Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 04 Μάρ 2024
Η ελληνική Δικαιοσύνη σε κρίσιμη καμπή
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

Ι. Zητείται Δικαιοσύνη

 

Ερευνες, μελέτες, καταδίκες, στατιστικές, δείχνουν και αποδεικνύουν:

Στη χώρα μας έχουμε 37 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 17 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους. Για μια απόφαση δικαστηρίου χρειάζονται 450 ημέρες στην Ε.Ε., στην Ελλάδα πάνω από 1.600 ημέρες. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει τις επιδόσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης στην 146η θέση παγκοσμίως.

Ο αριθμός των υποθέσεων που εισάγονται ετησίως υποχωρεί σταθερά κατ’ έτος: Στο πρωτοδικείο, από 342.539 το 2014, έτος κορύφωσης της κρίσης, στις 200.000 το 2019 και στις 126.869 έως τον Οκτώβριο του 2020. Στο ΣτΕ, από 4.675 προσφυγές το 2016, στις 3.521 το 2019 και στις 2.365 το 2020 (στοιχεία υπουργείου Δικαιοσύνης). Στην εθιμική αναφορά «η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» το 70% των πολιτών μας απαντά ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα κέντρα ισχύος (Έρευνα Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας). Στην Ε.Ε. το 36% των πολιτών εκτιμά ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι κακή έως πολύ κακή.

Οι Βρυξέλλες αμφισβητούν τις επιδόσεις της Ελλάδας στο Κράτος Δικαίου (λειτουργία της Δικαιοσύνης, υποκλοπές κ.ά.). Εξέχων αξιωματούχος της Ε.Ε. θεωρεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο η Δημόσια Διοίκηση όσο η Δικαιοσύνη - και δεν εννοεί μόνο τις καθυστερήσεις. Το αποτύπωμα που αφήνει το δικαστικό μας σύστημα δεν κάνει κανέναν υπερήφανο. Δεν μας λείπουν δικαστές, οι υποθέσεις σταθερά μειώνονται. Τα χρόνια προβλήματα που παρέμειναν άλυτα έβγαλαν στην επιφάνεια και τις κρυμμένες παθογένειες. Τα προβλήματα που δεν λύνονται και παραπέμπονται στο μέλλον διαβρώνουν τελικά όλο το σύστημα.

Το δικαστικό οικοδόμημα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: στους ανθρώπους, στις διαδικασίες, στις υποδομές. Στις διαδικασίες και στους δικονομικούς κανόνες ξεχάστηκε η ουσία, δηλαδή η αναζήτηση της αλήθειας, που μόνο αυτή νομιμοποιεί τη λειτουργία του οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος. Ας δούμε επιτέλους την Πολιτική Δικονομία από οπτική γωνία που διαφέρει από την τρέχουσα, με άλλη εστίαση και άλλο φακό. Αναφέρομαι κυρίως στην Πολιτική Δικονομία διότι η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών είναι ο κύριος όγκος του δικαστικού έργου, αφορά την τρέχουσα δραστηριότητα των πολιτών. Εκεί παίζεται το στοίχημα απονομής της δικαιοσύνης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει καταδικάσει επανειλημμένα την Ελλάδα, όχι μόνο για εξωφρενικές καθυστερήσεις επίλυσης δικαστικών διαφορών, ισοδυναμούσες με αρνησιδικία, αλλά και για υπερβολική προσκόλληση στους τύπους εις βάρος της αλήθειας. Εντούτοις, εκατοντάδες, ίσως και η πλειονότητα των αποφάσεων, εκδίδονται εγκαίρως χωρίς λάθη νομικά ή πραγματικά. Υπάρχουν όμως και αποφάσεις που ξεπερνούν τα όρια του χρόνου, του νόμου και της λογικής. Αυτές ξεσηκώνουν κριτικές και αμφισβητήσεις σε πολλά επίπεδα και χρωματίζουν με το δικό τους σκούρο χρώμα το δικαστικό μας σύστημα. Οι καθυστερήσεις ακυρώνουν αυτό που θεωρούμε έλλογο και νόμιμο κράτος, πλήττουν τη λειτουργία του ως προστατευτικού πλαισίου για την ανάπτυξη του ατόμου, της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν προταθεί πολλές σημαντικές ιδέες (ψηφιοποίηση, νέοι δικαστικοί χάρτες κ.λπ.). Από τις πολλές αιτίες καθυστερήσεων θα σταθώ σ’ αυτή που οφείλεται στον ίδιο τον δικαστή. Είναι αυτή που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε, γιατί πονάει πολύ. Σε αυτό με ώθησαν τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών είναι υπερεπαρκής και ότι μειώνονται συνεχώς οι αριθμοί των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση και μετά το τέλος της οικονομικής κρίσης, είτε στα πρωτοδικεία είτε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Γενικά, οι δικαστές έχουν το δικό τους modus operandi. Κατά κανόνα αποστρέφονται το γρήγορο. Το να ξεμάθουν αυτές τις συνήθειες δεν είναι εύκολο και δύσκολα αντιμετωπίζεται νομοθετικά. Η ανθρώπινη φύση προτιμάει τη ρουτίνα και η ρουτίνα έχει τη δύναμη να μετατρέπει την αίσθηση καθήκοντος, τον ενθουσιασμό των νέων και τις ευαισθησίες τους σε γραφειοκρατική διαδικασία.

Υπάρχουν υποθέσεις που περιμένουν ορισμό δικασίμου και άλλες που δικάστηκαν. Οι δεύτερες είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου. Πόσος χρόνος μεσολαβεί μεταξύ της δίκης και της διάσκεψης του δικαστηρίου προς απόφαση, που πρέπει βεβαίως να είναι βραχύς για να έχουν κάποια αξία οι δημόσιες συνεδριάσεις, οι καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Και μετά τη διάσκεψη πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης; Ο μόχθος πολλών επιμελών δικαστών έδειξε ότι οι εισηγητές και των πιο δύσκολων υποθέσεων δεν χρειάζονται παρά λίγες ημέρες, από τις οποίες έχουν αφιερώσει μερικές ώρες στην υπόθεση. Και η δικάζουσα σύνθεση του δικαστηρίου δε χρειάζεται αμέτρητες ώρες για να αποφασίσει. Γιατί μήνες λοιπόν; Πόσο κοντά σε όσα αποφασίστηκαν στη διάσκεψη είναι μία απόφαση που συντάσσεται και δημοσιεύεται μετά από μήνες;

Αιώνες πριν, η λύση που βρέθηκε ήταν ριζική. Στη νομοθεσία του Καρλομάγνου, όταν ο δικαστής καθυστερεί την έκδοση αποφάσεώς του, ο διάδικος ενάγων εγκαθίσταται στο σπίτι του δικαστή, «όπου ζει διά τραπέζης, κοίτης και εξόδων του δικαστή». Η εκτίμηση της σημασίας του χρόνου ήταν η αιτία που το σύνταγμα του 1952 προέβλεπε την έκδοση ειδικού νόμου για την προστασία ξένων επενδύσεων. Ο νόμος αυτός εκδόθηκε και προέβλεπε την προσφυγή σε διεθνή διαιτησία προς αποφυγή του αργού ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης. Στην προσεχή αναθεώρηση του συντάγματος οι επενδύσεις που γίνονται για μεγάλα παραγωγικά έργα (και όχι για αγορά ακινήτων), ιδιαίτερης σημασίας για την εθνική οικονομία, νομίζω ότι αξίζει να προσεχθούν για να σταματήσουν οι σημερινές ατέλειωτες προσφυγές σε διάφορες δικαιοδοσίες, που καταλήγουν, όχι σπάνια, στη ματαίωση των έργων. Πέραν των καθυστερήσεων, το σκεπτικό, η ουσία ορισμένων αποφάσεων προκαλούν ερωτήματα. Δεν είναι, βέβαια, ο κανόνας, είναι όμως χαρακτηριστικές και για την εκτίμηση του πραγματικού και για τον νομικό συλλογισμό.

Ο αείμνηστος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Στ. Τσακυράκης έγραψε: «Η δικαστική λειτουργία αδυνατεί να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύσει τις διαφορές των πολιτών σε εύλογο χρόνο. Δεν έχουμε απλώς καθυστερήσεις, έχουμε αρνησιδικία». Γίνεται πιο αυστηρός ακόμη, επισημαίνοντας ότι «η πιο αποτυχημένη λειτουργία αναδεικνύεται με ορισμένες αποφάσεις της σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα». Όχι σπάνια, και πάντως σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, έγκριτοι νομικοί σχολιαστές διακρίνουν σε δικαστικές αποφάσεις προφανή νομικά σφάλματα, αβάσιμες ή ατελείς εκτιμήσεις του πραγματικού, πλήρη περιφρόνηση ως προς τον χρόνο επιδικίας. Όταν αυτό συμβαίνει, το δικαστήριο δεν είναι πια δικαιοδοτικός θεσμός Κράτους Δικαίου στην υπηρεσία των πολιτών, εν ονόματι των οποίων υποκρινόμαστε ότι εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά ένα δικαστήριο με το νόημα που έδωσε ο Κάφκα («Η Δίκη»), δηλαδή μια εξουσία που δικάζει επειδή έχει τη δύναμη από την οποία και μόνο αντλεί νομιμοποίηση.

Η απώλεια της εμπιστοσύνης, της πίστης ότι θα βρεις το δίκιο σου και σε χρόνο που η δικαίωσή σου θα έχει κάποια αξία διαρρηγνύουν τον σύνδεσμο του πολίτη με το θεσμικό πλαίσιο. Οι δικαστικές δυσλειτουργίες πηγαίνουν βαθιά διότι οι πολίτες δεν χάνουν μόνο την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα, αλλά σταδιακά γενικότερα στους δημοκρατικούς-αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, από τους οποίους αποξενώνονται γιατί είναι μακρινοί, αδιάφοροι, αβέβαιοι. Και πρόβλημα Δημοκρατίας λοιπόν.

Η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη δεν αρκεί να προχωρήσει σε μικρές, χωρίς συνοχή αλλαγές στους κώδικες. Χρειάζεται μια άλλη οπτική και κυρίως να φύγουμε από τη Δικαιοσύνη των περιπεπλεγμένων διαδικασιών, προς τη Δικαιοσύνη που αναζητεί αυτεπαγγέλτως την αλήθεια στην πολιτική και ποινική δίκη. Έχουμε τους καλύτερους εκπαιδευμένους νέους νομικούς. Μας χρειάζονται και άλλες ειδικότητες για τα οργανωτικά θέματα, στατιστικοί, προγραμματιστές, αναλυτές δεδομένων κ.ά. Η Βιομηχανική Επανάσταση συμβαίνει ήδη. Στις ΗΠΑ οι αλγόριθμοι έχουν αναλάβει υπηρεσία στη Δικαιοσύνη.

 

ΙΙ. Οι «αξιόποινες» νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης

Ακούσαμε στη Βουλή οργισμένο τον υπουργό Δικαιοσύνης να παρουσιάζει τις νομοθετικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. «Μέχρι τώρα οι νόμοι απέβλεπαν στην προστασία των εγκληματιών» είπε. Το δικό του σχέδιο νόμου «αποβλέπει στην προστασία των θυμάτων» πρόσθεσε. Πώς θα προστατεύσει τα θύματα; Τι εννοεί; Με την αυστηροποίηση των ποινών; Τον άνευ ετέρου εγκλεισμό στις φυλακές; Μήπως, πρόθυμος δέκτης του νομιζόμενου θυμού της κοινωνίας, απομακρύνεται επικίνδυνα από τις αρχές του Κράτους Δικαίου; Πιστεύαμε ότι οι τιμωρίες που επιβάλλονται από την οργανωμένη κοινωνία έχουν άλλες αναφορές.

Στην Ελλάδα κυκλοφορεί ο μύθος της ατιμωρησίας. Οι αριθμοί διαψεύδουν αυτόν τον μύθο. Ανά 100.000 κατοίκους ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές μας είναι ανώτερος και σε μερικές περιπτώσεις πολύ ανώτερος από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ μεταξύ των 48 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές εκινείτο κοντά στο μέσο όρο, που είναι 104 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, στην Ελλάδα είναι 106/100.000, στη Γαλλία 107, στην Ιταλία πολύ λιγότεροι, 90, στη Γερμανία 67, στην Ολλανδία 59. Στην Τουρκία 365. Σε ποιους θέλουμε να μοιάσουμε;

Ακούσαμε πάλι, «θα πατάξουμε το έγκλημα. Μηδενική ανοχή στην εγκληματικότητα». Πώς θα γίνει αυτό; Αυστηροποιώντας τις ποινές, γεμίζοντας τις φυλακές; Είναι κοινός τόπος πια ότι η αυστηροποίηση των ποινών, η επιμήκυνση του χρόνου φυλάκισης δεν μειώνουν την εγκληματικότητα, δεν προστατεύουν τα θύματα. Κάνουν δυσκολότερη τη διαχείριση των φυλακών και μειώνουν τις όποιες πιθανότητες σωφρονισμού. Αυτά τα έμαθε η οικουμένη, εμείς πάλι πίσω. Το σωφρονιστικό μας σύστημα δεν μπορεί να είναι μόνο απειλή και το κράτος μόνο τιμωρός.

Στο Κράτος Δικαίου η καταστολή πρέπει να υπάρχει μόνο όσο είναι απαραίτητη. Θα φωτίσει αυτή τη θέση το παράδειγμα του σωφρονιστικού καταστήματος ανηλίκων που λειτουργεί στην Αγγλία. Σε αυτό οι ανήλικοι κρατούμενοι είναι ελεύθεροι να κυκλοφορούν, να εργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οφείλουν όμως το βράδυ να επιστρέφουν στο σωφρονιστικό κατάστημα. Έχουν δικό τους κλειδί. Ρωτήθηκε ο υπεύθυνος, πόσοι δεν επιστρέφουν; Η απόλυτα ψύχραιμη απάντηση ήταν «περίπου το 25%». Στην παρατήρηση «είναι πολλοί οι απείθαρχοι. Τι κάνετε;» η απάντηση είναι: «Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από αυτή την εξέλιξη, διότι το 75% που επιστρέφει και τηρεί τους κανόνες έχει πολλές πιθανότητες επιστροφής στην κοινωνία». Άλλος κόσμος, βέβαια, άλλη αντίληψη σωφρονισμού. Εμείς θα είχαμε καταργήσει τις άδειες σε φυλακισμένους επειδή δεν επιστρέφει ένας πολύ μικρός αριθμός αδειούχων, αν δεν ήταν Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο καθηγητής ΕΚΠΑ Ιωάννης Γιαννίδης σε άρθρο του (Καθημερινή, 9/12/2023) συγκρίνει τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες με την προϋπάρχουσα νομοθεσία. «Με όλα της τα ελαττώματα, η νομοθεσία του 2019 ήταν (σχεδόν) ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η προτεινόμενη είναι ελληνική νομοθεσία, αποδεικνύουσα πρωτίστως ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες που δεν ανήκουν στην Ευρώπη». Τη νομοθεσία αυτή (του 2019) σκοτεινιάζει, το υπαινίσσεται άλλωστε και ο αρθρογράφος, ο τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε, με την παράταση του βίου της υπό διάλυση Βουλής κατά μια εβδομάδα και η μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα, ώστε με την παραγραφή τους να αθωωθούν αστέρες του Ποινικού Δικαίου. Ήταν απεχθής περίπτωση χρησιμοποίησης της νομοθετικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση συμφερόντων αντίθετων προς εκείνα της κοινωνίας, που την κατέστησαν δυνατή. Το κλίμα που επικρατούσε τότε, συναλλαγής και μειωμένου σεβασμού στη νομιμότητα. Είναι κρίμα, διότι κατά τα άλλα η νομοθεσία εκείνη ακολουθούσε σε πολλά την εξέλιξη της κοινωνίας και μεταξύ άλλων θετικών ρυθμίσεων επέβαλε τη μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα.

Προτείνονται με το σχέδιο νόμου και νέες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των νέων. Πράγματι, η εικόνα είναι ότι η νέα γενιά γίνεται βίαιη. Ποιος όμως πιστεύει πραγματικά ότι θα αντιμετωπιστεί αυτή η βία με την αυστηροποίηση των ποινών; Οι ποινές, και ιδίως οι αυστηρές, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αυθεντία της οικογένειας και του σχολείου που κατέρρευσε και την παρατηρούμενη αποστασιοποίηση των καθηγητών/δασκάλων από τους μαθητές τους.

Μια παραπομπή στον Σεφέρη σε ένα κείμενο για τον ποινικό κώδικα θα ξαφνιάσει. Η γραφή του όμως είναι τόσο κοντά με το θέμα μας: «Όταν στο δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμα, η απόκρισή του ήταν ‘‘Ο άνθρωπος’’. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».

ΙΙΙ. Σχολή (;) Δικαστών

Εχουν περάσει περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της Σχολής Δικαστών. Επομένως, το σύνολο, ή σχεδόν, των δικαστών πρώτου και δεύτερου βαθμού πρέπει να είναι απόφοιτοι της Σχολής. Η γενική διαπίστωση όμως είναι ότι δεν βαδίζουμε προς το καλύτερο. Τι και τις πταίει;

Εχει γίνει κάποια έρευνα για τις αιτίες ή για όλα φταίει το κράτος, που δεν αλλάζει τους δικαστικούς χάρτες και δεν βελτιώνει τις υποδομές; Αυτά πρέπει να γίνουν. Δεν φταίνε όμως οι ίδιοι οι δικαστές σε τίποτα; Πού είναι οι μελέτες για νέους κώδικες ή η κριτική των κυβερνητικών πρωτοβουλιών; Πού είναι ο ζωντανός οργανισμός που δρα και αντιδρά; Πού είναι η αμφισβήτηση της ρουτίνας, των διαδικασιών που πελαγώνουν δικαστές, δικηγόρους και διαδίκους;

Στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης είναι αναρτημένη η επιγραφή «Εδώ μέσα μπαίνεις όχι για να λατρέψεις την επιστήμη, αλλά για να την αμφισβητήσεις». Αν αυτό θεωρείται αιρετικό, ας είναι οδηγός της Σχολής η συγκλονιστική φράση με την οποία ξεκινάει η «Ελληνική Νομαρχία» (1806): «Στοχάσου και αρκεί». Το τι είναι δίκαιο, ηθικό, σωστό ή κοινωνικά αποδεκτό μεταβάλλεται διαρκώς. Οι ιδέες και οι τοποθετήσεις της κοινωνίας επίσης. Το δύσκολο καθήκον των δικαστών είναι να είναι ενήμεροι αυτών των αλλαγών και σε αυτά η Σχολή έπρεπε να είναι ο κύριος αρωγός. Οι σχολές αυτές όμως εστιάζουν όχι στη συσσώρευση νομικών, αλλά στην κριτική σκέψη και στη συνδυαστική λειτουργία διαφορετικών πεδίων γνώσεων. Κατανόησαν την αλήθεια, ότι «η ύλη της νομικής επιστήμης είναι ο κανόνας δικαίου και η κοινωνική πραγματικότητα» (Κουμάντος). Και κάτι άλλο. Προς το παρόν είναι μόνο ψίθυροι: Στατιστικές επιτυχόντων στη Σχολή δείχνουν υπερβολικό αριθμό τέκνων δικαστών. Οι διαφορές σε βαθμολογίες γραπτών και προφορικών εξετάσεων αφήνουν ερωτηματικά.

Ο,τι δεν πραγματώθηκε στη Σχολή και αφήνεται μόνο στους ώμους των αποφοίτων είναι βάρος που εξηγεί πολλά. Οι αγώνες για την πρόοδο και τη δικαιοσύνη είναι μοίρα όλων των γενεών. Και αυτές θα δώσουν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο σε αυτό που στην αρχή θεωρήθηκε ότι κάλυπτε ένα κενό. Ίσως θα έπρεπε να μετριάσω κάπως την κριτική μου, διότι ακόμη και αν είχαμε την τέλεια Σχολή, τους καλύτερους υποψήφιους δικαστές, «εάν η κοινωνία είναι εξουθενωμένη, ηθικά και πνευματικά, εάν βρίσκεται σε γενικευμένη απάθεια και ενεργεί με αμβλυμένα κριτήρια, ποια κολυμπήθρα Σιλωάμ μπορεί να αναδείξει δικαστές που σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος των ηθικών επιλογών»; (Ρόναλντ Ντουόρκιν)

* Ο Γιώργος Ε. Κουβελάκης είναι επίτιμος σύμβουλος Επικρατείας, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης
από:https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου