουλίου – σύμφωνα με την κυρίαρχη υπόσχεση/απειλή του πολιτικού συστήματος, της μεν Κυβέρνησης δια της προσκυνήσεως του τοτέμ της Αυτοδυναμίας, του δε Νίκου Ανδρουλάκη δια της αγκύρωσης στο «ούτε-ούτε» – αφήνουν ήδη ένα θετικό αποτύπωμα: ταπεινώνουν, πάντως φέρνουν σε πιο ανθρώπινα μέτρα τις ηγεσίες.

Οι οποίες, διαφορετικά στην κάθε περίπτωση, είχαν αρχίσει να αυτοτοποθετούνται σε κάπως πιο ψηλά επίπεδα επιβολής και κυριαρχίας απ’ εκείνα που αποδέχεται το (παγίως τζαναμπέτικο, πάντως όχι εύκολα υποτακτικό) εκλογικό σώμα της Μεταπολίτευσης.

Πρώτα-πρώτα βοήθησε σ’ αυτό η συνειδητοποίηση της σημασίας της πρώτης κάλπης. Οι ανόητες (εκ του «α» στερητικόν+νόημα, άνευ νοήματος δηλαδή) επί μήνες υπαινικτικές ή και ευθείες τοποθετήσεις Μητσοτάκη, ακολουθούμενες από τους Κυριακίστας και τον πιστό μηντιακό θίασο, που ήθελαν τις πρώτες κάλπες να έχουν μια και μόνη χρήση – να «κάψουν την απλή αναλογική» –  ανατράπηκαν ολότελα. Τώρα, κανοναρχείται το «δεν υπάρχουν διπλές εκλογές, η κάλπη είναι μια – αυτή της 21ης Μαΐου – και είναι κρίσιμη».

Αυτή η σεμνοπρεπής προσγείωση, όσο κι αν γίνεται με το ενδυμα του αυτονόητου, αποτελεί εκ των υστέρων αναγνώριση ότι το βάρος της ψήφου το καθορίζει ο ψηφοφόρος – όχι οι χειριστικοί πολιτικοί! Από δίπλα, έρχονται και οι προσγειώσεις σε τοπικό επίπεδο: εδώ, αληθινή προσφορά η παρουσίαση/ανάλυση των «τοπικών μαχών, με παράδοξα και εκπλήξεις» στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 15ης/16ης Απριλίου, που χωρίς να το πολυ-λέει, βλέπει ανατροπές οι οποίες θυμίζουν τις δίδυμες κάλπες του 2012/2012.

Η καημένη η πρώτη κάλπη – λογικό ήταν – είχε καλύτερη μεταχείριση από τον Αλέξη Τσίπρα, που ως ΣΥΡΙΖΑ «έφερε» την (σχετικά) απλή αναλογική στο προσκήνιο: δεν γινόταν να μην την τιμήσει, την κάλπη αυτή. Το ίδιο, πάντως ανάλογο, ισχύει και με τον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ που – απαλλαγμένο από την δορά του ΚΙΝΑΛ κλπ. – θυμήθηκε τις εποχές όπου η εξουσία κερδιζόταν στις κάλπες και όχι στους χειρισμούς προσκηνίου. Πάντως… και οι δυο τους, κάπως σαν να φοβήθηκαν να ποντάρουν εξαρχής όλα τους τα στοιχήματα σ’ αυτήν την κάλπη.

Ύστερα, σειρά παίρνει το ύφος. Αν οι Γάλλοι θεώρησαν «Ολύμπιο»/Jupitérien τον δικό τους Εμμανουέλ Μακρόν (που είναι και κοντός…) στις αρχικές εμφανίσεις του, τι να πούμε οι Έλληνες με το συνεχώς κυριαρχικότερο ύφος του Μητσοτάκη (Κυριάκου: οι παλιότεροι αν το συγκρίνουν με του Κωνσταντίνου, που είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου!) ως «Κυβερνήτη».

Εκεί, λοιπόν, που πήγαινε να καταλήξει από ύφος σε υφάκι κυριαρχίας, προσγειώθηκε σε κάτι πολύ καλοσυνάτο: κάτι η YouTube  συνέντευξη στην Νεφέλη Μέγκ, κάτι η φιλοξενία με την εξομολόγηση «Καλύτερα δεν γίνεται» στην Ναταλία Γερμανού, έσβησαν ακόμη και την υπερσκηνοθετημένη παρουσία στου Σταύρου Θεοδωράκη την αμήχανη «συνέντευξη» - χλωμή μνήμη Πρωταγωνιστών.

