Απόσπασμα από το βιβλίο Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity (Verso Books, 1995). Ο Marc Augé (1935-2023) ήταν εθνολόγος και ανθρωπολόγος.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την  20 Σεπτεμβρίου, 2023

Η παρουσία του παρελθόντος στο παρόν που το διαδέχεται που ωστόσο το διεκδικεί: είναι μέσα σε αυτό το συμβιβασμό που ο Jean Starobinski εντοπίζει την ουσία της νεωτερικότητας. Σε ένα πρόσφατο άρθρο τονίζει αυτή τη σύνδεση που ορισμένοι συγγραφείς, αναμφίβολα αντιπροσωπευτικοί της νεωτερικότητας στη τέχνη, περιέγραψαν

«η πιθανότητα μιας πολυφωνίας στην οποία οι πρακτικά αναρίθμητοι συνδυασμοί πεπρωμένων, πράξεων, σκέψεων και αναμνήσεων θα στηρίζονταν στο μπάσο που σήμαινε τις ώρες της γήινης μέρας, και σημείωνε τη θέση που καταλάμβανε (και ίσως ακόμη να το κάνει) εκεί το αρχαίο τελετουργικό».

Αναφέρει τις πρώτες σελίδες από τον Οδυσσέα του Joyce, που περιέχουν τη φράση της λειτουργίας: «Introibo ad altare Dei»· η αρχή της Ανάμνησης των Περασμένων Πραγμάτων, όπου ο κύκλος των ωρών γύρω από το ρολόι του Κομπραί τονίζουν το ρυθμό «μιας τεράστιας και μοναχικής αστικής μέρας»· και η Ιστορία του Claude Simon, στην οποία

«οι αναμνήσεις του θρησκευτικού σχολείου, η λατινική προσευχή το πρωί, η ευχή το μεσημέρι, ο απογευματινός άγγελος, αποτελούν σημεία αναφοράς μέσα στις εικόνες, τα αποδιοργανωμένα σχέδια, τις παραθέσεις κάθε είδους που προέρχονται από κάθε περίοδο της ύπαρξης, από τη φαντασία και το ιστορικό παρελθόν, που πολλαπλασιάζονται με εμφανή αταξία γύρω από ένα κεντρικό μυστικό…».

Αυτές οι «προνεωτερικές μορφές συνεχούς προσωρινότητας, στην οποία ο μοντέρνος συγγραφέας προσπαθεί να δείξει πως δεν έχει λησμονήσει ακόμη και καθώς απελευθερώνεται από αυτές» είναι ειδικά χωρικές μορφές ενός κόσμου που από το Μεσαίωνα, όπως έχει δείξει ο Jaques Le Goff, έχει δομήσει τον εαυτό του γύρω από την εκκλησία του και το κωδωνοστάσιο του συμβιβάζοντας έναν εκ νέου προσανατολισμένο χώρο με ένα αναδιαταγμένο χρόνο. Το άρθρο του Starobinski ξεκινά χαρακτηριστικά με μια παράθεση από το πρώτο ποίημα των Παρισινών Ταμπλώ του Baudelaire‎, όπου το θέαμα της νεωτερικότητας συνοψίζεται σε μια μοναδική ποιητική φυγή:

«…το εργοστάσιο με το τραγούδι και το κουβεντολόι του·

Οι καμινάδες και τα καμπαναριά, αυτά τα κατάρτια της πόλης,

Και οι απέραντοι ουρανοί μας κάνουν να ονειρευόμαστε την αιωνιότητα»

«Μπάσο»: η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Starobinski για να θυμίσει αρχαία μέρη και ρυθμούς είναι σημαντική: η νεωτερικότητα δεν τα εξαϋλώνει αλλά τα σπρώχνει στο παρασκήνιο. Είναι σαν δείκτες που μαρτυρούν το πέρασμα και τη συνέχεια του χρόνου. Επιβιώνουν όπως οι λέξεις που τα εκφράζουν και που θα τα εκφράζουν στο μέλλον. Η νεωτερικότητα στη τέχνη διατηρεί όλες τις χρονικότητες του τόπου, εκείνες που εντοπίζονται στο χώρο και στις λέξεις.

Πίσω από το κύκλο των ωρών και τα ξεχωριστά γνωρίσματα του τοπίου, αυτό που βρίσκουμε είναι λέξεις και γλώσσες: οι εξειδικευμένες λέξεις της λειτουργίας, του «αρχαίου τελετουργικού», σε αντίθεση με το «τραγούδι και το κουβεντολόι» του εργοστασίου· και οι λέξεις επίσης, όλων που μιλούν την ίδια γλώσσα, και που έτσι αναγνωρίζουν πως ανήκουν στον ίδιο κόσμο. Ο τόπος ολοκληρώνεται μέσα από τη λέξη, μέσα από την υπαινικτική ανταλλαγή μερικών συνθημάτων μεταξύ ομιλητών που συνωμοτούν σε ιδιωτική συνενοχή. Ο Vincent Descombes γράφει για την Φρανσουάζ του Proust πως ορίζει μια «ρητορική» περιοχή κοινή για όλους όσους είναι ικανοί να ακολουθήσουν τη συλλογιστική της, εκείνους που οι αφορισμοί, το λεξιλόγιο και οι τρόποι σκέψης τους σχηματίζουν μια «κοσμολογία»: αυτό που ο αφηγητής των Περασμένων Πραγμάτων αποκαλεί η «φιλοσοφία του Κομπραί».

Αν ένας τόπος ορίζεται ως σχεσιακός, ιστορικός και συνδέεται με την ταυτότητα, τότε ένας χώρος που δεν μπορεί να οριστεί ως σχεσιακός, ή ιστορικός ή συνδεόμενος με την ταυτότητα τότε θα είναι μη-τόπος. Η υπόθεση που προωθείται εδώ είναι πως η υπερνεωτερικότητα παράγει μη-τόπους, που σημαίνει τόπους που δεν είναι από μόνοι τους ανθρωπολογικοί τόποι και που, αντίθετα με την μποντλαιριανή νεωτερικότητα, δεν ενσωματώνει τους προηγούμενους τόπους: αντίθετα αυτοί καταγράφονται, ταξινομούνται και προωθούνται στη θέση των «τόπων μνήμης» και τοποθετούνται σε μια περιχαρακωμένη και ειδική θέση. Ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι γεννιούνται στη κλινική και πεθαίνουν στο νοσοκομείο, όπου μεταβατικές τοποθεσίες και προσωρινές κατοικίες πολλαπλασιάζονται υπό πολυτελείς ή απάνθρωπες συνθήκες (ξενοδοχειακές αλυσίδες και παραπήγματα, παραθεριστικά θέρετρα και στρατόπεδα προσφύγων, παραγκουπόλεις απειλούμενες με κατεδάφιση ή καταδικασμένες σε κακοφορμισμένη μακροζωία)· όπου αναπτύσσεται ένα πυκνό δίκτυο από μέσα μεταφοράς που είναι επίσης κατοικημένοι χώροι· όπου οι θαμώνες των σούπερ-μάρκετ, οι κουλοχέρηδες και οι πιστωτικές κάρτες επικοινωνούν δίχως λέξεις, μέσω χειρονομιών, με μια αφηρημένη, αδιαμεσολάβητη συναλλαγή· ένας κόσμος έτσι παραδομένος στην μοναχική ατομικότητα, στο φευγαλέο, το προσωρινό και το εφήμερο, προσφέρει στον ανθρωπολόγο (και σε άλλους) ένα νέο αντικείμενο, που η δίχως προηγούμενο διαστάσεις του μπορεί να είναι χρήσιμο να μετρηθούν πριν ξεκινήσουμε να αναλογιζόμαστε τι είδους ματιά μπορεί να είναι κατάλληλο. Θα πρέπει να προσθέσουμε πως τα ίδια πράγματα ισχύουν για το μη-τόπο όπως στο τόπο. Δεν υπάρχει ποτέ σε καθαρή μορφή· τόποι ανασυνθέτουν τον εαυτό τους μέσα του· σχέσεις αποκαθίστανται και συνεχίζονται μέσα του· οι «χιλιαστικές απάτες» της «επινόησης της καθημερινότητας» και των «τεχνών της πράξης», που τόσο βαθιά αναλύθηκε από τον Michel de Certeau, μπορεί να ανοίξουν ένα μονοπάτι εκεί και να αναπτύξουν τις στρατηγικές τους. Ο τόπος και ο μη-τόπος είναι μάλλον αντίθετοι πόλοι: ο πρώτος δεν διαγράφεται ποτέ πλήρως, ο δεύτερος δεν ολοκληρώνεται ποτέ πλήρως· είναι σαν παλίμψηστα πάνω στα οποία το μπερδεμένο παιχνίδι της ταυτότητας και οι σχέσεις ξαναγράφονται αδιάκοπα. Όμως οι μη-τόποι είναι το πραγματικό μέτρο της εποχής μας· τέτοιο που μπορεί να ποσοτικοποιηθεί – με τη βοήθεια μερικών μετατροπών μεταξύ επιφάνειας, όγκου και απόστασης – με το άθροισμα όλων των εναέριων, σιδηροδρομικών και οδικών διαδρομών, των κινητών καμπινών που ονομάζονται «μέσα μεταφοράς» (αεροπλάνα, τραίνα και επίγεια οχήματα), τα αεροδρόμια και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, οι ξενοδοχειακές αλυσίδες, τα πάρκα αναψυχής, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και τέλος το περίπλοκο κουβάρι από ενσύρματα και ασύρματα δίκτυα που χρησιμοποιούν τον εξωγήινο χώρο για τους σκοπούς μιας επικοινωνίας τόσο ιδιαίτερης που συχνά φέρνει το άτομο σε επαφή μόνο με μια άλλη εικόνα του ίδιου.

 

Η διάκριση μεταξύ τόπων και μη-τόπων προέρχεται από την αντίθεση μεταξύ τόπου και χώρου. Μια σημαντική αρχή εδώ είναι η ανάλυση των εννοιών του τόπου και του χώρου από τον Michel de Certeau. Ο ίδιος δεν θέτει απέναντι το «τόπο» και το «χώρο» με το τρόπο που ο «τόπος» αντιτίθεται στο «μη-τόπο». Ο χώρος για αυτόν, είναι ένας «επισκέψιμος τόπος», «μια διασταύρωση κινούμενων σωμάτων»: είναι οι πεζοί που μεταμορφώνουν ένα δρόμο (γεωμετρικά ορισμένο ως τόπο από τους πολεοδόμους) σε χώρο. Αυτός ο παραλληλισμός μεταξύ του τόπου ως ένα άθροισμα στοιχείων που συνυπάρχουν σε ορισμένη τάξη και του χώρου ως το ζωντάνεμα των τόπων αυτών με τη κίνηση  ενός κινούμενου σώματος υποστηρίζεται από πολλές αναφορές που ορίζουν τους όρους του. Η πρώτη από αυτές τις αναφορές είναι στον Merleau-Ponty που, στην Φαινομενολογία της Αντίληψης, κάνει διάκριση μεταξύ «γεωμετρικού» χώρου και «ανθρωπολογικού χώρου» με την έννοια του «υπαρξιακού χώρου», τη σκηνή μιας εμπειρίας σχέσεων με το κόσμο ουσιαστικά να τοποθετείται «σε σχέση με ένα περιβάλλον». Η δεύτερη αναφορά είναι στις λέξεις και τη πράξη της έκφρασης:

«Ο χώρος μπορεί να είναι ο τόπος που η λέξη γίνεται όταν εκφέρεται: πιασμένη στην ασάφεια του να υλοποιείται, αλλαγμένη σε ένα όρο που προκύπτει από πολλαπλές συμβάσεις, διατυπωμένη από τη πράξη ενός παρόντος (ή ενός χρόνου), και τροποποιημένη από τις μεταμορφώσεις που προκύπτουν από διαδοχικές επιρροές….»

Η τρίτη αναφορά, που προκύπτει από τη δεύτερη, τονίζει την αφήγηση ως μια προσπάθεια που αδιάκοπα «μεταμορφώνει τόπους σε χώρους και χώρους σε τόπους». Εκεί φυσικά υπάρχει μια διάκριση μεταξύ «κάνω» και «βλέπω», εμφανή στη καθημερινή γλώσσα που εναλλάξ δείχνει μια εικόνα («εκεί είναι…») και οργανώνει κινήσεις («πήγαινε μέσα, πέρνα, στρίψε…»), ή σημεία του χάρτη: από μεσαιωνικούς χάρτες, που ουσιαστικά αποτελούνται από περιγραφές διαδρομών και δρομολογίων, σε πιο πρόσφατους χάρτες από τους οποίους οι «περιγραφές διαδρομών» έχουν εξαφανιστεί και που απεικονίζουν, «στοιχεία  διακριτών προελεύσεων», μια «απογραφή» γεωγραφικής γνώσης. Τέλος, το αφήγημα, και ειδικά το αφήγημα του ταξιδιού, είναι συμβατό με τη διπλή ανάγκη του «κάνω» και «βλέπω» («οι ιστορίες ταξιδιών και δράσεων διανθίζονται από την αναφορά των τόπων που προκύπτουν από αυτές ή τις επικυρώνουν») τελικά όμως συνδέονται με αυτό που ο Certeau ονομάζει «παράπτωμα» επειδή, «διασχίζει», «παραβιάζει» και ενθαρρύνει «την προτίμηση της διαδρομής έναντι της απογραφής».

 

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητοι ορισμένοι ορισμοί ορολογίας. Ο τόπος, όπως ορίζεται εδώ, δεν είναι ακριβώς ο τόπος που ο Certeau θέτει απέναντι από το χώρο (με τον ίδιο τρόπο που η γεωμετρική φιγούρα  είναι απέναντι από τη κίνηση, η μη διατυπωμένη από τη διατυπωμένη λέξη ή η απογραφή προς τη διαδρομή): είναι ο τόπος στην καθιερωμένη και συμβολική έννοια, ο ανθρωπολογικός τόπος. Φυσικά, η έννοια αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθεί, ο τόπος πρέπει να έρθει στη ζωή και τα ταξίδια να πραγματοποιηθούν, και δεν υπάρχει τίποτα που να απαγορεύει τη χρήση της λέξης χώρος για να περιγράψει αυτή τη κίνηση, δεν είναι όμως αυτό που λέμε εδώ: συμπεριλαμβάνουμε στην έννοια του ανθρωπολογικού τόπου την πιθανότητα των ταξιδιών που γίνονται μέσα του, τις κουβέντες που εκφέρονται μέσα του, και τη γλώσσα που τον χαρακτηρίζει. Και η έννοια του χώρου, με το τρόπο που χρησιμοποιείται τώρα (για να μιλήσουμε για την κατάκτηση του απώτερου διαστήματος, με όρους που για την ώρα είναι πιο λειτουργικοί από ότι λυρικοί, ή για να προσδιορίσουμε ανώνυμους ή δύσκολα να ονομαστούν τόπους όπως και πιθανά, με το ελάχιστο της ανακρίβειας, στην πρόσφατη αλλά ήδη στερεοτυπική γλώσσα του ταξιδιού, ξενοδοχεία και κτίρια αναψυχής: «χώροι αναψυχής», «αθλητικοί χώροι», μάλλον σαν «σημεία συνάντησης»), μοιάζουν να ταιριάζουν με ευκολία, μέσα από το ίδιο το γεγονός της έλλειψης χαρακτηρισμού, στις μη συμβολικές επιφάνειες του πλανήτη.

Κατά συνέπεια, μπορεί να αισθανθούμε πειρασμό να αντιπαραβάλουμε το συμβολικό χώρο του τόπου με το μη συμβολικό χώρο του μη-τόπου. Αυτό όμως θα μας δέσμευε στον υπάρχοντα αρνητικό ορισμό των μη-τόπων, που η ανάλυση του Michel de Certeau για την έννοια του χώρου μπορεί να μας βοηθήσει να βελτιώσουμε.

Ο όρος «χώρος», που η χρήση του τουλάχιστον αναφέρεται σε ένα γεγονός (που έχει λάβει χώρα), ένα μύθο (που λέγεται πως έχει λάβει χώρα) ή μια ιστορία (υψηλοί τόποι). Χρησιμοποιείται με λίγο πολύ τον ίδιο τρόπο σε μια περιοχή, μια απόσταση μεταξύ δυο πραγμάτων ή δυο σημείων (ένας «χώρος» δυο μέτρων αφήνεται μεταξύ δυο παλουκιών του φράχτη) ή σε μια χρονική έκταση (στο διάστημα μιας εβδομάδας). Είναι έτσι εγγενώς αφηρημένος, και είναι σημαντικό πως θα πρέπει να είναι σε συστηματική αν και ακόμη κάπως διαφοροποιημένη χρήση σήμερα, στο σημερινό προφορικό λόγο και στην ειδική γλώσσα των διάφορων θεσμών χαρακτηριστικών της εποχής μας. Η Μεγάλη Εικονογραφημένη Λαρούς ξεχωρίζει τον «εναέριο χώρο», που ορίζει το τμήμα της ατμόσφαιρας που ένα κράτος ελέγχει την εναέρια κυκλοφορία (λιγότερο σαφές ωστόσο από το θαλάσσιο αντίστοιχο του, την «αιγιαλίτιδα ζώνη»), αναφέρει όμως και άλλες χρήσεις που μαρτυρούν την πλαστικότητα του όρου. Στην έκφραση «ευρωπαϊκός νομικός χώρος» είναι ξεκάθαρο πως η έννοια του συνόρου εννοείται αλλά πως, παραμερίζοντας την έννοια του συνόρου, αυτό που εκφράζεται είναι μια ολόκληρη θεσμική και κανονιστική μάζα που δεν μπορεί να εντοπιστεί. Η έκφραση «διαφημιστικός χώρος» αναφέρεται είτε σε μια επιφάνεια ή σε ένα χρονικό διάστημα που «έχει κρατηθεί για διαφημίσεις στα διάφορα μέσα»· η «αγορά χώρου» σημαίνει όλες τις «διαδικασίες που πραγματοποιούνται από μια διαφημιστική εταιρεία σε σχέση με τοι διαφημιστικό χώρο». Η μανία για τη λέξη «χώρος», που χρησιμοποιείται αδιάκριτα για αμφιθέατρα ή αίθουσες συμβουλίων («Espace Cardin» στο Παρίσι, «space Yves Rocher» στο Λα Γκασιλί), πάρκα ή κήπους («πράσινος χώρος»), καθίσματα αεροπλάνου («Espace 2000») και αυτοκίνητα (Renault «Espace»), εκφράζει όχι μόνο τα θέματα που στοιχειώνουν τη σύγχρονη εποχή (διαφήμιση, εικόνα, αναψυχή, ελευθερία, ταξίδι) αλλά επίσης την ασάφεια που τα διαβρώνει και τα απειλεί, σαν οι καταναλωτές του σύγχρονου χώρου να κλήθηκαν πρώτα και κύρια για να καταναλώσουν λέξεις.

 

Ο επισκέψιμος χώρος, γράφει ο Michel de Certeau, είναι «το να επαναλαμβάνεις την χαρούμενη και σιωπηλή εμπειρία της βρεφικής ηλικίας: να είσαι άλλος, και να πηγαίνεις στο άλλο, σε ένα χώρο». Η χαρούμενη και σιωπηλή εμπειρία της βρεφικής ηλικίας είναι εκείνη του πρώτου ταξιδιού, της γέννησης ως της πρωτογενούς εμπειρίας της διαφοροποίησης, της αναγνώρισης του εαυτού ως εαυτού και ως άλλου, επαναλαμβανόμενης αργότερα στις εμπειρίες του περπατήματος ως της πρώτης χρήσης του χώρου, και των καθρεφτών ως την πρώτη ταύτιση με την εικόνα του εαυτού. Κάθε αφήγημα πάει πίσω στη βρεφική ηλικία. Όταν χρησιμοποιεί την έκφραση «χωρικά αφηγήματα», ο de Certeau εννοεί τις αφηγήσεις που «διασχίζουν» και «οργανώνουν» τους τόπους («Κάθε αφήγημα είναι αφήγημα ταξιδιού…») και το τόπο που δημιουργείται από το γράψιμο του αφηγήματος («… το διάβασμα είναι ο χώρος που παράγεται από την επίσκεψη του τόπου που αποτελείται από ένα σύστημα σημείων – ένα αφήγημα). Το βιβλίο όμως γράφεται πριν διαβαστεί· περνά από διαφορετικούς τόπους πριν γίνει και το ίδιο ένας: όπως το ταξίδι, το αφήγημα που το περιγράφει διασχίζει μια σειρά από τόπους. Αυτό το πλήθος τόπων, οι απαιτήσεις που αξιώνει από τις δυνάμεις της παρατήρησης και της περιγραφής (η αδυναμία να δεις τα πάντα ή να πεις τα πάντα) και η επακόλουθη αίσθηση «αποπροσανατολισμού» (αλλά μόνο προσωρινής: «Εδώ είμαι εγώ μπροστά από το Παρθενώνα», θα πεις αργότερα, ξεχνώντας πως όταν είχε τραβηχτεί η φωτογραφία αναρωτιόσουν τι στο καλό έκανες εκεί), προκαλεί μια διακοπή ή ασυνέχεια μεταξύ του θεατή-ταξιδιώτη και του χώρου του τοπίου που παρατηρεί ή που διασχίζει βιαστικά. Αυτό τον εμποδίζει από το να τον αντιληφθεί ως τόπο, από το να είναι πλήρως παρών μέσα του, αν και μπορεί να προσπαθήσει να γεμίσει το κενό με αναλυτικές και λεπτομερείς πληροφορίες από ταξιδιωτικούς οδηγούς… η ταξιδιωτικές αφηγήσεις.

Όταν ο Michel de Certeau αναφέρει το «μη-τόπο» είναι για να αναφερθεί σε ένα είδος αρνητικού χαρακτηριστικού του τόπου, μια απουσία του τόπου από τον εαυτό του, προκαλούμενη από το όνομα που του έχει δοθεί. Τα επίσημα ονόματα, μας λέει, επιβάλλουν στο τόπο «μια προσταγή προερχόμενη από το άλλο (μια ιστορία…)». Είναι φυσικά αλήθεια πως κάποιος που, περιγράφοντας μια διαδρομή, αναφέρει τα ονόματα που εμφανίζονται μαζί της, δεν ξέρει κατ’ ανάγκη πολλά για τους τόπους. Μπορεί όμως ένα όνομα από μόνο του να αρκεί για να παράξει αυτή «τη διάβρωση ή το μη-τόπο, λαξευμένο» σε ένα τόπο «χάρη στο νόμο του άλλου»; Κάθε διαδρομή, λέει ο Michel de Certeau, υπό μια έννοια «εκτρέπεται» από ονόματα που του δίνουν «νοήματα (ή διευθύνσεις) που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων». Και προσθέτει: «Τα ονόματα αυτά δημιουργούν μη-τόπους μέσα στους τόπους· τους μετατρέπουν σε περάσματα». Θα μπορούσαμε να πούμε αντιστρόφως, πως η πράξη του περάσματος δίνει μια ιδιαίτερη θέση στα ονόματα των τόπων, πως το όριο που προκύπτει από το νόμο του άλλου, και προκαλεί μια απώλεια εστίασης, είναι ο ορίζοντας κάθε ταξιδιού (συσσώρευση τόπων, ακύρωση τόπου), και πως η κίνηση που «μετατοπίζει γραμμές» και διατρέχει τόπους είναι, εξ ορισμού, δημιουργός δρομολογίων: δηλαδή, λέξεων και μη-τόπων.

 

Ο χώρος, ως επίσκεψη τόπων αντί ως ένας τόπος, προκύπτει από μια διπλή κίνηση: την κίνηση του ταξιδιώτη, φυσικά, αλλά επίσης και από μια παράλληλη κίνηση των τοπίων που εντοπίζει μόνο με μερικές ματιές, μια σειρά από «στιγμιαίες εικόνες» μαζεμένες βιαστικά στη μνήμη του και κυριολεκτικά, ανασυσταμένες στην εκδοχή που τους αποδίδει, την ακολουθία των εικόνων στο σχόλιο που επιβάλει στην συνοδεία του όταν επιστρέφει. Το ταξίδι (κάτι απέναντι στο οποίο οι εθνολόγοι είναι καχύποπτοι ως το σημείο του «μίσους») κατασκευάζει μια φανταστική σχέση μεταξύ του βλέμματος και του τοπίου. Και ενώ χρησιμοποιούμε τη λέξη «χώρος» για να περιγράψουμε την επίσκεψη τόπων που ορίζουν ειδικά το ταξίδι, θα πρέπει ακόμη θυμόμαστε πως υπάρχουν χώροι στους οποίους  το άτομο αισθάνεται πως αποτελεί θεατή δίχως να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θέαμα, σαν η θέση του θεατή να είναι η ουσία  του θεάματος, σαν βασικά ο θεατής στη θέση του θεατή να είναι το δικό του θέαμα. Πολλά τουριστικά φυλλάδια δείχνουν αυτή την εκτροπή, αυτή την αναστροφή του βλέμματος, με το να προσφέρουν στον επίδοξο ταξιδιώτη εκ των προτέρων εικόνες περίεργων ή στοχαστικών προσώπων, μοναχικά ή σε ομάδες, κοιτώντας πέρα από απέραντους ωκεανούς, ατενίζοντας σειρές από χιονισμένα βουνά ή θαυμαστούς αστικούς ουρανούς:  την δική του εικόνα με μια λέξη, την προσδοκώμενη εικόνα, που μιλά μόνο για τον ίδιο αλλά κουβαλά ένα άλλο όνομα (Ταϊτή, Αλπ ντ’ Ιουεζ, Νέα Υόρκη). Ο τόπος του ταξιδιώτη μπορεί έτσι να αποτελεί το αρχέτυπο του μη-τόπου.

Στην συνύπαρξη κόσμων, και τη συνδυασμένη εμπειρία του ανθρωπολογικού χώρου και από κάτι που δεν είναι πια ανθρωπολογικός χώρος (στην ουσία ο ορισμός της νεωτερικότητας του Starobinski), η κίνηση προσθέτει μια ιδιαίτερη εμπειρία μοναξιάς και, με την κυριολεκτική έννοια, της «λήψης θέσης»: την εμπειρία κάποιου που, αντιμέτωπος με ένα τοπίο όφειλε να ατενίσει, δεν μπορεί να αποφύγει το να ατενίσει, «παίρνει πόζα» και αντλεί από την επίγνωση μια σπάνια και μερικές φορές μελαγχολική ικανοποίηση. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη πως είναι μεταξύ μοναχικών «ταξιδιωτών» του τελευταίου αιώνα – όχι επαγγελματιών ταξιδιωτών ή επιστημόνων, αλλά ταξιδιωτών από παρόρμηση ή για απροσδόκητους λόγους – που είναι πιο πιθανό να βρούμε τις προφητικές υπενθυμίσεις χώρων στους οποίους ούτε η ταυτότητα, ούτε οι σχέσεις, ούτε η ιστορία έχουν πραγματικά νόημα· χώροι στους οποίους η μοναξιά βιώνεται ως υπερφόρτωση ή άδειασμα της ατομικότητας, στην οποία μόνο η κίνηση των περαστικών εικόνων βοηθά τον παρατηρητή να υποθέσει την ύπαρξη ενός παρελθόντος  και να δει φευγαλέα την πιθανότητα ενός μέλλοντος.

 

Ακόμη πιο πολύ από τον Baudelaire (που αντλούσε ικανοποίηση από την απλή παρόρμηση για ταξίδι) σκέφτεται κανείς  στο σημείο αυτό τον Chateaubriand, που ταξίδευε ασταμάτητα, που ήξερε πως να δει, αλλά που είδε κυρίως το θάνατο πολιτισμών, τη καταστροφή ή παρακμή των κάποτε λαμπρών τοπίων, τα απογοητευτικά θραύσματα γκρεμισμένων μνημείων. Η ηττημένη Σπάρτη, η κατεστραμμένη Ελλάδα κατεχόμενη από έναν εισβολέα απολύτως αδαή ως προς το αρχαίο της μεγαλείο, εμφάνιζε μπροστά από τον «περαστικό» ταξιδιώτη μια ταυτόχρονη εικόνα χαμένης ιστορίας και ζωής που περνά, αλλά ήταν η ίδια η κίνηση του ταξιδιού που τον σαγήνευε και που τον τραβούσε. Μια κίνηση που ο μόνος της σκοπός ήταν η ίδια, εκτός και αν ήταν το γράψιμο που σταθεροποίησε και επανέλαβε την εικόνα της.

Το κάθε τι είναι ξεκάθαρα διατυπωμένο από την αρχή του πρώτου προλόγου στο Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτό ο Chateaubriand αρνείται πως έκανε το ταξίδι «για να γράψει για αυτό», αλλά παραδέχεται [ως το χρησιμοποίησε για να βρει «εικόνες» για τους Μάρτυρες. Δεν υποκρίνεται τον επιστήμονα: «Δεν προσπαθώ να ακολουθήσω τα βήματα ανθρώπων όπως ο Chardin, ο Tavernier, ο Chandler, ο Mungo, ο Park, ο Humboldt…». Έτσι τελικά αυτό το έργο για τον οποίο δεν δηλώνεται κάποιος σκοπός, απαντά σε μια αντιφατική επιθυμία να μιλήσει για τίποτα πέρα από το συγγραφέα του δίχως να πει ούτε μια λέξη για αυτόν σε κανένα:

«Για τους υπόλοιπους, είναι ο άνθρωπος, πολύ περισσότερο από το συγγραφέα, που θα φανεί στη πορεία· μιλώ εσωτερικά για εμένα, και το έκανα με όλη την πεποίθηση, καθώς δεν είχα πρόθεση να δημοσιεύσω τα Απομνημονεύματα μου».

Οι θέσεις παρατήρησης που επιλέγονται από τον επισκέπτη και περιγράφονται από το συγγραφέα είναι καταφανώς εκείνα από τα οποία μπορούν να ιδωθούν μια σειρά από σημαντικά γνωρίσματα(«… το Όρος Υμηττός στα ανατολικά, το Όρος Πεντελικό στα βόρεια, η Πάρνηθα στα βορειοδυτικά…»), αλλά η ενατένιση τελειώνει, ουσιαστικά, τη στιγμή που στρέφεται πίσω στον εαυτό της, γίνεται το ίδιο της το αντικείμενο, και μοιάζει να χάνεται υπό την ασαφή πληθώρα παρόμοιων οπτικών από το παρελθόν και που ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί:

 

«Η εικόνα της Αφρικής, το θέαμα που κοιτούσα, το έχουν δει μάτια που έκλεισαν για τελευταία φορά πριν δυο χιλιάδες χρόνια, και εγώ θα πεθάνω όταν έρθει η σειρά μου: άλλοι άνθρωποι το ίδιο φευγαλέοι όπως εγώ θα έχουν μια μέρα τις ίδιες σκέψεις στα ίδια ερείπια…».

Η ιδανική θέση παρατήρησης – επειδή συνδυάζει το αποτέλεσμα της κίνησης με την απόσταση – είναι το κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξιδεύει στη θάλασσα. Μια περιγραφή της στεριάς που σβήνει είναι αρκετή για να κάνει τον επιβάτη να προσπαθήσει ακόμη να τη δει: σύντομα μόνο μια σκιά, μια φήμη, ένας θόρυβος. Η κατάργηση του τόπου είναι επίσης η ολοκλήρωση του ταξιδιού, της τελευταίας πόζας του ταξιδιώτη:

«Καθώς απομακρυνόμαστε οι κολώνες του Σουνίου έδειχναν ακόμη πιο όμορφες πάνω από τα κύματα: μπορούσαν να φαίνονται τέλεια μπροστά στο γαλάζιο του ουρανού εξαιτίας της απόλυτης λευκότητας τους και την απαλότητα της νύχτας. Ήδη ήμασταν αρκετά μακριά από το ακρωτήριο, αν και τα αυτιά μας αντηχούσαν ακόμη με το χτύπημα του κύματος στη ρίζα του βράχου, το μουρμουρητό του αέρα στα κυπαρίσσια. Και το τραγούδι των γρύλων που σήμερα μόνο αυτοί κατοικούν στα ερείπια του ναού: αυτοί ήταν οι τελευταίοι ήχοι που άκουσα στη γη της Ελλάδας».

Ότι και αν ισχυρίζεται («Ίσως να είμαι ο τελευταίος Γάλλος που αφήνει τη χώρα του για ταξίδια στους άγιους Τόπους με τις ιδέες, το σκοπό και τα συναισθήματα ενός αρχαίου προσκυνητή»), ο Chateaubriand δεν ήταν σε προσκύνημα. Το ανώτερο σημείο στο τέλος του προσκυνήματος είναι, εξ ορισμού, φορτωμένο με νόημα. Το νόημα που οι άνθρωποι αναζητούν εδώ αξίζει το ίδιο για το μεμονωμένο προσκυνητή σήμερα όπως πάντοτε. Η διαδρομή που οδηγεί σε αυτό, διανθισμένη με στάδια και υψηλά σημεία, αποτελεί μαζί του ένα «μονής-κατεύθυνσης» τόπο, ένα «χώρο» με την έννοια που χρησιμοποιεί ο Michel de Certeau. Ο Alphonse Dupront σημειώνει πως το πέρασμα της θάλασσας έχει η ίδια μια εναρκτήρια αξία εδώ:

«Έτσι, στις διαδρομές του προσκυνήματος, όταν ένα πέρασμα είναι αναγκαίο, υπάρχει μια ασυνέχεια και, τρόπος του λέγειν, μια υποβάθμιση του ηρωισμού. Η γη και το νερό είναι πολύ άνισα στο να δείχνουν το κόσμο στα καλύτερα τους, και πάνω από όλα τα περάσματα της θάλασσας προκαλούν μια διακοπή που επιβάλλεται από τη μυστηριακότητα του νερού. Πίσω από τα προφανή αυτά γεγονότα ήταν κρυμμένη μια άλλη βαθύτερη πραγματικότητα, που μοιάζει να έχει γίνει αντιληπτή ενστικτωδώς από ιερείς των αρχώ του 20ου αιώνα: αυτό της ολοκλήρωσης, μέσα από ένα θαλάσσιο ταξίδι, μιας τελετής ενηλικίωσης».

