Ο Σιδηρόπουλος δεν ήταν απλά ένας ροκ καλλιτέχνης, που πέθανε από ναρκωτικά, όπως πολλοί θα πουν. Συμμέτοχος στη δημιουργία πολιτικών και μουσικών ρευμάτων από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τις ημέρες μας και μιλώντας με την σκληρή γλώσσα της πραγματικότητας είναι η απόδειξη πως οι «πρίγκιπες» δεν πεθαίνουν. Μαζί με τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Γιώργο Ρωμανό, έβαλαν ξανά τα τραγούδια με ελληνικό στίχο στο προσκήνιο και τα συνέδεσαν ο καθένας με τη δική τους ιδεολογία.

 

«Ήταν ένας άνθρωπος που έχει τη δική του προσφορά στο ελληνικό ροκ, όπως κι ο συνοδοιπόρος του ο Δημήτρης Πουλικάκος. Ωστόσο, τα στοιχεία που κάνουν κάποιον καλλιτέχνη διαχρονικό, δεν εξαρτώνται από τον ίδιο, ειδικά όταν αυτός έχει φύγει από τη ζωή, ή από τους νεότερους που θα τον ψάξουν. Νομίζω ότι έχει να κάνει με τα μέσα και τι αυτά προβάλλουν - ειδικά η τηλεόραση καλώς ή κακώς να διαμορφώνει κοινή γνώμη. Όταν λοιπόν η τηλεόραση προβάλλει άλλα πράγματα δεν ξέρω τι θέση μπορεί να έχει ο Σιδηρόπουλος. Δεν έχει να κάνει δηλαδή μόνο με τον καλλιτέχνη και το ίδιο το έργο του. Ένα παιδί 18 χρονών σήμερα μπορεί να μην γνωρίζει ποιος είναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος, όπως μάλλον δεν θα γνωρίζει και τους Χατζιδάκι - Θεοδωράκη. Αν όχι τους ίδιους, τουλάχιστον το έργο τους. Εκτός, βέβαια, από κάποια παιδιά που θα είναι πιο «ψαγμένα» και ίσως λίγο πιο πολιτικοποιημένα, έχοντας ακόμη σαν κύριο ερέθισμα τους τη δισκοθήκη των γονιών τους ή των παππούδων τους. Θυμάμαι τη δεκαετία του ‘90 που πήγαινα στο λύκειο και πάνω στις σχολικές σάκες γράφαμε στίχους του Σιδηρόπουλου και αποφθέγματα του Τζιμ Μόρισον. Εφηβική αφέλεια, ok, πες το κι έτσι. Τριάντα χρόνια έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα και είναι πολύ λογικό. Το rock' n' roll σήμερα θεωρείται εν πολλοίς παλαιομοδίτικο και δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατόν ένας καλλιτέχνης του λεγόμενου κλασικού ροκ να περάσει στις επόμενες γενιές», αναφέρει μιλώντας στο tvxs.gr o κινηματογραφιστής-δημοσιογράφος, Αντώνης Μποσκοΐτης.

Τα πρώτα χρόνια και η πορεία

Γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της ποιήτριας Έλλης Αλεξίου. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να ακούει κυρίως ροκ εντ ρολ και σπούδασε στο μαθηματικό της Θεσσαλονίκης. «Στην Θεσσαλονίκη άρχισε τις πρώτες του μουσικές αναζητήσεις μαζί με τον Παντελή Δεληγιαννίδη. Κι εκεί φτιάχνεται το πρώτο φολκ ντουέτο “Δάμων και Φιντίας”, που άφησε ελάχιστα τραγούδια πέραν της εμφάνισης στο θρυλικό LP “Ζωντανοί στο Κύτταρο”. Πρόκειται κυρίως για μπαλάντες ακουστικές, ένα μείγμα ντυλανικών επιρροών και του χίπικου κλίματος της εποχής. Αυτά όλα όταν ο Σιδηρόπουλος ήταν 23 χρονών», μας λέει ο Αντώνης Μποσκοΐτης, που μεταξύ άλλων έχει ασχοληθεί και με το site του εκλιπόντος ρόκερ, κατά ανάθεση της αδερφής του, Μελίνας.

 

