Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 04 Δεκ 2022
«Σημαντικό είναι το ερώτημα, όχι η απάντηση»
Κλίκ για μεγέθυνση













ΦΩΤ.: ΝΟΡΑ ΡΑΛΛΗ




 04.12.2022, 16:46
 
 
Ο Γιάννος Περλέγκας φέρει μέσα του πολλά στοιχεία που πραγματεύεται ο Καμπανέλλης στη «Στέλλα» του: τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το αίσθημα της ήττας της Αριστεράς.

Η πρώτη εκδοχή της παράστασης, λόγω πανδημίας, δεν συνάντησε ποτέ ζωντανά το κοινό. Παρουσιάστηκε το 2020 από το Εθνικό Θέατρο διαδικτυακά και για μία μόνο φορά. Πλέον, ως συμπαραγωγή Εθνικού και Θεάτρου Τέχνης και με μικρές αλλαγές στη διανομή, η «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου, πάντα σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα.

Τον συναντήσαμε ένα πρωινό κοντά στα μέρη του, στην πλ. Βικτωρίας. Η παράσταση είχε προηγηθεί και εκεί είδαμε πως πράγματι, αυτό που ήθελε ο ίδιος, να μην «υποχρεωθεί στα ρεαλιστικά και ηθογραφικά στοιχεία του έργου», το έχει καταφέρει.

Νεότεροι ηθοποιοί παίζουν ρόλους μεγαλύτερης ηλικίας, μα αυτό δεν «ενοχλεί» καθόλου, εξαιτίας της σκηνοθεσίας και του ταλέντου τους. Αλλά και η ίδια η παράσταση δεν είναι μια θεατρική μεταφορά της αγαπημένης ταινίας «Στέλλα» του Κακογιάννη, αλλά κάτι ίσως πιο κοντά σε αυτό που εν τέλει ήθελε και ο ίδιος ο Καμπανέλλης (δίχως αυτό να μειώνει την αξία της ταινίας φυσικά).

Ωστόσο είδαμε ένα «άλλο» έργο, όχι ως προς την πλοκή αλλά ως προς το πού δινόταν η έμφαση: στην εποχή (1954), στους χαρακτήρες. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γιάννος Περλέγκας δεν είναι απλώς ένας βραβευμένος ηθοποιός, σκηνοθέτης κ.λπ. Γιος του αείμνηστου ηθοποιού Τίμου Περλέγκα και της επίσης ηθοποιού (και όχι μόνο) Αριστούλας Ελληνούδη, φέρει μέσα του πολλά (αν όχι όλα) τα στοιχεία που πραγματεύεται ο Καμπανέλλης στη «Στέλλα» του: τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το αίσθημα της ήττας της Αριστεράς.

Εμείς είδαμε μια πολιτική και προσωπική παράσταση (κι ας μη φαίνεται κατευθείαν ως τέτοια). Το ίδιο ήταν και η συζήτησή μας: πολιτική και προσωπική. Αρα δύσκολη. Και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε για τα όσα είπε ίσως και για πρώτη φορά...

Ποια «Στέλλα» είδαμε;

Το έργο γράφηκε το 1954. Ηταν ν’ ανέβει στο θέατρο «Κοτοπούλη» με το ίδιο καστ της ταινίας του Κακογιάννη. Τελικά, προχώρησε πιο γρήγορα η ταινία. Ο Καμπανέλλης αργότερα ξαναδούλεψε το σενάριο, καθώς ήθελε να δίνεται σημασία όχι μόνο στη σχέση της Στέλλας και του Μίλτου, αλλά στην ίδια την εποχή. Ζήτησα τα χειρόγραφά του από την κόρη του, θέλοντας να μπω στο εργαστήρι του μυαλού του.

Και είδα πως όλοι οι χαρακτήρες ήταν αναπτυγμένοι εξίσου, η εποχή ήταν ακόμα πιο έντονα αποτυπωμένη και ήταν πια ένα δράμα που ξέφευγε από την ερωτική τραγωδία, βασισμένο πάνω στα ερείπια του Εμφυλίου. Ηταν σαν να διαβάζω την «Αυλή των θαυμάτων» πριν τη γράψει!

● Ακούμε τη Στέλλα να μιλάει («δηλαδή, όποιος θέλει την ελευθερία του εαυτού του είναι υπόκοσμος;», «θέλουν να με επιδιορθώσουν» κ.ά.) και αναπόφευκτα τείνουμε να ταυτίσουμε την ηρωίδα όχι μόνο με την ιστορία της Αριστεράς, αλλά της Ελλάδας: που όλο ψάχνει κάποιον σωτήρα, αλλά είναι και ελεύθερο πνεύμα, αντιδραστικό.

Μ’ αρέσει να σκέφτομαι πως καθώς το έργο γράφτηκε το 1954 και εκτυλίσσεται το καλοκαίρι, ο φόνος της Στέλλας γίνεται την ίδια μέρα με την εκτέλεση του Πλουμπίδη. Το σίγουρο είναι πως το έργο περιγράφει μια Ελλάδα η οποία ηττάται: τότε πίστευαν πως μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, θα επέστρεφαν σε κάποια «κανονικότητα».

Πίστευαν πως θα ανακάμψουν, κάτι θα καταφέρουν, ότι θα σταματήσει ο κατατρεγμός, ότι θα μπορούν ν’ ανοίξουν ένα μαγαζί, θα μπορέσουν να σταθούν, να γίνουν κάποιοι κοινωνικά. Ολο αυτό ήταν μια πλάνη, καθώς ξεκίνησαν τα ξερονήσια το ‘55. Οπότε, υπό αυτή την έννοια, ναι, η Στέλλα μπορεί να «μεταφέρει» όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Επίσης ο Μίλτος ήταν ένα παιδί, με πατέρα που γύρισε από το Αλβανικό Μέτωπο και του έδωσαν ένα περίπτερο και μαράζωσε εκεί μέσα, αλλά και ο ίδιος βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτά τα διηγείται η μάνα του στη Στέλλα.

Κράτησα τη σκηνή που της λέει πως «ο άνδρας που θα πάρεις είναι εξοικειωμένος με τον θάνατο. Μπορεί να σκοτώσει και να σκοτωθεί για να πάρει αυτό που θέλει». Με τους σημερινούς όρους βέβαια, ο Μίλτος είναι απλώς ένα γυναικοκτόνος. Ωστόσο αν το δούμε από το πλαίσιο του Καμπανέλλη, είναι κάτι άλλο. Οπως και η Στέλλα. Και οι δύο (βασικά όλοι οι χαρακτήρες) είναι άνθρωποι τραγικοί και ηττημένοι. Δεν θέλω να υποβιβάσω την πράξη του Μίλτου, αλλά δεν είναι ένας αμιγώς φονιάς.

Οπως όλοι οι χαρακτήρες, μέσα από τις προσωπικές τους τραγικές ιστορίες, γυρεύουν μια αποκατάσταση (ο ένας να παντρευτεί, η άλλη να νοικοκυρευτεί, ο πιανίστας να φανεί ως μεγάλος μουσικός κ.λπ.). Ταυτόχρονα βλέπεις πόσο δύσκολο είναι ν’ αποφύγεις τα όσα διεστραμμένα απάνθρωπα έχεις ζήσει. Και η ήττα, μετά τη νίκη της Ελλάδας στον Β’ Π.Π. και τα όσα ακολούθησαν, το τραύμα που έφεραν (και φέρουν ακόμα) αυτοί οι άνθρωποι ίσως να μην τους επέτρεψαν να γίνουν αυτό που ήθελαν.

● Γι’ αυτό έβαλες και κομμάτια από τη Μαργκερίτ Ντιράς και τον Μάριο Χάκκα στο έργο;

Την Ντιράς την έβαλα καθώς σκέφτηκα το καταπληκτικό της κείμενο «Η αρρώστια του θανάτου» όπου μια γυναίκα συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει την ψυχολογία ενός άνδρα, που ενώ την έχει ερωτευτεί τρελά, θέλει να της κάνει κακό. Αυτό με βοήθησε να έρθω πιο κοντά στους ήρωες του έργου και να καταλάβω περισσότερο την ανάγνωση του Καμπανέλλη πάνω στους άντρες.

Επίσης, η Ντιράς είχε ζήσει την ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, καθώς ο άντρας της, Αντέλμ Ρομπέρ, ήταν σε ένα τέτοιο στρατόπεδο: πήγε με το που παντρεύτηκαν. Ταυτόχρονα να πούμε πως το λογοτεχνικό πρότυπο της «Στέλλας» ήταν η Κάρμεν, η πρώτη πρωταγωνίστρια έργου που δεν ήταν ούτε διανοούμενη ούτε αστή ούτε προλετάρια.

Ηταν μια γυναίκα τρίτης κατηγορίας, απόβλητη, σχεδόν πόρνη! Γι’ αυτό και είχε γίνει τόσο σκάνδαλο όταν ανέβηκε πρώτη φορά η «Κάρμεν». Στο θεατρικό του Καμπανέλλη (όχι στην ταινία, που κάπως εξιδανικεύτηκε η κατάσταση), στο μαγαζί όπου δουλεύει η Στέλλα πάνε μόνο άνδρες και πληρώνουν για να πάνε γυναίκες στο τραπέζι τους. Είναι ένα σχεδόν πορνείο.

Ολο αυτό είναι περίεργο: γιατί εμείς έχουμε ταυτίσει τη Στέλλα ως μια δυναμική, επαναστάτρια και χειραφετημένη Μελίνα, ενώ κατ’ εμέ έχει η ίδια κάνει μια τραγική παραδοχή: πως είναι ελεύθερη και ανεξάρτητη, αλλά μόνο στο πλαίσιο που επιβεβαιώνεται από τους άνδρες ως ποθητή... Αυτό δεν είναι απελπιστικό για μια γυναίκα; Μιλάμε για ηττημένους και κατεστραμμένους ανθρώπους. Και αυτό ήταν η Ελλάδα σε μεγάλο ποσοστό τότε.

● Αρα και ο θάνατος της Στέλλας είναι κάτι άλλο...

Ακριβώς. Εχουμε μια γυναίκα που ξέρει ότι θα φυλακιστεί μέσα σ’ έναν γάμο αλλά και που αυτό που φαντάζεται ως ελευθερία είναι το να την κατακτούν όλο και περισσότεροι, πελάτες άνδρες. Οπότε το φονικό χρωματίζεται από ένα νέο βλέμμα: ο θάνατός της έχει έναν μεγάλο βαθμό αυτοτιμωρίας...

● Τώρα, να μην ξαναπώ πως στα μάτια μου η Στέλλα ταυτίζεται με τη σύγχρονη Ελλάδα;

Μα γι’ αυτό μπήκαν και στοιχεία από το έργο του Χάκκα στην παράσταση. Ο Χάκκας στον «Μπιντέ» στην ουσία κλαίει την Καισαριανή και της λέει (αυτό έβαλα και στο έργο): Τι έγινες; Πού είναι η λεβεντιά και η λευτεριά σου; Και κάθεσαι τώρα σαν γριά τσατσά και περιμένεις τα λεφτά της μεσιτείας από τα κορίτσια σου;... Ε, αυτό έγινε η Ελλάδα με έναν τρόπο.

● Η αλήθεια είναι πως είμαστε ένας λαός που του έκλεψαν τη νίκη. Και το έζησες κι εσύ αυτό το τραύμα, μέσα από την ιστορία των γονιών σου...

Η αλήθεια είναι πως προσωπικά βίωσα μια ιστορία που δεν έζησα - αυτήν των γονιών μου. Οπως και η μητέρα μου βίωσε μια ζωή, σαν ν’ ανήκε στην προηγούμενη από την ίδια γενιά. Η ίδια γεννήθηκε στο μοναδικό, παράνομο τυπογραφείο του ΕΑΜ μέσα στην Κατοχή, τον χειμώνα του ‘44, ένα υπόγειο (υπάρχει ακόμα, δίχως να έχει αξιοποιηθεί παρά τις προσπάθειές της) από το οποίο δεν έβγαινε παρά μόνο ο πατέρας της, Γιώργης Ελληνούδης, που ήταν υπεύθυνος του τυπογραφείου και ο μόνος που ήξερε μέχρι και τη Μεταπολίτευση πού ήταν αυτό το τυπογραφείο.

Ούτε το ΚΚΕ ήξερε γιατί ήταν παράνομο τυπογραφείο. Είναι στην οδό Σκρα στην Καλλιθέα. Η ίδια δηλαδή είδε φως ως βρέφος, ύστερα από μήνες - ήταν και ο Δημήτρης Χατζής μαζί τους. Η ιστορία των γονιών της ήταν πολύ βαριά: ο πατέρας της ήταν ο πιο στενός συνεργάτης του Πλουμπίδη, έφυγε στον Εμφύλιο πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία, ήταν ακραία καταζητούμενος και έμεινε εκεί 40 χρόνια. Η μητέρα μου έμεινε με τη γιαγιά μου στην Καισαριανή και έπρεπε να δίνει το «παρών» στην Ασφάλεια μέχρι και τη δεκαετία του ‘60, δηλαδή επί είκοσι χρόνια περίπου.

Αναγκάστηκε να δουλεύει από 12 χρονώ και μη σου λέω... μια βαριά ιστορία, που ξεκινάει από τους προ-παππούδες μου ακόμα, καθώς ήταν όλοι στην Αριστερά. Από αυτή την ιστορία δεν απαλλάχθηκε ποτέ. Το ίδιο συνέβη και σε μένα. Κάτι αντίστοιχο έγινε και από τη μεριά του πατέρα μου, ο οποίος «έφυγε» όπως «έφυγε» γιατί δεν ήθελε να πεθάνει μπροστά μου... Δύσκολη συζήτηση πιάσαμε...