 

Η περίπτωση του Chateaubriand είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα· ο τελικός του προορισμός δεν ήταν η Ιερουσαλήμ αλλά η Ισπανία, όπου σχεδίαζε να συναντηθεί με την ερωμένη του (το Δρομολόγιο  όμως δεν είναι ομολογία όμως: ο Chateaubriand επιδεικνύει διακριτικότητα και ¨κρατά τη θέση του»). Και βρίσκει τους άγιους τόπους απογοητευτικούς. Πολλά έχουν γραφτεί ήδη για αυτούς:

«… Εδώ βιώνω μια δυσκολία. Να δημιουργήσω μια ακριβή εικόνα των άγιων τόπων; Τότε όμως θα επαναλάβω απλώς αυτά που ήδη έχουν ειπωθεί: ποτέ ίσως δεν υπήρξε ένα αντικείμενο τόσο άγνωστο για τους σύγχρονους αναγνώστες, και ωστόσο ποτέ ένα αντικείμενο δεν έχει εξαντληθεί τόσο πολύ. Πρέπει να παραλείψω την εικόνα των άγιων αυτών τόπων όμως αυτό δεν θα αφαιρούσε το πιο ουσιαστικό κομμάτι του ταξιδιού μου, στερώντας το από αυτό που είναι το τέρμα και ο σκοπός του;».

Αναμφίβολα επίσης, ο χριστιανός που θα ήθελε να είναι δεν μπορεί να χαρεί την ανελέητη παρακμή όλων των πραγμάτων τόσο εύκολα στα μέρη αυτά, όπως κάνει όταν αγναντεύει την Αττική και τη Σπάρτη. Αντίθετα στρέφεται στην επιμελή περιγραφή, κάνει επίδειξη λογιότητας, παραθέτει ολόκληρες σελίδες ταξιδιωτών ή ποιητών όπως ο Milton και ο Tasso, αυτό που κάνει εδώ είναι να υπεκφεύγει, και η αφθονία των διατυπώσεων και των καταγραφών πραγματικά κάνει δυνατό να αναγνωριστούν οι άγιοι τόποι του Chateaubriand ως μη-τόπος, πολύ όμοιος με εκείνους που περιγράφονται σε εικόνες και τσιτάτα στους οδηγούς και στις μπροσούρες μας. Αν στραφούμε για μια στιγμή στον ορισμό της νεωτερικότητας ως την ηθελημένη συνύπαρξη δυο διαφορετικών κόσμων (μπωντλεριανή νεωτερικότητα), μπορούμε να δούμε την εμπειρία του μη-τόπου ως μια επιστροφή πίσω στο ίδιο, μια ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από το θεατή και το θέαμα, δεν είναι πάντα απούσα από αυτή. Ο Starobinski σχολιάζοντας στο πρώτο ποίημα των Παρισινών Ταμπλό, επιμένει πως είναι η συνύπαρξη των δυο κόσμων, καμινάδες δίπλα από καμπαναριά, που ορίζει τη μοντέρνα πόλη· επίσης όμως εντοπίζει τη συγκεκριμένη θέση του ποιητή που, γενικά μιλώντας, θέλει να δει τα πράγματα από ψηλά και πολύ μακριά, και δεν ανήκει ούτε στο σύμπαν της θρησκείας ούτε και σε εκείνο της εργασίας. Για τον Starobinski, η θέση αυτή αντιστοιχεί στη διπλή πτυχή της νεωτερικότητας: «Απώλεια του αντικειμένου ανάμεσα στο πλήθος – ή, αντίστροφα, απόλυτη ισχύ διεκδικούμενη από την ατομική συνείδηση».

 

Μπορεί να ειπωθεί επίσης πως η θέση του ποιητή στη πράξη του βλέπειν αποτελεί θέαμα από μόνο της. Σ’ αυτό το παρισινό ταμπλό, είναι ο Baudelaire που καταλαμβάνει τη κεντρική θέση, εκείνη από την οποία βλέπει τη πόλη αλλά που ένας άλλος εαυτός, από απόσταση, κάνει το αντικείμενο μιας «δεύτερης ματιάς»:

«ακουμπισμένο το σαγόνι στα δυο μου χέρια, από την μοναχική σοφίτα

Θα δω το εργοστάσιο με το τραγούδι και το κουβεντολόι του

Καμινάδες, καμπαναριά…».

Εδώ ο Baudelaire δεν αναφέρεται απλά στην αναγκαία συνύπαρξη της αρχαίας θρησκείας και της νέας βιομηχανίας, ή την απόλυτη δύναμη της ατομικής συνείδησης, αλλά περιγράφει μια πολύ ειδική και μοντέρνα μορφή μοναξιάς. Η εξήγηση μιας θέσης, μιας «στάσης», μιας νοοτροπίας με τη πιο φυσική και κοινή έννοια του όρου, έρχεται στο τέλος μιας κίνησης που αδειάζει το τοπίο, και το βλέμμα του οποίου είναι το αντικείμενο, από όλο το περιεχόμενο και κάθε νόημα, ακριβώς επειδή το βλέμμα διαλύεται στο τοπίο και γίνεται αντικείμενο ενός δευτερεύοντος, άγνωστο βλέμμα – το ίδιο ή άλλο.

Κατά τη γνώμη μου αυτές οι μετατοπίσεις του βλέμματος και των παιχνιδιών των εικόνων, αυτό το άδειασμα της συνείδησης, μπορεί να προκληθεί – αυτή τη φορά με συστηματικό, γενικευμένο και  πεζό τρόπο – με τα χαρακτηριστικά αυτού που έχω προτείνει να αποκαλούμε «υπερνεωτερικότητα». Αυτά υποβάλλουν την ατομική συνειδητότητα  σε εντελώς νέες εμπειρίες και δοκιμασίες μοναξιάς, άμεσα συνδεδεμένες με την εμφάνιση και τον πολλαπλασιασμό των μη-τόπων. Πριν όμως συνεχίσουμε για να εξετάσουμε  τους μη-τόπους της υπερνεωτερικότητας με λεπτομέρειες, ίσως να είναι χρήσιμο να αναφέρουμε, αν και φευγαλέα, οι στάσεις που επιδεικνύονται από τους περισσότερους αναγνωρισμένους αντιπροσώπους την καλλιτεχνική «νεωτερικότητα» σε σχέση με τις έννοιες του τόπου και του χώρου. Γνωρίζουμε πως το ενδιαφέρον του Benjamin για τα παρισινά «περάσματα» και, γενικότερα, για την αρχιτεκτονική του σιδήρου και του γυαλιού, πηγάζει από το γεγονός πως βλέπει αυτά τα πράγματα ως κάτι που ενσαρκώνει μια ευχή για την προεικόνιση της αρχιτεκτονικής του επόμενου αιώνα, ως όνειρο ή προσδοκία. Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να αναρωτιόμαστε οι χθεσινοί εκπρόσωποι της νεωτερικότητας, που εντόπιζε υλικό για στοχασμό στον χειροπιαστό χώρο του κόσμου, ίσως να μην φώτισε εκ των προτέρων ορισμένες πτυχές της σημερινής υπερνεωτερικότητας· όχι μέσω του ατυχήματος μερικών τυχερών προαισθημάτων, αλλά επειδή ήδη ενσαρκώνουν με ένα εκπληκτικό τρόπο (επειδή ήταν καλλιτέχνες) καταστάσεις (πόζες, στάσεις) που, με πιο πεζό τρόπο, έχουν γίνει τώρα κοινό γνώρισμα.

 

Ξεκάθαρα η λέξη «μη-τόπος» χαρακτηρίζει δυο συμπληρωματικές αλλά διακριτές πραγματικότητες: χώρους σχηματισμένους σε σχέση με ορισμένους σκοπούς (αεροδρόμια, μεταφορές, εμπόριο, ψυχαγωγία) και τις σχέσεις που έχουν τα άτομα με αυτούς τους χώρους. Αν και τα δυο είδη σχέσεων αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, και σε κάθε περίπτωση επισήμως (άτομα ταξιδεύουν, κάνουν αγορές, χαλαρώνουν), δεν συγχέονται μεταξύ τους ωστόσο· γιατί οι μη-τόποι διαμεσολαβούν μια ολόκληρη μάζα σχέσεων, με το ίδιο και με τους άλλους, που συνδέονται μόνο έμμεσα με τους σκοπούς τους. Ένας ανθρωπολογικός χώρος δημιουργεί το οργανικά κοινωνικό, έτσι οι μη-τόποι δημιουργούν μοναχική συμβατικότητα. Δοκιμάστε να φανταστείτε κατά Durkheim ανάλυση ενός σαλονιού αναμονής στο Ρουασί!

Η σχέση μεταξύ ατόμων και τους περιβάλλοντός τους στο χώρο ενός μη-τόπου καθιερώνεται μέσα από την διαμεσολάβηση των λέξεων, ή ακόμη και κειμένων. Γνωρίζουμε, για αρχή, πως υπάρχουν λέξεις που δημιουργούν εικόνα – ή μάλλον εικόνες: η φαντασία ενός ατόμου που δεν πήγε ποτέ στην Ταϊτή ή στο Μαρακές πετά τη στιγμή που διαβάζονται ή ακούγονται αυτά τα ονόματα. Για αυτό και τα τηλεπαιχνίδια που αντλούν τόση από τη δημοφιλία τους από το ότι χαρίζουν ακριβά δώρα ταξιδιού και φιλοξενίας («μια εβδομάδα για δυο σε ξενοδοχείο τριών αστέρων στο Μαρόκο», «δύο εβδομάδες δωρεάν διαμονής στη Φλόριντα»): η απλή αναφορά των επάθλων είναι αρκετή για να δώσει ικανοποίηση στους θεατές που δεν τα κέρδισαν και δεν θα τα κερδίσουν ποτέ. Το «βάρος των λέξεων» (μια πηγή περηφάνειας σε μια εβδομαδιαία γαλλική εφημερίδα, που τα στηρίζει με την «επίδραση των φωτογραφιών») δεν περιορίζεται στα κανονικά ονόματα· μια σειρά από κοινά ουσιαστικά (διακοπές, ταξίδι, θάλασσα, ήλιος, κρουαζιέρα…) μερικές φορές, σε ορισμένα πλαίσια. Διαθέτουν την ίδια ενθυμητική δύναμη. Είναι εύκολο να φανταστούμε την έλξη που ίσως ασκήθηκε και μπορεί να ασκείτε ακόμη, αλλού και στην αντίθετη κατεύθυνση, από λέξεις που βρίσκουμε λιγότερο εξωτικές, ή ακόμη και κενές από την παραμικρή αίσθηση απόστασης: Αμερική, Ευρώπη, Δύση, κίνηση. Ορισμένοι τόποι υπάρχουν μόνο μέσα από τις λέξεις που τα επικαλούνται, και με την έννοια αυτή είναι μη-τόποι, ή μάλλον, φανταστικοί τόποι: κοινότοπες ουτοπίες, κλισέ. Είναι το αντίθετο από το μη-τόπο του  Michel de Certeau. Εδώ η λέξη δεν δημιουργεί κενό μεταξύ καθημερινής λειτουργικότητας και χαμένου μύθου: δημιουργεί την εικόνα, παράγει το μύθο και με την ίδια κίνηση τον κάνει λειτουργεί (οι τηλεθεατές βλέπουν το πρόγραμμα κάθε εβδομάδα, Αλβανοί συγκεντρώνονται στην Ιταλία ονειρευόμενοι την Αμερική, ο τουρισμός επεκτείνεται).

 

Στους πραγματικούς όμως μη-τόπους της υπερνεωτερικότητας – εκείνους που κατοικούμε όταν οδηγούμε στον αυτοκινητόδρομο, περιπλανιόμαστε στο σούπερ μάρκετ ή καθόμαστε στο σαλόνι αναμονής ενός αεροδρομίου περιμένοντας την επόμενη πτήση για το Λονδίνο ή τη Μασσαλία – έχουν την ιδιαιτερότητα πως ορίζονται εν μέρει από τις λέξεις και τα κείμενα που μας προσφέρουν: οι «οδηγίες χρήσης» τους, που μπορεί να είναι περιγραφικές («Πηγαίνετε στην δεξιά λωρίδα»), απαγορευτικές («Μη καπνίζεται») ή πληροφοριακές («Τώρα εισέρχεστε στην περιοχή του Μπωζολαί»). Μερικές φορές περιγράφονται με λίγο πολύ εμφανή και κωδικοποιημένα ιδεογράμματα (σε οδικά σήματα, χάρτες και τουριστικούς οδηγούς), μερικές φορές με κοινή γλώσσα. Αυτό δημιουργεί τις κυκλοφοριακές συνθήκες των χώρων στους οποίους τα άτομα υποτίθεται πως αλληλοεπιδρούν μόνο με κείμενα, που οι υπερασπιστές τους δεν είναι άτομα αλλά «ηθικές οντότητες» ή θεσμοί (αεροδρόμια, αερογραμμές, Υπουργείο Μεταφορών, εμπορικές εταιρείες, τροχαία, δημοτικά συμβούλια)· μερικές φορές η παρουσία τους δηλώνεται ανοιχτά («αυτός το οδικό τμήμα χρηματοδοτείται από το Γενικό Συμβούλιο», «το κράτος δουλεύει για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης σας»), μερικές φορές είναι μόνο ασαφώς διακριτή πίσω από τις εντολές, συμβουλές, σχολιασμούς και «μηνύματα» που μεταδίδονται από τις αναρίθμητες «βοήθειες» (ταμπέλες, οθόνες, αφίσες) που αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου τοπίου.

Οι καλά σχεδιασμένοι αυτοκινητόδρομοι της Γαλλίας αποκαλύπτουν τοπία που θυμίζουν κάπως εναέριες όψεις, πολύ διαφορετικά από εκείνα που βλέπουν ταξιδιώτες στις παλιές εθνικές οδούς και επαρχιακούς κεντρικούς δρόμους. Αντιπροσωπεύουν, όπως φαίνεται, μια αλλαγή από το ενδοσκοπικό σινεμά στον μεγάλο ουρανό των Γουέστερν.

Είναι όμως τα κείμενα που φυτεύονται στα πλάι του δρόμου που μας λένε σχετικά με το τοπίο και κάνουν τις μυστικές του ομορφιές εμφανείς. Οι κεντρικοί δρόμοι δεν περνούν πλέον μέσα από πόλεις, αλλά λίστες των σημαντικών τους γνωρισμάτων – και όντως, ένα ολόκληρο σχολιασμό – εμφανίζονται σε κοντινές μεγάλες ταμπέλες. Υπό μια έννοια ο ταξιδιώτης απαλλάσσεται από την ανάγκη να σταματήσει ή ακόμη και να κοιτάξει. Έτσι, οδηγοί κατεβαίνουν τον αυτοκινητόδρομο του νότου παροτρύνονται να προσέξουν ένα οχυρωμένο χωριό του 13ου αιώνα, ένα ονομαστό αμπέλι, τον «αιώνιο λόφο» του Βεζλαί, τα τοπία του Αβολοναί ή ακόμη και του Cézanne (την επιστροφή της κουλτούρας σε μια φύση που καλύπτεται, αλλά που ακόμη μιλούν για αυτή). Το τοπία διατηρεί την απόσταση του, αλλά είναι φυσικές ή αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες που γεννούν ένα κείμενο, μερικές φορές συμπληρώνονται από ένα σχηματικό διάγραμμα όταν φαίνεται πως ο περαστικός ταξιδιώτης  δεν είναι πραγματικά σε θέση να δει το χαρακτηριστικό γνώρισμα που πρόσεξε, και έτσι πρέπει να αντλήσει όποια ευχαρίστηση μπορεί από την απλή γνώση της εγγύτητας.

 

Το ταξίδι στους αυτοκινητόδρομους είναι έτσι διπλά σημαντικό: αποφεύγει, για λειτουργικούς λόγους, όλα τα κύρια μέρη στα οποία μας πάει· και κάνει σχόλια πάνω τους. Οι σταθμοί εξυπηρέτησης οχημάτων προσθέτουν σε αυτή τη πληροφορία, υιοθετώντας έναν όλο και πιο επιθετικό ρόλο ως κέντρα περιφερειακής κουλτούρας, πουλώντας μια γκάμα τοπικών προϊόντων με μερικούς χάρτες και οδηγούς που μπορεί να είναι χρήσιμοι σε οποιονδήποτε σκέφτεται να σταματήσει. Φυσικά το γεγονός είναι πως οι περισσότεροι που περνούν δεν σταματούν· μπορεί όμως να περάσουν ξανά, κάθε καλοκαίρι ή πολλές φορές το χρόνο, έτσι που ένα αφηρημένος χώρος, ένας για τον οποίο είχαν συχνή ευκαιρία να διαβάσουν παρά να δουν, μπορεί να γίνει παράδοξα οικείος  για αυτούς με τη πάροδο του χρόνου· όπως άλλοι, πλουσιότεροι άνθρωποι συνηθίζουν τον πωλητή ορχιδεών στο αεροδρόμιο της Μπανγκόγκ, ή το κατάστημα duty-free στο Ρουασί Ι.

Στη Γαλλία πριν τριάντα χρόνια, οι εθνικές οδοί, επαρχιακοί κεντρικοί δρόμοι και σιδηρόδρομοι διείσδυαν την καθημερινότητα την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Η διαφορά μεταξύ δρόμου και σιδηρόδρομου, από αυτή τη σκοπιά, ήταν όπως η διαφορά μεταξύ του μπροστινού και του πίσω κάποιου αντικειμένου· η ίδια διαφορά σήμερα είναι ακόμη εν μέρει αντιληπτή σε οποιονδήποτε που παραμένει στους επαρχιακούς δρόμους και σιδηρόδρομους (με την εξαίρεση του TGV(, ιδιαίτερα τις τοπικές γραμμές (όπου υπάρχουν ακόμη, γιατί είναι κυρίως οι τοπικές υπηρεσίες, οι δρόμοι του τοπικού ενδιαφέροντος, που εξαφανίζονται ταχύτερα). Οι επαρχιακοί δρόμοι, που σήμερα συχνά επανασχεδιάζονται για να παρακάμψουν πόλεις και χωριά, περνούσαν παλιότερα μέσω των κεντρικών δρόμων τους, γεμάτοι σπίτια και στις δυο πλευρές τους. Πριν τις 8 το πρωί ή μετά τις εφτά τη νύχτα, ο ταξιδιώτης μπορούσε να οδηγεί μέσα σε μια έρημο κενών προσόψεων (κλειστά παντζούρια, ίχνη από φως να φιλτράρονται μέσα από τα κενά των περσίδων, αλλά μόνο μερικές φορές, μιας και κρεβατοκάμαρες και σαλόνια συνήθως έβλεπαν το πίσω του σπιτιού): ήταν μάρτυρας της έξοχης, ελεγχόμενης εικόνας που θέλουν να δίνουν οι Γάλλοι στον εαυτό τους, που κάθε Γάλλος θέλει να προβάλει στους γείτονές του. Ο περαστικός οδηγός έβλεπε κάτι από πόλεις που σήμερα έχουν γίνει ονόματα σε μια διαδρομή (Λα Φερτέ-Μπερνάρ, Νογκέντ-λε-Ροτρού)· τα κείμενα μπορεί να αποκωδικοποιεί (ταμπέλες καταστημάτων, δημοτικά μηνύματα) στη διάρκεια ενός μποτιλιαρίσματος, ή περιμένοντας σε ένα κόκκινο φανάρι, δεν απευθύνονταν προς αυτόν μόνο. Τα τραίνα από την άλλη, ήταν – και παραμένουν – πιο αδιάκριτα. Ο σιδηρόδρομος που συχνά περνά πίσω από τα σπίτια που αποτελούν την πόλη, πιάνει τους επαρχιώτες στον ύπνο στην ιδιωτικότητα των καθημερινών ζωών τους, πίσω από το προσωπείο, στη πλευρά του κήπου, της κουζίνας ή τη πλευρά της κρεβατοκάμαρας και, το βράδυ, η φωτεινή πλευρά (ενώ η πλευρά του δρόμου, αν δεν ήταν ο δημόσιος φωτισμός, θα ήταν το πεδίο του σκότους και της νύχτας). Τα τραίνα πήγαιναν αρκετά αργά ώστε ο περίεργος ταξιδιώτης  να μπορεί να διαβάσει τα ονόματα στους σταθμούς που περνούσαν, αυτό όμως έχει γίνει αδύνατο από την υπερβολική ταχύτητα  των σημερινών τραίνων. Είναι σαν ορισμένα κείμενα να έχουν ξεπεραστεί για τον σύγχρονο ταξιδιώτη. Του προσφέρονται άλλα: στο σαν αεροπλάνο τραίνο που έχει γίνει ο TGV, μπορεί να ξεφυλλίσει ένα περιοδικό σαν εκείνα που προσφέρονται από τις αερογραμμές για τους επιβάτες: του υπενθυμίζει, σε άρθρα, φωτογραφίες και διαφημίσεις, την ανάγκη να ζήσει στην κλίμακα (ή στην εικόνα) του σημερινού κόσμου.

 

Μια άλλη εμπειρία της εισβολής του κειμένου στο χώρο είναι το μεγάλο σούπερ-μάρκετ. Ο πελάτη περιδιαβαίνει σιωπηλά, διαβάζει ταμπέλες, ζυγίζει φρούτα και λαχανικά σε μια μηχανή που δίνει τη τιμή μαζί με το βάρος· τότε δίνει τη πιστωτική του κάρτα σε μια νεαρή γυναίκα το ίδιο σιωπηλή όσο ο ίδιος – γενικά, όχι ιδιαίτερα ομιλητική που περνά κάθε αντικείμενο από τον αισθητήρα μιας μηχανής αποκωδικοποίησης πριν δοκιμάσει την εγκυρότητα της πιστωτικής κάρτας του πελάτη. Υπάρχει ένας πιο άμεσος αλλά ακόμη πιο σιωπηλός διάλογος μεταξύ του κατόχου της κάρτας και του μηχανήματος αναλήψεων: βάζει την κάρτα, μετά διαβάζει τις οδηγίες στην οθόνη του, γενικά ενθαρρυντικές σε τόνο αλλά μερικές φορές περιλαμβάνοντας φράσεις («Υπάρχει πρόβλημα με τη κάρτα», «Παρακαλώ αποσύρεται την κάρτα σας», «Διαβάστε τις οδηγίες προσεκτικά») που τον προτρέπουν μάλλον αυστηρά να κάνει κάτι. Όλες οι επισημάνσεις που ακτινοβολούν από τους δρόμους και τα εμπορικά μας κέντρα, από τις γωνιακές θέσεις της εμπροσθοφυλακής του τραπεζικού συστήματος («Ευχαριστούμε για την συναλλαγή σας», «Καλό ταξίδι», «Συγνώμη για όποια ταλαιπωρία»)  απευθύνονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα σε όλους και στον καθένα μας: κατασκευάζουν τον «μέσο άνθρωπο», ορισμένο ως το χρήστη του δρόμου, του καταστήματος ή του τραπεζικού συστήματος. Τον κατασκευάζουν, και μπορεί κάποιες φορές να τον εξατομικεύουν: σε μερικούς δρόμους και αυτοκινητόδρομους που τρέχει πολύ επαναφέρεται στη τάξη από το ένα προειδοποιητικό σήμα που αναβοσβήνει ξαφνικά (110! 110!)· σε μερικές διασταυρώσεις του Παρισιού, αυτοκίνητα που παραβιάζουν κόκκινα φανάρια φωτογραφίζονται αυτόματα. Κάθε πιστωτική κάρτα φέρει έναν κωδικό ταυτοποίησης που επιτρέπει στο μηχάνημα να δώσει στο χρήστη της πληροφορίες ταυτόχρονα με μια υπενθύμιση των κανόνων του παιχνιδιού: «Μπορείτε να πάρετε 600 φράγκα». Ο «ανθρωπολογικός τόπος» σχηματίζεται από ατομικές ταυτότητες, μέσα από τις πολυπλοκότητες της γλώσσας, τις τοπικές αναφορές, τους άρρητους κανόνες του τρόπου ζωής· ο μη τόπος δημιουργεί την κοινή ταυτότητα των επιβατών, των πελατών ή των εκδρομέων της Κυριακής. Δίχως αμφιβολία η σχετική ανωνυμία που πάει με αυτή την προσωρινή ταυτότητα μπορεί να γίνει αισθητή ακόμη και σαν απελευθέρωση, από ανθρώπους που, για κάποιο χρόνο, πρέπει απλά να υπακούν, να πάνε εκεί που τους λένε, να ελέγξουν την εμφάνιση τους. Μόλις το διαβατήριο ή ταυτότητα του έχει ελεγχθεί, ο επιβάτης για την επόμενη πτήση, απελευθερωμένος από το βάρος των αποσκευών του και των καθημερινών ευθυνών, τρέχει στον αδασμολόγητο χώρο· όχι, ίσως, τόσο για να αγοράσει στις καλύτερες τιμές όσο για να βιώσει την πραγματικότητα της στιγμιαίας διαθεσιμότητας του, της αδιαμφισβήτητης θέσης του ως επιβάτη στη διαδικασία της αναχώρησης.

 

Μόνος αλλά ένας από τους πολλούς, ο χρήστης ενός μη τόπου είναι σε συμβατικές σχέσεις μαζί του (ή με τις δυνάμεις που τον κυβερνούν). Του υπενθυμίζεται, όταν είναι απαραίτητο, πως η σύμβαση υπάρχει. Ένα στοιχείο είναι ο τρόπος που θα χρησιμοποιηθεί ο μη-τόπος: το εισιτήριο αγοράστηκε, η κάρτα θα πρέπει να επιδειχθεί στον έλεγχο, ακόμη και το καρότσι που σπρώχνει τριγύρω στο σούπερ-μάρκετ, είναι όλα λίγο πολύ ξεκάθαρα σημεία του. Η σύμβαση σχετίζεται πάντοτε με την ατομική ταυτότητα του μέρους που υπογράφει τη σύμβαση. Για να μπεις στο σαλόνι αναμονής του αεροδρομίου, ένα εισιτήριο – πάντοτε με τυπωμένο το όνομα του επιβάτη – πρέπει πρώτα να παρουσιαστεί στο γραφείο της υποδοχής· η απόδειξη πως η σύμβαση έχει γίνει σεβαστή έρχεται στον έλεγχο διαβατηρίων, με την ταυτόχρονη παρουσίαση του πάσου επιβίβασης και ενός εγγράφου ταυτότητας: διαφορετικές χώρες έχουν διαφορετικές απαιτήσεις στο σημείο αυτό (ταυτότητα, διαβατήριο, διαβατήριο και βίζα) και έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τη στιγμή της αναχώρησης για να εξασφαλιστεί πως εκπληρώνονται σωστά. Έτσι ο επιβάτης ανέρχεται στην ανωνυμία του όταν έχει δώσει απόδειξη της ταυτότητας του· όταν συνυπέγραψε (κατά κάποιο τρόπο) τη σύμβαση. Ο πελάτης του σούπερ μάρκετ δίνει την ταυτότητα του όταν πληρώνει με επιταγή ή πιστωτική κάρτα· το ίδιο κάνει ο οδηγός του αυτοκινητόδρομου όταν πληρώνει με επιταγή ή πιστωτική κάρτα. Κατά κάποιο τρόπο, ο χρήστης του μη-τόπου απαιτείται πάντοτε να αποδεικνύει την αθωότητα του, έλεγχοι πάνω στη σύμβαση και την ταυτότητα του χρήστη, εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων, σφραγίζουν το χώρο της προσωρινής κατανάλωσης με το σημάδι του μη-τόπου: η είσοδος είναι ανοιχτή για τον αθώο. Εδώ οι λέξεις μετά βίας έχουν πλέον σημασία. Δεν υπάρχει ατομικοποίηση (κανένα δικαίωμα στην ανωνυμία) δίχως ελέγχους ταυτότητας.

Φυσικά τα κριτήρια της αθωότητας είναι τα καθιερωμένα, επίσημα κριτήρια της ατομικής ταυτότητας (εισηγμένα σε κάρτες, αποθηκευμένα σε μυστήριες τράπεζες δεδομένων). Όμως η ίδια η αθωότητα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: ένα άτομο που εισέρχεται στο χώρο του μη-τόπου απαλλάσσεται από τις συνήθεις ορίζουσες του. Δεν γίνεται τίποτα παραπάνω από ότι κάνει ή βιώνει στο ρόλο του επιβάτη, πελάτη ή οδηγού. Ίσως να τον βαραίνουν ακόμη από τις στεναχώριες της προηγούμενης μέρας, της ανησυχίες της επόμενης μέρας· όμως αποστασιοποιείται από αυτές προσωρινά από το περιβάλλον της στιγμής. Αντικείμενο μιας ήπιας μορφής καταληψίας, στην οποία παραδίδεται με περισσότερη ή λιγότερη έφεση ή θέληση, γεύεται για λίγο – όπως ο καθένας που είναι υπό καταληψία – τις παθητικές χαρές της απώλειας της ταυτότητας, και την πιο ενεργή ευχαρίστηση του παιχνιδιού ρόλων.

 

Αυτό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος είναι τελικά μια εικόνα του εαυτού του, αλλά στη πραγματικότητα είναι μια πολύ παράξενη εικόνα. Το μόνο πρόσωπο που φαίνεται, η μόνη φωνή που ακούγεται, στο σιωπηλό διάλογο που έχει με το τοπίο-κείμενο που απευθύνεται σ’ αυτόν  μαζί με άλλους, είναι το δικό του: το πρόσωπο και η φωνή μιας μοναξιάς που γίνεται ακόμη πιο παράξενη από το γεγονός πως αντηχεί εκατομμύρια άλλους. Ο επιβάτης μέσω των μη-τόπων ανακτά τη ταυτότητα του μόνο μέσω του Τελωνείου, των διοδίων και στο ταμείο. Στο μεταξύ υπακούει τον ίδιο κώδικα όπως οι άλλοι, δέχεται τα ίδια μηνύματα, απαντά στις ίδιες εκκλήσεις. Ο χώρος του μη-τόπου δεν δημιουργεί ούτε ταυτότητα ούτε σχέσεις· μόνο μοναξιά και ομοιότητα.

Δεν υπάρχει θέση εκεί για ιστορία εκτός και αν έχει μεταμορφωθεί σε ένα αντικείμενο θεάματος, συνήθως υπαινικτικά κείμενα. Αυτό που κυριαρχεί εκεί είναι η πραγματικότητα, η επιτακτικότητα της παρούσας στιγμής. Καθώς οι μη-τόποι υπάρχουν για να περάσουν από μέσα τους, μετρούνται σε μονάδες χρόνου. Τα δρομολόγια δεν λειτουργούν δίχως χρονοδιαγράμματα, λίστες χρόνου αναχώρησης και άφιξης στα οποία βρίσκεται πάντοτε μια άκρη για την αναφορά πιθανών καθυστερήσεων, βιώνονται στο παρόν. Το παρόν του ταξιδιού, που πραγματώνεται σήμερα σε πτήσης μεγάλης απόστασης από μια οθόνη που δίνει λεπτό με το λεπτό ενημερώσεις για την πρόοδο του αεροπλάνου. Από καιρό σε καιρό ο πιλότος της πτήσης το κάνει αυτό εμφανές με κάπως περιττό τρόπο: «Η πόλη της Λισαβώνας θα πρέπει να φαίνεται στα δεξιά του αεροπλάνου». Στη πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα να δεις: για ακόμη μια φορά, το θέαμα είναι μόνο μια ιδέα, μόνο μια λέξη. Στον αυτοκινητόδρομο, περιστασιακές φωτεινές πινακίδες δίνουν την θερμοκρασία του περιβάλλοντος και πληροφορίες χρήσιμες για εκείνους που βρίσκονται στο χώρο: «Ουρά δύο χιλιομέτρων στον Α3». Αυτό το παρόν είναι εκείνο της πραγματικότητας με την ευρεία έννοια: στο αεροπλάνο, οι εφημερίδες διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται· κάποιες αερογραμμές αναμεταδίδουν ακόμη τηλεοπτικές εκπομπές επίκαιρων θεμάτων. Τα περισσότερα αυτοκίνητα διαθέτουν ραδιόφωνο· το ραδιόφωνο παίζει διαρκώς στους σταθμούς εξυπηρέτησης αυτοκινήτων και στα σούπερ-μάρκετ: λέξεις κλειδιά για την ημέρα, διαφημίσεις, λίγα αποσπάσματα ειδήσεων προσφέρονται – επιβάλλονται – στους περαστικούς πελάτες. Τα πάντα προχωρούν σαν ο χώρος να έχει εγκλωβιστεί από το χρόνο, σαν να μην υπάρχει άλλη ιστορία πέρα από τις τελευταίες σαράντα οχτώ ώρες ειδήσεων, σαν κάθε ατομική ιστορία να αντλεί τα κίνητρα, τις λέξεις και τις εικόνες της από το ανεξάντλητο απόθεμα μιας αέναης ιστορίας στο παρόν.

 

Υπό επίθεση από εικόνες που τον κατακλύζουν από διαφημιστικούς, μεταφορικούς ή εμπορικούς θεσμούς, ο επιβάτης στους μη-τόπους έχει την ταυτόχρονη εμπειρία ενός αέναου παρόντος και μιας συνάντησης με το ίδιο. Συνάντηση, αναγνώριση, εικόνα: είναι αυτός ο καλοντυμένος σαραντάχρονος, απολαμβάνοντας εμφανώς ανείπωτες απολαύσεις υπό το επιμελές βλέμμα μιας ξανθιάς υπαλλήλου· είναι ο ψύχραιμος οδηγός αγώνων που τρέχει με το υπερτροφοδοτούμενο του σε κάποιον ξεχασμένο επαρχιακό δρόμο στην Αφρική· και εκείνος ο αρρενωπός τύπος που κοιτά ερωτικά μια γυναίκα επειδή χρησιμοποιεί κολόνια με έντονο άρωμα: και αυτός ακόμη. Αν αυτές οι προσκλήσεις  για αναγνώριση είναι ουσιαστικά αρρενωπές, είναι επειδή το εγώ-ιδεώδες που εκπέμπουν είναι αρρενωπό· στο παρόν, μια ικανή γυναίκα επιχειρηματίας ή οδηγός αγώνων είναι αντιληπτή ως κατέχουσα «αρρενωπά» χαρακτηριστικά. Ο τόνος φυσικά αλλάζει στα σούπερ-μάρκετ, εκείνους τους μικρότερου κύρους μη-τόπους όπου οι γυναίκες είναι σε πλειοψηφία. Εδώ το ζήτημα της ισότητας (ακόμη, τελικά, η εξαφάνιση της διάκρισης) των φύλων αναφέρεται με συμμετρική και αντίστροφο τρόπο: οι νέοι πατέρες, διαβάζουμε στα «γυναικεία» περιοδικά, ενδιαφέρονται για τις οικιακές δουλειές και απολαμβάνουν να προσέχουν τα μωρά. Αλλά ακόμη και στα σούπερ-μάρκετ ο μακρινός θόρυβος της σύγχρονης αίγλης είναι αισθητός: μέσα. Αστέρια, οι ειδήσεις. Το πιο σημαντικό πράγμα που παραμένει σε όλα αυτά είναι αυτό που ίσως κάποιος ονομάσει «διασταυρούμενη συμμετοχή» δημοσιότητας και διαφημιστικών μηχανισμών.

Οι εμπορικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί διαφημίζουν μεγάλα καταστήματα· μεγάλα καταστήματα διαφημίζουν εμπορικά ραδιόφωνα. Όταν τα ταξίδια στην Αμερική είναι σε ειδική προσφορά, τοι ραδιόφωνο μας το λέει. Τα περιοδικά των αεροπορικών γραμμών διαφημίζουν ξενοδοχεία που διαφημίζουν αεροπορικές γραμμές· το ενδιαφέρον πράγμα είναι πως ο ολόκληρος ο χώρος μέσα στον οποίο βρίσκονται έτσι οι καταναλωτές εγκλωβισμένοι ανάμεσα στους αντίλαλους και εικόνες ενός είδους κοσμολογίας που, αντίθετα από εκείνους που παραδοσιακά μελετιούνται από εθνολόγους, είναι αντικειμενικά οικουμενικός, και ταυτόχρονα οικείος και με αίγλη. Αυτό έχει τουλάχιστον δυο αποτελέσματα. Από την μια, οι εικόνες αυτές τείνουν να αποτελούν ένα σύστημα· περιγράφουν ένα κόσμο κατανάλωσης που κάθε άτομο μπορεί να κάνει δικό του επειδή το στριμώχνει διαρκώς. Ο πειρασμός για ναρκισσισμό είναι ακόμη πιο έντονος εδώ γιατί μοιάζει να εκφράζει το κοινό νόμο: κάνε όπως κάνουν οι άλλοι για να είσαι εσύ. Από την άλλη, όπως όλες οι κοσμολογίες, αυτή η νέα κοσμολογία παράγει αποτελέσματα αναγνώρισης. Ένα παράδοξο του μη-τόπου: ένας ξένος χαμένος σε μια ξένη χώρα που δεν γνωρίζει (ένας «περαστικός ξένος») μπορεί να αισθάνεται σαν το σπίτι του μόνο στην ανωνυμία των αυτοκινητόδρομων, των σταθμών εξυπηρέτησης, των μεγάλων καταστημάτων ή των ξενοδοχειακών αλυσίδων. Για αυτόν, το λογότυπο μιας πετρελαϊκής εταιρείας είναι καθησυχαστικό ορόσημο· ανάμεσα στα ράφια του σούπερ μάρκετ πέφτει με ανακούφιση σε προϊόντα υγιεινής, οικιακά είδη ή τρόφιμα που σφραγίζονται από ονόματα πολυεθνικών εταιρειών. Από την άλλη, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης διατηρούν ένα μέτρο εξωτισμού, για τον απλούστατο λόγο πως δεν έχουν ακόμη όλα τα αναγκαία μέσα να ανέλθουν στον παγκόσμιο καταναλωτικό χώρο.

 

                                                          *

Στην απτή πραγματικότητα του σημερινού κόσμου, οι τόποι και οι χώροι, οι τόποι και οι μη-τόποι αλληλοσυνδέονται και μπλέκονται μαζί. Η πιθανότητα του μη-τόπου δεν είναι ποτέ απούσα από οποιοδήποτε τόπο. Ο τόπος γίνεται καταφύγιο για το θαμώνα του μη-τόπου (που μπορεί να ονειρεύεται, για παράδειγμα, να έχει ένα δεύτερο σπίτι στα βάθη της εξοχής). Τόποι και μη-τόποι απωθούνται (ή έλκονται) όπως οι λέξεις και οι έννοιες που μας βοηθούν να περιγράψουμε. Τα λόγια του συρμού ωστόσο – εκείνα που δεν υπήρχαν πριν τριάντα χρόνια – συνδέονται με τους μη-τόπους. Έτσι μπορούμε να αντιπαραβάλουμε τις πραγματικότητες του περάσματος (στρατόπεδο διαλογής ή επιβάτες σε μετακίνηση) με εκείνες της μονιμότητας και της κατοικίας· του κόμβου (όπου κανείς δεν διασχίζει τη διαδρομή οποιουδήποτε άλλου) με της διασταύρωσης (όπου οι άνθρωποι συναντιούνται)· του επιβάτη (οριζόμενο από το προορισμό του) με του ταξιδιώτη (εκείνου που κάνει βόλτα κατά τη διαδρομή του – το βασικό, η SNCF αποκαλεί ακόμη τους πελάτες της ταξιδιώτες μέχρι να επιβιβαστούν στο TGV· τότε γίνονται επιβάτες), του συγκροτήματος κατοικιών (ΣτΜ: στα γαλλικά L’ensemble), όπου οι άνθρωποι δεν ζουν μαζί και που δεν είναι ποτέ στο κέντρο από οπουδήποτε (τα μεγάλα συγκροτήματα χαρακτηρίζουν τις αποκαλούμενες περιφερειακές ζώνες ή προάστια), με του μνημείου όπου οι άνθρωποι μοιράζονται και τιμούν· της επικοινωνίας (με τους κώδικές της, τις εικόνες και τις στρατηγικές της) με τη γλώσσα (οι οποία μιλιέται).

Το λεξιλόγιο έχει κεντρικό ρόλο εδώ επειδή είναι αυτό που πλέκει τον ιστό των συνηθειών, εκπαιδεύει το βλέμμα, πλαισιώνει το τοπίο. Ας επιστρέψουμε για μια στιγμή στον προτεινόμενο ορισμό της έννοιας της «ρητορικής χώρας» του Vincent Descombes,  βασισμένης σε μια ανάλυση της «φιλοσοφίας του Κομπραί, ή μάλλον «κοσμολογίας»:

«Που αισθάνεται οικεία ο χαρακτήρας; Το ερώτημα αναφέρεται λιγότερο σε γεωγραφική περιοχή όσο σε ρητορική περιοχή (ρητορική με την κλασική έννοια, όπως ορίζεται από τις ρητορικές πράξεις: έκκληση, καταγγελία, εγκώμιο, απόκρυψη, πρόταση, προειδοποίηση και ούτω καθεξής). Ο χαρακτήρας αισθάνεται σαν το σπίτι του όταν είναι άνετος με την ρητορική των ανθρώπων με τους οποίους μοιράζεται τη ζωή. Το σημάδι ότι αισθάνεται άνετα είναι η ικανότητα να κάνει τον εαυτό του κατανοητό δίχως μεγάλη δυσκολία, και να ακολουθήσει την λογική άλλων δίχως την ανάγκη για μακροσκελείς εξηγήσεις. Η ρητορική χώρα ενός χαρακτήρα τελειώνει εκεί που οι συνομιλητές του δεν κατανοούν πλέον τους λόγους με τους οποίους εξηγεί τις πράξεις και τις ενέργειες του, τις κρίσεις που κάνει ή τους ενθουσιασμούς που εκφράζει. Μια αναταραχή της ρητορικής επικοινωνίας χαρακτηρίζει το πέρασμα ενός ορίου, που φυσικά πρέπει να το φανταζόμαστε ως συνοριακή ζώνη, ένα έλος, παρά ως μια σαφώς ζωγραφισμένη γραμμή»

 

Αν ο Descombes έχει δίκιο, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στο κόσμο της υπερνεωτερικότητας οι άνθρωποι είναι πάντα, και ποτέ σαν στο σπίτι τους· οι συνοριακές ζώνες ή τα «έλη» που αναφέρει δεν ανοίγονται πλέον απόλυτα σε ξένους κόσμους. Η υπερνεωτερικότητα (που πηγάζει ταυτόχρονα από τρεις μορφές υπερβολής: την υπερπληθώρα γεγονότων, την χωρική υπερπληθώρα και την ατομικοποίηση των αναφορών) βρίσκει φυσικά την πλήρη έκφραση της στους μη-τόπους. Οι λέξεις και οι εικόνες σε μετακίνηση μεταξύ μη-τόπων μπορεί να ριζώσει στους – ακόμη πολύμορφους – τόπους που οι άνθρωποι προσπαθούν να χτίσουν  κομμάτι της καθημερινής τους ζωής. Αντίστροφα, μπορεί να ισχύει πως ο μη-τόπος δανείζεται τις λέξεις του από το έδαφος, κάτι που φαίνεται στους αυτοκινητόδρομους, όπου οι «σταθμοί εξυπηρέτησης» – με τον όρο «σταθμός» (ΣτΜ: στα αγγλικά area, περιοχή) να είναι πραγματικά ο πιο ουδέτερος που είναι δυνατό, η αντίθεση του τόπου – κάποιες φορές παίρνουν το όνομα τους από κάποιο ιδιαίτερο και μυστήριο γνώρισμα της γύρω περιοχής: σταθμός Άιμπου (Hibou), σταθμός Ζιτ-ου-Λουπς (du Gite-aux-Loups), σταθμός Κομπ Τουρμάντ (Combe­Tourmente), σταθμός Κροκέτ (Croquettes)…. Έτσι ζούμε σε ένα κόσμο που η εμπειρία που οι εθνολόγοι παραδοσιακά αποκαλούσαν «πολιτισμική επαφή» έχει γίνει ένα γενικό φαινόμενο. Το πρώτο πρόβλημα με μια εθνολογία του «εδώ» είναι πως ασχολείται με ένα «αλλού», όμως ένα «αλλού» που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μοναδικό και διακριτό (εξωτικό) αντικείμενο. Αυτές οι πολλαπλές διαπερατότητες έχουν γίνει εμφανείς στη γλώσσα. Η χρήση «βασικών αγγλικών» από τεχνολογίες επικοινωνίας και προώθησης είναι ενδεικτική από την άποψη αυτή: είναι λιγότερο ζήτημα θριάμβου μιας γλώσσας πάνω στις άλλες από ότι η εισβολή όλων των γλωσσών από ένα οικουμενικό λεξιλόγιο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η ανάγκη για αυτό το γενικευμένο λεξιλόγιο, όχι το γεγονός πως χρησιμοποιεί αγγλικές λέξεις. Η λεξιλογική εξασθένιση (αν αυτό είναι το όνομα που δίνουμε στην παρακμή της σημασιολογικής και συντακτικής ικανότητας στην μέση καθομιλούμενη γλώσσα) οφείλεται περισσότερο σε αυτή τη γενίκευση από ότι στην υπονόμευση της μιας γλώσσας από μια άλλη.

Γίνεται πλέον εμφανές αυτό που διακρίνει την υπερνεωτερικότητα από την νεωτερικότητα όπως ορίζεται από τον Starobinski μέσω του Baudelaire. Η υπερνεωτερικότητα δεν είναι το μόνο που υπάρχει στο σύγχρονο. Στη νεωτερικότητα του μποντελριανού τοπίου, από την άλλη, τα πάντα συνδυάζονται, όλα είναι μαζί: τα καμπαναριά και οι καμινάδες είναι τα «κατάρτια της πόλης». Αυτό που βλέπει ο θεατής της νεωτερικότητας είναι το ανακάτεμα του παλιού και του νέου. Η υπερνεωτερικότητα, όμως, μετατρέπει το παλιό (ιστορία) σε συγκεκριμένο θέαμα, όπως κάνει με κάθε εξωτισμό και κάθε τοπική ιδιαιτερότητα. Η ιστορία και ο εξωτισμός παίζουν τον ίδιο ρόλο σε αυτή με τις «παραθέσεις» σε ένα γραπτό κείμενο: μια κατάσταση υπέροχα εκφρασμένη στους οδηγούς των ταξιδιωτικών γραφείων. Στους μη-τόπους της υπερνεωτερικότητας, υπάρχει πάντοτε μια ειδική θέση (στη βιτρίνα, σε μια αφίσα, στα δεξιά του αεροπλάνου, στα αριστερά του αυτοκινητόδρομου) για «παράξενα πράγματα» παρουσιασμένα ως εξής: ανανάδες από την Ακτή του Ελεφαντοστού· Βενετία- η πόλη των δόγηδων· η Κάσμπα της Ταγγέρης· η τοποθεσία της Αλεσίας. Δεν παίζουν όμως κανένα ρόλο σε οποιαδήποτε σύνθεση, δεν ενσωματώνονται σε τίποτα· γίνονται απλά μάρτυρες, στη διάρκεια ενός ταξιδιού, της συνύπαρξης διακριτών ατομικοτήτων, αντιληπτών ως ανάλογες και ασύνδετες, καθώς οι μη-τόποι είναι ο χώρος της υπερνεωτερικότητας, η υπερνεωτερικότητα δεν μπορεί να έχει τις ίδιες φιλοδοξίες με την νεωτερικότητα. Όταν τα άτομα συναντιούνται, δημιουργούν το κοινωνικό και οργανώνουν τόπους. Ο χώρος όμως της υπερνεωτερικότητας γεμίζει από αυτή την αντίφαση: ασχολείται μόνο με άτομα (πελάτες, επιβάτες, χρήστες, ακροατές), αλλά αναγνωρίζονται (όνομα, επάγγελμα, τόπος γέννησης, διεύθυνση) μόνο μπαίνοντας ή βγαίνοντας. Καθώς οι μη-τόποι είναι ο χώρος της υπερνεωτερικότητας, αυτό το παράδοξο πρέπει να εξηγηθεί: μοιάζει πως το κοινωνικό παιχνίδι παίζεται αλλού μακριά από τις μπροστινές θέσεις της συγχρονικότητας. Είναι με τη μέθοδο των τεράστιων παρενθέσεων που οι μη-τόποι δέχονται καθημερινά αυξανόμενους αριθμούς ατόμων. Και είναι ο ειδικός στόχος όλων εκείνων που το πάθος τους για διατήρηση ή κατάκτηση περιοχής τους οδηγεί στη τρομοκρατία. Αεροδρόμια και αεροπλάνα, μεγάλα καταστήματα και σιδηροδρομικοί σταθμοί αποτελούσαν πάντοτε προτιμώμενο στόχο για επιθέσεις (για να μην αναφερθούμε στα αυτοκίνητα-βόμβες)· αναμφίβολα για λόγους αποτελεσματικότητα, αν αυτή είναι η σωστή λέξη. Όμως μπορεί αν είναι άλλος λόγος που, με ένα περισσότερο ή λιγότερο μπερδεμένο τρόπο, εκείνοι που επιδιώκουν νέες κοινωνικοποιήσεις και τοπικοποιήσεις μπορούν να δουν τους μη-τόπους μόνο ως ακύρωση του ιδανικού τους. Ο μη-τόπος είναι το αντίθετο της ουτοπίας: υπάρχει, και δεν περιέχει καμιά οργανική κοινωνία.

Στο σημείο αυτό διασταυρωνόμαστε ξανά με κάτι που αναφέραμε νωρίτερα: το ζήτημα της πολιτικής. Σε ένα άρθρο για την κατάσταση της πόλης, η Sylviane Agacinski υπενθυμίζει το ιδανικό και στόχο του μέλους της Εθνοσυνέλευσης, Anacharsis Cloots, εχθρικός απέναντι σε κάθε «ενσαρκωμένη» εξουσία, ζητούσε το θάνατο του βασιλιά. Κάθε εντοπισμένη εξουσία, κάθε ατομική κυριαρχία, ακόμη και ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας σε διαφορετικούς λαούς, έμοιαζε ασύμβατη για αυτόν με την αδιάσπαστη κυριαρχία του ανθρώπινου είδους. Από αυτή την οπτική η πρωτεύουσα, το Παρίσι, είναι ευνοημένος τόπος μόνο στο βαθμό που μια «ξεριζωμένη, απεδαφικοποιημένη σκέψη» είναι ευνοημένη. «Το παράδοξο της έδρας αυτής της ασαφούς, οικουμενικής – και ίσως όχι μόνο αστικής – ανθρωπότητας», γράφει η Agacinski, «είναι πως είναι επίσης και μη-τόπος, ένα πουθενά, κάτι σαν αυτό που ο Michel Foucault – που δεν το φαντάστηκε ως κάτι που περιλάμβανε την πόλη – ονόμασε ετεροτοπία». Σήμερα ισχύει μάλλον πως η αντίθεση μεταξύ σκέψης που ενδιαφέρεται για το οικουμενικό και σκέψης που ενδιαφέρεται για την εδαφικότητα είναι εμφανής σε παγκόσμια κλίμακα. Έχουμε ρίξει μια ματιά σε αυτό σε μια μόνο από τις πτυχές του, ξεκινώντας με τη παρατήρηση πως σε μια αυξανόμενη μερίδα της ανθρωπότητας ζει, τουλάχιστον για χρονικές περιόδους, εκτός επικράτειας, με αποτέλεσμα πως οι ίδιες οι συνθήκες που ορίζουν το εμπειρικό και το αφηρημένο μετατοπίζονται υπό την επίδραση της τριπλής επιτάχυνσης, χαρακτηριστικής της υπερνεωτερικότητας.

Το «εκτός τόπου» και ο «μη-τόπος» που δέχονται την επίσκεψη από το άτομο υπό την υπερενεωτερικότητα δεν είναι ο «μη-τόπος» της κυβέρνησης, με το πλέγμα των αντιφατικών διπλών αναγκαιοτήτων της: το να σκεφτείς και να εντοπίσεις το οικουμενικό, να διαγράψεις και να βρεις το τοπικό, να επιβεβαιώσεις και να αμφισβητήσεις τις προελεύσεις. Αυτή η αδιανόητη πτυχή της εξουσίας που βρίσκονταν πάντοτε στη βάση της κοινωνικής τάξης – όταν αυτό είναι απαραίτητο με την αντιστροφή, σαν από κάποια αυθαίρετη πράξη της φύσης, των όρων που χρησιμοποιούνται για να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτή – αναμφίβολα βρίσκει μια ιδιαίτερη έκφραση στην επαναστατική επιθυμία να σκεφτούμε ταυτόχρονα για την εξουσία και το οικουμενικό, να αμφισβητήσει ταυτόχρονα το δεσποτισμό και την αναρχία· αλλά είναι μια πιο γενική συνιστώσα κάθε τοπικοποιημένης τάξης, που πρέπει εξ ορισμού να παράξει μια χωροταξική έκφραση εξουσίας. Το εμπόδιο που περιορίζει τη σκέψη του  Anacharsis Cloots (και μερικές φορές του δίνει μια εικόνα «αφέλειας») είναι πως βλέπει το κόσμο ως τόπο· ένα τόπο που ανήκει σε ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, πράγματι, αλλά περιλαμβάνοντας την οργάνωση ενός χώρου και την αναγνώριση ενός κέντρου. Είναι σημαντικό, συμπωματικά, πως όταν γίνεται αναφορά σήμερα στην «Ευρώπη των Δώδεκα» ή στη «Νέα Παγκόσμια Τάξη», το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι ακόμη εκείνο του πραγματικού κέντρου αυτών των οντοτήτων: οι Βρυξέλλες (για να μην αναφέρω το Στρασβούργο) ή η Βόννη (για να μην υπερβάλω με το Βερολίνο); Η Νέα Υόρκη και ο ΟΗΕ, ή η Ουάσιγκτον και το Πεντάγωνο; Η σκέψη βασισμένη στο τόπο μας στοιχειώνει ακόμη, και η «επαναφορά» των εθνικισμών, που της δίνει νέα σχετικότητα, μπορεί να περάσει για μια «επιστροφή» στην τοπικοποίηση από την οποία η Αυτοκρατορία, ως ο πιθανός πρόδρομος του ανθρώπινου είδους που ακόμη δεν έχει έρθει, μπορεί να μοιάζει να αντιπροσωπεύει μια αποχώρηση. Στην πράξη όμως η γλώσσα της Αυτοκρατορίας ήταν η ίδια όπως εκείνη των εθνών που την απορρίπτουν, ίσως επειδή η πρώην Αυτοκρατορία και τα νέα έθνη πρέπει να κατακτήσουν την νεωτερικότητα πριν προχωρήσουν προς την υπερνεωτερικότητα. Η αυτοκρατορία, θεωρούμενη ως «ολοκληρωτικό» σύμπαν, δεν είναι ποτέ μη-τόπος. Το αντίθετο, η εικόνα που σχετίζεται με αυτή είναι εκείνη ενός σύμπαντος όπου κανένας δεν είναι ποτέ μόνος, όπου ο καθένας είναι πάντοτε υπό στενό έλεγχο, όπου το παρελθόν ως τέτοιο έχει απορριφθεί (παρασυρθεί μακριά). Η

Αυτοκρατορία, όπως ο κόσμος του Orwell ή του Kafka, δεν είναι προ-νεωτερική αλλά «παρά-νεωτερική»· μια πετσοκομμένη νεωτερικότητα, σε καμιά περίπτωση ο διάδοχος της νεωτερικότητας, μη διαθέτοντας κανένα από τα τρία γνωρίσματα της υπερνεωτερικότητας που προσπαθήσαμε να ορίσουμε. Κάποιος ακόμη μπορεί να πει πως είναι το αρνητικό της. Τυφλή ως προς την επιτάχυνση της ιστορίας, την ξαναγράφει· προστατεύει τα υποκείμενα της από την αίσθηση πως ο χώρος συρρικνώνεται με το περιορισμό της ελευθερίας της κίνησης και της πληροφορίας· παρομοίως (όπως μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα από τις κακόθυμες αντιδράσεις της στις πρωτοβουλίες υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων), απομακρύνει την ατομική αναφορά από την ιδεολογία της και παίρνει το ρίσκο της προβολής της έξω από τα σύνορα της: μια σπινθηροβόλα μορφή απόλυτης κακίας ή ανώτατης σαγήνης. Φυσικά το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι η πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά υπάρχουν άλλες αυτοκρατορίες, μεγάλες και μικρές· η τάση μερικών πολιτικών μας να πιστεύουν πως το μόνο κόμμα και ο απόλυτος αρχηγός είναι ένα αναγκαίο προηγούμενο για τη δημοκρατία στην Αφρική και στην Ασία είναι παράδοξα παρόμοια με τους τρόπους σκέψης των οποίων τον απαξιωμένο και εγγενώς διεστραμμένο χαρακτήρα αποκηρύσσουν όταν μιλούν για την Ανατολική Ευρώπη. Το εμπόδιο στην συνύπαρξη τόπων και μη-τόπων θα είναι πάντοτε πολιτικό. Αναμφίβολα οι Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, και άλλες, θα βρουν τις θέσεις τους στα παγκόσμια δίκτυα της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης. Η επέκταση όμως των μη-τόπων που αντιστοιχούν σε αυτά – εμπειρικά μετρήσιμοι και αναλύσιμοι μη-τόποι που ο ορισμός τους είναι κυρίως οικονομικός – ήδη έχει υπερκεράσει τη σκέψη των πολιτικών, που προσπαθούν όλο και περισσότερο αναλογιζόμενοι που πάνε επειδή είναι όλο και λιγότερο σίγουροι που είναι.

από: https://geniusloci2017.wordpress.com