Οι αναποφάσιστοι είναι κατά βάση μια δημοσκοπική κατηγορία. Οι πολίτες που απαντούν «δεν έχω αποφασίσει» στο τηλέφωνο έχουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις. Η απάντησή τους δεν δηλώνει λοιπόν έλλειψη πολιτικής προτίμησης, αλλά έναν προβληματισμό σε ό,τι αφορά την τακτική που σκέφτονται να ακολουθήσουν μπροστά στις κάλπες. Προφανώς, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι για να επιδιώξουν αυτό που πραγματικά θέλουν, και το γνωρίζουν καλά.

Ένα ποσοστό «αναποφάσιστων» θέλει ουσιαστικά να τιμωρήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη για λόγους που όλοι μας καταλαβαίνουμε. Η πιο ορθολογική επιλογή για όλους αυτούς είναι βέβαια να ψηφίσουν το αντίπαλο δέος της ΝΔ, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως και άλλη επιλογή.

 

Με ένα πιο περίπλοκο σκεπτικό, ορισμένοι απ’ αυτούς καταλήγουν στα λεγόμενα μικρά κόμματα, αφού η είσοδος τους στη Βουλή αντικειμενικά θα δυσκολέψει τη ΝΔ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το γεγονός ότι θα υπάρξουν και δεύτερες -ή και τρίτες- εκλογές αφήνει περιθώρια για αλλαγή στάσης, αν οι συνθήκες το επιβάλουν. 

Ένα άλλο ποσοστό «αναποφάσιστων» είναι οι πολίτες που συστηματικά ψήφιζαν μέχρι τώρα ένα συγκεκριμένο κόμμα, αλλά κάτι τους φταίει αυτή τη φορά και σκέφτονται να επιλέξουν άλλο. Η ψήφος τους δεν θα είναι όμως αρνητική· θα είναι υπερ-επιλεκτική. Για αυτό και δεν αναζητούν κόμματα εκτός των ιδεολογικοπολιτικών τους πλαισίων, αλλά κόμματα που εκφράζουν ακόμα πιο πιστά τις πάγιες πεποιθήσεις τους.

Όλα αυτά είναι βέβαια ρευστά και αμφίδρομα. Για να κάνουν λοιπόν τη δουλειά τους οι δημοσκοπικές εταιρείες ποντάρουν στο στοιχείο που λογικά έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα σε ό,τι αφορά την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων: το (πολιτικό) παρελθόν τους. Όσοι ψηφίσουν αυτή τη φορά ΝΔ είναι πιθανό(τερο) να την έχουν ξαναψηφίσει στο παρελθόν -κι όσοι ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο. Με αυτή τη λογική, το 10-15% των «αναποφάσιστων» ανακατανέμεται περίπου αναλογικά με τα ποσοστά των κομμάτων, όπως αυτά προκύπτουν από τις απαντήσεις των «αποφασισμένων». Διορθώσεις γίνονται, αλλά είναι κατά κανόνα μικρής έκτασης -εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.

Λόγω της εγγενούς αβεβαιότητας που υπεισέρχεται στις μετρήσεις και στις αναγωγές, οι δημοσκοπήσεις δεν μας φωτίζουν ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους «αναποφάσιστους». Εκείνο όμως που είναι ακόμη πιο δύσκολο να εκτιμηθεί με προβλεπτικό τρόπο είναι η συμπεριφορά δύο άλλων ομάδων ψηφοφόρων: η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς που δεν έχουν ξαναψηφίσει· η δεύτερη εκείνους που σήμερα δηλώνουν μία σαφή προτίμηση, αλλά πριν τις εκλογές θα αλλάξουν σίγουρα γνώμη.

Η. αλλαγή προτίμησης την τελευταία στιγμή μπορεί να συμβεί είτε στην περίπτωση που ένα έκτακτο περιστατικό απαξιώσει το κόμμα που μέχρι τώρα προτιμούσαν οι ψηφοφόροι, είτε στην περίπτωση που ένα ζήτημα βασικής σημασίας για τη ζωή τους αναδειχθεί με θεαματικό τρόπο στην ατζέντα ενός άλλου κόμματος. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται περί αρνητικής ψήφου, και στη δεύτερη περί θετικής.

Μέχρι εκεί με τις υποθέσεις. Αυτή τη στιγμή, οι στοιχηματικές εταιρείες δίνουν στη ΝΔ ένα προβάδισμα της τάξεως του 3,75%, μια διαφορά που είναι αρκετά μικρότερη από ό,τι προβλέπουν οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η διαφορά αυτή είναι δυνάμει αναστρέψιμη, εάν η ΝΔ χάσει περίπου τόσο και ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράξει το μεγαλύτερο μέρος του.

Πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό δεν είναι καθόλου σαφές. Εάν σκεφτούμε ότι τόσο περίπου έχασε η ΝΔ μετά το δυστύχημα των Τεμπών, για να γίνει μια τέτοια ανατροπή θα πρέπει να συμβεί αυτή τη φορά κάτι ακόμα πιο δραματικό, γεγονός που όλοι μας απευχόμαστε.

Απομένει λοιπόν το σενάριο της «καθαρής νίκης» του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η μαζική εισροή νέων, θετικών ψήφων. Με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, τέτοιες (επιπλέον) ψήφοι μπορεί να υπάρξουν αξιοποιώντας τις δεξαμενές των νέων ψηφοφόρων και εκείνων που παραδοσιακά ψηφίζουν άλλα κόμματα και ενδεχομένως θα αλλάξουν γνώμη στον μήνα που μεσολαβεί πριν τις εκλογές.

Στον προεκλογικό αγώνα, όλα τα κόμματα είναι υποχρεωμένα από τη μία πλευρά να υιοθετούν έναν καταγγελτικό λόγο (για να εισπράξουν αρνητικές ψήφους) και από την άλλη να διατυπώνουν έναν προγραμματικό, παραγωγικό λόγο (για να εισπράξουν θετικές ψήφους). Παρ’ όλες τις διακυμάνσεις και τις αβεβαιότητες, ποια στάση εξυπηρετεί στη δεδομένη συγκυρία τον ΣΥΡΙΖΑ και ποια τη ΝΔ είναι περισσότερο από σαφές.

*Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι καθηγητής Βιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

πηγη: https://tvxs.gr