Δοκίμιο που γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 2020 και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα The China Project. Ο Xu Zhangrun είναι νομικός και πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά, έχει δεχθεί διώξεις για την κριτική του στο καθεστώς του Xí Jìnpíng και από τον Ιούλιο του 2020 του έχει απαγορευθεί η έξοδος από το Πεκίνο και βρίσκεται υπο διαρκή παρακολούθηση. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Στο ζενίθ της μετάβασης των εποχών, όταν το τελευταίο άνθισμα του καλοκαιριού έδινε τη θέση του στη καρποφορία του φθινόπωρου, δεκάδες μάτια που κατασκόπευαν εγκαταστάθηκαν στη κοινότητα μας. Οι κατάσκοποι ήρθαν με τη μορφή καμερών κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης, ένα σύγχρονο υποκατάστατο της παραδοσιακής μορφής της ενσαρκωμένης επιτήρησης: μυστικοί αξιωματικοί ασφαλείας. Οι νέες κάμερες ήταν μια κάλυψη για τους πραγματικούς κατασκόπους.

Έχουν έρθει σε διάφορες μορφές και μεγέθη, με την προκατειλημμένη ενόραση τους ζευγαρωμένη με θανάσιμη πρόθεση. Τοποθετημένες σαν στυλίτες σε προκαθορισμένους στύλους, οι κάμερες παρακολουθούν ότι βρίσκεται μέσα στο πεδίο τους και το βλέμμα τους δεν αποθαρρύνεται ούτε από τα στοιχεία του καιρού, ούτε από τον ημερήσιο κύκλο. Κοιτούν κάτω τον πολυάσχολο κόσμο μας, πιάνοντας στο πέρασμα τους όλα τα πλάσματα, μικρά και μεγάλα. Αν και οι φρουροί μπήκαν σε δράση με σκυθρωπή σιωπή, η παρουσία τους έγινε αντιληπτή τόσο ηχηρά όσο και ένας κεραυνός.

Στη πραγματικότητα, ότι συμβαίνει στη κοινότητα μας ακολουθείται από ένα ανώνυμο ζευγάρι μάτια πίσω από τους φακούς του κύκλωπα. Πλέον έχουμε όλοι επίγνωση, ακόμη και από ασφαλή απόσταση,  πως ψαχουλεύουν τα πάντα: τη καθημερινή ρουτίνα του φαγητό-ξεδίψασμα-χέσιμο-κατούρημα, όπως και όλα τα πήγαινε και έλα μας. Είναι επίσης ηδονοβλεψίες, ματάκηδες που παρατηρούν τα πάρε δώσε μεταξύ των φύλων. Το ξεδίπλωμα των εποχών, το πέρασμα των ημερών, οι φάσεις της σελήνης, για να μην αναφέρω τις αγωνίες του χωρισμού – όλα είναι πλέον το αντικείμενο της επιτήρησης τους. Μια τέτοια παντός καιρού παρακολούθηση απορροφά τα πάντα, ανεξαρτήτως πόσο ασήμαντα ή αδιάφορα μπορεί να φαίνονται.

Ως το σημείο εστίασης ενός μοναδικού ενδιαφέροντος το σπίτι μου απολαμβάνει ένα μοναδικό προνόμιο. Ακριβώς έξω από τη πόρτα μου, που ανοίγει σε μια έκταση με μορφή βεντάλιας, και μέσα σε ένα εμβαδό γης που έχει περίπου το μέγεθος ενός ημικυκλίου πενήντα μέτρων, έχουν εγκαταστήσει τουλάχιστον εννιά κάμερες κλειστού κυκλώματος. Τοποθετημένες σε μια σειρά διαφόρων γωνιών κοιτάνε από διαφορετικά ύψη και από προσεκτικά υπολογισμένες αποστάσεις. Δυο ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας κάμερες είναι εξοπλισμένες με τα δικά τους φώτα. Οποιοσδήποτε τολμά να με επισκεφτεί πρέπει να υπομείνει την εμμονική τους έρευνα. Και εξακολουθούν να φωτίζουν – τους τολμηρούς ελάχιστους που θα με επισκεφτούν, ή τους φίλους που έρχονται αναπάντεχα, είτε φέρνουν νέα αδικαιολόγητης ελπίδας ή εμφανίζονται με θλιβερές μαρτυρίες απελπισίας. Όποιος έρθει στο σπίτι μου πρέπει να το κάνει υπό το εκτυφλωτικό αγριοκοίταγμα αυτών των ανελέητων ματιών.

Τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης έχουν γίνει χαρακτηριστικό του εθνικού τοπίου της Κίνας τα τελευταία χρόνια. Τα μάτια είναι πάνω μας· οι κάμερες ασφαλείας στολίζουν τους αυτοκινητόδρομους και τους παράδρομους των πόλεων μας. Είναι τόσο πολυάριθμες όσο και οι μύγες που ήταν αναπόφευκτο χαρακτηριστικό των δημόσιων τουαλετών, και είναι τόσο αυθάδεις και ατρόμητες όσο οι «Κυρίες της Ντονγκουάν». Δεν χωρά αμφιβολία  πως οι κάμερες κλειστού κυκλώματος ξεπερνούν σε αριθμό εκείνο το στρατό των ζόμπι που, σε «πολιτικό οίστρο» κατά τους ανοιξιάτικους μήνες, συρρέουν κάθε χρόνο στο Μεγάλο Μέγαρο. Τα δυο όμως, σαν αγριάνθρωποι, πλάσματα με τα φωτεινά μάτια είναι καινούρια σε εμένα· είναι ένα είδος που δεν είχα συναντήσει παλιότερα. Παραμονεύουν περιμένοντάς για εμένα, και μόνο για εμένα.

Όταν οι εργάτες εγκαθιστούν τα μάτια που βλέπουν τα πάντα – σκάβοντας νωχελικά τρύπες για τους στύλους, απλώνοντας καλώδια και ρυθμίζοντας τα φώτα – τους κρυφακούω να αστειεύονται για τους δικούς μου κύκλωπες:

«Αυτά τα μπασταρδάκια είναι πραγματικά υψηλής τεχνολογίας: βλέπουν τι κάνει ο καθένας και μας μπορούν να ακούσουν επίσης· ηχογραφούν ακόμη και τι λέει ο καθένας. Καλύτερα να προσέχεις τι λες με τη γυναίκα σου στο κρεβάτι»

Πράγματι,

«πρέπει να κάνουν προσεκτικά βήματα, κρύβοντας τις αγκαλιές ανάμεσα στα άνθη. Ανταλλάσσοντας ψιθύρους μακριά από τα βλέμματα, οι εραστές μισούν ακόμη και το απρόσκλητο φως του φεγγαριού».

Τώρα, δεν υπάρχει διαφυγή από την ανίχνευση, ακόμη και στις φυλλωσιές· ο παραμικρός ήχος και σε έχουν. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από μια τέτοια αφοσιωμένη προσοχή. Παρόλα αυτά ωστόσο πάντα υπάρχουν εκείνοι που θα είναι απρόθυμοι να καταστείλουν τους εαυτούς τους ή να το σκάσουν. Τα ζευγάρια αυτά θα αγνοήσουν την προειδοποίηση και θα γευτούν από το σαρκικό δισκοπότηρο. Φωνές λάγνας έκστασης θα ηχήσουν καθώς οι εραστές τραντάζουν τα κρεβάτια.

Η μικρή μας αστική περιοχή βρίσκεται πέρα από τον Έκτο Οδικό Δακτύλιο του Πεκίνου. Καταλαμβάνει μια περιοχή σαν φύλλο σφενδάμου με χωράφια να βρίσκονται ακριβώς έξω το τείχος που την περιβάλλει. Ένας ξεκομμένος τόπος μακριά από οτιδήποτε. Είναι σπίτι για μερικές δεκάδες οικογένειες, σαράντα με πενήντα άνθρωποι όλοι κι όλοι. Το σπίτι μου είναι βαθιά μέσα στο συγκρότημα κοντά στην κορυφή του. Είναι λίγο καλύτερο από μια αγροτική κατοικία, περιορίζοντας όπως κάνει αυτό το φυλακισμένοι ζώο, ένα μέρος μόλις που είναι κατάλληλο για ανθρώπινη κατοικία.

Για να φτάσεις στο χαμόσπιτο μου από την κεντρική οδική αρτηρία μέσα στο συγκρότημα, πρώτα στρίβεις αριστερά πριν κάνεις μια δεξιά στροφή μετά από την οποία ακολουθείς ένα μονοπάτι για να φτάσεις στην ετοιμόρροπη πόρτα μου. Το μονοπάτι τελειώνει καμιά δεκαριά μέτρα μετά σε ένα αδιέξοδο, θυμίζοντας τον παλιό στίχο:

«Η ετοιμόρροπη μορφή ρίχνει μακριά σκιά πάνω στην Τσακισμένη Γέφυρα· Τα όνειρα σταματούν απότομα στο Μοναχικό Λόφο».

Για αυτό, βγαίνοντας από τη πόρτα μου, πρώτα πρέπει να στρίψω προς τα αριστερά, μετά από περίπου δέκα μέτρα, πάω δεξιά για ακόμη τριάντα πριν φτάσω στο κεντρικό δρόμο. Από εκεί μπορώ να δω τα χωράφια και την πόλη πιο μακριά. Το βλέμμα ακολουθεί τις σειρές των ιτιών που ορίζουν τα κανάλια που φτάνουν στα καλυμμένα με ομίχλη βουνά στο βάθος του ορίζοντα.

Ο κεντρικός δρόμος τα περικλείει όλα αυτά, σχηματίζοντας μια διασταύρωση σε σχήμα Τ. Πλέον για μένα το να αντιμετωπίσω την πρόσφατα συμπληρωμένη τοπογραφία απαιτεί κάτι παραπάνω από το καθημερινό κουράγιο, γιατί έχουν ξαναδημιουργήσει το τοπίο και το έχουν γεμίσει με κινδύνους: όλα αυτά τα πανοπτικά παρατηρητήρια. Όμως ακόμη είμαι αντάξιος της σύγκρουσης: μετά από αυτή την αριστερή στροφή από τη πόρτα μου, σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων, συναντώ το πρώτο φρουρό, το βλέμμα του χαμηλώνει σκάβοντας μέσα μου. Στη πραγματικότητα, υπάρχουν δυο κάμερες εκεί πάνω που είναι τοποθετημένες η μια πίσω από την άλλη, σαν τον Ιανό. Προσφέρουν στους κρυμμένους αφέντες τους μια ανεμπόδιστη θέα σε ανατολή και δύση. Δεν είναι στραμμένες στο μονοπάτι, ωστόσο οι κεφαλές τους είναι αρκετά γυρισμένες ώστε να πιάνουν τη πόρτα μου.

Έχοντας έτσι βγει έξω, αναγνωρίζω ξεκάθαρα τη σιωπηλή παρουσία τους με ένα χαιρετισμό κατάλληλο για την ώρα. Ίσως να προσθέσω και ένα «Γαμήσου!» για συμπλήρωμα, πριν στρίψω δεξιά. Τότε, κάπου τριάντα μέτρα μετά υπάρχει ακόμα ένα «σκοτεινό μονόγυαλο». Και αυτό είναι μια δικέφαλη ύδρα· αυτά τα σιαμαία αδέρφια έχουν την ευθύνη του απτικού άξονα από βορά προς νότο. Υπάρχουν οι άλλες που ανέφερα νωρίτερα που, στην εκτέλεση του αδιάκριτου έργου τους, έχουν τα μέσα να ρίξουν το δικό τους φως το υποκείμενο – εμένα – αξιοποιώντας τα τελευταία τεχνολογικά μπιχλιμπίδια για να το κάνουν. Η συμβολή των δρόμων είναι μεταφορικός κόμβος για τη κοινότητα και στα νοτιονατολικά, εκεί που το έδαφος υψώνεται λίγο, έχουν τοποθετήσει περισσότερα αδιάκριτα μάτια. Οι δυο κάμερες που είναι στερεωμένες εκεί, ξανά η μια πίσω από την άλλη, καλύπτουν το νοτιοανατολικό και βορειοανατολικό τομέα. Έτσι μέσα σε μια σχετικά μικρή ακτίνα έχουν τοποθετήσει τέσσερις κάμερες κλειστού κυκλώματος εξασφαλίζουν το πανοπτικό τους πεδίο.

Περπατώντας προς τα ανατολικά κατά το αριστερό σκέλος της συμβολής φτάνω στη καρδιά της κοινότητας. Στη διαδρομή, συ6ναντώ μια κάμερα κλειστού κυκλώματος κάθε είκοσι περίπου μέτρα. Αν, αντίθετα, αποφασίσω να πάω στα δεξιά, δηλαδή προς τη δύση, σύντομα θα φτάσω σε ένα διχαλωτό μονοπάτι όπου, ξανά, κάμερες είναι τοποθετημένες για να βλέπουν όποιον έρχεται από κάθε κατεύθυνση. Υπάρχει επίσης μια κάμερα που είναι σταθερή προς τα νοτιοανατολικά. Εδώ, για μια φορά, επέλεξαν να με αγνοήσουν, αλλά όπως είπα νωρίτερα, σημαίνει πως υπάρχουν εννιά ακόμη κάμερες που είναι αφιερωμένες στο να με παρακολουθούν.

Αντιμέτωπος όπως είμαι με όλα αυτά, επιτρέψτε μου να απαριθμήσω τα συναισθήματα μου, γιατί θα περιγράψουν πως είναι αυτό που αντιμετωπίζω

«μια ενέδρα απλωμένη σε όλες τις κατευθύνσεις,

Που απλώνεται εκατό φορές την αγκαλιά της φροντίδας, που και εκείνη

Χαρίζει μια πατερναλιστική ανησυχία που εκδηλώνεται με χίλιους μικρούς τρόπους,

Που αθροίζεται σε χιλιάδες φορές καταστροφικής απορρόφησης».

Ή για να το θέσω πιο απλά, οι αρχές με υποβάλλουν σε ανελέητη και ασφυκτική επίβλεψη.

«Τώρα, τα μονοπάτια είναι καθαρά, σιωπή βασιλεύει

Οι μέρες του ξέγνοιαστου χαδιού και της φιλίας έχουν περάσει,

Τώρα δεν είναι παρά απολαύσεις του χθες».

Ωστόσο, ακόμη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό· εν τέλει, σίγουρα αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κωμωδίας!

Στην αρχή δεν μπορούσα να αποφύγω να κοιτάξω ψηλά όποτε ξεκινούσα για μια πρωινή ή απογευματινή βόλτα. Φυσικά, με κοιτούν βουβά, με το προληπτικό τρόπο που είναι στη φύση της. Με το καιρό, ωστόσο, χάθηκε το ενδιαφέρον μου για αυτές και, μερικές φορές, μπορεί και αν τις ξεχάσω εντελώς αν δεν έχω βγει από το σπίτι για λίγες μέρες ή δυο βδομάδες. Τότε, όταν τις αντικρύζω να παραμονεύουν ψηλά από τα παρατηρητήρια τους, ακίνητες και βλοσυρές, ξαφνιάζομαι. Μετά θυμάμαι – ναι σωστά, είναι όλα μέρος του «Σχέδιο Ειρήνευσης». Μην εκπλήσσεσαι! Μη τρομάζεις – ή τουλάχιστον προσπαθώ έτσι να καθησυχάσω τον εαυτό μου.

Το Σχέδιο Ειρήνευσης είναι κάπως έτσι: το κράτος χρηματοδοτεί την εγκατάσταση ενός συστήματος επιτήρησης, συντονίζει την τοποθέτηση και πληρώνει για όλα χρησιμοποιώντας τους φόρους των πολιτών. Οι κερδοσκόποι που αναλαμβάνουν από το σημείο αυτό είναι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που σχεδιάζουν τις κάμερες κατασκόπευσης. Επιπλέον σε αυτό είναι ένα σμήνος από κατασκευαστές που εμπλέκονται σε κάθε στάδιο της παραγωγής – αυτό δεν περιλαμβάνει όλους τους μάνατζερ  που είναι υπεύθυνοι για τις ομάδες εργατών που κάνουν όλη τη δουλειά στη πράξη. Μέσω αυτής της αδιάκοπης συγκέντρωσης λείας όλοι ικανοποιούν την όρεξη τους. Ο κόσμος λέει πως μια τυπική διαδικασία προμήθειας σαν και αυτή σημαίνει πως κάθε επιτελείο εμπορικών επιχειρήσεων και κομματικοί κρατικοί γραφειοκράτες που εμπλέκονται ξέρουν ακριβώς πως να χωρίσουν τα έργα ώστε να είναι βέβαιοι πως θα πάρουν το μερίδιο από τη λεία. Εν τέλει, εκατοντάδες εκατομμύρια κάμερες έχουν εγκατασταθεί σε όλη τη χώρα, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στη πόλη. Όλοι όσοι έχουν συμμετοχή στη διαδικασία παίρνουν το μερίδιο τους, δημόσιες και ιδιωτικές οντότητες τρέφουν η μια την άλλη, κορυφή και βάση σε συνέργεια, με κάθε επίπεδο να συσσωρεύει, καταλήγοντας στη σημερινή κατάσταση. Τι τύχη!