Το 1972 οι Σιδηρόπουλος - Δεληγιαννίδης ενώθηκαν με τον Τσιλογιάννη και τον Ντάλα από τα «Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν ένας δίσκος που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε το γνωστό τραγούδι «Ο Ντάμης ο ληστής», το οποίο, εξαιτίας του φόβου της λογοκρισίας, μετονομάστηκε σε «Ο Ντάμης ο Σκληρός». «Την δεκαετία του ‘70 συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ηχογράφησε με τη φωνή του τραγούδια του, αλλά νομίζω ότι δεν τον εξέφραζε όλο αυτό το κλίμα, το έντονα πολιτικοποιημένο της μεταπολίτευσης. Αυτό δηλαδή μαρτυρούσαν τα ημερολόγια και οι σημειώσεις του, που φυλάει μέχρι σήμερα η αδερφή του και είχα την τύχη να τα δω κι εγώ. Ούτε του Θεοδωράκη ο «μεγαλοϊδεατισμός» τον εξέφραζε, τον οποίο είχε κατακεραυνώσει άλλωστε στο ''Zorba the Freak'', μα ούτε καν το αστικό τραγούδι του Χατζιδάκι. Το ‘78 κυκλοφορεί με τη Σπυριδούλα, τους αδερφούς Σπυρόπουλους και τα άλλα παιδιά, έναν από τους πιο επιτυχημένους  δίσκους της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον “Φλου”. Ο Σιδηρόπουλος είναι ένας από τους λίγους της γενιάς του που ξεκίνησε με αυτό το προαναφερθέν χίπικο κλίμα των αρχών του ‘70 και πέρασε απόλυτα μέσα από το λεγόμενο new wave κύμα των αρχών του ‘80, βασικά με τα άλμπουμ που έκανε με τους “Απροσάρμοστους”», προσθέτει, «χωρίς ποτέ βέβαια να γύρισε την πλάτη στα αγαπημένα του ηλεκτρικά blues».

 

Όπως αναφέρει μάλιστα, «μία από τις σημαντικές του στιγμές είναι το ‘79 στην θρυλική συναυλία που έστησε ο Πουλικάκος, το «Crazy Love στου Ζωγράφου», που έγινε και διπλό βινύλιο και εκεί ο Σιδηρόπουλος τραγουδάει μπλουζ. Τα μπλουζ που λάτρευαν τόσο ο Σιδηρόπουλος και ο Πουλικάκος, όσο και όλοι αυτοί οι γαλουχημένοι της πρώτης γενιάς του ελληνικού ροκ».

Τα ναρκωτικά

Η αναφορά των ναρκωτικών είναι έκδηλη στα τραγούδια του, από το «voodoo child» στην «Ηρωίνη» και από την «Ύστατη στιγμή» στην «Ώρα του stuff».

«Ο Σιδηρόπουλος είναι ο πρώτος που μιλάει ανοιχτά για την ηρωίνη και για την εξάρτηση του, κάτι που ήθελε πολύ θάρρος για να το κάνεις εκείνη την περίοδο. Κι αυτός το έκανε με διάφορα τραγούδια του, αλλά και με ανοιχτές δηλώσεις του. Όχι ότι δεν υπήρχαν αναφορές και παλαιότερα στα ναρκωτικά και κυρίως στο χασίσι. Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια χρονιά με το «Φλου», βγήκε ο “Σταυρός του Νότου” του Μικρούτσικου και του Καββαδία, όπου ακούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον “Γουίλι τον μαύρο θερμαστή”, με αναφορές στο χασίσι και στην  «άσπρη σκόνη», αλλά μέσα από ένα πιο ποιητικό πρίσμα, πιο λόγιο, και φυσικά όχι μέσα απ' αυτή την υποτιθέμενη αλητεία του περιθωριακού ροκ του Σιδηρόπουλου. Διότι, κακά τα ψέματα, οι χαρακτηρισμοί «πρίγκιπας», «ροκ σταρ» κλπ. του αποδόθηκαν μετά θάνατον. Ποιος θυμάται ή και ποιος ξέρει ότι σε μία απ' τις τελευταίες συναυλίες του Σιδηρόπουλου στον ηλεκτρικό του Πειραιά, από κοινού μάλιστα με τον Στέλιο Βαμβακάρη, η αστυνομία έτρεχε να διαλύσει το μαστουρωμένο κοινό που προέβαινε σε ακρότητες εν είδει happenings; Κι ενώ υπήρχαν κι άλλοι που είχαν μιλήσει για ναρκωτικά, ίσως λίγο πιο υπαινικτικά, ο Σιδηρόπουλος λοιπόν είναι ο πρώτος που μίλησε ευθαρσώς. Λέει στην ώρα του staff “ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρουν ένα πρωί”, σαν να προέβλεπε στην ουσία το μαύρο μέλλον του. Η πεισιθανάτια στιχουργική του έφτασε στην κορύφωση της με το άλμπουμ “Εν λευκώ”, όπου εκεί μέσα τραγουδάει την «Ηρωίνη», το “Η”. Παρουσιάζει τη ντρόγκα σαν ένας άνθρωπος μέσα σ' αυτή, που έχει απόλυτη επίγνωση για το τι του γίνεται. Σίγουρα αρνητικός και συμβουλευτικός, αλλά όχι με διδακτισμό. Αυτή ήταν η ζωή του κι η καθημερινότητα του, όμως, κι έτσι βγήκε και μίλησε γι' αυτή, με ειλικρίνεια, θάρρος και οπωσδήποτε παίρνοντας όλο το ρίσκο αναφορικά με μία καριέρα, που μάλλον ουδέποτε τον ενδιέφερε, έτσι όπως εμείς σήμερα εννοούμε τη λέξη ''καριέρα''», συμπληρώνει ο Αντώνης Μποσκοΐτης.

 
 
 

 

Στον ρόλο του ηθοποιού, του συγγραφέα, του ποιητή

Ο Σιδηρόπουλος έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως πρωταγωνιστής στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», ενώ  ερμήνευσε και τα τραγούδια του soundtrack, σε μουσικές του σκηνοθέτη και του Γιώργου Θεοδωράκη, του γιου του Μίκη. Μεταξύ των τραγουδιών αυτών συγκαταλέγονται τα πολύ γνωστά "Να μ' αγαπάς", «Τι να σου πω», αλλά και το "Κάποτε θα 'ρθουν", σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.

«Είχε παίξει και στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή», μαζί με τη Σωτηρία Λεονάρδου, η οποία μου είχε περιγράψει πως της μάθαινε ο Πουλικάκος να τραγουδάει μπλουζ, το Summertime» θυμάται ο Μποσκοΐτης. «Το έπαιζε ο Σιδηρόπουλος στην κιθάρα και το τραγουδούσε η Σωτηρία. Εκτός από την ηθοποιία ασχολήθηκε και με την ποίηση, ενώ έγραφε θεατρικά έργα και διηγήματα. Αλλά πολλά από αυτά ήταν ήταν ημιτελή, πρωτόλεια. Ως γνωστόν, ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας κι είχε βρει και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, το ''Παύλος Αστέρης''. Όλα αυτά μάλλον δεν ήθελε να τα κυκλοφορήσει και γι' αυτό νομίζω δεν έκανε και προσπάθειες όσο ήταν εν ζωή.

Πέρυσι κυκλοφόρησαν με την επιμέλεια της αδερφής του, τα ποιήματα του. Κι έγινε κι ένας δίσκος σε μουσική του Δημήτρη Καρρά, που συμμετέχουν η Βιτάλη, ο Θηβαίος, ο Πασχαλίδης, ο Μπαλάφας, ο Κιμούλης, μέχρι και η μοναχοκόρη του Νικόλα Άσιμου. Αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει ορισμένα πραγματικά καλά τραγούδια, υπάρχουν όμως και πολλοί που έχουν ενστάσεις και εγώ προσωπικά τους καταλαβαίνω. Ο Σιδηρόπουλος όλα αυτά δεν θα τα επεδίωκε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ο Πουλικάκος για παράδειγμα, παραμένει πιστός σε μια ιδεολογία και μια αισθητική ροκ, την οποία την έχει από τότε που ξεκίνησε μέχρι σήμερα. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα έβαζε ποτέ νερό στο κρασί του. Κι αν έχει κάνει συνεργασίες με πολλούς, το κάνει πάντα σε ένα πλαίσιο επαγγελματισμού που σχετίζεται συνήθως με κάποια κινηματογραφική ή τηλεοπτική εργασία του. Αλλά δεν νομίζω ο Πουλικάκος, που δεν δίσταζε μια ζωή να ομιλεί περί «κλαψομουνίασης στο έντεχνο», να έκανε παραχώρηση στην τέχνη του, δηλαδή      συμπράττοντας με εκπροσώπους του “έντεχνου”, όπως συνέβη με το δίσκο σε ποίηση Σιδηρόπουλου».

 
 

Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι δύσκολα διακόπτει κάποιος την όποια σχέση του με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Αυτό νιώθει κι ο Αντώνης Μποσκοϊτης, αναφέροντας: «Δεν ξέρω αν ήταν είδωλο ο Σιδηρόπουλος ή αν έγινε ποτέ. Σίγουρα αγαπήθηκε πάρα πολύ και κυρίως από νέα παιδιά, ειδικά στην εποχή μου. Αν και συνήθως όλοι ηρωποιούνται μετά τον θάνατο τους. Όποτε πιάνω τα βινύλια του από τη δισκοθήκη μου και τα ξανακούω, συγκινούμαι, ταξιδεύω στο παρελθόν και στην εφηβική μου ηλικία, στο Μοναστηράκι, στην πάμπ ''Town'' στο Πασαλιμάνι και στη ''Φοντάνα'' που την αναφέρει σε τραγούδι του και ο Χρήστος Κυριαζής. Γεγονός είναι ότι παραμένει εδώ και γι' αυτό υπεύθυνοι είναι πότε τα ποιήματα του, και πότε κάποιες εκδόσεις που κάνει η B-otherside records από παλιά live του. Για μένα ο Παύλος Σιδηρόπουλος δεν είναι ούτε ο ''πρίγκιπας του ροκ'', ούτε τίποτα απ' όλα αυτά. Είναι μια προσωπική μου αναφορά σ' ένα μάλλον ανέμελο παρελθόν, όπως ήταν και ο Σαββόπουλος, το ''Μεταφοραί - εκδρομαί ο Μήτσος'' και το ομότιτλο LP των Πελόμα Μποκιού δίπλα στα ''Greatest Hits'' της Janis Joplin ή το ''Disraeli Years'' των Cream». 

 
 
πηγη:https://tvxs.gr