Στο επίπεδο του ύφους, ο Τσίπρας ούτως ή άλλως έχει αυτοτοποθετηθεί στον ρόλο του καλού παιδιού. Που τον συνοδεύει από την εποχή της αναρρίχησής του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. ρόλο που, αν το προσέξει κανείς, δεν εγκατέλειψε ούτε και στις εποχές της – βραχείας, εν τέλει – πολιτικής κυριαρχίας του.

Αυτό, το μετρημένο ύφος Τσίπρα βοήθησε και τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ  («πρώτη φορά Αριστερά ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ») στην επιβίωση από την περιπέτεια του Τρίτου Μνημονίου/της κωλοτούμπας, που τελικά δεν άφησε όσο αρνητικό στίγμα επεδίωξε η αντιΣΥΡΙΖΑ σταυροφορία. Όσο για τον Νίκο Ανδρουλάκη, αυτός εξαρχής επέλεξε να ποντάρει στον εαυτό του, ως παιδί-από-την-επαρχία, χωρίς κόμπλεξ προφοράς και χωρίς απόπειρα να ενδυθεί ευγενή στολή Βρυξελλών…

Στο τρίτο επίπεδο, το επίπεδο των τακτικισμών – αναπόδραστων σε μια πολιτική αναμέτρηση όπου ακόμη και όσοι την απορρίπτουν, αναγνωρίζουν την υψηλή πιθανότητα διπλής κάλπης – αν ξεκινήσει κανείς από το τέλος, δηλαδή την στάση άρνησης/ «ούτε-ούτε» του Νίκου Ανδρουλάκη, διαπιστώνει το πόσο γρήγορα εξαντλείται η πολιτική τους χρησιμότητα. Σε πάνε, οι τακτικισμοί, μέχρι και στο μέσο της μακράς/αγρόσυρτης προεκλογικής εκστρατείας. σου υπόσχονται κάποιες στιγμές τακτικής πρωτοβουλίας τις καυτές ώρες των διερευνητικών εντολών. ύστερα, όμως έρχεται η ώρα των αληθινών επιλογών «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις».

Κατά περίεργο τρόπο, το ίδιο ισχύει και με τον τακτικίστικο πειρασμό στα χέρια του Αλέξη Τσίπρα, στον – συγκριτικά με το ΠΑΣΟΚ – κυρίαρχο ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ στην ΚεντροΑριστερά. Η στρατηγικά παράξενη, αν και τακτικά ευεξήγητη άρνηση/αναφορά στο ενδεχόμενο «Κυβέρνησης των ηττημένων» δημιούργησε έναν αυτοεγκλεισμό που είναι ζήτημα αν θα ξεπεραστεί με την βοήθεια της πραγματικότητας της κάλπης (πρώτης ΚΑΙ δεύτερης) και του εργαλείου των διερευνητικών εντολών.

Όσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφιππεύσαντα εντέλει από την φαντασίωση του Κυβερνήτη και επιδιώκοντα – αναπόδραστα – την εύνοια του συγκεκριμένου ψηφοφόρου προστρέχοντας σε Μεγκ/Γερμανού, αυτός προσπαθεί να απεγκλωβισθεί από το μονοδιάστατο στοίχημα της Αυτοδυναμίας. Και να προσέλθει, πιο καλοσυνάτα, σε εκδοχές θετικών συνεργασιών αν – ΑΝ – αυτό χρειαστεί.

Γιατί (δανειζόμαστε από τον Η.Καραβολια) το να «παράγεται μια λογικοφανής διακυβέρνηση σταθερότητας, αποτελεσματικότητας και πυγμής», μια εικόνα που πάει να εξοικειώσει με την υπερπραγματικότητα κυριαρχίας, μπορεί να προβεί αντιπαραγωγικό την ώρα της κάλπης. Εξαιρετικά αντιπαραγωγικό.

Και το ζητούμενο – μην το ξεχνάμε! – είναι η επιτυχία την νύχτα της κάλπης. Όχι ο αυτοθαυμασμός στον καθρέφτη της υπερπραγματικότητας κυριαρχίας.

*Ο Αντώνης Παπαγιαννίδης υπήρξε Σύμβουλος για Ευρωπαϊκές υποθέσεις στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας, Εξωτερικών και Πολιτισμού και σύμβουλος ευρωπαϊκών θεμάτων της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών

πηγη: https://tvxs.gr