Αυτό όμως είναι ότι άκουσα. Το αποτέλεσμα στη πραγματική ζωή αυτού του είδους των σχεδίων είναι πως συχνά συναντάς δεκάδες κάμερες να κουρνιάζουν στον ίδιο στύλο, να φωλιάζουν σαν ένα σμήνος από κουρασμένα αρπακτικά. Τώρα, όλοι, παντού ζουν κάθε χρόνο που περνά «υπό ξένα βλέμματα».

Και κάπως έτσι έγινε που τώρα υπάρχουν όλα αυτά τα αδιάκριτα μάτια στραμμένα, σαν κύκλωπες, προς το κατώφλι μου. Ωστόσο όσο παράξενο και αν ακούγεται, θα έλεγα πως αισθάνομαι μια κάποια ανακούφιση όταν συλλογίζομαι τα απαίσια ζευγάρια μάτια πίσω από τους φακούς των καμερών – αυτά που κοιτάζουν προσηλωμένα πάνω μου. Μερικές φορές φαντάζομαι πως είναι ανήσυχα θολά μάτια φορτωμένα με κούραση· ή κοκκινισμένα μάτια εξαντλημένα από το να κοιτάνε σε μια οθόνη όλη μέρα. Και μετά υπάρχουν τα μάτια που ξεχειλίζουν από αγανάκτηση και περιφρόνηση. Και μετά, μπορεί να υπάρχουν διάφανες ματιές, τόσο νέες και σε εγρήγορση όσο ο νεαρός άνδρας ή γυναίκα στους οποίους ανήκουν. Μπορεί να σκέφτονται ακόμη ακριβώς τι περιλαμβάνει η δουλειά τους, ή είναι περήφανοι πως το συγκεκριμένο τους γρανάζι βρήκε τη σωστή θέση του στον αχανή μηχανισμό του κράτους. Αν και είναι αρκετά πιθανό πως το δικό τους είναι ένα τρεμάμενο βλέμμα πίσω από το οποίο κρύβεται ένα πνεύμα που είναι αμήχανο με τον εαυτό του. Και μετά υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι: τα μάτια ανήκουν σε ένα ασήμαντο και μουδιασμένο παρατηρητή, ή είναι σκοτεινά παράθυρα σε μια μουχλιασμένη, ανόητη ψυχή.

Ανεξάρτητα από το είδος του προσώπου που με παρατηρεί μέσα από αυτές τις κάμερες που έχουν μέγεθος όσο ένα χέρι, είναι κομμάτι ενός μηχανισμού που γυρίζει ακούραστα και πίσω από αυτό παραμονεύει το κατσούφιασμα της αναπόσπαστης προσοχής. Για αυτό είμαι σίγουρος.

Υπάρχει μια ιδιαίτερα ποιητική και ουσιαστική φράση στη Φωτεινή Πολιτεία, του μυθιστορήματος του Andrés Barba:

«Έχοντας βαρεθεί το ίδιο τοπίο, η απέραντη γη άρχισε να κινείται και έτσι γεννήθηκαν τα ποτάμια για να ρέουν»

Κάποια μέρα και οι μυριάδες κάμερες της Κίνας είναι σίγουρο πως θα βαρεθούν το τοπίο που παρακολουθούν. Ή αντίθετα, εκείνοι που παρακολουθούν οι κάμερες του κλειστού κυκλώματος ίσως τελικά να τις βαρεθούν και να ξεσπάσουν σε επανάσταση. Έτσι αυτό που θα μας περιμένει μπροστά θα είναι το φουσκωμένο ποτάμι και ένα ασταμάτητο κύμα.

Η Εποχή του Μεγάλου Κρύου

Εικοστή Τρίτη Μέρα του

Δέκατου Μήνα του Έτους Γκενζί

7 Δεκεμβρίου 2020 του Γρηγοριανού Ημερολογίου

Γραμμένο βιαστικά στο σπίτι μου στην όχθη του Παλιού Ποταμού

Έχοντας μόλις επιστρέψει μετά από μια μεγάλη αναμονή

Έξω από την Πέτρινη Περίφραξη


πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com