● Δεν είναι εύκολα όλα αυτά. Το θέμα είναι ότι ακόμη και η δική μας γενιά τα φέρει μέσα της, αλλά οι νεότερες γενιές ελάχιστα ξέρουν. Πώς και δεν σε θυμώνουν όλα αυτά; Να ακούμε τον πρωθυπουργό να λέει πως δεν έχει κανένα λόγο ο σημερινός 17χρονος να ασχοληθεί με τη δολοφονία Λαμπράκη...

Είπε κάτι τέτοιο; Το είπε;... Το θέμα είναι πως και οι 40χρονοι ίσως δεν ξέρουν όλα όσα συζητάμε. Από την άλλη, υπάρχει και η ψυχολογία της ήττας, που φαίνεται και στο έργο. Με αυτή την ψυχολογία αναμετρήθηκε η Αριστερά πάρα πολύ και για πάρα πολύ. Και παραχωρήθηκε με έναν τρόπο αυτό το συναίσθημα και στις νεότερες γενιές. Αυτό το λέω και με αφορμή τη μητέρα μου...

Ισως βέβαια, κάπου ήταν και μοιραίο να γίνει αυτό. Αλλά τι θα πει «μοιραίο»; Βέβαια, η Αριστερά δεν σταμάτησε ν’ αγωνίζεται παρ’ όλα αυτά, ωστόσο... τι να σου πω. Δεν ξέρω ούτε πώς μπορώ μέσα στο τότε ούτε μέσα στο τώρα. Είναι σαν να έχω ζήσει την ιστορία της μητέρας μου και αυτή έζησε (χωρίς να έχει ζήσει) την ιστορία των γονιών της. Κάποιοι κατάφεραν και μεταβόλισαν αυτή την ιστορία. Κάποιοι ίσως και να το παραμεταβόλισαν...

● Εσύ πώς θα μιλήσεις γι’ αυτά στο παιδί σου, που είναι 10 χρόνων;

Σίγουρα θα του μιλήσω. Θα μάθει την Ιστορία. Αλλά χωρίς να του μεταφέρω αυτό το «βάρος».

Είναι τελικά τόσο κακό αυτό το βάρος;

Οχι, κακό δεν είναι. Αλλά πρέπει ν’ αποφύγουμε να μεταδώσουμε έναν θυμό, που μπορεί να μην ξέρει ο άλλος τι να τον κάνει. Το θέμα δεν είναι να μείνουμε στον θυμό. Ούτε στην ήττα. Ας βάλουμε το ερώτημα της ύπαρξης μπροστά, όπως έχει πει και ο Καρούζος. Αν βάλεις το ερώτημα της ύπαρξης μπροστά, υπάρχει ένα θετικό πρόσημο. Δεν λέω καθόλου να ξεχάσουμε. Λέω να προχωρήσουμε, με όλα αυτά που φέρουμε μέσα μας. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω.

Ειδικά στους ζοφερούς καιρούς, με τα κλειδωμένα γάλατα και τις σπασμένες πόρτες ξημερώματα, που ζούμε. Μα δεν γίνεται να ζούμε μόνο για την επιβίωση! Αυτό σε περιχαρακώνει στο να κοιτάς μόνο την προσωπική σου περίπτωση. Αν το δούμε ως συλλογικό όμως, ως κοινή μοίρα, τότε αλλάζει η οπτική πάνω στα πράγματα. Η συλλογικότητα αλλάζει την οπτική. Το θέμα είναι σε ποιο ερώτημα απαντάς: Είμαι μόνος μου και επιβιώνω ή έχω το βλέμμα μου και προς τους άλλους; Προσώρας, το θέμα δεν είναι η απάντηση, αλλά ποιο ερώτημα επιλέγεις.


📌 H Στέλλα με τα κόκκινα γάντια

Κάθε Τετ., Κυρ. στις 19.00, Πέμ. 21.00, Παρ., Σάββ. στις 20.30. Στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου (Πλάκα). Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Κατερίνα Λυπηρίδου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Γιάννος Περλέγκας, Εύη Σαουλίδου, Θοδωρής Σκυφτούλης, Μιχάλης Τιτόπουλος.
Μουσικός επί σκηνής: Στράτος Γκρίντζαλης.
Σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Γιάννος Περλέγκας. Εως 22/1/2023.
Προπώληση: www.viva.gr

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου